Πέντε δεκαετίες μετά την πρεμιέρα της στη Νέα Υόρκη, η θρυλική παράσταση της Μάρθας Γκράχαμ εμπνευσμένη από την ηρωίδα του Αισχύλου αναβιώνει σε παγκόσμια πρεμιέρα στο Μέγαρο Μουσικής
Το ΒΗΜΑ, 19/10/2008, σελ. 2-3
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Σκηνή από τη σύγχρονη παραγωγή που θα παραουσιαστεί στο Μέγαρο Μουσικής. Η Φανγκ Γι Σου, αριστερά, στον ρόλο της Κλυταιμνήστρας
Ηταν γι' αυτούς ένα κομμάτι ανθολογίας από τη μακρινή εποχή του 1950, μια εποχή που ταυτίζεται με τον αμερικανικό μοντερνισμό και που σήμερα θεωρείται κλασική. (Ακόμη και ο τότε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντουάιτ Αϊζενχάουερ εξέφραζε έναν modern republicanism.) Αυτή ακριβώς ήταν η εντύπωση - το μοντέρνο που είναι πια κλασικό - των φοιτητών και της κοινότητας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, του NYU, στο θέατρο του οποίου, το Skirball Center for the Performing Arts, στην πλατεία Ουάσιγκτον, είδαμε το preview του χοροδράματος «Κλυταιμνήστρα» της Μάρθας Γκράχαμ στις 19 Σεπτεμβρίου. Δεν θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερο κοινό, νέο και δυναμικό, για να δοκιμαστεί ένα μπαλέτο που πρωτοπαρουσιάστηκε πριν από 50 χρόνια και του οποίου η παγκόσμια πρεμιέρα της αναβίωσης θα γίνει στο Μέγαρο Μουσικής της Αθήνας στις 23 Οκτωβρίου. Η Τζάνετ Αϊλμπερ, καλλιτεχνική διευθύντρια του Martha Graham Dance Company και πρώτη χορεύτρια της Μάρθας Γκράχαμ την περίοδο του 1970 και του 1980, στην οποία οφείλεται η τωρινή αναβίωση, είχε κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένη όταν τη συναντήσαμε λίγο μετά το τέλος της παράστασης στο ελληνικό εστιατόριο της περιοχής του Γκράμερσι «Περιγιάλι». «Ο σύγχρονος χορός καλλιεργεί την αντίληψη του καινούργιου» λέει η Τζάνετ Αϊλμπερ. «Να όμως που συνειδητοποιούμε ότι το σύγχρονο έχει κιόλας την ιστορία του, έργα που είναι πια κλασικά και αριστουργήματα».
Πενήντα χρόνια πριν, την Πρωταπριλιά του 1958, στο θέατρο Αντέλφι της Νέας Υόρκης, στη γωνία της 6ης λεωφόρου και της 54ης οδού, στην ίδια θέση όπου σήμερα βρίσκεται το ξενοδοχείο «Hilton», οι 1.500 θεατές της πρεμιέρας της «Κλυταιμνήστρας» έβλεπαν πραγματικά ένα μοντέρνο θέαμα, που από την κριτική αντιμετωπίστηκε όμως αμέσως ως κλασικό, τουλάχιστον ως προς την πρόθεση της Μάρθας Γκράχαμ να πλησιάσει το μέγεθος της ελληνικής τραγωδίας. Η Μάρθα Γκράχαμ, η οποία ήταν τότε 65 ετών (είχε γεννηθεί το 1893), χόρευε η ίδια τον ρόλο της αρχαίας βασίλισσας, ίσως μέσα από μια διαδικασία ταύτισης ερμηνεύτριας και ηρωίδας. Η Τζάνετ Αϊλμπερ μάς επιβεβαιώνει σήμερα ότι πράγματι το φορτίο της βιογραφίας βαραίνει ιδιαίτερα στον ρόλο αυτόν. Η Μάρθα Γκράχαμ φανταζόταν ότι η Κλυταιμνήστρα θα είχε πάνω-κάτω την ίδια ηλικία με αυτήν όταν δούλευε τον ρόλο. Αλλωστε όλη η δουλειά της Μάρθας Γκράχαμ επάνω στην ελληνική μυθολογία (ένας «ελληνικός κύκλος» με 17 χορογραφίες) είχε ως στόχο την ανάδειξη της γυναικείας προσωπικότητας μέσα από μια σύγχρονη γυναικεία ματιά. «Η Μάρθα Γκράχαμ ήταν εκ φύσεως φεμινίστρια, πριν από τον φεμινισμό» λέει τώρα η Τζάνετ Αϊλμπερ. «Και η "Κλυταιμνήστρα" της μοιάζει να εικονογραφεί μια σημερινή κατάσταση έχοντας στο κέντρο μια γυναικεία ηγετική μορφή».
Η Μάρθα Γκράχαμ και ο Ντέιβιντ Γουντ σε σκηνή από την πρώτη παράσταση του 1958
Η Μάρθα Γκράχαμ άρχισε να δουλεύει τα ελληνικά θέματά της το 1946, στην προσπάθειά της να προσεγγίσει την αρχετυπική γυναίκα. Είχε προηγηθεί ένας μεγάλος κύκλος διερεύνησης της αμερικανικής ταυτότητας, του οποίου αποκορύφωμα ήταν το μπαλέτο «Ανοιξη στα Απαλάχια Ορη», σε μουσική Ααρον Κόπλαντ, το 1944. Στον ελληνικό κύκλο, η «Κλυταιμνήστρα» αποτελεί σίγουρα την επιτομή. Η Μάρθα Γκράχαμ είχε σχεδόν αφοσιωθεί στον ρόλο. Είχε πει ότι «η Κλυταιμνήστρα είναι κάθε γυναίκα που σκοτώνει». Από την αυτοβιογραφία της (Blood Memory) ξέρουμε ότι περνούσε ολόκληρες ημέρες στο στούντιό της δουλεύοντας τον ρόλο, τοποθετώντας στο πάτωμα μεγάλα κομμάτια από κόκκινο υλικό, κυρίως ύφασμα. Το βλέπουμε αυτό πολύ καλά στο κατακόκκινο κοστούμι της Κλυταιμνήστρας στη σκηνή του εφιάλτη που η ίδια σχεδίασε.
Αυτό το μπαλέτο είναι περισσότερο χοροθέατρο ή χορόδραμα. Οπωσδήποτε πιο κοντά στο θέατρο. Η Μάρθα Γκράχαμ δούλεψε πολύ επάνω στην κίνηση που αποτυπώνεται σε αρχαία τεκμήρια, κυρίως σε αγγεία ή σε ειδώλια. Δούλεψε επίσης πολύ πάνω σε φόρμες του παραδοσιακού ανατολικού θεάτρου του Καμπούκι και του Νο. Θυμίζουμε ότι την ίδια χρονιά η Μαρία Κάλλας προσπαθεί να προσεγγίσει την τραγωδία μέσα από την όπερα «Μήδεια» του Κερουμπίνι και για τη σκηνική της στάση μιμείται τις κινήσεις των αρχαίων ειδωλίων. Για τα σκηνικά η Μάρθα Γκράχαμ συνεργάστηκε με τον γλύπτη και αρχιτέκτονα Ιζάμου Νογκούσι (1904-1988), στενό συνεργάτη της την περίοδο 1944-1967. Ο αμερικανός γλύπτης (από ιάπωνα πατέρα και ιρλανδέζα μητέρα) σχεδίασε έναν σκηνικό χώρο πολύ λιτό, όπου βασικό ρόλο έχει το ύφασμα αλλά και τα αντικείμενα - σύμβολα εξουσίας, σύμβολα δύναμης αλλά και όργανα εγκλήματος - που παραπέμπουν σε αφρικανική ή ασιατική τέχνη. Εκείνη την εποχή η κοινωνία της Νέας Υόρκης παθιαζόταν με τις περιπέτειες του νεαρού γόνου Μάικλ Ροκφέλερ στη Νέα Γουινέα, όπου και τελικά πέθανε (εξαφανίστηκε; δολοφονήθηκε;) το 1961 και ο οποίος είχε φέρει στη Νέα Υόρκη δείγματα της «πρωτόγονης» τέχνης της Ασίας, σαν αυτά που σχεδίασε ο Νογκούσι.
Για τη μουσική η Μάρθα Γκράχαμ απευθύνθηκε στον νέο τότε αιγύπτιο συνθέτη Χαλίμ ελ Νταμπ. Ο Ελ Νταμπ, ο οποίος έχει γεννηθεί το 1921, ο μόνος που ζει από αυτή τη θρυλική ομάδα του 1958, έγραψε μια μουσική με στέρεα κλασική βάση αλλά με πολλά έθνικ στοιχεία, ιδιαίτερα ανατολικής μουσικής. Το 1958 αυτή η παρτιτούρα θα ακουγόταν πολύ πρωτοποριακή, ίσως και εξωτική, αλλά σήμερα ακούγεται εντελώς σύγχρονη, σαν να έχει βγει μέσα από έναν δίσκο του Κουαρτέτου Κρόνος.
Η Γιουρίκο Κιμούρα ενσάρκωσε την Κλυταιμνήστρα σε μεταγενέστερες παραστάσεις, στη διάρκεια της δεκαετίας του '70
Το καστ της «Κλυταιμνήστρας» περιλαμβάνει 21 χορευτές. Αν και ο μύθος είναι από την πλευρά των γυναικών, οι άνδρες, ιδιαίτερα ο Ορέστης αλλά και ο Αδης, ο θεός του Κάτω Κόσμου, έχουν βασικούς ρόλους. Το μπαλέτο αρχίζει στον Κάτω Κόσμο, όπου η Κλυταιμνήστρα προσπαθεί να ερμηνεύσει το παρελθόν και τη μοίρα, συνεχίζεται στις Μυκήνες, στο υπνοδωμάτιο της Κλυταιμνήστρας, και κλείνει πάλι στον Κάτω Κόσμο, όπου η Κλυταιμνήστρα επιλύει τις τρομερές συγκρούσεις της ζωής της και της καρδιάς της.
Η Τζάνετ Αϊλμπερ αναβίωσε πιστά αυτή τη χορογραφία, ακόμη και τους φωτισμούς. Αλλωστε πώς θα μπορούσε να κάνει επεμβάσεις ή εκπτώσεις σε ένα έργο που θεωρείται ολικό θέατρο; Παρ' όλα αυτά, έκανε μια επέμβαση: πήρε όλο το κείμενο για την εξέλιξη του μύθου που ήταν δημοσιευμένο στο πρόγραμμα της πρεμιέρας και το έκανε υπέρτιτλους που προβάλλονται στη διάρκεια της παράστασης. Οπως ακριβώς γίνεται στην όπερα. Αλλωστε έχει στοιχεία όπερας η «Κλυταιμνήστρα» της Μάρθας Γκράχαμ καθώς υπάρχουν κομμάτια που τραγουδιούνται, αν και η κίνηση είναι η πρωταρχική γλώσσα του έργου.
«Η νέα γενιά σήμερα έχει ανάγκη από πληροφορίες, ζει με τις πληροφορίες, μέσα από το Internet κτλ. Οι υπέρτιτλοι παίζουν αυτόν τον ρόλο» λέει η Τζάνετ Αϊλμπερ.
Εκείνο το βράδυ του Σεπτεμβρίου στο εστιατόριο «Περιγιάλι» της Νέας Υόρκης, στο ίδιο τραπέζι με τον σύζυγό της, τον σεναριογράφο του Χόλιγουντ Τζον Γουόρεν, η Τζάνετ Αϊλμπερ αγωνιά για το ποια θα είναι η υποδοχή αυτής της αναβίωσης (για την ακρίβεια reconstruction) στην Αθήνα. Εφτασε η ώρα.
Ο μύθος της ηρωίδας
Η Μάρθα Γκράχαμ δούλεψε τη δική της Κλυταιμνήστρα με βάση τον Αισχύλο. Αν στον Ομηρο η Κλυταιμνήστρα είναι μια αδύναμη γυναίκα σε σχέση με τους άνδρες, στον Αισχύλο παίρνει διαστάσεις μιας δυναμικής γυναίκας, μιας ηγετικής μορφής έτσι όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Είναι μια μορφή που εκδικείται τον κόσμο των ανδρών, τόσο για τη βιαιότητά τους όσο και για την προδοσία τους. (Ο Αγαμέμνονας δεν διστάζει να σκοτώσει την κόρη τους Ιφιγένεια και να φέρει στο σπίτι μια άλλη γυναίκα, την Κασσάνδρα.) Χάρη στον Αισχύλο η Κλυταιμνήστρα περνά στην παγκόσμια τέχνη ως αρχέτυπο έρωτα, προδοσίας και φόνου. Η μορφή της διαπερνά τη δυτική τέχνη σε πλήθος έργων. Μετά τον Γιουνγκ και τον Φρόιντ γίνεται ένα μοντέλο αρχετυπικών ερμηνειών και ψυχαναλυτικών συνδρόμων.
Η «Κλυταιμνήστρα» της Μάρθας Γκράχαμ είναι ίσως το πιο σημαντικό έργο του 20ού αιώνα που έχει ως κεντρική ηρωίδα τη βασίλισσα των Μυκηνών. Πρωταγωνιστεί βέβαια σε πλήθος έργων που μπορεί ο τίτλος να είναι «Ηλέκτρα», όπως η φερώνυμη όπερα του Ρίχαρντ Στράους σε λιμπρέτο του Χούγκο φον Χόφμανσταλ. Δεν πρέπει όμως να αγνοούμε και τις προσεγγίσεις του Μιχάλη Κακογιάννη. Δεν είναι τυχαίο ότι στον ιστότοπο του Martha Graham Dance Company (marthagraham. org/company) βίντεο από ταινίες του Κακογιάννη δίνουν στον σύγχρονο χρήστη του μύθου όψεις ερμηνείας της Κλυταιμνήστρας με κύρος και άποψη.