Σπύρος Παγιατάκης, Η Καθημερινή, 20/07/2008
Χάινερ Μίλερ: Φιλοκτήτης, σκην. Ματίας Λάνγκχοφ. Τένεσι Ουίλιαμς: Λυσσασμένη γάτα, σκην. Τόμας Οστερμάγιερ. Σαίξπηρ: Αμλετ, σκην. Τόμας Οστερμάγιερ
Να, για παράδειγμα, ιδού οι εντυπώσεις που έχουν οι ξένοι για τους Γερμανούς όπως τουλάχιστον τις αποτύπωσε και δημοσιεύει το περιοδικό FOCUS. Ενας στους πέντε Τσέχους, λοιπόν, λέει ότι οι Γερμανοί έχουν υπερβολική υπεροψία, ένας στους οκτώ Αυστριακούς ισχυρίζεται πως «δεν τους πάει με τίποτα» και ένας στους δέκα Ιταλούς εξακολουθεί πάντα να τους συνδέει με τον Χίτλερ και τους Ναζί. Σύμφωνα πάντα με την ίδια σφυγμομέτρηση, αυτό που οι ίδιοι οι Γερμανοί πιστεύουν για τους εαυτούς τους είναι ότι είναι υπεύθυνοι, εργατικοί και ότι στερούνται χιούμορ. Οι Ελληνες δεν αναφέρονται στη μέτρηση.Παρατηρώντας, όμως, την προσέλευση των συμπατριωτών μας, αλλά και τις υπερενθουσιώδεις αντιδράσεις, στις τρεις «γερμανικές» παραστάσεις του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών –και Επιδαύρου– («Φιλοκτήτης» του Χάινερ Μίλερ σε σκηνοθεσία του Ματίας Λάνγκχοφ, «Λυσσασμένη Γάτα» του Τένεσι Ουίλιαμς, και ένας ημισεξπηρικός «Αμλετ» σκηνοθετημένος από τον Τόμας Οστερμάγιερ στην υπερτιμημένη Σαουμπίνε του Βερολίνου) για μας η Γερμανία είναι η κατ’ εξοχήν θεατρική πιάτσα. Επ’ αυτού υπάρχει προϊστορία. «…Οστις είχε την ευτυχίαν να παρακολουθήση τας παραστάσεις των αρχαίων τραγωδιών τας δοθείσας εν Γερμανία υπό του Ράινχαρτ, είναι αδύνατον να μην ομολογήση ότι ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής... ανήκουν πλέον εις τον γερμανικόν λαόν, όσο και ο Γκαίτε και ο Σίλλερ. Ενώ διά τους νεώτερους Ελληνας η αρχαία Ελλάς θα μένη ξένη, εν όσω δεν κατορθώσουν να δημιουργήσουν μίαν ζωήν ιδικήν των, μία ψυχήν και κατά συνέπεια έναν πολιτισμόν», έγραφε στη «Νέα Ελλάς» ο Φώτος Πολίτης πριν από καμιά εκατοσταριά χρόνια – το 1915.Τα τελευταία χρόνια –και ειδικά στα «Φεστιβάλ του Λούκου»– έχουμε δει τόσο πολύ γερμανικό θέατρο ή μάλλον τόσες πολλές παραστάσεις από γερμανικά μάτια και χέρια που έχουμε πλέον εντρυφήσει στις γερμανικές θεατρικές ματιές. Ποιο είναι το κοινό χαρακτηριστικό αυτών των παραστάσεων;Εκκωφαντική μουσική και εκφορά λόγου, «αποδόμηση» των κλασικών και επιστροφή (;) σ’ ένα είδος μινιμαλισμού, διάφορα μείγματα αγριάδας και καταπίεσης των επί σκηνής ερμηνευτών, συναισθήματα που γεννιούνται όταν παρακολουθεί κανείς ένα ζωντανό τρακάρισμα. Η σκηνική ζωντάνια πρέπει να έχει ιδρώτα, άγχος και βία. Το είδαμε στον μεταλλαγμένο «Αμλετ» του Οστερμάγιερ («Ο Αμλετ δεν είναι ήρωας, αλλά βλαξ» στην «Καθημερινή», 1 Ιουν. 2008), όπου το πυροτέχνημα των ξεθυμασμένων νεωτερισμών εξαντλήθηκε γρήγορα φέρνοντας την πλήξη, το είδαμε στον προχθεσινό μοντερνισμό του Μ. Λάνγκχοφ στη Μικρή Επίδαυρο, και λιγότερο σε μιαν ορθόδοξη «Λυσσασμένη Γάτα» όπου η μόνη πρωτοτυπία ήταν το να πασαλείψει με τούρτα μία υστερική σύζυγος την κουνιάδα της.Το έχω ξαναγράψει: οι Γερμανοί –ε, τους ξέρω καλά!– είναι κατά βάθος ο πλέον συντηρητικός, ο πλέον συμπλεγματικός λαός της Ευρώπης. Ακόμα κι όταν επιχειρεί να κάνει τα πλέον ανορθόδοξα «τρελά του» στο θέατρο. Με αφόρητα κόμπλεξ –κυρίως απέναντι στους Βρετανούς και Αμερικανούς θεατρανθρώπους– οι περισσότεροι επώνυμοι και ικανοί κατά τ’ άλλα σκηνοθέτες επιχειρούν να πετάξουν πάνω από το κείμενο, να φανούν «υπεράνω» του, συχνά δε ακόμα και να το εξευτελίσουν.Εχοντας στη διάθεσή τους ένα ως επί το πλείστον υψηλού επιπέδου υλικό μπορούν και εντυπωσιάζουν με τους ηθοποιούς τους. Στα γερμανικά σχολεία μέσης εκπαίδευσης, που δεν μπορούν ασφαλώς να συγκριθούν με τα δικά μας, και στις δραματικές σχολές τους, που δεν φορτώνουν τα παιδιά με φλύαρη θεωρία όπως εδώ αλλά με χρήσιμα πρακτικά μαθήματα ορθοφωνίας, κίνησης, ξιφασκίας (χαρακτηριστική η σκηνή της ξιφομαχίας στον Αμλετ), οι μέλλοντες ηθοποιοί βοηθούνται ουσιαστικά. Δεν νομίζω ότι υπάρχει σ’ εμάς μάθημα διαλεκτικής, όπως σε μερικές σχολές της πάλαι ποτέ γερμανικής ανατολής. Το συμπέρασμα είναι ότι οι Γερμανοί μπορούν να εντυπωσιάζουν με τους έξοχους ηθοποιούς τους. Κυρίως στην τεχνική τους.Πριν από μερικά χρόνια, εντυπωσίαζαν και με ρηξικέλευθες σκηνοθεσίες ή μάλλον σκηνοθετισμούς, οι οποίοι όμως με την επανάληψή τους ξεθώριασαν από την πολλή χρήση. Το είδαμε πέρυσι με τον Πέτερ Στάιν, το συναντήσαμε φέτος με τον 67χρονο Ματίας Λάνγκχοφ. Προσωπικά δεν αντιλήφθηκα γιατί να επιλεγεί το κείμενο του Χάινερ Μίλερ αντί της ώριμης ουσιαστικής τραγωδίας του Σοφοκλή, της οποίας το πολιτικό μήνυμα είναι απλούστερο και περισσότερο κατανοητό. Γιατί και στην γερμανική αυτή εκδοχή του Μίλερ κυριαρχεί ασφαλώς το –Βιλιμπραντικό– αξίωμα της Realpolitik που εκφράζεται με τον Οδυσσέα, όπως και στο αρχικό πρωτότυπο του Σοφοκλή. Ο –μέχρις απλοϊκός– μοντερνισμός της παράστασης έβγαινε με εμβρυουλκό. Κι ήταν ένας πλέον παρωχημένος μοντερνισμός με ημερομηνία λήξης. Εμφανώς εγκαταλελειμμένοι στη μοίρα τους οι τρεις ηθοποιοί, ο Μηνάς Χατζησάββας, ο Λευτέρης Βογιατζής και ο Γιάννης Λούλης κρεμάστηκαν από τις γνωστές πλέον μανιέρες τους σαν επάνω σε σωσίβια. Καμιά επικοινωνία εκεί ακριβώς που έπρεπε. Κι αν έχει φάει με το κουτάλι την Ανατολική Γερμανία –όπου γεννήθηκε– ο Λάνγκχοφ. Τον διαλεκτικό ματεριαλισμό που έκαναν στο γυμνάσιο τον ξέχασε ολουσδιόλου;Ο 40χρονος Τόμας Οστερμάγιερ έχει κι αυτός γερές ανατολικογερμανικές πολιτιστικές ρίζες. Απόφοιτος της δραματικής σχολής «Ερνστ Μπους», είναι από τους Γερμανούς σκηνοθέτες με την λιγότερο κρυφο-μικροαστική νοοτροπία.Με εντυπωσιακούς ηθοποιούς πέτυχε να στηρίξει στα πόδια του ένα απελπιστικά ξεπερασμένο έργο, όπως η «Λυσσασμένη Γάτα» του Τένεσι Ουίλιαμς (1955) που άγγιζε ακροθιγώς ένα θέμα ταμπού – την ομοφυλοφιλία. Το κείμενο ξεσκονίστηκε κάπως με εμβόλιμες λέξεις που «βγάζουν τα πάντα στη φόρα», αλλά εκτός από τους έξοχους ρόλους τίποτα περισσότερο. Γιατί, άραγε, το ανέβασε η ξακουστή βερολινέζικη «Σαουμπίνε» απορώ. Για την αθηναϊκή «παγκόσμια πρεμιέρα» του Αμλετ, τα είπα παραπάνω. Αγχωτική προχθεσινή πρωτοπορία δίχως λόγο. Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς το σύγχρονο γερμανικό θέατρο, όπως το είδαμε εδώ στο Φεστιβάλ Αθηνών ως «Typisch Deutsch», δηλαδή ως «τυπικά γερμανικό»; Πιστεύω πως ναι. Παρόλο που ο τίτλος αυτός –που είναι και επικεφαλίδα εβδομαδιαίας τηλεοπτικής εκπομπής της Deutsche Welle TV– έχει μια μίζερη επαρχιώτικη χροιά ακόμα και για τους ίδιους τους Γερμανούς, τα αποφασιστικά στοιχεία που επέπλευσαν τελικά από την πρόσφατη τευτονική θεατρική εισβολή είναι αυτά που είπαμε και στην αρχή: αξιοθαύμαστη εργατικότητα, υπευθυνότητα στην πρωτοπορία μέχρις άκρων, και ελάχιστο χιούμορ. Σίγουρα έχουμε πολλά να μάθουμε από τους Γερμανούς. Ομως, παρ’ όσα λέει ο γερμανοσπουδαγμένος Φώτος Πολίτης, δεν είναι ανάγκη και να τους ξεσηκώνουμε με άτεχνες παρτιτούρες.