Saturday, October 4, 2008

Ακρως επαγγελματικό, «Γουέστ Σάιντ Στόρι»

Στο Μπάντμιντον

Κριτική Νίκος Α. Δοντάς, Η Καθημερινή, Kυριακή, 5 Oκτωβρίου 2008

Ενα κλασικό μιούζικαλ, το «Γουέστ Σάιντ Στόρι» σε μουσική του Λέοναρντ Μπερνστάιν, σενάριο του Αρθουρ Λώρεντς και στίχους του Στέφεν Ζόντχαϊμ, παρουσιάστηκε σε αναβίωση της αρχικής σκηνοθεσίας και χορογραφίας του Ζερόμ Ρόμπινς στο θέατρο Μπάντμιντον από τις 10 έως τις 29 Σεπτεμβρίου. Οι παραστάσεις δόθηκαν στο πλαίσιο παγκόσμιας περιοδείας με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την πρώτη παρουσίαση του έργου στο Μπροντγουέι, το 1957.

Η σύγχρονη εκδοχή του κλασικού σαιξπηρικού «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», όπως διαμορφώθηκε μέσα από την ιδεολογική αποσκευή των νικητών του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η ιστορία του Τόνι και της Μαρίας, των «Τζετς» και των «Σαρκς», ζωντάνεψε όχι απλώς με υψηλό επαγγελματισμό αλλά και κέφι απ’ όλους τους πρωταγωνιστές. Το θέαμα, που έχει ήδη παρουσιαστεί στο λονδρέζικο Σάντλερ’ς Ουέλς, το παρισινό Σατλέ, αλλά και σε Ντίσελντορφ, Βιέννη, Τόκιο, Πεκίνο, ήταν από κάθε άποψη άψογο.

Ολοι οι ηθοποιοί –τραγουδιστές– χορευτές είχαν επιλεγεί με τα σωστά κριτήρια για κάθε ρόλο: ξανθοί και γαλανοί «Τζετς», μελαψοί «Πορτορικανοί» «Σαρκς», με την αντίστοιχη προφορά των ισπανόφωνων στα αγγλικά: μάλιστα, η Γιόλιμπετ Βαρέλα, η τρυφερή Μαρία της παράστασης, έχει γεννηθεί στο Σαν Χουάν. Αντίστοιχα, ο Τόνι - Σκοτ Ζούσμαν, δεν θα μπορούσε να μοιάζει πιο Αριος. Τα πάντα ήσαν μελετημένα στη λεπτομέρειά τους, όπως λ.χ. στο εκπληκτικό σύνολο «Gee, Officer Krupke» – «Πω πω, αστυνόμε Κράπκη», μία από τις κορυφαίες στιγμές της βραδιάς, όπου οι τραγουδιστές μιμούνταν βρετανική ή γερμανική προφορά, ανάλογα με τους στίχους, ακριβώς όπως συνέβαινε στο αρχικό ανέβασμα αλλά και τη διάσημη κινηματογραφική εκδοχή του. Κι όλα αυτά με απόλυτη φυσικότητα, καθώς τραγουδιστές και χορευτές κινούνταν με συναρπαστική ευκολία, εκτελώντας τις κλασικές πλέον χορογραφίες του Ρόμπινς.

Εκρηκτική Λάνα Γκόρντον

Είναι αλήθεια, πως στην παράσταση της 19ης Σεπτεμβρίου στα πρώτα λεπτά ο Ριφ (Λήο Ας Εβενς) και οι «Τζετς» έμοιαζαν μάλλον διεκπεραιωτικοί. Ωστόσο, μόλις βγήκε στο σανίδι η εκρηκτική Λάνα Γκόρντον, η Ανίτα της παράστασης, το πράγμα πήρε φωτιά και η παράσταση απογειώθηκε. Ως ανάφλεξη λειτούργησε το περίφημο «Αμέρικα», που αποδόθηκε μόνον από κορίτσια όπως στο αρχικό μιούζικαλ, όχι με άντρες όπως στην ταινία. Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι ήταν συγκινητικό, τόσο στα πασίγνωστα σολιστικά μέρη («Μαρία», «I feel pretty») όσο και στο διάσημο «Tonight».

Αριστα λειτούργησε το απλό αλλά έξυπνο σκηνικό, επιτυχημένοι ήσαν οι φωτισμοί και οι προβολές. Αποφασιστικά συνέβαλε η «ζωντανή» ορχήστρα, που υπό την διεύθυνση του Ντόναλντ Τσαν έδωσε ρυθμό στην παράσταση, υπογράμμισε τις λυρικές στιγμές και έδωσε κέφι στις ζωηρές.

Κλασικό αλλά και πρωτοποριακό


Κριτική Σπύρος Παγιατάκης, Η Καθημερινή, Kυριακή, 5 Oκτωβρίου 2008

Γουέστ Σάιντ Στόρι. Σύλληψη ιδέας, σκηνοθεσία και χορογραφία: Ζερόμ Ρόμπινς. Θέατρο: Μπάντμιντον

Ε, λοιπόν, έκανε πολύ κακό αυτή η πρόσφατη μεταφορά του θαυμαστού «Γουέστ Σάιντ Στόρι» στο θέατρο Μπάντμιντον στην Αθήνα. Κακό γιατί δημιούργησε πρότυπα, και, κυρίως, ένα κάποιο μέτρο για συγκρίσεις. Αλλος λόγος ήταν ότι το είδε κόσμος ο οποίος πώς θα πάει τώρα να δει τις μιζεριασμένες εγχώριες μουσικοχορευτικές παραγωγές; Γιατί η παράσταση ήταν εξαιρετική. Ενα σωστό μιούζικαλ με τα όλα του. Ομως, όταν ο άλλος έχει γευτεί αυγοτάραχο και μπρικ με τι μούτρα θα του σερβίρεις εσύ ανάλατη σκορδαλιά και μάλιστα δίχως σκόρδο; Ετυχε, λοιπόν, κι εμείς εδώ να έχουμε δει πολλά και διάφορα. Μήπως πρόσφατα –μόλις την περασμένη θεατρική περίοδο– δεν είδαμε ένα σημαίνον «κακό τέλος» να μεταμορφώνεται ανέλπιστα σε happy end όπως έγινε στην ελληνική εκδοχή του «Εκπαιδεύοντας την Ρίτα»;

Ακολουθώντας την σαιξπηρική ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέττας, ούτε και το «West Side Story» έχει happy end. Στην υποβαθμισμένη δυτική συνοικία του Μανχάταν, συμμορίες νεαρών μελαψών Πορτορικανών στήνουν αιματηρούς καυγάδες με δεύτερες γενιές κατάλευκων Πολωνών. Το ειδύλλιο μεταξύ μιας Πορτορικάνας και ενός «Καυκάσιου» δεν ευτύχησε να πέσει στα χέρια του Γιώργου Κιμούλη ώστε να έχει ένα αίσιο τέλος. Η τωρινή ανά τον κόσμο περιοδεύουσα παράσταση ήταν ένας εορτασμός για τα πενήντα χρόνια από τότε που το θρυλικό πλέον έργο με τη μουσική του Λέοναρντ Μπερνστάιν και τη χορογραφία του Ζερόμ Ρόμπινς πρωτοπαίχθηκε στο θέατρο Γουίντερ Γκάρντεν στο Μπροντγουέι. Μήπως όμως μια υπόθεση που επιθυμούσε να είναι σύγχρονη το 1957 είναι κάπως παρωχημένη μισόν αιώνα μετά; Ετσι, άλλωστε, γράφηκε και στον αμερικανικό Τύπο.

Στην Ομόνοια

Η διάψευση ήρθε στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην περιοχή Σοφοκλέους και Μενάνδρου. Πριν από κανένα μήνα, μία ομάδα Ιρανών συγκρούστηκε με Αφρικανούς. Οπως και στο μιούζικαλ υπήρξαν θύματα και στην περιοχή της Ομονοίας. Τώρα, με μια υψηλού επιπέδου τεχνική αρτιότητα –ακόμα κι αν οι «ζωντανές» φωνές δεν ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να ευχηθεί κανείς– και με χορευτικά τα οποία ήταν τουλάχιστον επαγγελματικά εκεί που στις ντόπιες παραστάσεις έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε ως επί το πλείστον «μαρκαρίσματα», η ξένη παράσταση στο Μπάντμιντον μας κακοσυνηθίζει. Η ορχήστρα ήταν επίσης ολοζώντανη και δεν υπήρχε playback. Για πόσες δικές μας παραστάσεις μπορεί να το πει κανείς αυτό;

Γιατί, όσο να ’ναι, το West Side Story θα αποτελέσει ένα μέτρο σύγκρισης για το μιούζικαλ που ετοιμάζει ο Σταμάτης Φασουλής στο «Παλλάς». Ναι, ο ίδιος έκανε πέρυσι μια αξιοπρεπέσταστη μίμηση σκηνοθετώντας τους «Τρελούς Παραγωγούς» αλλά πρωτογενής δουλειά δεν ήταν. Οποιος έχει δει την νιουγιορκέζικη ή την λονδρέζικη παράσταση αντιλαμβάνεται την αντιγραφή.

Μολονότι πιο «φτωχή» η συμπαραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Βόλου με το «ΘΕΣΠΙΣ Β΄» του μιούζικαλ «Δεσμοί Αίματος» του Μπίλι Ράσελ (ναι, του ίδιου που έγραψε το «Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα» που λέγαμε προτύτερα) είχε τουλάχιστον ένα διαφορετικό κοίταγμα από την πρώτη παράσταση στο Albery Theatre στο Λονδίνο. Σκηνοθετημένη από τον Κώστα Σπυρόπουλο για να να μετακινείται εύκολα σε υπαίθριες πιάτσες, ήταν από τις καλές δουλειές του φετινού καλοκαιριού. Αν σκεφθεί κανείς τις συνθήκες...

Ε, να λοιπόν ακριβώς αυτές τις συνθήκες που επικαλούμαστε διαρκώς θα πρέπει να αγνοήσουμε από εδώ και πέρα Νομίζω. Είμαι από τη Θεσσαλονίκη και συχνά ακούω –και μάλιστα από επίσημα «υψηλά» χείλη– την παρακάτω φράση: «Αυτό δεν κάνει για εδώ. Είναι πολύ πρωτοποριακό. Οι Θεσσαλονικείς δεν θα το καταλάβουν». Το θεωρώ άκρως προσβλητικό. Οχι μόνο για τη «συμπρωτεύουσα» αλλά και για οποιαδήποτε άλλη πόλη της Ελλάδας.

Μέχρι τώρα ρίχναμε καντάρια νερό στο κρασί μας σκαρώνοντας ελληνικά μιούζικαλ. Θεωρώ ότι το «West Side Story» με τις πολλές παραστάσεις που έδωσε στην Αθήνα μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα είδος μεζούρας. Αν είναι να τα κάνουμε ας τα κάνουμε τουλάχιστον σωστά. Και δεν είναι αναγκαστικά οικονομική υπόθεση. Και δεν είναι μόνο η έλευση της Μαντόνας η οποία κόστισε βέβαια πανάκριβα, αλλά έδωσε κι ένα πρόσθετο μάθημα: το πόσα πολλά –εντυπωσιακά και πάμφθηνα– μπορεί να δημιουργήσει ένας ταλαντούχος video artist. Κι εδώ όμως κάπου πρέπει να αναθεωρήσουμε τα «γούστα» μας. Υπήρχαν στοιχεία κιτς στη συναυλία της Μαντόνας, κι αν ναι ποια ήταν αυτά; Και ποιος μπορεί να τα αξιολογήσει; Ειδικά εμείς οι κριτικοί θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί σ’ έναν κόσμο ο οποίος αλλάζει τόσο δραστικά, κι όπου το ψάξιμο για καινούργιες μορφές τέχνης είναι συνεχές και ενίοτε επικίνδυνα σοκαριστικό. Δεν πειράζει.

Είναι κιτς;

Πάρτε το κιτς, δηλαδή αυτό που θεωρήθηκε κακόγουστο, φθηνά «λαϊκό», μια τέχνη των σουβενίρ. Πρόσφατο παράδειγμα, η θρυλικά πολυσυζητημένη «Μήδεια» του Βασίλιεφ χαρακτηρίστηκε κι αυτή από πολλούς «παλαιοσοβιετικό κιτς». Μπορεί και να ήταν έτσι. Ανάλογα με το τι είδους μεζούρες χρησιμοποιείς. Πάντως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ένας διόλου τυχαίος δημιουργός έκανε απόλυτα συνειδητά ό,τι έκανε. Στόχος του ήταν να ταρακουνήσει κάποια βαλτωμένα νερά. Στα 1939, ο Αμερικανός τεχνοκριτικός Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ δημοσίευσε το ιστορικό πλέον μανιφέστο με τίτλο «Πρωτοπορία και κιτς» όπου το κιτς παρουσιάζεται σαν μια μορφή τέχνης καθ’ όλα ομότιμη με τον σουρεαλισμό, τον ρεαλισμό κ.τ.λ κ.τ.λ. Τώρα ασφαλώς κι είναι δύσκολο για έναν κριτικό - τέχνης, θεάτρου, κινηματογράφου- να ξεχωρίσει το «κιτς» από το κιτς και να παρουσιάσει το έναν ή το άλλο στους αναγνώστες του.

Αρχίζουμε μεγάλη κουβέντα! Την οποία ας συνεχίσουμε καλύτερα με συγκεκριμένα –θεατρικά– παραδείγματα τα οποία όπου να ’ναι θα σκάσουν μύτη στην επερχόμενη θεατρική περίοδο. Υπομονή.

Η Εθνική Λυρική Σκηνή θέλει όραμα

Του Στεφανου Λαζαριδη*, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 5 Oκτωβρίου 2008

Οποιος παρακολουθεί την επικαιρότητα σχετικά με την ΕΛΣ θα έχει παρατηρήσει ότι τον τελευταίο καιρό έχει προκύψει ένα ζήτημα σχετικά με τις διοικητικές αλλαγές που εισηγείται ο κ. Οδυσσέας Κυριακόπουλος, νυν manager και πρόεδρος του Δ.Σ. της Λυρικής Σκηνής με την προτεινόμενη αλλαγή του νόμου, καθώς και σοβαρές αντιδράσεις των εργαζομένων (βλ. επιστολή των σωματείων της ΕΛΣ «κατά του Οδ. Κυριακόπουλου», εφ. «Ελευθεροτυπία», 14/7/08) ως προς την ορθότητά τους και ως προς τη θέση των ίδιων στο νέο πλαίσιο, καθώς και για τις αρμοδιότητες που προβλέπονται για τον καλλιτεχνικό διευθυντή. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν μου τα δημοσιεύματα που έχουν μεσολαβήσει σχετικά με το θέμα και με αφορμή το άρθρο του κ. Κυριακόπουλου, στην «Καθημερινή» της 18/6/08, κι επειδή κρίνω τις σκέψεις που διατυπώνονται εκεί ως άκρως επικίνδυνες για το μέλλον της ΕΛΣ και διαφωνώ κάθετα, θεώρησα υποχρέωσή μου να καταθέσω κι εγώ κάποιες «σκέψεις για τη διοίκηση της ΕΛΣ», αποτέλεσμα τόσο της 40χρονης εμπειρίας μου στον χώρο της όπερας, κυρίως στην Ευρώπη, αλλά και διεθνώς, όσο και της 18μηνης πρόσφατης εμπειρίας μου στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή της ΕΛΣ.

Το πρόβλημα ξεκινάει από την πολιτική εξουσία. Δυστυχώς το υπ. Πολιτισμού δεν μπορεί να εξαιρεθεί από τον γενικό κανόνα της διαφθοράς που επικρατεί σε όλο το πολιτικό σύστημα και ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τη βαθιά κρίση στην οποία βρίσκεται η ΕΛΣ εδώ και πολλά χρόνια, ώστε να έχει πάρει διαστάσεις που απαιτούν άμεσα και δραστικά μέτρα εξυγίανσης. Ευθύνη του ΥΠΠΟ είναι να χαράζει μία πολιτιστική πολιτική αποδεσμευμένη από το πολιτικό κόστος και συλλογιζόμενη το πολιτιστικό κόστος. Η χρόνια κατάσταση των ρουσφετιών που έχει φορτώσει όλους τους οργανισμούς με υπεράριθμους και ανεπαρκείς υπαλλήλους, η εμπλοκή του εκάστοτε υπουργού Πολιτισμού είναι δεν είναι γνώστης του συγκεκριμένου χώρου και των ιδιαιτεροτήτων του, (και γιατί να είναι άλλωστε; Σήμερα είναι υπουργός Υγείας, αύριο Αμυνας, μεθαύριο Ναυτιλίας κ.λπ.) στην επιλογή και τον διορισμό στελεχών με κριτήρια κάθε άλλο παρά αξιοκρατικά έχει δημιουργήσει τεράστια προβλήματα δυσλειτουργίας στον οργανισμό με εμφανή τα αποτελέσματα τα τελευταία χρόνια.

  • Συμβούλιο Τεχνών

Γι’ αυτό είναι ανάγκη να αποδεσμευθούν οι πολιτιστικοί φορείς από το κράτος και να δημιουργηθεί ένας υπερκομματικός θεσμός για τα θέματα του πολιτισμού. Ενα Συμβούλιο Τεχνών, το οποίο θα είναι ο εποπτικός φορέας όλων των πολιτιστικών οργανισμών και το οποίο φυσικά θα είναι εντελώς ανεξάρτητο από την πολιτική εξουσία και την εκάστοτε κυβέρνηση. Αν θέλουμε ευρωπαϊκά μοντέλα από εκεί πρέπει να ξεκινήσουμε. (Λεπτομερέστερα αναφέρεται σε αυτό ο Νίκος Ξυδάκης σε άρθρο του στην «Καθημερινή» σχετικά με τον βρετανικό θεσμό του Arts Council).

Η Εθνική Λυρική Σκηνή της Ελλάδας με τους 700 εργαζομένους έχει πολλές ιδιομορφίες και είναι τεράστιο λάθος να αντιγράψουμε κάποιο μοντέλο από τα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα της Ευρώπης, τα οποία είναι οι «δεινόσαυροι» της όπερας. Εχουν ένα παρελθόν τεράστιο, με παράδοση αιώνων, με καλή οργάνωση και σταθερή λειτουργία. Σήμερα, είναι μηχανές παραγωγής, εργοστάσια, που λειτουργούν με εντελώς άλλες προδιαγραφές κοινού (καταρχήν, σ’ αυτές τις χώρες υπάρχει πολυπληθές εγχώριο κοινό καλλιεργημένο και πεπαιδευμένο στο είδος, και επίσης προσελκύουν τουριστικά ένα διεθνές «οπερόφιλο» ή μουσόφιλο κοινό), και έχουν φθάσει σε ένα επίπεδο λειτουργίας όπου ο εκάστοτε καλλιτεχνικός διευθυντής/σύμβουλος δίνει απλώς ένα καλλιτεχνικό στίγμα. Γι’ αυτό οι managers είναι τα ισχυρά πρόσωπα σε αυτούς τους οργανισμούς και υιοθετούν και πολύ επιθετικό μάρκετινγκ. Γιατί πρέπει το εργοστάσιο να δουλεύει εντατικά και να γεμίζουν συνέχεια τα τεράστια θέατρά τους. Για να φθάσει η ΕΛΣ στο επίπεδο της Royal Opera της Αγγλίας ή της Βιέννης ή της Σκάλας του Μιλάνου θα πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια και να γίνουν πολύ γερές μεταρρυθμίσεις σε όλα τα επίπεδα. Μπορεί η Λυρική Σκηνή να ανταγωνιστεί αυτούς τους «δεινόσαυρους»; Και άραγε είναι αυτό το ζητούμενο; Να φτιάξουμε μια όπερα «μαϊμού» των ευρωπαϊκών;

Πιστεύω πως στην Ελλάδα δεν έχουμε ανάγκη ένα ευρωπαϊκό μοντέλο. Ανάγκη έχουμε ένα όραμα για τη θέση που πρέπει να έχει η μοναδική Εθνική Λυρική Σκηνή και μία συνολική πολιτική και στρατηγική και για το πώς πρέπει να λειτουργήσει τόσο διοικητικά όσο και καλλιτεχνικά και το πώς θα αναδείξουμε την ιδιαιτερότητά της. Εμείς πρέπει να δημιουργήσουμε το δικό μας μοντέλο βάσει των αναγκών του κοινού και βάσει του οράματος που θα έχουμε για την πορεία της ΕΛΣ και ανάλογα θα πρέπει να ενθαρρύνουμε και να ενισχύσουμε το εγχώριο καλλιτεχνικό στοιχείο και τα νέα ταλέντα και να εκπαιδεύσουμε και το κοινό μας, δημιουργώντας έναν διάλογο μαζί του, ώστε να είναι μέτοχος και κοινωνός σε αυτή τη διαδικασία εξέλιξης. Δεν μπορείς να σχεδιάζεις και να βαδίζεις ερήμην του κοινού σου.

  • Προσιτά εισιτήρια

Και γι’ αυτό τον λόγο πρέπει τα εισιτήρια να είναι προσιτά σε όλους και οι επιλογές του ρεπερτορίου οι κατάλληλες, με έναν σύγχρονο τρόπο παρουσιασμένες, ώστε να γίνει η όπερα ένα λαϊκό, δημοφιλές είδος.

Είναι δυνατόν τώρα να εισάγεται η πολιτική των 50 έως και 130 ευρώ (!) και των προεδρικών θεωρείων; Εχει παρέλθει η εποχή των βασιλικών και των προεδρικών θεωρείων και των φράκων. Η Ελλάδα χρειάζεται μία όπερα ποιότητας για όλο τον κόσμο και όχι για την ελίτ και για το yachting club. Η όπερα και η τέχνη γενικότερα δεν πρέπει να είναι μία πολυτέλεια για τους λίγους επιφανείς οικονομικά, που αναζητούν έναν ακόμη τρόπο διασκέδασης. Πρέπει να απευθύνεται σε όλους τους πολίτες, στους νέους και να λειτουργεί παιδευτικά. Πώς θα προσελκύσεις νέο κοινό με τέτοιες τιμές και πώς θα ενθαρρύνεις τον κόσμο να σε γνωρίσει και να ακολουθήσει τις προτάσεις σου; Μπορεί μία 4μελής οικογένεια στην Ελλάδα να αντέξει το κόστος των 80 ευρώ π.χ. για μία θέση; 400-500 ευρώ για μια βραδιά, αν υπολογίσουμε τα συμπαρομαρτούντα;

  • Ο ρόλος του καλλιτεχνικού διευθυντή

Οσον αφορά τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή, όντως ισχύουν τα όσα αναφέρει ο κ. Κυριακόπουλος για τα διάφορα μοντέλα που υπάρχουν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Το θέμα είναι να δούμε τις δικές μας ανάγκες και δυνατότητες. Υπάρχουν στην Ελλάδα προσωπικότητες που μπορούν να ανταποκριθούν σε τέτοιες θέσεις; Σε πολλές όπερες διεθνώς η θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή είναι πολύ ισχυρή. Και όπου δεν υπάρχει καλλιτεχνικός διευθυντής υπάρχει ένας μουσικός διευθυντής που εκτελεί χρέη καλλ. διευθυντή, όπως ο Antonio Pappano στο Covent Garden. Βέβαια, υπάρχει πάντοτε ένας διοικητικός - οικονομικός διευθυντής είτε ως general manager είτε ως financial administrator ή executive director, ο οποίος συνεργάζεται άμεσα και πολύ θερμά με τον καλλιτεχνικό ή μουσικό διευθυντή και ο ρόλος του είναι να εξυπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο τον προγραμματισμό του εξασφαλίζοντας τόσο τη διοικητική και εργασιακή εύρυθμη λειτουργία και αποτελεσματικότητα όσο και τη σταθερή χρηματοδότηση αφενός από το κράτος και αφετέρου από ιδίους πόρους που οφείλει να έχει κάθε οργανισμός. Απαραίτητο είναι να υπάρχει απόλυτη σύμπνοια μεταξύ των δύο και όχι ανταγωνισμός. Και στην Ελλάδα ο νομοθέτης έχει προβλέψει αυτόν τον ρόλο με τη θέση του αναπληρωτή διοικητικο-οικονομικού διευθυντή με την ευελιξία να του εκχωρούνται αρμοδιότητες από τον καλλιτεχνικό διευθυντή ώστε να είναι πιο αποτελεσματικός. Εγώ θεωρώ απαραίτητη και τη συνεργασία ενός μουσικού διευθυντή. Με τον καλλιτεχνικό διευθυντή, όμως, να διατηρεί τον πρώτο και τελευταίο λόγο στα καλλιτεχνικά ζητήματα.

Βέβαια, υπάρχουν περιπτώσεις που ο general manager είναι μια τέτοια προσωπικότητα που συνέχει και τις δύο ιδιότητες και τότε μπορεί να μην υπάρχει ξεχωριστά καλλιτεχνικός διευθυντής, όπως η περίπτωση του Μορτιέ που ανέλαβε τη New York City Opera, ή ο Πίτερ Τζόνας, που ήταν για 10 χρόνια στην Οπερα του Μονάχου, ή ο Χόλαντερ στην Οπερα της Βιέννης. Ομως αυτές οι περιπτώσεις είναι ελάχιστες και δεν μπορούν παρά να θεωρηθούν εξαιρέσεις.

  • Το Διοικητικό Συμβούλιο

Από την άλλη, ο ρόλος του Διοικητικού Συμβουλίου σε τέτοιους οργανισμούς δεν μπορεί παρά να είναι εποπτικός και συμβουλευτικός, όπως προβλέπει και ο υπάρχων νόμος που διέπει τη λειτουργία της ΕΛΣ. Σκοπός του δεν είναι η εξυπηρέτηση προσωπικών φιλοδοξιών, η άσκηση εξουσίας και η δημιουργία πελατειακών σχέσεων γιατί τότε είναι σίγουρο ότι οδηγούμαστε στη διαφθορά. Τα μέλη του θα πρέπει οπωσδήποτε να είναι επιφανείς προσωπικότητες από τον χώρο των τεχνών και του πολιτισμού, νομικοί και οικονομικοί παράγοντες και από το χώρο του management και των επιχειρήσεων. Είναι όμως απαράδεκτο και αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία να μετέχουν εκπρόσωποι των εργαζομένων, όπως στην ΕΛΣ. Αλλά τι είδους Δ.Σ. εννοεί ο κ. Κυριακόπουλος; Ποιες προσωπικότητες, με τι γνώσεις και ποια προσόντα θα αποφασίζουν για την πορεία του οργανισμού και θα διορίζουν διευθυντές και στελέχη;

Οι νόμοι πρέπει να αλλάζουν αλλά για να γίνονται καλύτεροι.

Η ΕΛΣ βρίσκεται τώρα σε μεταβατική κατάσταση με την προοπτική του νέου κτιρίου, χάρη στη γενναία δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχου, που θα πρέπει να την απογειώσει. Ποιος θα αποφασίσει, όμως, τι θα γίνει μέχρι το 2012, που υποτίθεται ότι θα είναι έτοιμο το κτίριο; ΄Η αν καθυστερήσει, όπως συχνά συμβαίνει, τι γίνεται σε αυτό το μεσοδιάστημα; Ποιο ρεπερτόριο θα αποφασιστεί και από ποιον, ώστε να προετοιμαστεί και να προπονηθεί το προσωπικό αλλά και το κοινό για τη μεγάλη στιγμή που θα όφειλε η ΕΛΣ να δείξει πράγματι ένα πρόσωπο εφάμιλλο των διεθνών σε ποιότητα, αλλά και μοναδικό εκφράζοντας τη δική της προσωπικότητα και ιδιαιτερότητα; Το Δ.Σ., απαρτιζόμενο από businessmen και «φιλόμουσους», ή ο πρόεδρός του θα πάρουν αυτές τις αποφάσεις ή ένας manager με τις συμβουλές ενός καλλιτεχνικού συμβούλου;

Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα και αντιστοίχως τα κονδύλια που προσφέρονται στον πολιτισμό είναι επίσης μικρά. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να μη σπαταλώνται σε άχρηστες πολυτέλειες οι όποιοι πόροι της ΕΛΣ, αλλά να επενδύονται στα καλλιτεχνικά προϊόντα που έχει πραγματικά ανάγκη το σημερινό κοινό και στη συνολικότερη καλλιέργειά του. Χρειάζεται επένδυση στο μέλλον και όχι ενίσχυση της καταναλωτικής ανάγκης των ολίγων.

  • Λέξεις - Αξίες

Τέλος, επειδή το προαναφερθέν άρθρο έκλεινε με κάποιες σημαντικές λέξεις/αξίες, πώς εννοούμε:

- την Αξιοκρατία; Οταν τοποθετούμε τον εαυτό μας στην κορυφή;

- τον Σεβασμό; Οταν πραξικοπηματικά απολύουμε τον καλλιτεχνικό διευθυντή;

- τον Επαγγελματισμό και την Ποιότητα; Οταν τοποθετούμε εραστές της όπερας ή στελέχη επιχειρήσεων άσχετα με τον καλλιτεχνικό χώρο σε διευθυντικές θέσεις;

Πραγματικά, το μέλλον της ΕΛΣ μού φαίνεται πολύ ζοφερό αν συνεχίσει να διοικείται ερασιτεχνικά και αν ακολουθηθούν τέτοιου τύπου προτάσεις, όσο καλές και αν είναι οι προθέσεις. Και ανησυχώ πολύ που, μέσα σε αυτές τις γενικόλογες «σκέψεις», δεν διάβασα τίποτα για την καταπολέμηση της διαφθοράς και την περιβόητη εξυγίανση του οργανισμού, καθώς και, το σημαντικότερο: το Οραμα για την καλλιτεχνική πορεία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

* Ο Στέφανος Λαζαρίδης είναι πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ: Ο καινοτόμος του ελληνικού θεάτρου - 55χρονη δημιουργία

Ο Κουν, σε πρόβα
Εκείνο που όφειλε αλλά δεν έπραξε η επίσημη πολιτεία - δηλαδή να κηρύξει το 2008 «έτος Κουν» και να τιμήσει, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, τον αληθινά μεγάλο σκηνοθέτη, δάσκαλο του ελληνικού θεάτρου στον 20ό αιώνα, ιδρυτή του «Θεάτρου Τέχνης», Κάρολο Κουν - το έπραξε το Μουσείο Μπενάκη, με τη συμβολή του «Θεάτρου Τέχνης», καλλιτεχνών - συνεργατών του και μελετητών του έργου του. Το έπραξε, οργανώνοντας ένα μεγάλο αφιέρωμα (κτίριο οδού Πειραιώς 138), που περιλαμβάνει μια πανέμορφη έκθεση (διάρκεια μέχρι τις 11 Νοέμβρη), συναυλίες, θεατρόμορφες εκδηλώσεις, προβολές κινηματογραφημένων παραστάσεων του Κουν, τηλεοπτικά «πορτρέτα» του και διαλέξεις θεατρολόγων. Στο πλαίσιο του αφιερώματος εκδόθηκε και μια πολύτιμη - όχι μόνον για την ιστοριογράφηση και αποτίμηση της προσφοράς του «Θεάτρου Τέχνης», αλλά και για γενικότερη ιστοριογράφηση του ελληνικού θεάτρου τα τελευταία 70 χρόνια του 20ού αιώνα - πολύχρονου και συλλογικού μόχθου έρευνα θεατρολόγων, με επικεφαλής τον καθηγητή Θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πλάτωνα Μαυρομούστακο, με τίτλο «Κάρολος Κουν - Οι παραστάσεις» (490 σελίδες).

Όσοι «ανατράφηκαν» - λίγο πολύ - θεατρικά με το «Θέατρο Τέχνης» περιηγούμενοι στην έκθεση που έστησε η σκηνογράφος Λίλη Πεζανού θα συγκινηθούν. Θα ευφρανθεί η ψυχή, η όραση, η ακοή τους. Θα νιώσουν σα να ξαναβρίσκονται στο «Υπόγειο» και ξαναβλέπουν κάποια από τις παραστάσεις «διά χειρός» Κουν. Σαν να μυρίζουν πάλι το τσιγάρο του και να κρυφακούν πάλι τη σιγανή φωνή του, όπως τότε που τύχαινε να μείνει ανοιχτή η πόρτα του μικροσκοπικού, μισοσκότεινου γραφείου του, στα αριστερά του φουαγιέ του «Υπογείου». Σαν να «ζωντανεύει» κι ο Τσαρούχης πίσω από θαυμαστά κοστούμια που έφτιαχνε φτωχικά υφάσματα, ακόμα και από λινάτσες. Οσοι προτιμώντας τον ακαδημαϊσμό (δραματουργικό και σκηνικό) και γενικώς την αισθητική του εμπορικού αστικού θεάτρου, υποτιμούσαν, επέκριναν, ακόμα και πολεμούσαν το δραματουργικό και αισθητικό προσανατολισμό του «Θεάτρου Τέχνης», βλέποντας προσεκτικά την έκθεση, ίσως αλλάξουν γνώμη... Οι νεολαίοι επισκέπτες της έκθεσης, που - φυσικό επόμενο - δεν έχουν δει καμιά παράσταση του Κουν, αλλά ενδεχομένως έχουν δει κάποιες από τις λεγόμενες «μεταμοντέρνες» και «εκσυγχρονιστικές» ελληνικές και ξένες παραστάσεις, θα αποκτήσουν μια στοιχειώδη, έστω, γνώση για την τεράστια σε ποσότητα και ποιότητα, για την ουσιαστικά μοντέρνα, ουσιαστικά εκσυγχρονιστική, ουσιαστικά προοδευτική και κοινωνικά ωφέλιμη 55χρονη δημιουργία του Κουν.

  • «Γεύση» από την έκθεση
Κοστούμια του Γ. Μόραλη για τον «Πλούτο»
Ανηφορίζοντας το διάδρομο προς το 2ο όροφο του μουσείου, το πρώτο έκθεμα που αντικρίζεις είναι δυο μεγάλα «κουτιά» (από ξύλο και κανναβάτσο). Στο ένα μεταφέρονταν σκηνικά αντικείμενα του Τσαρούχη για τη διεθνή περιοδεία των «Περσών» (1965 - 1966, Παρίσι, Λονδίνο, Βαρσοβία, ΕΣΣΔ). Στο άλλο σκηνικά αντικείμενα του Γιάννη Μόραλη για την παρουσίαση του «Οιδίποδα τύραννου» στο Λονδίνο (1969). Προχωρώντας το διάδρομο, δεν ξέρεις ποια από τις δεκάδες αφίσες παραστάσεων του «Θ.Τ.» να θαυμάσεις για την πρωτότυπη και πρωτοπόρα, για την εποχή τους, εικαστική αισθητική τους. Φθάνεις στον προθάλαμο της μεγάλης αίθουσας. Δεξιά κυριαρχούν επιβλητικές μαυρόασπρες φωτογραφίες του Κουν, σε διάφορες ηλικίες. Στο μέσον, εκτίθεται η μακέτα του «Υπογείου». Και γυρίζοντας το κεφάλι αριστερά σε συνεπαίρνουν τα χρώματα των εκθεμάτων. Την προσωπογραφία του Κουν από τον Γ. Μόραλη. Μα προπάντων από τα πανέμορφα, πολύχρωμα, παιγνιώδους διάθεσης και λαϊκού «νάιφ», μικροσκοπικά σχέδια κοστουμιών και οι μικρές μακέτες σκηνικών (Τσαρούχης, Μόραλης, Στεφανέλλης, Βασιλείου κ.ά.).

Μπαίνεις στον κυρίως εκθεσιακό χώρο και, ω του «θαύματος»... Θαρρείς πως βρίσκεσαι σε αίθουσα θεάτρου. Στα πλάγια (αριστερά και δεξιά) υπέροχα κοστούμια, μάσκες, σκηνικά αντικείμενα (του Τσαρούχη, πολλά του Διονύση Φωτόπουλου, του Μόραλη, της Παπαντωνίου, του Χαρατσίδη, κ.ά.). Μπροστά, ως «επί σκηνής», είναι τοποθετημένο το απέριττα πανέμορφο, «αέρινο» σκηνικό του Τσαρούχη για τους «Ορνιθες». Από την οροφή δεξιά και αριστερά - ως «προβολείς» - κρέμονται μεγάλες οθόνες, όπου προβάλλονται φωτογραφίες και αποσπάσματα κάποιων σπουδαίων παραστάσεων του Κουν. Απομένει να καθίσει ο επισκέπτης σε κάποιο από τα καθίσματα που είναι τοποθετημένα στο κέντρο της αίθουσας, για να νιώσει βαθύτερα την εκπληκτική ωραιότητα και την καινοτόμο ιδιοφυία των «φτωχού θεάτρου» σκηνικών συλλήψεων του Κουν, αλλά και τη «θεατρικότητα» της έκθεσης.

  • «Γεννήτορας» πολλών εκατοντάδων καλλιτεχνών
Σχέδιο του Δ. Φωτόπουλου για την «Ειρήνη»
Στις 300 ανέρχονται οι σκηνοθεσίες του Κ. Κουν. Μόνον οι παραστάσεις του (σχολικές, ημιεπαγγελματικές και επαγγελματικές), από το 1930 μέχρι το 1942 ανέρχονται σε 45, αριθμός που αρκεί για όλη τη ζωή ενός σκηνοθέτη. Σε 730 ανέρχονται οι ηθοποιοί - «μαθητές» του (στη σχολή και στη σκηνή του «Θ.Τ.»). Σε 160 οι καλλιτεχνικοί συνεργάτες των παραστάσεών του. Ουκ ολίγοι είναι εκείνοι που με τη διδαχή και την παρότρυνση του Κουν έγιναν σπουδαίοι καλλιτέχνες: Πρωταγωνιστές, θεατρικοί συγγραφείς, μεταφραστές, σκηνοθέτες, συνθέτες του θεάτρου. Και έγιναν, με το αδιάλειπτο, καθημερινό καλλιτεχνικό παράδειγμά του, με τη μεγάλη μόρφωσή του, τη γλωσσομάθειά του, την ανήσυχη σκέψη του, τη ριζοσπαστική αντίληψή του. Και με τον λιτό, σεμνό, ταγμένο στο θέατρο, τρόπο της ζωής του, που τους έπεισε για εκείνο που τόνιζε, ιδρύοντας το 1942, καταμεσής της εφιαλτικής Κατοχής, το «Θέατρο Τέχνης» (στο οποίο μετείχαν ΕΑΜίτες): «(...) Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί, κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας».

Μια προσεκτική ανάγνωση των στοιχείων (των έργων και των καλλιτεχνών που επέλεγε ο Κουν, από την αρχή της ενασχόλησής του με το θέατρο) που παρέχει η έκδοση «Κάρολος Κουν - Οι παραστάσεις» επαληθεύει το παραπάνω βαθύτατα προοδευτικό ιδεολογοαισθητικό «πιστεύω» του Κουν.

Συζήτηση - πρόβα στην Επίδαυρο για την «Ορέστεια» (1980)

Ντίμης Αργυρόπουλος

Ο Κουν, τελειώνοντας τη «Ροβέρτιο Σχολή» της Κωνσταντινούπολης, το 1927 πάει στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης και σπουδάζει Αισθητική. Το 1929 έρχεται στην Ελλάδα και προσλαμβάνεται σαν καθηγητής των Αγγλικών στο Κολέγιο Αθηνών. Αντί ενός ρουτινιέρικου μαθήματος, ωθεί τους μαθητές να γράφουν διαλόγους. Αυτή ήταν η αρχή απ' όπου ξεπήδησαν σκετσάκια και άλλα έργα που έγραφαν οι μαθητές, παρασύροντας και καθηγητές τους, αλλά και οι ερασιτεχνικές παραστάσεις των μαθητών, με τη σκηνοθετική καθοδήγηση του δασκάλου τους. Μεταξύ των πολλών έργων, που ανέβασε στα 1930 - 1932 η ερασιτεχνική ομάδα του σχολείου, ήταν και έργα που έγραψε ο Κουν. Ιδιαιτέρως, όμως, αξίζει να σημειώσουμε ότι με την ερασιτεχνική σχολικά ομάδα στα χρόνια 1931 - 1936, μεταξύ άλλων έργων ανέβασε τους αριστοφανικούς «Ορνιθες» και «Βατράχους», τον «Στάθη» (ανωνύμου), το «Να ζει το Μεσολόγγι» του Ρώτα, τον ευριπιδικό «Κύκλωπα». Μεταξύ των μαθητών του - μελών της ερασιτεχνικής μαθητικής ομάδας ήταν και οι Δημήτρης Χορν και Αλέξης Σολομός.
  • Η πρωτοπόρα «Λαϊκή Σκηνή»

Η μεγάλη εντύπωση που προκαλούν οι ερασιτεχνικές παραστάσεις του σχολείου ωθούν τον Κουν, παράλληλα με το δασκαλίκι (για το βιοπορισμό του), να δημιουργήσει το 1933 τη «Λαϊκή Σκηνή» και να ανεβάσει, με ενήλικους, αριστερούς - αργότερα κομμουνιστές ερασιτέχνες (οι οποίοι αργότερα έγιναν οι πρώτοι μαθητές της «σχολής» που δημιούργησε στα πλαίσια της «Λαϊκής Σκηνής» και έπειτα ηθοποιοί του «Θ.Τ.»), την «Ερωφίλη» του Χορτάτση και το 1934 την ευριπιδική «Αλκηστη». Δύο παραστάσεις μεγάλης σημασίας για την εξέλιξη του θεάτρου μας, που με το λαϊκό χαρακτήρα τους εξέφραζαν τις ιδέες και την αισθητική εκείνων των διανοουμένων και καλλιτεχνών που έναντι των «εισαγόμενων» ρευμάτων του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού αντιπαρέθεταν και υπεράσπιζαν την «ταυτότητα» του ελληνικού πολιτισμού. Παραστάσεις, που «θεμελίωσαν» τον ιδεολογοαισθητικό προσανατολισμό του Κουν, τον οποίο διαμόρφωσε πλήρως με το «Θ.Τ.», προσανατολισμός που αποκλήθηκε «λαϊκός εξπρεσιονισμός». Με τη «Λαϊκή Σκηνή», μέχρι το 1936, ανεβάζει τον αριστοφανικό «Πλούτο», το μολιερικό «Κατά φαντασίαν ασθενή», το γκογκολικά «Παντρολογήματα». Ακολουθούν παραστάσεις στο Κολέγιο Αθηνών (Σαίξπηρ και Αριστοφάνης). Το 1939, με το «Θεατρικό Ομιλο Κ. Κουν» και με σύμπραξη του Ελληνικού Ωδείου και του φιλολογικού συλλόγου «Ασκραίος» ανεβάζει τον τσεχοφικό «Βυσσινόκηπο». Μια παράσταση, επίσης, σημαντική, γιατί με αυτήν προεισήγαγε στο ελληνικό θέατρο τη μέθοδο Στανισλάφσκι.

Η μακέτα του «Υπογείου»

Λεωνίδας Κουργιαντάκης

Περιζήτητος πια από τους καταξιωμένους θιάσους, ο Κουν το 1939 σκηνοθετεί στο θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη την ιψενική «Εντα Γκάμπλερ». Στα χρόνια 1939 - 1941 σκηνοθετεί πολλά ξένα και ελληνικά έργα στο θίασο της μεγάλης Μαρίκας Κοτοπούλη (μεταξύ άλλων και τη σοφόκλεια «Ηλέκτρα», στη μετάφραση του δημοτικιστή Α. Μελαχρινού). Στα 1941 - 1942 ξανασυνεργάζεται με την Κατερίνα.
  • Το μεγάλο «άλμα»

Τον Ιούνη του 1942, οι προβληματισμοί και οι μακρόχρονες συζητήσεις που έκανε με παλιούς μαθητές του στη «Λαϊκή Σκηνή», νεότερους στη σχολή του και νέους ηθοποιούς - συνεργάτες σε επαγγελματικές παραστάσεις του, καταλήγουν στη δημιουργία του «Θεάτρου Τέχνης». Φράγκο ...μηδέν. Ολοι τους. Κι όμως ομόφωνα αποφασίζουν: Αυτό το θέατρο «δε θα είχε λόγο ύπαρξης, αν δε διέφερε απόλυτα απ' τα υπάρχοντα θέατρα (...) Με απόλυτη πίστη, απόλυτη θυσία», στην «υψηλά διανοητική ευχαρίστηση» που προσφέρει η θεατρική δημιουργία, «πρέπει να ξεφύγουμε από κάθε μαρασμό, δυσπιστία, άρνηση, εγωκεντρισμό, για να βοηθήσουμε να ξεπεταχτεί ο μικρός θεός που ο καθένας κρύβει μέσα του. Πριν από κάθε άλλο χρειαζόμαστε πίστη σε κάτι έξω από μας, μεγαλύτερο από μας (...) Για μια πιο πλούσια, πιο βαθιά, πιο ολοκληρωμένη ζωή, μια ανάταση του εαυτού μας, μια πιο πλατιά κατανόηση των γύρω μας μέσα από την τέχνη, το θέατρο». Ολοι τους ήξεραν και πίστευαν ότι το τότε υπάρχον θέατρο «με το φτηνό βεντετισμό από τη μια μεριά και τον επιχειρηματία από την άλλη», δεν μπορούσε να «ξυπνήσει» στο κοινό «κάτι ανώτερο» και στον καλλιτέχνη «να αγαπά, να σέβεται τη δουλειά του. Να νιώσει το βάρος της αποστολής του».

Το πρόγραμμα για την «Αγγέλα» του Γ. Σεβαστίκογλου (έργο - καταγγελία της μετεμφυλιακής αμερικανοκρατίας)
Ετσι αρχίζει η μεγάλη «περιπέτεια» του «Θεάτρου Τέχνης», που με το ρεπερτόριο και την αισθητική του, υπήρξε επί τέσσερις δεκαετίες η πρωτοπορία του ελληνικού θεάτρου. Η δεύτερη - στην ιστορία του μετεπαναστατικού και νεοελληνικού θεάτρου - πραγματικά μεγάλη, και το κυριότερο: προοδευτικής κατεύθυνσης (με τα έργα, τους συνεργάτες και ερμηνευτές) «σχολή» της ελληνικής σκηνικής τέχνης, τέχνης καθ' όλα σπουδαίας. «Σχολή» που έμελλε να γίνει - και να μείνει ακατανίκητο μέχρι το θάνατο του Κουν - το «αντίπαλον δέος»... της άλλης μεγάλης «σχολής», του Εθνικού Θεάτρου. Αν και χωρίς δική του στέγη, το «Θ.Τ.» ξεκινώντας με την ιψενική «Αγριόπαπια» (Οκτώβρης 1942, θέατρο Αλίκης), πηγαίνοντας κόντρα στη γερμανική κατοχή, στην πείνα, στους καθημερινούς κινδύνους που αντιμετώπιζαν οι συνεργάτες και ηθοποιοί του (εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός από ΕΑΜίτες, αρκετοί ήταν μέλη του παράνομου ΚΚΕ και κάποιοι στα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια διώχθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, ή βρέθηκαν στην πολιτική προσφυγιά), μέχρι το 1950 ανέβασε πολλά κλασικά και σύγχρονα έργα (ξένα και ελληνικά), σε σπουδαίες σκηνοθεσίες του Κουν και ανάδειξη πολλών σημαντικών Ελλήνων μεταφραστών, συγγραφέων, ηθοποιών, σκηνογράφων.

Από το 1949 έως το 1954 ο Κουν σκηνοθετεί σε διάφορους σημαντικούς θιάσους, αλλά και στο Εθνικό Θέατρο, στο οποίο μεταξύ άλλων κλασικών έργων ανέβασε το περίφημο έργο του - αριστερού τότε - διάσημου Αμερικανού συγγραφέα Τζων Στάινμπεκ «Ανθρωποι και ποντίκια», με πρωταγωνιστές τους Βασίλη Διαμαντόπουλο και Θάνο Κωτσόπουλο, ο οποίος έλεγε ότι η παράσταση αυτή, υπό την καθοδήγηση του Κουν υπήρξε πολύ μεγάλος και ευτυχής «σταθμός» στην ερμηνευτική καριέρα του.

Κοστούμι του Τσαρούχη για τους «Ορνιθες»
Και φθάνουμε στα 1954. Επιτέλους, οι άνθρωποι του «Θεάτρου Τέχνης» αποχτούν, φτιάχνοντάς την οι ίδιοι - δουλεύοντας σαν εργάτες, τη δική τους στέγη, το γνωστό «Υπόγειο». Μια μικρή σκηνή, κάτω από τα θεμέλια της στοάς «Ορφέως», που για πρώτη φορά στα χρονικά των ελληνικών θεατρικών αιθουσών διαμορφώνεται ως κυκλική σκηνή. Μια τρίπλευρη για τους θεατές σκηνούλα, που για 33 ακόμα χρόνια (μέχρι το 1987), θαυματούργησε θεατρικά, ακόμα και κόντρα στην Απριλιανή δικτατορία. Θαυματούργησε γιατί αρχή του «Θ.Τ.» ήταν: «Πρέπει να πιστεύουμε σε θαύματα για να γίνουν θαύματα».
Αριστούλα ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 5 Οχτώβρη 2008

Εθνική Λυρική Σκηνή: Αυλαία με «Μποέμ»



Με την όπερα «Μποέμ» του Τζιάκομο Πουτσίνι, ανοίγει στις 10 Οκτώβρη, στο θέατρο «Ολύμπια», η νέα καλλιτεχνική περίοδος της Λυρικής Σκηνής. Πρόκειται για την παράσταση, που πρωτοπαρουσιάστηκε στην Εθνική Λυρική Σκηνή τον περσινό Δεκέμβρη, σε σκηνοθεσία του Βρετανού Γκράχαμ Βικ. Το έργο βασίζεται στις «Σκηνές από την Μποέμικη Ζωή» του Ανρί Μιρζέρ και στο θεατρικό «Μποέμικη Ζωή» του Τεοντόρ Μπαριέρ. Ως γνωστό, η υπόθεση αφορά τον έρωτα ανάμεσα στο ποιητή Ροντόλφο και στη ράφτρα Μιμή από τη στιγμή που συναντώνται για πρώτη φορά ως το θάνατο της νέας από φυματίωση. Το ποιητικό κείμενο είναι των Τζουζέπε Τζακόζα και Λουίτζι Ιλικα. Ο σκηνοθέτης μεταφέρει το θέμα του έργου, τα νιάτα με τις χαρές και τις αγωνίες τους, στο Παρίσι του σήμερα. Τους κεντρικούς ρόλους ερμηνεύουν καταξιωμένοι σολίστ όπως οι: Ελενα Κελεσίδη, Σεμπαστιάν Γκιέζ, Λουκία Σπανάκη, Τάσος Αποστόλου, Ατάλα Αϊάν, Κύρος Πατσαλίδης, Ακης Λαλούσης κ.ά. Τα σκηνικά υπογράφει ο Ρίτσαρντ Χάντσον. Εκτός από τις 10 Οκτώβρη, η όπερα θα παρουσιαστεί επίσης στις 12, 14, 16, 18 και 21/10.

Η Μάγια Λυμπεροπούλου αντικατέστησε τον Δημητριάδη

Η Μάγια Λυμπεροπούλου αντικατέστησε τον θεατρικό συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη, ως τακτικό μέλος της Γνωμοδοτικής Επιτροπής Θεάτρου στο «Εθνικό Κέντρο Θεάτρου & Χορού».

Η σύνθεση της εν λόγω Επιτροπής διαμορφώνεται πλέον ως εξής: Χαρά Μπακονικόλα (πρόεδρος), Σάββας Πατσαλίδης (αντιπρόεδρος), Γιώργος Σαμπατακάκης, Μάγια Λυμπεροπούλου, Γιώργος Κακανάκης, Νίκος Σίμος, Αντώνης Γαλέος (μέλη). Ο ηθοποιός Νίκος Καραθάνος ορίστηκε ως αναπληρωματικό μέλος της Επιτροπής, ενώ καθήκοντα γραμματέως ανέλαβε η θεατρολόγος Δανάη Σπηλιώτη.

«Σαράντα κλειδιά» στο θέατρο Αμαλία

Βασισμένη σε ένα λαϊκό παραμύθι της Σκύρου είναι η παράσταση «Σαράντα κλειδιά», που παρουσιάζει η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης», στο θέατρο Αμαλία της Θεσσαλονίκης.

Η παράσταση είναι ένα έργο γεμάτο περιπέτειες, μία ιστορία αγάπης όπου τέσσερις νέοι πασχίζουν να επιζήσουν και να κατακτήσουν την ευτυχία, μέσα από μεγάλους κινδύνους και δύσκολες δοκιμασίες, με όπλα το θάρρος, την αλληλεγγύη και το χιούμορ.

«Σαράντα κλειδιά» στο θέατρο Αμαλία

Η σκηνοθεσία είναι της Ελ. Δημοπούλου, τα σκηνικά και τα κοστούμια του Ρ. Αντονυ, η μουσική του Κ. Βόμβολου, ενώ τα αμέτρητα πρόσωπα του έργου ερμηνεύουν επτά ηθοποιοί: Ελ. Βλαχοπούλου, Μ. Βλάχου, Κ. Δανιηλίδης, Σ. Ευκολίδης, Μ. Μεβουλιώτης, Ν. Παπαγαβριήλ, Τ. Τσουκάλης. Η παράσταση θα παίζεται κάθε Κυριακή στις 11.30 το πρωί με γενική είσοδο 10 ευρώ, ενώ παραστάσεις θα δίνονται καθημερινά για τα σχολεία κατόπιν συνεννόησης.

Δεν είμαστε ικανοί για συνύπαρξη κι ας την επιθυμούμε


Συνέντευξη στον ΧΡΗΣΤΟ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 - 04/10/2008

Ο Ευγένιος Ο' Νιλ, ο μέγας αυτός Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας, έγραψε το «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» το 1940. Δεν αξιώθηκε να το δει επί σκηνής. Παίχτηκε το 1956, περίπου 3 χρόνια μετά τον θάνατό του.

Ο Δημήτρης Καταλειφός και η Ράνια Οικονομίδου στην παράσταση του Αντώνη Αντύπα. «Στο έργο του Ο' Νιλ οι ήρωες είναι, υποτίθεται προστατευμένοι μέσα στο οικογενειακό κέλυφος που, βέβαια, υπάρχει και δεν υπάρχει. Ο άνθρωπος είναι μια τραγική μονάδα στον κόσμο έτσι κι αλλιώς», λένε
Το έργο είναι γενναία αυτοβιογραφικό. Δεν φοβήθηκε να σκαλίσει βαθιά μέσα του και ν' αγγίξει ιδίως εκεί που πονούσε. Στο σημείωμα που γράφει, στην εισαγωγή του βιβλίου του, αφιερώνοντάς το στην αγαπημένη σύζυγό του Καρλότα με την ευκαιρία της συμπλήρωσης του 12ου χρόνου του γάμου τους, μιλάει για «ένα θεατρικό έργο παλαιάς θλίψης, γραμμένο με δάκρυα και αίμα».

Τι σημαίνει, αναρωτήθηκα πολλές φορές, αυτό το «παλαιά θλίψη»; Κι όταν είδα την παράσταση του έργου τον περασμένο χειμώνα, στο Απλό Θέατρο σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα, ήθελα να το συζητήσω. Ετσι προέκυψε και αυτή η συνέντευξη με τους πρωταγωνιστές του έργου, τη Ράνια Οικονομίδου και τον Δημήτρη Καταλειφό. Η παράσταση,πάντως, επαναλαμβάνεται. Μην τη χάσετε. Η πρεμιέρα της είναι στις 23 Οκτωβρίου και θα διαρκέσει ώς 1 Φεβρουαρίου.
  • Τι είναι, λοιπόν, αυτή η «παλαιά θλίψη»;
Δ. Καταλειφός: «Το λέει και στο έργο νομίζω. Είναι ότι οι άνθρωποι, ενώ έχουν πραγματικά τόσο ανάγκη να αγαπηθούν και να αγαπήσουν, όπως αγαπιούνται πολύ αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι (σ.σ.: ο Τάιρον, η γυναίκα του, και τα δύο αγόρια τους), στο τέλος ξεμένουν».

Ρ. Οικονομίδου: «Ετσι δεν είναι, όμως, η οικογένεια; Εκεί, σ' αυτήν την "παλαιά θλίψη" δεν καταλήγει;».

Δ. Καταλειφός: «Ο άνθρωπος είναι μια τραγική μονάδα στον κόσμο έτσι κι αλλιώς. Στο έργο του ο Ο' Νιλ αυτήν ακριβώς την τραγικότητα δείχνει, παρ' όλο που οι ήρωες είναι, υποτίθεται, προστατευμένοι μέσα σε ένα οικογενειακό κέλυφος. Βέβαια, αυτό το κέλυφος στην ουσία ισχύει και δεν ισχύει, υπάρχει και δεν υπάρχει. Και αυτό, νομίζω, είναι που κάνει το έργο σκληρό. Η μορφίνη ή το αλκοόλ δεν είναι παρά η ανάγκη του ανθρώπου να ξεφύγει από την πραγματικότητα, μέσα στην οποία ασφυκτιά. Δηλαδή αυτοί οι δύο άνθρωποι ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν, αλλά από εκείνη τη στιγμή ο γάμος άρχισε να γίνεται, όπως λέει και ο Στρίντμπεργκ, "ένα κλουβί φυλακής στο οποίο τα άτομα ασφυκτιούν". Η γυναίκα, λοιπόν, ζητάει αυτή τη φυγή στη μορφίνη, ο άντρας στο αλκοόλ, δηλαδή δεν καλύπτουν ο ένας τον άλλον. Η συμβίωση δεν είναι ικανή να τους κάνει ευτυχείς».

Η οικογένεια, ένα κλουβί
  • Ούτε καν, όμως, και η ύπαρξη των παιδιών...
Δ. Καταλειφός: «Μοιραία, ναι».

Ρ. Οικονομίδου: «Η οικογένεια περιορίζει πάρα πολύ τον ζωτικό χώρο που ο καθένας μας έχει ανάγκη. Και πιστεύω ότι αυτό είναι που φέρνει τις συγκρούσεις. Είναι δύσκολο να πετύχεις τις λεπτές ισορροπίες -η οικογένεια να καλύπτει τη μοναξιά και ταυτόχρονα να σου αφήνει και ένα ελεύθερο πεδίο να είσαι ο εαυτός σου και να προάγεις την προσωπικότητά σου. Ο ένας κατακλύζει τον άλλον, με αποτέλεσμα να είναι όλοι και μπαρουτιασμένοι και εγκλωβισμένοι».
  • Μιλάω με δύο ανθρώπους που επέλεξαν, ή ίσως «και να τα 'φερε η μοίρα έτσι τα πράγματα», να μείνουν μόνοι στη ζωή -να μην παντρευτούν, δηλαδή, και να μην κάνουν παιδιά.
Μεγάλο μέρος της επιτυχίας της παράστασης οφείλεται στις ερμηνείες του Αλκη Κούρκουλου και του Κώστα Βασαρδάνη. Εδώ με τον Δ. Καταλειφό
Ρ. Οικονομίδου: «Οταν είσαι πολύ νέος το θέλεις βιολογικά, μια ανάγκη της φύσης, αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, χωρίς να ξέρεις γιατί. Θέλεις να κάνεις ένα παιδί, χωρίς να λογαριάζεις, πόσο μεγάλη είναι η ευθύνη που αναλαμβάνεις. Βλέπεις τα ρουχαλάκια τα ωραία στις βιτρίνες και λες θα το ντύνω έτσι, νομίζεις ότι είναι μια κούκλα, ένα παιχνίδι. Εντάξει, δεν κατάφερα να κάνω ένα παιδί και δεν μετανιώνω».
  • Εσείς, κύριε Καταλειφέ;
Δ. Καταλειφός: «Εγώ στεναχωριέμαι πολύ που δεν έχω παιδί. Συχνά με μελαγχολεί αυτή η σκέψη, μερικές φορές υπάρχει ένα υποκατάστατο, έτσι... εδώ και πολλά χρόνια πηγαίνω σε διάφορες δραματικές σχολές και διδάσκω, γι' αυτή τη σχέση που γεννιέται με τα παιδιά μέσα από το κοινό αντικείμενο που έχουμε. Και βγαίνει, που λέτε, αυτό το πατρικό υποκατάστατο, και νιώθω, τότε, ταυτόχρονα, μια χαρά και μια μελαγχολία. Και σκέφτομαι, "αχ, τι ωραία να το είχα αυτό δικό μου παιδί". Ναι, λυπάμαι, στενοχωριέμαι. Νομίζω ότι είναι μια έλλειψη στον άνθρωπο να μην...».

Και για τους δύο, το θέατρο ήταν πάντα «σαν τον εραστή που τα ζητάει όλα». Αλλά και η ίδια η ζωή εδώ στην Ελλάδα, ιδίως για τους ανθρώπους που υπηρετούν το θέατρο, και δεν «εξυπηρετούνται» από αυτό, δεν είναι καθόλου εύκολη.

«Στο εξωτερικό», λέει ο Δημήτρης, «παίζουνε ένα έργο και μπορεί να ζήσουν δέκα χρόνια μετά από αυτό. Εμείς εδώ παίρνουμε κάτι μισθούς πείνας, που με πολύ ζόρι τα βγάζουμε οι ίδιοι πέρα. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι αν είχα ένα παιδί, όπως σας είπα πριν, ίσως θα έπρεπε να είχα κάνει φοβερές παραχωρήσεις».

Δ. Καταλειφός: «Πιστεύω ότι όλοι οι ηθοποιοί -μου το έλεγε και ο Αλκης ο Κούρκουλος- κάπου είμαστε ανισόρροποι. Νομίζω ότι είμαστε άνθρωποι που κατά βάση δεν αντέχουμε πολύ την πραγματικότητα, δεν μας αρέσει. Και αναζητάς κάτι άλλο. Αλλού. Και το βρίσκεις εκεί, στο θέατρο. Νομίζω ότι αυτό ήταν που με έκανε ηθοποιό».

Εσείς είστε μαζί στο θέατρο εδώ και αρκετά χρόνια. Ξέρω, μιλώντας και με αρκετούς ανθρώπους που εκτιμώ, ότι η δουλειά σας βασίζεται και ίσως και εξαρτάται πολύ από αυτό που λέμε ομαδικότητα. Οταν ήσασταν με τον Βογιατζή, θυμάμαι πόσο έντονα έβγαινε αυτή η ομαδικότητα στις παραστάσεις σας.

Ρ. Οικονομίδου: «Μέχρι τότε, είναι αλήθεια πως δεν μέναμε ικανοποιημένοι από τον τρόπο που δουλεύαμε σε διάφορα θέατρα. Θέλαμε, φέρ' ειπείν, να δουλεύουμε με τον τρόπο που εμείς θέλαμε τα κείμενα».

Δ. Καταλειφός: «Δηλαδή αυτό που μας έφερε κοντά, όχι μόνο εμάς τους δύο και όλους όσους συνετέλεσαν σ' αυτές τις δύο ομάδες (Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, Θέατρο Εμπρός), ήταν η ανάγκη για τη δημιουργία μιας κοινής γλώσσας η οποία είναι πολύ απαραίτητη στο θέατρο. Δηλαδή, επειδή το θέατρο είναι πραγματικά μια συλλογική τέχνη, είναι πολύ σημαντικό στη σκηνή να δημιουργούνται σχέσεις, να συνομιλούν πραγματικά οι ηθοποιοί, δηλαδή να υπάρχει κοινή γλώσσα και κοινό ζητούμενο. Αυτό, ειδικά όταν πρωτογίνανε αυτές οι ομάδες, ήταν πολύ καινούργιο. Τέλος πάντων, βέβαια, από όλη αυτή τη διαδικασία εμείς με τη Ράνια έχουμε ξεμείνει μετά από διάφορες περιπέτειες».

Ρ. Οικονομίδου: «Κατά την άποψή μου τα πράγματα δεν χαλάσανε, ούτε καλλιτεχνικά, ούτε διαχειριστικά, ούτε επιχειρηματικά, άσχετα αν όλοι μας είμαστε ανίκανοι κατά κάποιον τρόπο, τουλάχιστον στην αρχή, να το δούμε σαν επιχείρηση όλο αυτό το πράγμα. Εγώ αισθάνομαι ότι χάλασαν τα πράγματα εξαιτίας χαρακτήρων, εξαιτίας της μανίας να άρχει κάποιος!».

Αυτό δεν είναι ένα ιδίωμα και στην κοινωνία σήμερα που το βρίσκουμε σε κάθε μας βήμα;

Δ. Καταλειφός: «Ισως είναι πραγματικά δύσκολο μέσα στη διάρκεια του χρόνου οι άνθρωποι να συνυπάρχουν για πολύ καιρό. Αρχίζουν και βγαίνουν οι ανασφάλειες του καθενός, οι ματαιοδοξίες. Αυτό που λέει η Ράνια, κάποιος να ηγείται, κάποιος να μη θέλει να είναι υπό. Μπορεί τελικά οι άνθρωποι να μην είμαστε ικανοί για ομάδες παρ' όλο που τις επιθυμούμε».

Το έχετε δει πουθενά αυτό το πρότυπο, της ομάδας, να λειτουργεί σωστά και, κυρίως, σε βάθος χρόνου, είτε στο θέατρο είτε σε άλλο τομέα της ζωής μας;

Δ. Καταλειφός: «Νομίζω ιστορικά και διεθνώς καμιά ομάδα δεν έχει κρατήσει για πάντα». *


Η συζήτησή μας πήγε, βεβαίως, και στο «θέατρο της καθημερινότητας». Στα μικρά πράγματα, που εδώ στα μέρη μας μοιάζουν να μας απασχολούν περισσότερο από τα μεγάλα.


Ρ. Οικονομίδου: «Μου είναι αδιανόητα τα θέματα με τα οποία ασχολείται η ανθρωπότητα. Μου είναι αδιανόητο να είμαστε σε μια σφαίρα επάνω στο σύμπαν που κινείται, την οποία την καταστρέφουμε συνεχώς, και να ασχολούμαστε με το ασφαλιστικό· δηλαδή όλα αυτά τα πράγματα που απασχολούν τον άνθρωπο μου φαίνονται γελοία, γελοία. Εγώ αισθάνομαι πάρα πολύ άσχημα που είμαι άνθρωπος, ειλικρινά».

Ποια θέματα νομίζετε πως θα έπρεπε να μας απασχολούν περισσότερο;

Ρ. Οικονομίδου: «Πώς να ζούμε με ειρήνη σε αυτόν τον πλανήτη. Να τον προστατεύουμε, να τον προσέχουμε, να είμαστε όλοι αγαπημένοι. Και καθόμαστε τώρα και λέμε τα Σκόπια, και ένα εκτάριο γης από εδώ και ένα εκτάριο γης από εκεί και αυτοί είναι εχθροί μας και οι άλλοι είναι φίλοι μας. Δεν τα χωράει ο νους μου εμένα αυτά τα πράγματα. Μπορεί να ακούγομαι παράξενη και τρελή, δεν ξέρω, αλλά βρίσκω τρέλα όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι κουστουμαρισμένοι που κάθονται και κάνουν συσκέψεις επί συσκέψεων για να λύσουν, λέει, το θέμα του περιβάλλοντος. Αυτά είναι "άλφα, βήτα", τελειώσαμε, απλά πράγματα, ένα μωρό να βάλεις θα σ' τα λύσει, η γάτα μου θα σ' τα λύσει».

Δ. Καταλειφός: «Συμφωνώ σε όλα αυτά που λέει η Ράνια. Απλώς αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα της ανθρωπότητας εδώ και αιώνες, ότι δεν υπερισχύει το αυτονόητο. Οπως λέγαμε και πριν για τις ομάδες, ότι άμα ήταν ο κόσμος αγγελικά πλασμένος θα υπήρχαν ομάδες και θα λειτουργούσαν καλύτερα τα πράγματα. Τελικά, όπως λέει και ο Φρόιντ, ο άνθρωπος γεννιέται και είναι ένα διεστραμμένο μωρό».

Ρ. Οικονομίδου: «Και εγώ τώρα το διαπιστώνω αυτό, καθώς περνάνε τα χρόνια. Και βρίσκω κάποια παρηγοριά στα ζώα, που είναι πολύ καθαρό πράγμα, ας πούμε».

Δ. Καταλειφός: «Δεν είναι όμως εύκολο να επικρατήσει το καλό, ακόμα και στα ζώα δεν θα πάει το ένα σκυλί να αρπάξει το φαΐ από το άλλο;».

Ρ. Οικονομίδου: «Δεν έχει μυαλό, γι' αυτό το κάνει. Ο άνθρωπος που έχει, όμως, γιατί συμπεριφέρεται έτσι, αρπαχτικά;».

Δ. Καταλειφός: «Επειδή, προφανώς, το μυαλό του δεν είναι προσανατολισμένο μόνο προς το αυτονόητο και το καλό. Και δυστυχώς το χρήμα και η απληστία έχουν επικρατήσει σήμερα, κάνοντας τους φτωχούς κι ανήμπορους ανθρώπους πιο δυστυχισμένους, και ας ζουν σε μια κοινωνία φαινομενικής αφθονίας. Δείτε τα νοσοκομεία μας. Σε ποιο δημόσιο νοσοκομείο μπορεί να πάει ο απλός άνθρωπος και να τον κοιτάξουνε όπως πρέπει; Αμα δεν έχει λεφτά, έχει καμιά τύχη; Οχι ασφαλώς. Σαν ζώο θα τον αφήσουνε να πεθάνει».

Θα θέλατε να σχολιάσετε αυτό που τα μέσα ενημέρωσης τον τελευταίο καιρό ονομάζουν «φαινόμενο Τσίπρα»;

Δ. Καταλειφός: «Εμένα με ευχαριστεί ότι αυτή τη στιγμή έστω -δεν ξέρω πώς θα εξελιχθεί στη συνέχεια- για πρώτη φορά στην Ελλάδα δίνεται η δυνατότητα σε έναν νέο άνθρωπο να δοκιμάσει κάτι, και ας αρχίσανε οι διάφοροι τριγύρω τις κακίες, του τύπου ότι ο Τσίπρας είναι lifestyle κ.τ.λ. Μέσα στη γενική καταχνιά, εγώ βρίσκω αισιόδοξο αυτή τη στιγμή ότι υπάρχει ακόμα ας πούμε η Αριστερά, πιστεύω ότι είναι μια διέξοδος, όχι κάτι άγιο ούτε κάτι αγγελικά πλασμένο, αλλά μια ελπίδα ότι ίσως κάποια πράγματα μπορεί να διορθωθούν».

Ρ. Οικονομίδου: «Εγώ μισώ τα πολιτικά συστήματα όλα, τα βρίσκω γελοία. Αλλού πρέπει να εστιάσει ο άνθρωπος για να μπορέσει να ζήσει μια καλύτερη ζωή. Πρώτα να εστιάσει μέσα του. Να εξοικειωθεί με αυτό, να το πλουτίσει και να το αγαπήσει. Και έπειτα, να βγει έξω και να προσφέρει. Πρώτα πρώτα, και επειγόντως, στη διάσωση του πλανήτη».

Η εποχή μας θα μπορούσε να βγάλει έναν Σέξπιρ, έναν Μότσαρτ;

Ρ. Οικονομίδου: «Και τι να τον κάνει να τον βγάλει; Τι κέρδισε η Αναγέννηση που τον είχε; Το θέμα είναι πώς αξιοποιείς το καλό, όχι αν απλώς το είχες κάποτε. Είχαμε και τον Σέξπιρ. Τον διάβασαν κάποιοι - και λοιπόν; Το αποτέλεσμα είναι να είμαστε σήμερα σε αυτό το χάλι που είμαστε. Ο άνθρωπος να μην ξέρει τι να κάνει τα σκουπίδια του...».

Πιστεύετε στον Θεό;

Δ. Καταλειφός: «Εχω ανάγκη να πιστεύω. Επειδή με είχε απασχολήσει το ζήτημα, νιώθω ότι χρειάζομαι μια ανώτερη δύναμη που είναι ο Θεός. Δεν μπορώ τους παπάδες, τις εκκλησίες. Αλλα μου αρέσει πολύ να πάω σε μια άδεια εκκλησία και να ανάψω ένα κερί κατά καιρούς, γιατί αυτό μου δίνει μια δύναμη για να πάω πιο πέρα. Δεν ξέρω αν υπάρχει Θεός, έχω ανάγκη να υπάρχει. Θέλω κάπου να καταφύγω, είναι μια λύση».



2 - 04/10/2008

Πάθος έντονο, που διαρκεί λίγο


Από την παράσταση του Θοδωρή Γκόνη, «Οψόμεθα εις Φιλίππους»
Μια παράσταση που αγωνίζεται να μοιάζει διαφορετική, προχωρημένη και άγρια έστησαν σε συμπαραγωγή τα ΔΗΠΕΘΕ Σερρών και Κομοτηνής με την καθοδήγηση του Θοδωρή Γκόνη. Μια παρέα δέκα νέων ηθοποιών (Ρηνιώ Κυριαζή, Παντελής Δεντάκης, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Κατερίνα Λυπηρίδου, Σύρμω Κεκέ, Αρης Τσαμαπαλίκας, Νίκος Τουρνάκης, Θάνος Τοκάκης, Ηλίας Κούτλας και Ειρήνη Βασιλάτου) κατασκηνώνει στους Φιλίππους και τα μέλη της, εκστασιασμένα προφανώς από το γύρω τοπίο, αρχίζουν, στην πρόθεσή τους να ερμηνεύσουν τον «Ιούλιο Καίσαρα» του Σέξπιρ, να μνημονεύουν αποσπάσματα από τους «Παράλληλους Βίους» του Πλούταρχου. Κάποια στιγμή παρεμβάλλονται ένθετα στην αφήγηση στίχοι από το σεξπιρικό κείμενο. Και όταν πια η ιστορία φτάσει στους Φιλίππους και στην καθοριστική για το μέλλον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μάχη, το σεξπιρικό μέτρο καταλαμβάνει πλήρως την παράσταση και η βιογραφία του Πλούταρχου γίνεται στο στόμα των νέων καθαρή ποίηση.

Μια χωρικά προκαθορισμένη παράσταση, στημένη εξαρχής για τον ιστορικό τόπο των Φιλίππων, είναι λογικό να υποκύπτει στις εκπτώσεις της περιοδείας. Ακόμα και έτσι όμως, είναι ζήτημα αν το «Οψόμεθα εις Φιλίππους» στηρίζεται σε μια πραγματικά αυθεντική πρόταση. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, όταν οι πέντε μηχανές εισέρχονται στο ανοικτό θέατρο με επιδεικτική ροκ διάθεση, οι αναφορές στο ύφος του Κακλέα και του Μαρμαρινού είναι τόσο έντονες, ώστε να προκαλούν εύλογες αμφιβολίες. Είναι ζήτημα αν η παράσταση μπορεί να προχωρήσει σε κάτι ουσιαστικότερο από την αναδιατύπωση παλιότερων και νεότερων μεταμοντέρνων προτάσεων.

Αργότερα, καταλαβαίνει κανείς ότι το «φυσικό περιβάλλον» στηρίζεται στην πραγματικότητα σε μια κατασκευασμένη υπόθεση εργασίας. Στηρίζεται κατ' αρχάς στην αρκετά τραβηγμένη εικόνα νέων σε κάμπινγκ που απαγγέλλουν Πλούταρχο με την άνεση μεταπτυχιακών σπουδαστών της Οξφόρδης. Από την άλλη, είναι φανερό πως κανείς δεν έχει δείξει στους ηθοποιούς πώς θα ανεβούν τη σκαλωσιά που στήνεται με τόσο πάθος. Θεωρώντας οι περισσότεροι τη σπατάλη ενέργειας για ερμηνεία, παίζουν κατά κύριο λόγο τα «ατίθασα, προβληματισμένα νιάτα», φιλοδοξώντας να προκαλέσουν με αυτό τον τρόπο το κοινό των ανοικτών θεάτρων.

Και ύστερα ακολουθεί το αμείλικτο ερώτημα: Προς τι όλα αυτά; Μήπως για την κατάκτηση της ζεύξης που ενώνει το χρονογράφημα του Πλούταρχου με την ποιητική αναγωγή του Σέξπιρ; Σαν άσκηση ηθοποιών στον ρυθμό και την ιδέα της σεξπιρικής τραγωδίας; Ας μη γελιόμαστε. Μια σοβαρή πρόταση πάνω στο εξαιρετικά δύσκολο κείμενο χρειάζεται κάτι περισσότερο από την ιδέα ενός φυσικού σκηνικού ή μιας φιλολογικής μετάθεσης, χρειάζεται επιχείρημα που να αφορά το ίδιο το κείμενο.

Γι' αυτό τα πράγματα μοιάζουν καλύτερα προς το τέλος, όταν η παράσταση προσγειώνεται στον «Ιούλιο Καίσαρα» και οι ηθοποιοί βρίσκουν από κάπου να πιαστούν. Τότε σιγά σιγά η θερμοκρασία αυξάνει και η σφαίρα του ανθρώπινου παρασύρει την παράσταση στο κύλισμά της. Είναι όμως αργά. Τριγυρνώντας με δανεικό κεφάλι, η πέμπτη πράξη της σεξπιρικής τραγωδίας αδυνατεί να μεταδώσει κάτι πέρα από το άκουσμα μερικών δυνατών στίχων. Και η προσπάθεια φέρνει στον νου το γνωστό χαρακτηριστικό των νέων: πάθος έντονο, που διαρκεί λίγο.*

Με τη δύναμη του κλασικού


Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 - 04/10/2008

Ο Χρήστος Καλαβρούζος (Προμηθέας) και ο θίασος του ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης στον «Προμηθέα Δεσμώτη»
Τι να πει κανείς για την παράσταση του «Προμηθέα» από το ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης; Με τον Χρήστο Καλαβρούζο στο τιμόνι και στο κατάρτι του κεντρικού ρόλου η ανάγνωση της τιτάνιας τραγωδίας του Αισχύλου δεν μπορεί παρά να παραπέμπει σε μια εποχή όπου οι ηθοποιοί διέθεταν και φωνή και παρουσία, οι διδασκαλίες είχαν σαφή διδακτικό και καλλιτεχνικό στόχο και όλοι έφευγαν στο τέλος από το θέατρο εκστασιασμένοι από το μέγεθος του αρχαίου λόγου ή, έστω, του σύγχρονού τους, εθνικού ηθοποιού.

Δεν ξέρω αν υπάρχει στο ανέβασμα αυτού του «Προμηθέα» κάτι άλλο. Αν υπάρχει κάποιος κόκκος διδασκαλίας που να απομακρύνεται από τη σωστή (ορθή) μεταφορά του κλασικού λόγου και ήθους, σύμφωνα με το πρότυπο που ανέπτυξε το Εθνικό και οι σκηνοθέτες του. Απέναντι σε ένα τέτοιο μασίφ παραδοτέο δεν μπορεί κανείς παρά να σηκώσει τους ώμους και να παραδεχθεί ότι πρόκειται για εξαιρετική επίδοση, στο δικό της καλλιμάρμαρο στάδιο. Σπουδαία σαν άσκηση, σημαντικότατη σαν μάθημα για νέους ηθοποιούς και θεατρολόγους, ανακουφιστική ως παράδοση για τους απανταχού φιλολόγους, μοιάζει καλή για τον καθένα. Εκτός από εκείνους που ζητούν από το ανέβασμα του αρχαίου θεάτρου μια κίνηση, μια πρόκληση, μια πρόταση που να ξεπερνά το ακαδημαϊκό πρότυπο και να προκαλεί φρέσκια συζήτηση. Εδώ, στην παράσταση της Ρούμελης, κάθε τέτοια φιλοδοξία περισσεύει. Ή, μάλλον, σταματά όταν αρχίζει να μιλά ο Προμηθέας του Καλαβρούζου.

Είναι να αναρωτιέται κανείς πόσοι από τους νεότερους ηθοποιούς μπορούν να παραβγούν σε αυτή την ερμηνεία (το ποιος ενδιαφέρεται να παραβγεί είναι μια άλλη ιστορία). Δεν κρύβω ότι είχα έντονα την επιθυμία να ακούσω το κείμενο από αυτόν τον ηθοποιό. Ανοιξα το πρόγραμμα της παράστασης, όπου δημοσιεύεται η κλασική πια μετάφραση του Παναγιώτη Μουλά, και παρακολούθησα -σπάνιο μάθημα- τον Καλαβρούζο να απαγγέλλει. Να διδάσκει. Εξαιρετικοί τονισμοί, βαθιά αίσθηση της γλώσσας και μια αυτοπεποίθηση που ξεκινά όχι από τη θέση του ηθοποιού, αλλά από την αποστολή του. Σπάνια πράγματα πια και δυσθεώρητα.

Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι ο «Προμηθέας», λόγω των επικών του απαιτήσεων, κινδυνεύει να θεωρηθεί έργο του ενός. Είναι λοιπόν ευτύχημα ότι δίπλα στον Καλαβρούζο βρέθηκαν αυτή τη φορά και άλλοι ηθοποιοί που ένιωσαν από τη μεριά τους την ευγενική πρόκληση. Το ύφος παρέμεινε έτσι σταθερό μέχρι το τέλος, σε μια παράσταση που και αν έμοιαζε κάποιες φορές να καλύπτεται από την πατίνα μιας άλλης εποχής και την πεποίθηση ενός ορθού τρόπου, παρέμενε ωστόσο ζηλευτή στην πληρότητά της... Περικλής Καρακωνσταντόγλου σαν Κράτος και Ωκεανός, Βασίλης Κολοβός σαν Ηφαιστος, Θωμάς Βούλγαρης σαν Βία και Ερμής έσμιξαν σε ένα αρμονικό και συμπαγές σύνολο, στο οποίο ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς κάποιον και να τον προβάλλει.

Νομίζω όμως το πιο μεγάλο κέρδος της παράστασης ήταν η Ιώ της Γιούλης Τάσιου. Αυτή η αλλοπαρμένη μορφή δόθηκε με ελάχιστες υποδείξεις και μεστή λιτότητα. Το αποτέλεσμα; Μια στιβαρή ερμηνεία, που αφήνει κατά μέρος τις υπερβολές για να ακουστούν ο λόγος και το δέος της. Ο «Χορός των Ωκεανίδων», στο πλαίσιο της παράστασης, ήταν ένα σύνολο μουσικό, με ελαφριές νύξεις της καταγωγής του στο ρυθμικό τρικύμισμα που δίδαξε η χορογράφος Ερση Πήττα. *

Απαραίτητη η επίσκεψη μικρών και μεγάλων στην Εκθεση - Αφιέρωμα στον Κάρολο Κουν, Μουσείο Μπενάκη, Πειραιώς

Tης Eλενης Mπιστικα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Σάββατο, 4 Oκτωβρίου 2008

Ως τις 16 Νοεμβρίου συνεχίζεται η Εκθεση - Αφιέρωμα στον Κάρολο Κουν, στο Μουσείο Μπενάκη, κτίριο Οδού Πειραιώς, την οποία διοργάνωσαν από κοινού το Μουσείο Μπενάκη, το Θέατρο Τέχνης και το Πολιτιστικό Ιδρυμα Τραπέζης Κύπρου με αποκλειστικό χορηγό την Τράπεζα Κύπρου. Η έκθεση αυτή αναδεικνύει την καθοριστική προσφορά του Καρόλου Κουν στην ανάπτυξη της θεατρικής τέχνης μέσα από ζωγραφικές μακέτες, σκηνικά, φωτογραφίες, καθώς και αναπαραγωγές εξωφύλλων προγραμμάτων, αλλά και αφίσες από τη συμμετοχή του Θεάτρου Τέχνης σε διεθνή φεστιβάλ. Οι μεγάλοι αναγνωρίζουν, θυμούνται, συγκινούνται, οι μικροί επισκέπτες γνωρίζουν τον θεατρικό κόσμο του Κουν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το σκηνικό του Γιάννη Τσαρούχη για τους «Πέρσες» και του Γιάννη Μόραλη για τον «Οιδίποδα Τύραννο» μέσα στα κιβώτια με τα οποία ταξίδεψαν στο Λονδίνο το 1967 και το 1969, χρόνια που η «Κ» είχε κλείσει και δεν είχε δημοσιεύσει σκίτσο τη συνεργάτιδός μας Ελλης Σολομωνίδη - Μπαλάνου. Την επιμέλεια και τον σχεδιασμό της Εκθεσης ανέλαβε –της αξίζουν θερμά συγχαρητήρια– η σκηνογράφος Λίλη Πεζανού, ενώ τον σχεδιασμό του εκπαιδευτικού προγράμματος η αρχαιολόγος Μαρία Βασιλοπούλου. Εδώ δημοσιεύουμε σκίτσο της Ελλης Σολομωνίδη - Μπαλάνου από συμβολική σύνθεση που κοσμεί την είσοδο της Εκθεσης: μια υπερμεγέθης γοργόνα, χωρικοί από τις κωμωδίες του Αριστοφάνους με ρούχα από το βεστιάριο του Καρόλου Κουν και δύο περιστέρια.

«Ο Μεγαλέξανδρος και ο καταραμένος Δράκος»

Τον διαχρονικό μύθο «Ο Μεγαλέξανδρος και ο καταραμένος Δράκος», που συνδυάζει τη μαγεία του αυθεντικού θεάτρου με τη γοητεία του θεάτρου Σκιών, αναβιώνει επί σκηνής το ΔΗΠΕΘΕ Βορείου Αιγαίου και το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας για τρεις παραστάσεις στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών Θεσσαλονίκης. Η θεατρική πρόταση στηρίζεται στο μοτίβο της δρακοκτονίας, προσφιλές θέμα των παραμυθιών και του θεάτρου Σκιών με πολλές παραλλαγές από τις οποίες οι πιο γνώριμες είναι «Ο Μεγαλέξανδρος και το καταραμένο φίδι» του Παναγιώτη Μιχόπουλου και ο «Ο Μεγαλέξανδρος και ο καταραμένος όφις» του Σωτήρη Σπαθάρη που ενέπνευσαν το σχετικό χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου με τη μνημειώδη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Μήτρα αυτής της παράδοσης είναι η ελληνική μυθολογία, όπου ο Απόλλωνας (αργότερα Αγιος Γιώργης) σκοτώνει τον Δράκο στους Δελφούς και ιδρύει το Μαντείο, ως μνημείο και χώρο λατρείας της επικράτησης του φωτός και της γνώσης επάνω στο σκοτάδι και την άγνοια. Η νέα πρόταση των ΔΗΠΕΘΕ Βορείου Αιγαίου και Πάτρας ανεβαίνει σε κείμενο και σκηνοθεσία Δήμου Αβδελιώδη, μουσική και στίχους τραγουδιών Βαγγέλη Γιαννάκη, σκηνικά-σκηνικές κατασκευές Εβης Χρήστου, κοστούμια Μαρίας Πασσαλή με τους ρόλους να ερμηνεύουν οι Κων. Πασσάς, Θανάσης Ζέρβας, Μαρκέλλα Γεωργαλά, Φένια Μάγιου, Αντ. Δημητροκάλης κ. ά.

Παραστάσεις 4 και 5 Οκτωβρίου στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.

«Γυάλινος Κώδων», ταξίδι στο φως και το σκοτάδι

Ηλιας Μαγκλινης, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Σάββατο, 4 Oκτωβρίου 2008

sylvia-plath-photograph.jpg

Ο «Γυάλινος Κώδων» της Σίλβια Πλαθ [φωτο], μετά την επιτυχία που γνώρισε τον Μάιο στο θέατρο «Μεταξουργείο», ανεβαίνει ξανά και κάθε Δευτέρα και Τρίτη, στο θέατρο «104 Κέντρο Λόγου και Τέχνης» (Θεμιστοκλέους 104 & Καλλιδρομίου, Εξάρχεια). Ενα εμμέσως αυτοβιογραφικό έργο, που περιγράφει σε πρώτο πρόσωπο τις περιπέτειες της δεκαεννιάχρονης Εστερ μέσα σε λίγους επεισοδιακούς μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων η ζωή της θα διαγράψει μια επικίνδυνη τροχιά από το φως στο σκοτάδι και πίσω στο φως. Η ηρωίδα θα γνωρίσει την επιτυχία ως επίδοξη ταλαντούχα συγγραφέας, θα «τακτοποιήσει» προηγούμενες ερωτικές εκκρεμότητες, θα διαβεί τη γραμμή της… αγνότητας, θα παλέψει με την κατάθλιψη που θα την οδηγήσει σε απόπειρα αυτοκτονίας και θα έρθει αντιμέτωπη με τον εαυτό της και τον γυάλινο κώδωνα που δεν την αφήνει να αναπνεύσει, μέχρι να βγει ξανά στη ζωή, μεταμορφωμένη.

Με σαρκασμό, χιούμορ και διεισδυτικότητα, η Σίλβια Πλαθ αγγίζει τα θέματα της κοινωνικής πίεσης, της γυναικείας σεξουαλικότητας, του πρώτου έρωτα, της μητρότητας, της ψυχικής διαταραχής στην Αμερική του ’50.
Η Σίλβια Πλαθ είναι γνωστή και δημοφιλής στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Υπήρξε ποιήτρια, διηγηματογράφος, ενώ έγραψε και ένα μυθιστόρημα. Γεννήθηκε στη Βοστώνη το 1932. Σε ηλικία 23 ετών παντρεύτηκε τον Αγγλο ποιητή Τεντ Χιουζ, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Αυτοκτόνησε το 1963, σε ηλικία τριάντα ετών, στο σπίτι της στο Λονδίνο, μετά το χωρισμό της με τον Χιουζ. Η πολυτάραχη σχέση τους έχει γυριστεί σε ταινία με τον τίτλο «Sylvia» με την Γκουίνεθ Πάλτροου. Το μυθιστόρημά της «O Γυάλινος Κώδων» εκδόθηκε λίγο πριν από το θάνατό της με ψευδώνυμο και η αυτοκτονία της παρέμεινε μυστική, ώσπου η είδηση διέρρευσε στο BBC. Την Εστερ υποδύεται η Αγγελίτα Τσούγκου, η οποία συνυπογράφει τη σκηνοθεσία μαζί με τη Θεοδώρα Κατσιφή.

Οπερα, η νέα αγάπη του Γούντι Αλεν


Του Δημητρη Ρηγοπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Σάββατο, 4 Oκτωβρίου 2008

Μια αλλαγή, λένε, φέρνει πολλές αλλαγές. Κι αν παρακολουθήσει κανείς τη ζωή του Γούντι Αλεν από την εποχή του δραματικού του διαζυγίου με τη Μια Φάροου, πίσω στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μέχρι και σήμερα, μάλλον θα συμφωνήσει. Οταν η ζωή σου παίρνει τόσες απότομες στροφές, όλα μοιάζουν πιθανά. Κι ο Γούντι Αλεν σ’ αυτήν την πληθωρική 15ετία δεν άλλαξε μόνο σπίτι και σύντροφο. Το κλαρινέτο έρχεται από πολύ παλιά, αλλά κοιτάξτε τις συχνές απιστίες του στη Νέα Υόρκη (οι περισσότερες πρόσφατες ταινίες του έχουν γυριστεί στην Ευρώπη) και τώρα το πολυαναμενόμενο ντεμπούτο του στη σκηνοθεσία όπερας. Και μάλιστα στο Λος Αντζελες, μια πόλη που κάποτε αγαπούσε να μισεί. «Γιατί να πάω σε μια πόλη που η μεγαλύτερη πολιτισμική προσφορά της στην ανθρωπότητα είναι οι αυτοκινητόδρομοι», χλεύαζε πριν από πολλά-πολλά χρόνια.

Αλλά αυτός ο άνθρωπος αντί με το πέρασμα του χρόνου να «μαζεύεται» και να «κλείνεται» δείχνει πιο ανοιχτός από ποτέ. Δοκιμάζει, πειραματίζεται, ρισκάρει. Πόσοι 73χρονοι το κάνουν αυτό;

Η ιστορία με την όπερα δεν είναι τόσο καινούργια. Ο Γούντι Αλεν διατηρεί επαφή με τον Πλάθιντο Ντομίνγκο, καλλιτεχνικό διευθυντή, ανάμεσα σε άλλα, και της Οπερας του Λος Αντζελες. Και τις τελευταίες δύο δεκαετίες ο διάσημος Ισπανός τενόρος προσπαθούσε να τον πείσει να μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη την «Μποέμ», ένα σχέδιο που δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Επιπλέον ένας οικογενειακός του φίλος, με πολύ ενεργή συμμετοχή στην Οπερα του Λος Αντζελες, τον πολιορκούσε για μια συνεργασία.
«Ποτέ δεν σκηνοθέτησα κάτι στη σκηνή εκτός από τα δικά μου μονόπρακτα», δήλωσε στη νεοϋορκέζικη «Village Voice». «Μιλήσαμε για λίγα ακόμα έργα, κι ήμουν πολύ διστακτικός επειδή δεν θέλω να τους απογοητεύσω, κάτι το οποίο είμαι σίγουρος πως θα συμβεί. Μου είπε: «Γιατί δεν κάνουμε την τριλογία του Πουτσίνι, τρία μονόπρακτα που ανεβαίνουν συνήθως μαζί; Τα πρώτα δύο θα τα σκηνοθετήσει ο Γουίλιαμ Φρίντκιν, εσύ θα είσαι υπεύθυνος μόνο για το τρίτο, μια όπερα διάρκειας μιας ώρας και είναι αστείο. Ξέρετε, αυτό που είναι αστείο για τους ανθρώπους της όπερας δεν είναι αστείο για τους Αδελφούς Μαρξ. Θα κάνω το καλύτερο που μπορώ και μετά θα την κοπανήσω και θα αφήσω τον Φρίντκιν να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά».

Η πρεμιέρα δόθηκε και ο «Τζιάνι Σκίκι», που περιλαμβάνεται και στο φετινό ρεπερτόριο της δικιάς μας Εθνικής Λυρικής Σκηνής, αποδείχθηκε ιδανική επιλογή για το ταμπεραμέντο του Γούντι.

Ανάλαφρο και κωμικό, το δημοφιλές μονόπρακτο του Πουτσίνι, αρχίζει με το θάνατο του Μπουόζο Ντονάτι. Αυτός θα αφήσει την περιουσία του σε φιλανθρωπικά ιδρύματα και η οικογένειά του θα κάνει τα πάντα για να αλλάξει τη διαθήκη.

«Δεν έχω ιδέα τι έχω κάνει» δήλωσε στους «Λος Αντζελες Τάιμς» σε μια τυπικά γουντιαλενική χειρονομία χαμηλής αυτοεκτίμησης. Παρ’ όλα αυτά «η ανεπάρκεια δεν με εμπόδισε ποτέ να βουτήξω με ενθουσιασμό σε ό,τι έκανα». Στην πραγματικότητα φαίνεται να ήξερε πολύ καλά τι είχε κάνει. Αντιμετώπισε το έργο σαν προπολεμικό ασπρόμαυρο φιλμ, μια εποχή του κινηματογράφου που ο ίδιος λατρεύει. Και, φυσικά, το κοινό ξέσπασε σε γέλια με το που άρχισε η παράσταση: ένα ασπρόμαυρο μοντάζ τίτλων παλιών ταινιών. Οι κριτικοί υπήρξαν λιγότερο ενθουσιώδεις αλλά ο Ρόναλντ Μπλαμ του «Associated Press» αναγνώρισε ότι οι μικρές λεπτομέρειες απογείωσαν την παράσταση. Αν και ο κόσμος παραληρούσε, ο Γούντι Αλεν δεν ανέβηκε στη σκηνή του θεάτρου για να γνωρίσει τη αποθέωση μαζί με τους υπόλοιπους συντελεστές. Οι άνθρωποι της Οπερας το απέδωσαν στην περίφημη ντροπαλοσύνη του. Ναι, μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ.

  • Στη Μετροπόλιταν Οπερα για τα 40 χρόνια του Πλάθιντο Ντομίνγκο

H φωνή, αυτή η σπουδαία φωνή, έσπασε όταν το βλέμμα του περιπλανήθηκε στο ακροατήριο που τον αποθέωνε. Ενα ακροατήριο που αρχικά του φαινόταν «τρομακτικό» και λίγη ώρα μετά έμοιαζε «ιερό». «Απόψε υπήρχε πολύ συναίσθημα», δήλωσε ο Πλάθιντο Ντομίνγκο στο Αssociated Press αμέσως μετά την εκδήλωση για την επέτειο των 40 χρόνων από την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στην Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης. «Εκλαψα. Κάποτε ήμουν το νεότερο μέλος της Μετροπόλιταν, σήμερα είμαι ο γηραιότερος».

Το επίσημο ντεμπούτο του 67χρονου τενόρου στη Μετροπόλιταν έγινε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1968, όταν αντικατέστησε τον Φράνκο Κορέλι στο έργο του Τσιλέα «Αντριάνα Λεκουβρέρ» τραγουδώντας μαζί με τη Ρενάτα Ταμπάλντι. Εκτοτε, έχει ανοίξει τη σεζόν στη μεγαλύτερη νεοϋορκέζικη σκηνή για όπερα 21 φορές, ένα άφθαστο μέχρι σήμερα ρεκόρ, που πολύ δύσκολα θα σπάσει στο άμεσα προσεχές μέλλον.

Νέες θεατρικές «πιάτσες» στην Αθήνα

Της Γιωτας Συκκα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Σάββατο, 4 Oκτωβρίου 2008

Σε δύο ισχυρές θεατρικές γειτονιές μεταμορφώνονται η περιοχή της οδού Πειραιώς και η λεωφόρος Αλεξάνδρας. Καινούργια θέατρα, μικρά και μεγάλα, εμφανίζονται, άλλα με ισχυρό εξοπλισμό, άλλα πάλι έχοντας τις πλάτες των ηθοποιών για όλα, θα ανταγωνιστούν ο καθένας στο μέγεθός του, για να κερδίσουν ένα κομμάτι από το κοινό.

Στην Πειραιώς, το μέγεθος των σκηνών που κάνουν την εμφάνισή τους φέτος -κάποιες θα εγκαινιαστούν τον επόμενο χειμώνα- θα είναι μεγαλύτερο. Πολιτιστικά κέντρα, με πολλαπλές αίθουσες και μεγαλύτερη δυνατότητα οικοδόμησης όπως του Μιχάλη Κακογιάννη, ενώ στις γύρω γειτονιές του Κεραμεικού μικρές μονάδες, όπως οι «Ράγες», συμβάλλουν στην αλλαγή του θεατρικού χάρτη.

  • Καθυστερεί το Εθνικό

Αν μάλιστα υπολογίσουμε και την παρουσία του Εθνικού Θεάτρου με την παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης» του Χόρβατ, η γειτονιά γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα. Ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου θα στεγαστεί προσωρινά στα κτίρια του Ελληνικού Φεστιβάλ, αφού οι εργασίες αναπαλαίωσης και επέκτασης του Εθνικού στην Αγίου Κωνσταντίνου -παρά τις διαβεβαιώσεις του υπουργού Πολιτισμού Μ. Λιάπη ότι θα έχουν τελειώσει τον Αύγουστο- δεν ολοκληρώθηκαν.

Σε απόσταση αναπνοής είναι και το «Θέατρον» του Ιδρύματος Μείζονος Πολιτισμού που ετοιμάστηκε στην υποβαθμισμένη βιομηχανική γειτονιά. Ενα φιλόδοξο σχέδιο για τους ιδρυτές του αλλά και μια τονωτική ένεση στην ασχήμια της περιοχής. Καινούργιο κτίριο πολλαπλών χρήσεων, ευέλικτο, διαθέτει μοναδικές δυνατότητες αναδιάταξης και αλλαγής διαρρύθμισης, στηρίζεται στα υψηλότερα πρότυπα, μπορεί να αδειάζει αλλά και να αλλάζει σχηματισμούς στα καθίσματα, ενώ ο οπτικοακουστικός εξοπλισμός είναι μοναδικός για τα ελληνικά δεδομένα. Εκεί, στο 967 θέσεων «Θέατρον», θα στεγαστεί ο Λάκης Λαζόπουλος και η παράστασή του «Βιοπαλαιστής στη στέγη» που ξεκινά ώς το τέλος του μήνα, όπως και η Κάρμεν Ρουγγέρη τα Σαββατοκύριακα. Υπάρχει ωστόσο χώρος και για άλλες θεατρικές ομάδες που θα αναλάβουν τα Δευτερότριτα, ήδη γίνονται συζητήσεις, όπως και για συναυλίες.

Κοντά είναι και το Πολιτιστικό Ιδρυμα του Μ. Κακογιάννη στην Πειραιώς 206 που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει και θέατρο 314 θέσεων. Αυτό θα ανοίξει μάλλον την ερχόμενη θεατρική περίοδο, όπως άλλωστε και το καινούργιο θέατρο της Ελληνικής Θεαμάτων στην Πειραιώς 103 που θα προστεθεί στα υπόλοιπο θεατρικό δίκτυο: Κιβωτός, Εμπορικόν, Πειραιώς 131 και Αποθήκη.

Στην περιοχή του Κεραμεικού χθες άνοιξαν και οι «Ράγες». Στην οδό Κωνσταντινουπόλεως, κοντά στις γραμμές του τρένου, ξεκίνησαν με το «Decadence» του Steven Berkoff που παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία της Αλκυώνης Βαλσάρη. Η ιδιαιτερότητα του θεάτρου; Για να φτάσεις στην αίθουσα διασχίζεις πρώτα ένα μπαρ.

  • Θέατρα στην Αλεξάνδρας

Κινητικότητα και στην περιοχή των Αμπελοκήπων. Στην οδό Μαυρομιχάλη, σε λίγες ημέρες ανοίγει το «Στούντιο Μαυρομιχάλη» όπου στεγάζεται η ομάδα «Νέος Λόγος». Είναι η μόνιμη πια στέγη του (11 χρόνια δραστηριοποιείται) και διαθέτει 70 θέσεις με δυνατότητα αλλαγής της σχέσης κοινού - σκηνής. Εκεί θα βρουν διέξοδο και πολλά «άστεγα» σχήματα της Αθήνας. Η αρχή πάντως γίνεται με την «Κληρονομιά» του Μαριβώ σε σκηνοθεσία Φώτη Μακρή και μετάφραση Ανδρέα Στάικου. Πιο κάτω, στην λεωφόρο Αλεξάνδρας 74, η γνωστή σε όλους μας κινηματογραφική αίθουσα «Ζίνα» παραδόθηκε στις θεατρικές ανάγκες της εποχής. Από το τέλος του μήνα ανοίγει με το έργο του Αρθουρ Μίλερ «Ο θάνατος του εμποράκου» που ερμηνεύει ο Θύμιος Καρακατσάνης, σε σκηνοθεσία Γιάννη Ιορδανίδη. Πληροφορίες αναφέρουν πως κρούσεις για αλλαγές γίνονται και στο «Αστρον» απέναντι από το «Ανεσις» που ήδη καθιερώθηκε στους Αμπελοκήπους. Με λίγα λόγια, η κρίση δεν χτύπησε ακόμη την πόρτα του θεάτρου.

Friday, October 3, 2008

ΔΙΑΓΟΡΑΣ ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ: «Δεν πεθαίνω, δεν φεύγω από το Θέατρο Τέχνης»

ΔΙΧΩΣ ΧΡΕΗ ΑΛΛΑ ΜΕ ΚΛΥΔΩΝΙΣΜΟΥΣ «ΗΓΕΣΙΑΣ»


Της Έλενας Δ. Χατζηιωάννου, ΤΑ ΝΕΑ: Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2008


Αφού ξεχρέωσε τα  500.000 ευρώ, το  Θέατρο Τέχνης  προχωρά σε νέο  προγραμματισμό.  Ανάμεσα στις  οκτώ νέες  παραγωγές του  είναι και η  «Νευρο-Οδύσσεια»  σε σκηνοθεσία  Μάνιας  Παπαδημητρίου

Το Θέατρο Τέχνης έφτασε να μην έχει πλέον χρέη και να προχωρά στη νέα σεζόν, αλλά μένει να λυθεί το ζήτημα της «ηγεσίας» του

«Δεν πεθαίνω, δεν φεύγω». Μ΄ αυτή τη δήλωση ο Διαγόρας Χρονόπουλος ξεκαθάρισε ότι ήρθε για να μείνει στο Θέατρο Τέχνης. Δηλαδή; Το ζήτημα της διαδοχής του είναι δική του απόφαση; «Δεν με διόρισε υπουργείο, ώστε να έχω θητεία. Ο Γιώργος Λαζάνης με κάλεσε να αναλάβω το θέατρο. Στη συνέχεια το διοικητικό συμβούλιο μού έδωσε τον τίτλο καλλιτεχνικός διευθυντής. Αλλά στην ουσία είμαι και καλλιτεχνικός και διαχειριστικός και οικονομικός διευθυντής. Όταν παρέλαβα το Θέατρο Τέχνης, χρωστούσε 500.000 ευρώ. Σήμερα δεν χρωστάει. Λύσαμε τα μεγάλα προβλήματα. Από κει και πέρα τα άλλα είναι τυπικά. Όσο θέλει το διοικητικό συμβούλιο θα είμαι διευθυντής», ήταν οι απαντήσεις Χρονόπουλου πάνω στο ζήτημα της παραμονής ή απομάκρυνσής του από την διεύθυνση του θεάτρου.

Κι όλα αυτά, παράλληλα με την παρουσίαση του ρεπερτορίου του χειμώνα αλλά και την απολογιστική κριτική που έκανε. «Η περασμένη σεζόν ήταν μια λαμπρή χρονιά για το Θέατρο Τέχνης, και καλλιτεχνικά, και οικονομικά. Οι παραστάσεις "Νόρντοστ", "Το αμάρτημα της μητρός μου" βρήκαν θερμή ανταπόκριση. "Οι τρεις αδελφές" που έκανε η Κάλμπαρη και είχε τόλμη, γιατί το Θέατρο Τέχνης οφείλει να τολμάει όπως έκανε ο Δάσκαλός μας. Δεν θέλω να το πω επειδή ήταν δική μου σκηνοθεσία, αλλά η "Η Μέθοδος Γκρόνχολμ" είχε πληρότητα 100%. Μεγάλη επιτυχία είχε και η αναβίωση των "Ορνίθων". Όσο για το παιδικό, έχει πάντα επιτυχία».

Το θέμα ωστόσο δεν είναι ούτε τόσο απλό, ούτε του αξίζει μια πολιτικάντικη ρελάνς. Γιατί, αν ξύσεις την επιφάνεια των δηλώσεων, η πραγματικότητα φανερώνει ένα θέατρο με θρυλικό τίτλο, αλλά περιεχόμενο που δεν συνάδει με τους προβληματισμούς, την ιστορία και την καλλιτεχνική του αύρα. Οι καιροί όμως έχουν αλλάξει. Οπότε και με την ισχύ που του δίνει η εξουσία που ασκεί επί τετραετία, ο Διαγόρας Χρονόπουλος δικαιούται (!) να παραλληλίζει την «τόλμη» της Μαριάννας Κάλμπαρη μ΄ αυτήν του Κάρολου Κουν. Να παρουσιάζει τη δράση του Θεάτρου Τέχνης ως ανθούσα επιχείρηση με ανάλογο της ιστορίας του καλλιτεχνικό προφίλ.

Από την άλλη όμως, δεν έκρυψε πως το υπουργείο Πολιτισμού μειώνει κάθε χρόνο την επιχορήγηση του Θεάτρου Τέχνης. Μια φθίνουσα πορεία που προφανώς καθρεφτίζει την άποψη του Κέντρου Θεάτρου του ΥΠΠΟ (ΕΚΕΘΕΧ). Και γίνεται πιο δραματική από το γεγονός πως το ΕΚΕΘΕΧ έκανε πρόταση αναβάθμισης (διάβαζε ισχυρής χρηματικής ενίσχυσης) ενός νέου τύπου θεάτρου (ημικρατικού), κάτω όμως από κάποιους όρους και συνεργασίες: (τριετές Δ.Σ. και καλλιτεχνικό διευθυντή, καθρεφτίζοντας τον Βασίλη Παπαβασιλείου). «Θα πρέπει να συζητήσει το θέμα η γενική συνέλευση, για να δούμε πώς θα παίρνουμε τα χρήματα» ήταν η απάντηση του Χρονόπουλου.

Στο μεταξύ, στη συνέλευση των μελών της Ελληνικής Εταιρείας Θεάτρου - Θέατρο Τέχνης- Κάρολου Κουν, στις 15 Σεπτεμβρίου, τα νέα μέλη που εξελέγησαν είναι οι: Παναγιώτης Μουλλάς, Δημήτρης Σπάθης, Χρύσα Βουδουρού, Γιάννης Φέρτης, Εύα Κοταμανίδου.


Οκτώ νέες παραγωγές

Έντεκα παραγωγές θα παρουσιαστούν στις δύο σκηνές του Θεάτρου Τέχνης, από τις οποίες οι τρεις είναι επαναλήψεις, οι δύο συμπαραγωγές και ένα παιδικό. Στο Υπόγειο: «Η μέθοδος Γκρόνχολμ» (σκην.: Διαγόρας Χρονόπουλος), «Το αμάρτημα της μητρός μου» (σκην.: Κωστής Καπελώνης). «Ηθοποιοί» του Γιώργου Σκούρτη (σκην.: Θόδωρος Γράμψας). «Feel Good» (σκην.: Δ. Χρονόπουλος), «Ο Μαρξ στο Σόχο».

Στο Θέατρο της Οδού Φρυνίχου: «Αθήνα- Μήλος π.χ.» του Αυγερινού Φραγκούλη (σκην.: Κωστής Καπελώνη). «ΝευροΟδύσεια» (σκην.: Μάνια Παπαδημητρίου), «Καημός» ποίημα του Κουν (σκην.: Μαριάννα Κάλμπαρη). «Το παιχνίδι του ΄έρωτα και της τύχής» του Μαριβό (σκην.: Εύης Γαβριηλίδης). «Γέννεσις 2» του Βιριπάεφ από τον θίασο «Κανιγκούντα» (σκην. Γιάννη Λεοντάρη) και το παιδικό «Ο μολυβένιος στρατιώτης» του Άντερσεν (σκην.: Δημήτρης Δεγαΐτης).

Κρίστοφερ Χάμπτον «Στάχτες»



Επαναλαμβάνει από σήμερα το θέατρο «Στοά» το έργο του Κρίστοφερ Χάμπτον «Στάχτες» (μέχρι 30/11). Βασισμένο στο μυθιστόρημα του Ούγγρου Σάντορ Μάραϊ, το έργο περιγράφει τη σχέση δύο αχώριστων στα νιάτα τους φίλων. Δυο 75άρηδες πια σκαλίζουν μια κατάσταση που τους χώρισε για 41 χρόνια. Στα γεράματά τους, ανακαλύπτουν ότι απαντήσεις δεν υπάρχουν όταν πρόκειται για τον έρωτά τους για μια γυναίκα, με την οποία κανένας τους δεν έζησε μαζί της, αφού πέθανε νέα. Το μόνο που κερδίσανε ήταν ένα άσβηστο πάθος που συντρόφευε τη μοναξιά τους. Σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου, μετάφραση - σκηνικό Λέας Κούση. Παίζουν: Θανάσης Παπαγεωργίου, Γιάννης Ροζάκης, Λήδα Πρωτοψάλτη.

Sir Alan Ayckbourn: 'I'm scared of getting maudlin'

Our most popular playwright is famed for comedies. But, he admits, they've grown progressively darker

By Christina Patterson, The Independent, Friday, 3 October 2008

Man of the moment: Sir Alan Ayckbourn at the Stephen Joseph Theatre, in Scarborough, where he is due to retire as artistic director next year after 37 years TONY BARTHOLOMEW/UNP

Man of the moment: Sir Alan Ayckbourn at the Stephen Joseph Theatre, in Scarborough, where he is due to retire as artistic director next year after 37 years

Με τον «Καημό» του Κουν...



Με έναν ελπιδοφόρο απολογισμό, έναν πολυπρόσωπο προγραμματισμό (11 παραγωγές για φέτος), μια καλοδεχούμενη προοπτική υπογραφής προγραμματικής σύμβασης ανάμεσα στο Τέχνης και το ΥΠΠΟ ύψους €1.200.000 και αιχμές (για τη Μάγια Λυμπεροπούλου, τη Ρένη Πιττακή και τον Βασίλη Παπαβασιλείου) άνοιξε η αυλαία για το Θέατρο Τέχνης, που φέτος γιορτάζει τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Κάρολου Κουν.

Το «μερικώς ανακαινισμένο Υπόγειο του Τέχνης», όπως το αποκάλεσε ο Κωστής Καπελώνης, με τα νέα φωτιστικά «που είναι πιο κοντά στις πλαφονιέρες που είχε διαλέξει ο ίδιος ο Κουν το ’50», είναι έτοιμο να δεχθεί τις επαναλήψεις «Η μέθοδος Γκρόνχολμ» και «Το αμάρτημα της μητρός μου» καθώς και την επιστροφή του Αγγελου Αντωνόπουλου με τον «Μαρξ στο Σόχο» αλλά και νέα έργα όπως οι «Ηθοποιοί» του Γιώργου Σκούρτη με τους Αγγελο Αντωνόπουλο, Ελισάβετ Μουτάφη, Μάνο Ζαχαράκο και το «Feel Good» σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου.

Την παράσταση στη σκηνή της Φρυνίχου αναμένεται να κλέψει ο «Καημός» του Κάρολου Κουν, το νεανικό ποίημα που είχε συνθέσει ο μεγάλος θεατράνθρωπος για τον ερωτικό καημό και θα ερμηνεύσουν παλαιότεροι μαθητές του Θεάτρου Τέχνης όπως οι Κώστας Καζάκος, Αιμίλιος Χειλάκης, Χρήστος Λούλης, Μάνια Παπαδημητρίου.
  • Ο Διαγόρας Χρονόπουλος

«Δεν έχω καμία θητεία στο Τέχνης», σχολίασε ο Διαγόρας Χρονόπουλος τις φήμες που θέλουν να λήγει η θητεία του. «Δεν με διόρισε εδώ κανένα υπουργείο. Με είχε καλέσει ο Λαζάνης και το Δ.Σ. μου πρότεινε να πάρω τον τίτλο του καλλιτεχνικού διευθυντή… Διαχειριστής οικονομικών είμαι. Και καλλιτεχνικός διευθυντής μαζί με τον Κωστή Καπελώνη και τον Θοδωρή Γράμψα. Οταν ήρθα στο Τέχνης πριν από τεσσεράμισι χρόνια, το θέατρο χρώσταγε €550.000. Τώρα δεν χρωστάμε τίποτα…». Ο Δ. Χρονόπουλος εξέφρασε και το παράπονό του: «Τα τελευταία δυόμισι χρόνια έχω καλέσει επανειλημμένως τη Μάγια Λυμπεροπούλου, που πολύ εκτιμώ. Δεν ήρθε. Οπως δεν ήρθαν ούτε η Ρένη Πιττακή ούτε ο Βασίλης Παπαβασιλείου».

  • Η πρόταση του ΥΠΠΟ

Σχετικά με την πρόταση του Ελληνικού Κέντρου Θεάτρου και Χορού (ΕΚΕΘΕΧ), ο κ. Χρονόπουλος σημείωσε: «Μας έχει γίνει πρόταση να λειτουργήσει το Τέχνης, όπως και το Εθνικό Θέατρο, ως θεατρικός πόλος. Μέσω μιας σύμβασης, τις λεπτομέρειες της οποίας μένει να συζητήσουμε, έχει ακουστεί πως το ΥΠΠΟ θα διαθέσει στο Τέχνης €1.200.000 το χρόνο. Φυσικά, ευχαριστούμε τον υπουργό αλλά προς το παρόν έχουν κοπεί από την επιχορήγηση του Τέχνης €500.000 από παραπρόπερσι, με την περσινή μας επιχορήγηση να ανέρχεται στις €125.000».

ΜΠΛΑΤΣΟΥ ΙΩΑΝΝΑ, Ελεύθερος Τύπος, Παρασκευή, 03/10/2008