Monday, August 25, 2008

Το καινό ως τρόμος του κενού

Όπως προσπάθησα να εξηγήσω στο άρθρο μου του Σαββάτου, ο Ανατόλι Βασίλιεφ στα 66 χρόνια του, για πρώτη φορά αποπειρώμενος να ερμηνεύσει το αρχαίο δράμα μέσω μιας μυστικιστικής, ιδεαλιστικής και κυρίως πλατωνικής προσέγγισης, υπέπεσε σε σοφίσματα αλλαγής ελέγχου.

Oρκισμένος χριστιανός ορθόδοξος της ρωσικής εκδοχής είναι ιδεολογικά αδύνατον να συλλάβει την έννοια του τραγικού, όπως αυτό τεκμηριώνεται μέσα στα κείμενα των τριών τραγικών. Και όσον αφορά τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή, μπορεί κανείς να βρει αναλογίες θεολογικού στοχασμού, έστω τολμώντας τεράστια χαώδη άλματα. Αλλά ο Ευριπίδης, ο κατ΄ εξοχήν διαλεκτικός, αμφισβητίας και δημιουργικά και κριτικά συνομιλητής των Σοφιστών, είναι αδιανόητο να ερμηνευτεί με ιδεαλιστικά και μεταφυσικά εργαλεία σκέψης και αισθητικής.
Ο Βασίλιεφ (ανεξάρτητα από την όποια αξιοπιστία της μεθόδου του) καταφεύγει διδάσκοντας στον «Ίωνα» του Πλάτωνα, όπου ο ποιητής νομιμοποιείται μόνο αν είναι μέντιουμ, προφήτης, επί της γης αντιπρόσωπος του θείου, εμπνευσμένος από θεία πνοή. Κάθε άλλη ποιητική, που δεν πηγάζει από τον κόσμο των ιδεών, από το επέκεινα, δεν είναι δηλαδή μίμησις του Αγαθού, όπως για τον Πλάτωνα ακόμη και η Πολιτεία είναι μίμησις της Καλλίστης Πολιτείας, δηλαδή όπως οι ορθόδοξες εικόνες (και έτσι λύθηκε στην Ανατολή η κρίση της εικονομαχίας- εικονολατρείας), είναι έκφραση και όχι είδωλο, μίμημα των θείων προτύπων, είναι από τρίτου μίμησις, δηλαδή απέχει από την Αλήθεια.
Ο Βασίλιεφ πιστεύει πως είναι ένας σύγχρονος προφήτης, μια Πυθία, ένας μεσάζων ανάμεσα στις μεταφυσικές ιδέες και στον κόσμο των αισθητών. Τι κάνει ο Πλάτων μέσω του προσωπείου του Σωκράτη; Όταν διδάσκει και όταν κατακεραυνώνει τους Σοφιστές και όταν οι απόπειρες να ορίσει τα πράγματα και τις αφηρημένες έννοιες φτάνουν στα όρια της γλώσσας, κατασκευάζει Μύθους, συμβολικές ιστορίες, παραβολές, για να παραπέμψω στην αγαπημένη του Βασίλιεφ, Καινή Διαθήκη, όπως ο Μύθος του Σπηλαίου, του Άρματος της Ψυχής, του Επιμηθέα, της Ατλαντίδος κ.λπ. ή όπως της παραβολής του Ασώτου, των δούλων με τα δηνάρια κ.λπ.
Από αυτήν τη σύγχυση ξεκινούν τα λάθη του Βασίλιεφ. Απαξιώνοντας τη θεωρία της μιμήσεως του Αριστοτέλη ως αντιπλατωνική, απαξιώνοντας την αριστοτελική άποψη πως η τραγωδία οφείλει να προκαλεί την «οικείαν ηδονήν» και να έχει το «οικείον μήκος», απαξιώνοντας τα συστατικά στοιχεία της ουσίας του τραγικού, την μίμησιν πράξεως, σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, δηλαδή μια μίμησι ζώντων που διακρίνεται για τη σπουδή (εκ του σπεύδω!) και την εντελέχειά της (δηλαδή ενυπάρχουσα μέσα στη δομή της και στην ουσία της φορά προς το τέλος), τον επιδιωκόμενο σκοπό της και την ευρυχωρία της ώστε να ισορροπούν εντός του εύρους και τους μήκους της τα έξι ποιητικά στοιχεία που συνιστούν τα πράγματα, ο Βασίλιεφ επιλέγει φόρμες που προκαλούν άλλες συγκεχυμένες και αλλότριες προς την ουσία του τραγικού και ποικίλης προελεύσεως ηδονές. Η πλέον όμως απογοητευτική για σοβαρόν άνθρωπο προσέγγισή του είναι η εισαγωγή στη μέθοδό του της έννοιας του παιχνιδιού. Ξεκινώντας από τον Ρομαντισμό του Σίλερ που δογμάτισε πάνω στη θεωρία της τέχνης ως παιγνίου και τις νεώτερες προσθήκες του Χουϊσίνγκα, πάλι καταφεύγοντας στον Πλάτωνα και στην πολύτιμη κατάθεσή του ότι ένας ιερέας Αιγύπτιος, βλέποντας τη συνεχή περιέργεια για όλα του Σόλωνα, χαρακτήρισε τους Έλληνες «αεί παίδας», δεν αντιλαμβάνεται πως άλλο πράγμα είναι η παιδικότητα, αφέλεια του πλατωνικού ανθρώπου- αφού ο άνθρωπος γεννιέται καλός, αφού ουδείς εκών κακός- άλλο πράγμα η ανάλογη Ευαγγελική αφήγηση για τον Χριστό που ζήτησε να αφήσουν τα παιδιά να τον πλησιάσουν, ως αθώα και αγνά, και ΑΛΛΟ ΠΡΑΓΜΑ η ηρακλείτεια Κυβευτική, δηλαδή ο Χρόνος που παίζει ζάρια. Παιδί αυτής της Κυβευτικής, της τυχαίας ζαριάς (και το πιστεύει) είναι ο Οιδίπους, ο Ηρακλής του Σοφοκλή και του Ευριπίδη και βέβαια η Μήδεια. (Καλά δεν καταλαβαίνουν τι διαβάζουν στον Ευριπίδη;).
ΑΛΛΟ ΠΡΑΓΜΑ λοιπόν ο άνθρωπος ως παίγνιον του Χρόνου κι άλλο πράγμα οι παιδικές χαρές, τα τσίρκα, οι αρένες της ταυρομαχίας, οι ακροβασίες των σαλτιμπάγκων, τα πανηγύρια, τα τρίκυκλα του γιουσουρούμ, οι ρεμπέτες και οι χορεύτριες του φάντο και του φλαμένκο. Στη σύγχυσή του- γιατί πρόκειται για πλήρη σύγχυση- όταν αφήνει τις πλατωνικές αναλύσεις βουλιάζει μέσα σ΄ ό,τι αντιπλατωνικό μπορεί να διανοηθεί κανείς, γίνεται μεταπράτης λαϊκών, αστικών και λόγιων συμβολικών μορφών, κυριολεκτικά ΕΙΔΩΛΩΝ, δηλαδή σε μιμήσεις μιμήσεων. Αν ανασταινόταν ο Πλάτων θα εξόριζε τον Βασίλιεφ και ως άλλος Χίτλερ θα έκαιγε τα είδωλά του. Τον συμβούλεψα να διαβάσει το βιβλίο του Ράμφου «Μίμησις εναντίον μορφής». Θα συμβούλευα τους Έλληνες αμφιτρύωνές του να του διαβάσουν το διδακτορικό του Μανόλη Ανδρόνικου που αναλύει τις θεωρίες του Πλάτωνα για την Τέχνη, για να αντιληφθεί πως ο Πλάτων που «πουλάει» στα σεμινάριά του και πιστεύει πως εμπνέει τις παραστάσεις του, δεν έχει καμία σχέση με την πλατωνική θεωρία της Τέχνης, η οποία- για να απλουστεύσω - θεωρεί ως απόλυτη αισθητική απόλαυση την πλήρη αφαίρεση και την αναγωγή των πάντων στη Γεωμετρία. Απόλυτη αισθητική απόλαυση η ενατένιση του «Τέλειου Τετραγώνου» και του «Κύκλου»!
Είδαμε τίποτε από αυτά στο πιο φλύαρο ανατολίτικο χαλί της παράστασης της «Μήδειας» στην Επίδαυρο; Ηorror Vacui. Ο τρόμος του κενού. Δυστυχώς αυτός ο τρόμος για το κενό εμφανίζεται ως καινόν τι, ως καινοτομία, ενώ είναι η πανάρχαια αμηχανία και αγωνία μπροστά στο χάος, στην άσπρη σελίδα και την άδεια σκηνή.
ΙΝFΟ: Στις 29 και 30 Αυγούστου στον Υμηττό (Θέατρο Βράχων), 8 και 9 Σεπτεμβρίου στη Θεσσαλονίκη (Θέατρο Δάσους), 13 και 14 στο Ηρώδειο, 16 στην Ελευσίνα (Παλαιό Ελαιουργείο), 18 στην Πετρούπολη (Θέατρο Πέτρας).

«Άι Τάρζαν, Γιού Τζέην»

Η σπουδαία και τελεία μίμησις πράξεως είναι μια σπουδή, μια καλπάζουσα φυγή προς το τέλος, προς τον Σκοπό, περνώντας τα ελεεινά και φοβερά πάθη των ηρώων μέσα από εμπόδια που τα καθαίρουν, τα φιλτράρουν. Η παράσταση της «Μήδειας» με τίποτα δεν βιαζόταν, δεν έσπευδε προς το τέλος. Κάθε τόσο η φορά προς την έξοδο ανακόπτοταν από τελείως άσχετα και έξω από τα μέσα που συντελούν στην κατάκτηση του τέλους, του σκοπού- χορούς, τραγουδάκια, φιοριτούρες, ακροβατικά, τούμπες, πολεμικές τέχνες και πλήρη απαξίωση του λυρισμού. Τα χορικά είτε απαγγέλλονταν με μια συλλαβική αυτιστική μανιέρα ή συνέχεαν το χάος με την ομαδικότητα, τάχα μου συμβολίζοντας τη Βαβέλ. Δεν βρέθηκε κανείς να πληροφορήσει τον αγνοούντα τη γλώσσα μας σκηνοθέτη ότι η ελληνική δεν είναι γλώσσα με ιδεογράμματα όπως η κινεζική και δεν ομιλείται κολλώντας έναν ήχο σ΄ έναν άλλο, λέξεις φωνήματα ανεξάρτητα και αυτόνομα. Γιατί πώς έπεισε καλούς Ελληνες ηθοποιούς να εκφωνούν τον συνδετικό σύνδεσμο «και» ως λέξη που έχει νόημα, ενώ είναι φώνημα που συνδέει νοήματα;

Η ελληνική γλώσσα στην παράσταση του Βασίλιεφ ηχούσε σαν κινέζικα και συχνά σαν το ιδίωμα των φιλμ με τον Ταρζάν: «Άι Τάρζαν, Γιού Τζέην, σι Τσίτα»!

Βούλιαξαν στα ρηχά

Δεν μπορεί να συζητήσει κανείς σοβαρά με τα αποτελέσματα των «ερευνών» του Βασίλιεφ πάνω στην τραγωδία. Άργησε να προσέλθει στο είδος και χωρίς γνώση, μάλλον με λανθασμένη μέθοδο και κακούς οδηγούς, θεωρητικούς (τον Πλάτωνα και τον Απόστολο Παύλο), βιάστηκε να καταπιαστεί. Χωρίς αμφιβολία είναι ένας ανατολίτης γόητας. Όπως οι υπνωτιστές Ινδοί που ναρκώνουν τις κόμπρες- γιατί αλλιώς δεν εξηγείται πώς έπεισε έμπειρους ηθοποιούς που έχουν κατά καιρούς με επιτυχία ερμηνεύσει (ακόμη και σε μεταμοντέρνες προσεγγίσεις) τραγικούς ρόλους. Η Λυδία Κονιόρδου, κορυφαία της γενιάς της, γεννημένη τραγωδός που συνέδεσε το όνομά της με τολμηρές, όχι ακαδημαϊκές παραστάσεις (θυμηθείτε την «Ηλέκτρα», την «Άλκηστη», τον «Ίωνα»- όλα του Ευριπίδη), που με πράγματι συγκινητική επαγγελματική αφοσίωση μετέφερε το ιδίωμα (λεκτικό και χειρονομικό) του Βασίλιεφ (κοφτές λέξεις και συνεχείς «δείξεις»), κατόρθωσε να διασωθεί. Αλλά η Αγλαΐα Παππά (έξοχη Ιφιγένεια στο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας με διεθνή περιοδεία), ο Καραθάνος (έξοχος Οιδίποδας με την Κονιόρδου στην παράσταση του Χατζάκη), ο Ψαρράς (έμπειρος και στο τραγικό είδος) βούλιαξαν στα ρηχά.

Οι χοροί απλώς ανεκδιήγητοι. Ο ΑΧΤΑΡΜΑΣ, ρεπερτόριο επαρχιακού χοροδιδασκαλείου. Κρίμα στη δουλειά του Φαραζή και στην ωραία ορχήστρα. Πιθανόν αυτονομημένοι να περιοδεύσουν ως «πρώην ρεμπέτικη κομπανία της “Μήδειας”».

Ο Διονύσης Φωτόπουλος σχεδίασε και εκτέλεσε ό,τι του ζητήθηκε με το γούστο που τον διακρίνει. Ήξερε τάχα τι θα «διαδραματιζόταν» κυριολεκτικώς μέσα εκεί και τι είδους κοστούμια- η φουστανέλλα του Σκεντέρμπεη! - θα μουτζούρωναν την αυστηρή του γραμμή;

Όσο για την τρίγλωσση (ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά) ταυτόχρονα ειπωμένη αγγελική ρήση; Τρία πουλάκια κάθονταν.

Ο τρόμος του κενού ως καινό κάνει πέρα το κοινό.

No comments: