Ο Κουν, σε πρόβα |
Εκείνο που όφειλε αλλά δεν έπραξε η επίσημη πολιτεία - δηλαδή να κηρύξει το 2008 «έτος Κουν» και να τιμήσει, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, τον αληθινά μεγάλο σκηνοθέτη, δάσκαλο του ελληνικού θεάτρου στον 20ό αιώνα, ιδρυτή του «Θεάτρου Τέχνης», Κάρολο Κουν - το έπραξε το Μουσείο Μπενάκη, με τη συμβολή του «Θεάτρου Τέχνης», καλλιτεχνών - συνεργατών του και μελετητών του έργου του. Το έπραξε, οργανώνοντας ένα μεγάλο αφιέρωμα (κτίριο οδού Πειραιώς 138), που περιλαμβάνει μια πανέμορφη έκθεση (διάρκεια μέχρι τις 11 Νοέμβρη), συναυλίες, θεατρόμορφες εκδηλώσεις, προβολές κινηματογραφημένων παραστάσεων του Κουν, τηλεοπτικά «πορτρέτα» του και διαλέξεις θεατρολόγων. Στο πλαίσιο του αφιερώματος εκδόθηκε και μια πολύτιμη - όχι μόνον για την ιστοριογράφηση και αποτίμηση της προσφοράς του «Θεάτρου Τέχνης», αλλά και για γενικότερη ιστοριογράφηση του ελληνικού θεάτρου τα τελευταία 70 χρόνια του 20ού αιώνα - πολύχρονου και συλλογικού μόχθου έρευνα θεατρολόγων, με επικεφαλής τον καθηγητή Θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πλάτωνα Μαυρομούστακο, με τίτλο «Κάρολος Κουν - Οι παραστάσεις» (490 σελίδες).
Όσοι «ανατράφηκαν» - λίγο πολύ - θεατρικά με το «Θέατρο Τέχνης» περιηγούμενοι στην έκθεση που έστησε η σκηνογράφος Λίλη Πεζανού θα συγκινηθούν. Θα ευφρανθεί η ψυχή, η όραση, η ακοή τους. Θα νιώσουν σα να ξαναβρίσκονται στο «Υπόγειο» και ξαναβλέπουν κάποια από τις παραστάσεις «διά χειρός» Κουν. Σαν να μυρίζουν πάλι το τσιγάρο του και να κρυφακούν πάλι τη σιγανή φωνή του, όπως τότε που τύχαινε να μείνει ανοιχτή η πόρτα του μικροσκοπικού, μισοσκότεινου γραφείου του, στα αριστερά του φουαγιέ του «Υπογείου». Σαν να «ζωντανεύει» κι ο Τσαρούχης πίσω από θαυμαστά κοστούμια που έφτιαχνε φτωχικά υφάσματα, ακόμα και από λινάτσες. Οσοι προτιμώντας τον ακαδημαϊσμό (δραματουργικό και σκηνικό) και γενικώς την αισθητική του εμπορικού αστικού θεάτρου, υποτιμούσαν, επέκριναν, ακόμα και πολεμούσαν το δραματουργικό και αισθητικό προσανατολισμό του «Θεάτρου Τέχνης», βλέποντας προσεκτικά την έκθεση, ίσως αλλάξουν γνώμη... Οι νεολαίοι επισκέπτες της έκθεσης, που - φυσικό επόμενο - δεν έχουν δει καμιά παράσταση του Κουν, αλλά ενδεχομένως έχουν δει κάποιες από τις λεγόμενες «μεταμοντέρνες» και «εκσυγχρονιστικές» ελληνικές και ξένες παραστάσεις, θα αποκτήσουν μια στοιχειώδη, έστω, γνώση για την τεράστια σε ποσότητα και ποιότητα, για την ουσιαστικά μοντέρνα, ουσιαστικά εκσυγχρονιστική, ουσιαστικά προοδευτική και κοινωνικά ωφέλιμη 55χρονη δημιουργία του Κουν.
Κοστούμια του Γ. Μόραλη για τον «Πλούτο» |
Ανηφορίζοντας το διάδρομο προς το 2ο όροφο του μουσείου, το πρώτο έκθεμα που αντικρίζεις είναι δυο μεγάλα «κουτιά» (από ξύλο και κανναβάτσο). Στο ένα μεταφέρονταν σκηνικά αντικείμενα του Τσαρούχη για τη διεθνή περιοδεία των «Περσών» (1965 - 1966, Παρίσι, Λονδίνο, Βαρσοβία, ΕΣΣΔ). Στο άλλο σκηνικά αντικείμενα του Γιάννη Μόραλη για την παρουσίαση του «Οιδίποδα τύραννου» στο Λονδίνο (1969). Προχωρώντας το διάδρομο, δεν ξέρεις ποια από τις δεκάδες αφίσες παραστάσεων του «Θ.Τ.» να θαυμάσεις για την πρωτότυπη και πρωτοπόρα, για την εποχή τους, εικαστική αισθητική τους. Φθάνεις στον προθάλαμο της μεγάλης αίθουσας. Δεξιά κυριαρχούν επιβλητικές μαυρόασπρες φωτογραφίες του Κουν, σε διάφορες ηλικίες. Στο μέσον, εκτίθεται η μακέτα του «Υπογείου». Και γυρίζοντας το κεφάλι αριστερά σε συνεπαίρνουν τα χρώματα των εκθεμάτων. Την προσωπογραφία του Κουν από τον Γ. Μόραλη. Μα προπάντων από τα πανέμορφα, πολύχρωμα, παιγνιώδους διάθεσης και λαϊκού «νάιφ», μικροσκοπικά σχέδια κοστουμιών και οι μικρές μακέτες σκηνικών (Τσαρούχης, Μόραλης, Στεφανέλλης, Βασιλείου κ.ά.).
Μπαίνεις στον κυρίως εκθεσιακό χώρο και, ω του «θαύματος»... Θαρρείς πως βρίσκεσαι σε αίθουσα θεάτρου. Στα πλάγια (αριστερά και δεξιά) υπέροχα κοστούμια, μάσκες, σκηνικά αντικείμενα (του Τσαρούχη, πολλά του Διονύση Φωτόπουλου, του Μόραλη, της Παπαντωνίου, του Χαρατσίδη, κ.ά.). Μπροστά, ως «επί σκηνής», είναι τοποθετημένο το απέριττα πανέμορφο, «αέρινο» σκηνικό του Τσαρούχη για τους «Ορνιθες». Από την οροφή δεξιά και αριστερά - ως «προβολείς» - κρέμονται μεγάλες οθόνες, όπου προβάλλονται φωτογραφίες και αποσπάσματα κάποιων σπουδαίων παραστάσεων του Κουν. Απομένει να καθίσει ο επισκέπτης σε κάποιο από τα καθίσματα που είναι τοποθετημένα στο κέντρο της αίθουσας, για να νιώσει βαθύτερα την εκπληκτική ωραιότητα και την καινοτόμο ιδιοφυία των «φτωχού θεάτρου» σκηνικών συλλήψεων του Κουν, αλλά και τη «θεατρικότητα» της έκθεσης.
- «Γεννήτορας» πολλών εκατοντάδων καλλιτεχνών
Σχέδιο του Δ. Φωτόπουλου για την «Ειρήνη» |
Στις 300 ανέρχονται οι σκηνοθεσίες του Κ. Κουν. Μόνον οι παραστάσεις του (σχολικές, ημιεπαγγελματικές και επαγγελματικές), από το 1930 μέχρι το 1942 ανέρχονται σε 45, αριθμός που αρκεί για όλη τη ζωή ενός σκηνοθέτη. Σε 730 ανέρχονται οι ηθοποιοί - «μαθητές» του (στη σχολή και στη σκηνή του «Θ.Τ.»). Σε 160 οι καλλιτεχνικοί συνεργάτες των παραστάσεών του. Ουκ ολίγοι είναι εκείνοι που με τη διδαχή και την παρότρυνση του Κουν έγιναν σπουδαίοι καλλιτέχνες: Πρωταγωνιστές, θεατρικοί συγγραφείς, μεταφραστές, σκηνοθέτες, συνθέτες του θεάτρου. Και έγιναν, με το αδιάλειπτο, καθημερινό καλλιτεχνικό παράδειγμά του, με τη μεγάλη μόρφωσή του, τη γλωσσομάθειά του, την ανήσυχη σκέψη του, τη ριζοσπαστική αντίληψή του. Και με τον λιτό, σεμνό, ταγμένο στο θέατρο, τρόπο της ζωής του, που τους έπεισε για εκείνο που τόνιζε, ιδρύοντας το 1942, καταμεσής της εφιαλτικής Κατοχής, το «Θέατρο Τέχνης» (στο οποίο μετείχαν ΕΑΜίτες): «(...) Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί, κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας».
Μια προσεκτική ανάγνωση των στοιχείων (των έργων και των καλλιτεχνών που επέλεγε ο Κουν, από την αρχή της ενασχόλησής του με το θέατρο) που παρέχει η έκδοση «Κάρολος Κουν - Οι παραστάσεις» επαληθεύει το παραπάνω βαθύτατα προοδευτικό ιδεολογοαισθητικό «πιστεύω» του Κουν.
Συζήτηση - πρόβα στην Επίδαυρο για την «Ορέστεια» (1980) Ντίμης Αργυρόπουλος |
Ο Κουν, τελειώνοντας τη «Ροβέρτιο Σχολή» της Κωνσταντινούπολης, το 1927 πάει στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης και σπουδάζει Αισθητική. Το 1929 έρχεται στην Ελλάδα και προσλαμβάνεται σαν καθηγητής των Αγγλικών στο Κολέγιο Αθηνών. Αντί ενός ρουτινιέρικου μαθήματος, ωθεί τους μαθητές να γράφουν διαλόγους. Αυτή ήταν η αρχή απ' όπου ξεπήδησαν σκετσάκια και άλλα έργα που έγραφαν οι μαθητές, παρασύροντας και καθηγητές τους, αλλά και οι ερασιτεχνικές παραστάσεις των μαθητών, με τη σκηνοθετική καθοδήγηση του δασκάλου τους. Μεταξύ των πολλών έργων, που ανέβασε στα 1930 - 1932 η ερασιτεχνική ομάδα του σχολείου, ήταν και έργα που έγραψε ο Κουν. Ιδιαιτέρως, όμως, αξίζει να σημειώσουμε ότι με την ερασιτεχνική σχολικά ομάδα στα χρόνια 1931 - 1936, μεταξύ άλλων έργων ανέβασε τους αριστοφανικούς «Ορνιθες» και «Βατράχους», τον «Στάθη» (ανωνύμου), το «Να ζει το Μεσολόγγι» του Ρώτα, τον ευριπιδικό «Κύκλωπα». Μεταξύ των μαθητών του - μελών της ερασιτεχνικής μαθητικής ομάδας ήταν και οι Δημήτρης Χορν και Αλέξης Σολομός.
- Η πρωτοπόρα «Λαϊκή Σκηνή»
Η μεγάλη εντύπωση που προκαλούν οι ερασιτεχνικές παραστάσεις του σχολείου ωθούν τον Κουν, παράλληλα με το δασκαλίκι (για το βιοπορισμό του), να δημιουργήσει το 1933 τη «Λαϊκή Σκηνή» και να ανεβάσει, με ενήλικους, αριστερούς - αργότερα κομμουνιστές ερασιτέχνες (οι οποίοι αργότερα έγιναν οι πρώτοι μαθητές της «σχολής» που δημιούργησε στα πλαίσια της «Λαϊκής Σκηνής» και έπειτα ηθοποιοί του «Θ.Τ.»), την «Ερωφίλη» του Χορτάτση και το 1934 την ευριπιδική «Αλκηστη». Δύο παραστάσεις μεγάλης σημασίας για την εξέλιξη του θεάτρου μας, που με το λαϊκό χαρακτήρα τους εξέφραζαν τις ιδέες και την αισθητική εκείνων των διανοουμένων και καλλιτεχνών που έναντι των «εισαγόμενων» ρευμάτων του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού αντιπαρέθεταν και υπεράσπιζαν την «ταυτότητα» του ελληνικού πολιτισμού. Παραστάσεις, που «θεμελίωσαν» τον ιδεολογοαισθητικό προσανατολισμό του Κουν, τον οποίο διαμόρφωσε πλήρως με το «Θ.Τ.», προσανατολισμός που αποκλήθηκε «λαϊκός εξπρεσιονισμός». Με τη «Λαϊκή Σκηνή», μέχρι το 1936, ανεβάζει τον αριστοφανικό «Πλούτο», το μολιερικό «Κατά φαντασίαν ασθενή», το γκογκολικά «Παντρολογήματα». Ακολουθούν παραστάσεις στο Κολέγιο Αθηνών (Σαίξπηρ και Αριστοφάνης). Το 1939, με το «Θεατρικό Ομιλο Κ. Κουν» και με σύμπραξη του Ελληνικού Ωδείου και του φιλολογικού συλλόγου «Ασκραίος» ανεβάζει τον τσεχοφικό «Βυσσινόκηπο». Μια παράσταση, επίσης, σημαντική, γιατί με αυτήν προεισήγαγε στο ελληνικό θέατρο τη μέθοδο Στανισλάφσκι.
Η μακέτα του «Υπογείου»
Λεωνίδας Κουργιαντάκης |
Περιζήτητος πια από τους καταξιωμένους θιάσους, ο Κουν το 1939 σκηνοθετεί στο θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη την ιψενική «Εντα Γκάμπλερ». Στα χρόνια 1939 - 1941 σκηνοθετεί πολλά ξένα και ελληνικά έργα στο θίασο της μεγάλης Μαρίκας Κοτοπούλη (μεταξύ άλλων και τη σοφόκλεια «Ηλέκτρα», στη μετάφραση του δημοτικιστή Α. Μελαχρινού). Στα 1941 - 1942 ξανασυνεργάζεται με την Κατερίνα.
Τον Ιούνη του 1942, οι προβληματισμοί και οι μακρόχρονες συζητήσεις που έκανε με παλιούς μαθητές του στη «Λαϊκή Σκηνή», νεότερους στη σχολή του και νέους ηθοποιούς - συνεργάτες σε επαγγελματικές παραστάσεις του, καταλήγουν στη δημιουργία του «Θεάτρου Τέχνης». Φράγκο ...μηδέν. Ολοι τους. Κι όμως ομόφωνα αποφασίζουν: Αυτό το θέατρο «δε θα είχε λόγο ύπαρξης, αν δε διέφερε απόλυτα απ' τα υπάρχοντα θέατρα (...) Με απόλυτη πίστη, απόλυτη θυσία», στην «υψηλά διανοητική ευχαρίστηση» που προσφέρει η θεατρική δημιουργία, «πρέπει να ξεφύγουμε από κάθε μαρασμό, δυσπιστία, άρνηση, εγωκεντρισμό, για να βοηθήσουμε να ξεπεταχτεί ο μικρός θεός που ο καθένας κρύβει μέσα του. Πριν από κάθε άλλο χρειαζόμαστε πίστη σε κάτι έξω από μας, μεγαλύτερο από μας (...) Για μια πιο πλούσια, πιο βαθιά, πιο ολοκληρωμένη ζωή, μια ανάταση του εαυτού μας, μια πιο πλατιά κατανόηση των γύρω μας μέσα από την τέχνη, το θέατρο». Ολοι τους ήξεραν και πίστευαν ότι το τότε υπάρχον θέατρο «με το φτηνό βεντετισμό από τη μια μεριά και τον επιχειρηματία από την άλλη», δεν μπορούσε να «ξυπνήσει» στο κοινό «κάτι ανώτερο» και στον καλλιτέχνη «να αγαπά, να σέβεται τη δουλειά του. Να νιώσει το βάρος της αποστολής του».
Το πρόγραμμα για την «Αγγέλα» του Γ. Σεβαστίκογλου (έργο - καταγγελία της μετεμφυλιακής αμερικανοκρατίας) |
Ετσι αρχίζει η μεγάλη «περιπέτεια» του «Θεάτρου Τέχνης», που με το ρεπερτόριο και την αισθητική του, υπήρξε επί τέσσερις δεκαετίες η πρωτοπορία του ελληνικού θεάτρου. Η δεύτερη - στην ιστορία του μετεπαναστατικού και νεοελληνικού θεάτρου - πραγματικά μεγάλη, και το κυριότερο: προοδευτικής κατεύθυνσης (με τα έργα, τους συνεργάτες και ερμηνευτές) «σχολή» της ελληνικής σκηνικής τέχνης, τέχνης καθ' όλα σπουδαίας. «Σχολή» που έμελλε να γίνει - και να μείνει ακατανίκητο μέχρι το θάνατο του Κουν - το «αντίπαλον δέος»... της άλλης μεγάλης «σχολής», του Εθνικού Θεάτρου. Αν και χωρίς δική του στέγη, το «Θ.Τ.» ξεκινώντας με την ιψενική «Αγριόπαπια» (Οκτώβρης 1942, θέατρο Αλίκης), πηγαίνοντας κόντρα στη γερμανική κατοχή, στην πείνα, στους καθημερινούς κινδύνους που αντιμετώπιζαν οι συνεργάτες και ηθοποιοί του (εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός από ΕΑΜίτες, αρκετοί ήταν μέλη του παράνομου ΚΚΕ και κάποιοι στα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια διώχθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, ή βρέθηκαν στην πολιτική προσφυγιά), μέχρι το 1950 ανέβασε πολλά κλασικά και σύγχρονα έργα (ξένα και ελληνικά), σε σπουδαίες σκηνοθεσίες του Κουν και ανάδειξη πολλών σημαντικών Ελλήνων μεταφραστών, συγγραφέων, ηθοποιών, σκηνογράφων.
Από το 1949 έως το 1954 ο Κουν σκηνοθετεί σε διάφορους σημαντικούς θιάσους, αλλά και στο Εθνικό Θέατρο, στο οποίο μεταξύ άλλων κλασικών έργων ανέβασε το περίφημο έργο του - αριστερού τότε - διάσημου Αμερικανού συγγραφέα Τζων Στάινμπεκ «Ανθρωποι και ποντίκια», με πρωταγωνιστές τους Βασίλη Διαμαντόπουλο και Θάνο Κωτσόπουλο, ο οποίος έλεγε ότι η παράσταση αυτή, υπό την καθοδήγηση του Κουν υπήρξε πολύ μεγάλος και ευτυχής «σταθμός» στην ερμηνευτική καριέρα του.
Κοστούμι του Τσαρούχη για τους «Ορνιθες» |
Και φθάνουμε στα 1954. Επιτέλους, οι άνθρωποι του «Θεάτρου Τέχνης» αποχτούν, φτιάχνοντάς την οι ίδιοι - δουλεύοντας σαν εργάτες, τη δική τους στέγη, το γνωστό «Υπόγειο». Μια μικρή σκηνή, κάτω από τα θεμέλια της στοάς «Ορφέως», που για πρώτη φορά στα χρονικά των ελληνικών θεατρικών αιθουσών διαμορφώνεται ως κυκλική σκηνή. Μια τρίπλευρη για τους θεατές σκηνούλα, που για 33 ακόμα χρόνια (μέχρι το 1987), θαυματούργησε θεατρικά, ακόμα και κόντρα στην Απριλιανή δικτατορία. Θαυματούργησε γιατί αρχή του «Θ.Τ.» ήταν: «Πρέπει να πιστεύουμε σε θαύματα για να γίνουν θαύματα».
Αριστούλα ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ,