Wednesday, July 23, 2008

ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗ

Του Γιώργου Δ.Κ. Σαρηγιάννη, ΤΑ ΝΕΑ, 24/07/2008
Η μοίρα μου ήταν να το διαβάσω κι αυτό. Να το λένε οι «αναπλαστές» της πλατείας Μοναστηρακίου- πώς λέμε «του γιοφυριού της Άρτας»; Μόλις η πλατεία «αναπλαστεί»- ακούω τις δυο μαγικές λέξεις «ανάπλαση πλατείας» και μου γυρίζει το μάτι ανάποδα- θ΄ ακούμε, λέει, απ΄ την τρύπα που τυχαία έγινε εκεί60 τ.μ. άνοιγμα- να τρέχουν τα νερά τού - λέμε, τώρα...- ποταμού Ηριδανού που τον έχουν τσιμεντώσει.
Ποιητικότατο!
Φανταστείτε!
Μέσα στην απόλυτη ησυχία της περιοχής- Μοναστηράκι...-, ο Ηλεκτρικός να πηγαινοέρχεται, τα φύλλα των δεκάδων- αόρατων- δέντρων να θροΐζουν, τα σουβλάκια του Μπαϊρακτάρη και λοιπών συμμαχικών δυνάμεων να ευωδιάζουν και, πλάι μας, τα νερά του ποταμού ν΄ αφρίζουν και να παφλάζουν... Θα βάλουν κι αηδόνια; Να κελαηδούν;
Όλος ο κόσμος,
μια σκηνή... «Λισαβόνα» είναι ο τίτλος του καινούργιου- γράφτηκε το 2007- έργου για δυό του Κώου Αντώνη Νικολή που θ΄ ανεβάσει το χειμώνα στο θέατρο «Στοά» ο Θανάσης Παπαγεωργίου με πρωταγωνιστές την Λήδα Πρωτοψάλτη και τον ίδιο.
Έργο ποιητικό
και αφαιρετικό έχει ήρωες ένα ζευγάρι που στη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Λισαβόνα, μια πόλη που τη λατρεύει και την επισκέπτεται τακτικά- όπως κι ο συγγραφέας του έργουέμαθε πως η κόρη του είχε προσβληθεί από καρκίνο. Η κόρη τους θα χαθεί, θα μεσολαβήσουν τέσσερα χρόνια και το ζευγάρι θ΄ αποφασίσει να ξαναγυρίσει στην Λισαβόνα για να ενώσει τα κομμένα νήματα και να επανασυνδεθεί με την πόλη που είχε τόσο αγαπήσει απωθώντας το τραγικό γεγονός- σα να μην έχει συμβεί- με τρόπο που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πως έχουν τρελαθεί ή πως και οι ίδιοι είναι πια νεκροί.
«Μελέτη πάνω στον πόνο»,
το έργο του Αντώνη Νικολή θέτει, κατά τον Θανάση Παπαγεωργίου, το ερώτημα αν και πώς ξεπερνιέται ο θάνατος ενός προσφιλούς μας ανθρώπου πόσω μάλλον αν είναι το παιδί μας.
Η παράσταση
- τα σκηνικά και τα κοστούμια της Λέας Κούση- υπολογίζεται ν΄ ανεβεί τον Ιανουάριο. Προηγουμένως η «Στοά» θα επαναλάβει τις δυο περσινές παραστάσεις της: από 4 Οκτωβρίου το βασισμένο στη νουβέλα του Σάντορ Μαράι έργο του Κρίστοφερ Χάμπτον «Στάχτες» που ΄χει ανεβάσει ο Θανάσης Παπαγεωργίου με τον ίδιο και τον Γιάννη Ροζάκη και, στη συνέχεια, απ΄ τις 3 Δεκεμβρίου, το βασισμένο στη βιογραφία της Σωτηρίας Μπέλλου απ΄ την Σοφία Αδαμίδου έργο της ίδιας «Σωτηρία με λένε» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου με τη συγκλονιστική Λήδα Πρωτοψάλτη και την Εύα Καμινάρη.
Ο Κώστας Καρράς επανέρχεται έπειτα από αρκετά χρόνια στη σκηνή. Θα ερμηνεύσει τον επώνυμο ρόλο στο έργο του Λουίτζι Πιραντέλο «Ερρίκος Δ΄» που θ΄ ανεβάσει ο Ανδρέας Βουτσινάς τον Δεκέμβριο στο Βασιλικό Θέατρο της Θεσσαλονίκης για το ΚΘΒΕ. Βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας απ΄ το 2000 έως το 2007, ο Κώστας Καρράς έχει επίσημα να εμφανιστεί στο θέατρο απ΄ τη σεζόν 1998-΄99 όταν έπαιξε το γιατρό Τόμας Στόκμαν στο δράμα του Ίψεν «Εχθρός του λαού» στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας σε σκηνοθεσία Κωστή Τσώνου. Το 2001, όμως, είχε κάνει μερικές έκτακτες παραστάσεις με το μονόλογο «Το ημερολόγιο ενός τρελού» απ΄ το διήγημα του Γκόγκολ σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη, που ΄χε παρουσιάσει παλαιότερα.
Το έργο του Πιραντέλο
που γράφτηκε το 1921 και πρωτοανέβηκε το 1922, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα απ΄ τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη σε σκηνοθεσία που συνυπέγραφε η ίδια με τον Μήτσο Μυράτ ο οποίος ερμήνευσε και τον επώνυμο ρόλο. Έκτοτε παρουσιάστηκε απ΄ το Εθνικό Θέατρο- τέσσερις φορές!-, στην Κεντρική Σκηνή του το 1950-΄51 σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, το 1967-΄68 σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά με τον Δημήτρη Χορν και το 1990-΄91 απ΄ τον Κώστα Μπάκα με τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο και στη Σκηνή «Κοτοπούλη/ Ρεξ» τη σεζόν 2006- 2007 απ΄ τον Δημήτρη Μαυρίκιο με τον Νίκο Καραθάνο (το πιο πρόσφατο ανέβασμα του έργου), απ΄ το ΚΘΒΕ για πρώτη φορά το 1966-΄67 με σκηνοθέτη τον Σωκράτη Καραντινό και με Ερρίκο τον Ηλία Σταματίου και απ΄ τον θίασο Δημήτρη Χορν- Τζένης Ρουσσέα στο θέατρο «Μουσούρη» το 1978-΄79, με τον Δημήτρη Χορν και πάλι στον επώνυμο ρόλο και σε σκηνοθεσία του.
Εν γνώσει των συνεπειών
- να κατηγορηθώ και να καταδικαστώ επί επαρχιωτισμώ και επί μικροαστισμώ και επί ευηθεία- δημοσίως ομολογώ και αμαρτίαν ουκ έχω πως ο «Άμλετ» του Τόμας Όστερμάιερ, μετά την πρώτη, συγκλονιστική σκηνή του, μ΄ έκανε να πλήξω. Θανάσιμα.
Τώρα εγώ, πέρα απ΄ τις όποιες και όσες αντιρρήσεις μπορεί να ΄χω για την παράσταση «Βάτρα- Χ» του Εθνικού, πώς, βλέποντάς την- και χωρίς να ΄χω διαβάσει προηγουμένως τις συνεντεύξεις του-, εισέπραξα πως ο διασκευαστής σκηνοθέτης Δημήτρης Λιγνάδης και πολύ αγαπάει και σέβεται και τιμάει- κι ας τους βγάζει τη γλώσσα, κι ας βγάζει γλώσσα και το αρχαίο δράμα, και τον Αριστοφάνη, και τους παλαιότερους που διακόνησαν το χώρο της Επιδαύρου και που πλάι τους ανδρώθηκε θεατρικά, και τον πατέρα του που τους τίμησε, και τους δασκάλους του; Δεν θα κατάλαβα καλά, φαίνεται...
Δε θ΄ ανεβάσει,
τελικά, ο Πέτερ Στάιν το χειμώνα στην Αθήνα το έργο του Ντέιβιντ Χάροουερ «Μαυροπούλι»- του οποίου είχε σκηνοθετήσει το πρώτο ανέβασμα στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου το 2005-, με σκηνικά και κοστούμια του Διονύση Φωτόπουλου, στο θέατρο «Κάππα» και με πρωταγωνιστή τον Μηνά Χατζησάββα (φωτογραφία) ο οποίος υποτίθεται θα το «αναλάμβανε» όπως βιάστηκα και με ανακρίβειες να γράψω στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 13 Μαρτίου. Η πρόταση στον Πέτερ Στάιν απ΄ τον Μηνά Χατζησάββα όντως έγινε, ο Γερμανός σκηνοθέτης την αποδέχτηκε, οι συζητήσεις με το θέατρο «Κάππα»- που το αφήνει τον επόμενο χειμώνα το Εθνικό - όντως έγιναν αλλά δεν ευοδώθηκαν. Όπως και οι συζητήσεις που ακολούθησαν με την «Ελληνική Θεαμάτων» για στέγαση της παράστασης στο «Παλλάς». Έτσι το σχέδιο τελικά ναυάγησε. Κρίμα.

ΛΙΓΝΑΔΗΣ ΑΠΑΝΤΑ ΣΕ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟ

Από τον σκηνοθέτη Δημήτρη Λιγνάδη «ΤΑ ΝΕΑ» έλαβαν χτες την ακόλουθη επιστολή:
«Στις 18,19 και 21/7 ο έχων την στήλη της κριτικής κ. Γεωργουσόπουλος δημοσίευσε τρία, προαναγγελθέντα μάλιστα από αυτόν, σημειώματα με τα οποία άσκησε «κριτική» στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου “Βάτρα-Χ” την οποία σκηνοθετώ. Η κρίση του δεν περιορίστηκε μόνο στα επί σκηνής διαδραματισθέντα αλλά επιτιθέμενος στο κοινό που είχε κατακλύσει και τις δύο ημέρες την Επίδαυρο, έστρεψε τον ψόγο σε εκείνο και προχώρησε, τέλος, με χυδαίο ύφος σε αστήρικτες, ανυπόστατες, ψευδείς κρίσεις και υπαινιγμούς για την παράσταση και το πρόσωπό μου εν γένει.
Γνωστοποιώ ευθύς εξαρχής ότι δεν σκοπεύω να επιχειρηματολογήσω εγγράφως υπέρ της αγαθών προθέσεων πειραματικής προσπάθειας ανεβάσματος του Αρχαίου Δράματος την οποία ξεκίνησα και απρόσκοπτα θα συνεχίσω κατά συνείδησιν. Γνωστοποιώ επίσης ότι λόγω αρχών, δεν θα κατέλθω (sic) στον τελματώδη έντυπο διάλογο τον οποίο προφανώς ο εν λόγω «πνευματικώς διαπλεκόμενος ανήρ» θα επιζητήσει, σε μια απέλπιδα προσπάθειά του να παρατείνει την φραστική του οίηση, την παραφραστική του... ποίηση και την μεταφραστική του εκποίηση. Καθώς βλέπει και τα τρία να τα προσπερνάει η ίδια η εποχή μας. Γιαυτό άλλωστε και το παραλήρημά του.
Θα είχα πολλά να απαντήσω στην σκόπιμη, εξόφθαλμα στρεβλωτική παρανάγνωση που έκανε ο-κατά δήλωσίν του πλέον- κριτικός, καθώς και στις αθέμιτα μεθοδευμένες, συνειδητά Γκαιμπελσικές κρίσεις που εξέμεσε κατά του «παρασυρόμενου», «αγελαίου» κοινού και της «εκμαυλιζούσης τα ήθη» προσωπικότητάς μου. Και θα ελάμβανε ποικιλοτρόπως τις ανάλογες αποστομωτικές απαντήσεις επί φιλολογικού, μεταφραστικού, θεατρολογικού και-κυρίωςηθικού επιπέδου, αν δεν είχα και εγώ και μια μεγάλη μερίδα του πνευματικού και καλλιτεχνικού κόσμου, απαξιώσει εδώ και πολλά χρόνια το πνευματικό ανάστημα, την κριτική ακεραιότητα και ηθική υπόσταση του συγκεκριμένου ατόμου. Μια απαξίωση που ο ίδιος, λόγω και έργω, προκάλεσε σε μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών, την οποία, όποτε του χρειάζεται, λοιδορεί ή κολακεύει.
Θα αντιπαρέλθω, ομολογουμένως με δυσκολία, την αήθη αναφορά του περί «ειδικής εύνοιας» τον καιρό που ξεκινούσα την θεατρική μου πορεία. Γνωρίζει βεβαίως πως έτσι μέμφεται και πρόσωπα που δεν ζούνε πια, όπως ο πατέρας μου Τάσος Λιγνάδης και ο Μινωτής, για να του απαντήσουν. Του «απαντούν» ωστόσο οι ώς τώρα συνεργάτες μου, συνάδελφοί μου, φοιτητές και μαθητές μου, η μετέπειτα πορεία μου και η στάση μου γενικά στο χώρο του λειτουργήματός μας. Ο οποίος χώρος ήδη καγχάζει όταν ακούει τον περί ου ο λόγος, προκλητικά να μιλάει περί ειδικής μεταχείρισης και ευνοιοκρατίας.
Θα αντιπαρέλθω επίσης την αναφορά του «έλληνος ανδρός» σε κύκλους που, «βάσει σχεδίου», απεργάζονται τον «ευνουχισμό» της εθνικής ανδρειοσύνης. Κύκλους των οποίων με αναγορεύει μέλος, μίασμα ανάλογο «με το aids και τα ναρκωτικά» για το οποίο προκρίνει την πρόληψη (!) ως κάλλιστον μέσον. Κύκλους που φυσικά δεν κατονομάζει, προφανώς διότι και ο ίδιος κάποτε με τον διαβήτη του χάραξε, και εντός αυτών ανδρώθηκε! Δεν δίστασε επίσης να επιχειρήσει, εις μάτην, τον όψιμο προσεταιρισμό του Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου εναντίον μου, για τον οποίο ο εν λόγω «κριτικός» έγραφε κάποτε πως «αποπατεί δημοσία δαπάνη». Διαστρεβλώνοντας δε τα όσα είδε επί σκηνής και διάβασε επί εντύπων, προσπάθησε να δημιουργήσει πόλωση μεταξύ εμού και των ομοτέχνων μου, για τους οποίους έχω εκφράσει παντοιοτρόπως τον σεβασμό και εκτίμησή μου.
Τόλμησε, τέλος, ζηλώσας την δόξα στρατιωτικών άλλης εποχής, να συστήσει πνευματικό στρατοδικείο προσάγοντας τις «αγελαίες μάζες» που «άθελά τους» (!) «εσύρθησαν να χειροκροτούν» στο κοίλον της Επιδαύρου, διεκδικώντας για τον εαυτό του, τάχα ως ταπεινός θεατής, αλλά κατ΄ ουσίαν ως Μέγας Ιεροεξεταστής να θέσει εκείνος τον βαθμό γνησιότητας του μαζικού αυθορμητισμού καθώς και τα όρια στην... «εγκράτεια» των καλλιτεχνών που υπηρετούν, κατά το δικό τουπάντα μεταβλητό-δοκούν, το Αρχαίο Δράμα.
Τέλος, θα προσπεράσω τις υπονομευτικές, υβριστικές αιτιάσεις περί της διδακτικής, σκηνοθετικής, φιλολογικής και ηθικής μου επάρκειας, γιατί είναι γνωστή η πάγια, αλλά πλέον άσφαιρη, τακτική του να βάλλει με χτυπήματα εκτός παιδιάς όποιον εκείνος νομίζει ότι θα του υφαρπάσει το κερδοφόρο πηρούνι με το οποίο επί εικοσαετία τουλάχιστον τεμάχιζε κατά βούλησιν και καταβρόχθιζε ως προνομιούχος συνδαιτυμών στα ποικίλα τραπέζια το προσοδοφόρο γεύμα μεταφράσεων, διασκευών, ανθολογημάτων, κτλ.
Αν και θα μπορούσα-υπακούοντας και στις προτροπές μιας μεγάλης πλέον μερίδας κόσμου- να απαντήσω διά μακρών εν παντί τόπω, τρόπω και χρόνω στα ψεύδη και συκοφαντίες που ο Κ.Γ. εξαπολύει στο προσωπό μου εδώ και μια τριετία, δεν θα το πράξω. Όχι μόνο από περιφρόνηση αλλά και από κατανόηση για τα ποικίλα βάρη που ο άνθρωπος σηκώνει. Θα συνεχίσω την δουλειά μου, ως οφείλω, εγκαταλείποντάς τον στον μοναχικό δρόμο του άνευ πλέον ποιμνίου και ποιμένος. Ελπίζω η ιστορία να τον κρίνει επιεικέστερα απ΄ ό,τι τον κρίνει τώρα η εποχή του».
[ΤΑ ΝΕΑ, 24/07/2008]

Ο Ε. ΛΥΓΙΖΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ «ΒΡΙΚΟΛΑΚΕΣ»

Του Γιώργου Δ. Κ. Σαρηγιάννη, ΤΑ ΝΕΑ, 24/07/2008
«Ίσως έπαιξε ρόλο πως το σινεμά  στην Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει με  τον σωστό τρόπο. Οπότε είναι  σαν να μη γίνεται», λέει ο νεαρός  σκηνοθέτης Έκτορας Λυγίζος  για τη στροφή του στο  θέατρο. «Θέατρο με  ελάχιστα μέσα μπορείς να  κάνεις. Σινεμά όχι. Και οι  ταινίες που τις λέμε "no budget"  δεν είναι φτηνές. Απλώς γίνονται  χωρίς να πληρώνεται κανείς... Το  "φτηνή ταινία" είναι ένα ψέμα»
«Ίσως έπαιξε ρόλο πως το σινεμά στην Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει με τον σωστό τρόπο. Οπότε είναι σαν να μη γίνεται», λέει ο νεαρός σκηνοθέτης Έκτορας Λυγίζος για τη στροφή του στο θέατρο. «Θέατρο με ελάχιστα μέσα μπορείς να κάνεις. Σινεμά όχι. Και οι ταινίες που τις λέμε "no budget" δεν είναι φτηνές. Απλώς γίνονται χωρίς να πληρώνεται κανείς... Το "φτηνή ταινία" είναι ένα ψέμα»
Ο νεαρός σκηνοθέτης Έκτορας Λυγίζος θα αναμετρηθεί με τους «Βρικόλακες» του Ίψεν στο Φεστιβάλ Αθηνών. «Σε μία ηλικία που ήθελα σαν τρελός να δουλέψω, τα πράγματα ήταν πιο εύκολα για να δουλέψω στο θέατρο. Αυτό έμαθα και σ΄ αυτό αισθάνομαι πια μεγαλύτερη ασφάλεια. Μου αρέσουν και οι χρόνοι του- οι πρόβες. Ο κινηματογράφος στα γυρίσματα έχει όλη αυτήν την αδρεναλίνη που είναι πολύ ενδιαφέρουσα αλλά με αποσυντονίζει».
  • Δηλαδή με τον κινηματογράφο τελειώσατε;
«Καθόλου. Σίγουρα θα ξανακάνω. Υπάρχει ήδη μία ιστορία που γράφω. Αλλά αν μου λέγανε "θέατρο ή σινεμά; Μόνο το ένα μπορείς να κάνεις", το "θέατρο" θα διάλεγα».
Έκτορας Λυγίζος, ετών 32. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου. Από το 2002 έκανε δύο ταινίες μικρού μήκους που επαινέθηκαν. Από το 2005 και μέσα από τις «Δοκιμές» του «Θεάτρου του Νότου» στο «Αμόρε» κάνει στροφή στο θέατρο: τέσσερις ενδιαφέρουσες έως εξαιρετικές παραστάσεις στο ενεργητικό του- πιο πρόσφατη ο εναλλακτικός «Τροβατόρε» με την ομάδα Όπερες των Ζητιάνων στο «Βios». Και τώρα ανεβάζει «Βρικόλακες» του Ίψεν για το Φεστιβάλ Αθηνών. Με Ανέζα Παπαδοπούλου, Θάνο Σαμαρά, Νίκο Γεωργάκη, Πολυξένη Ακλίδη, Γιώργο Ζιόβα. Μαύρο φανελάκι, βερμούδα, το κράνος στο χέρι, λεπτός, νευρώδης, ήρθε να με βρει στο «Βios». Έξυπνο παιδί- ξύπνιο βλέμμα. Με χιούμορ. Κλειστός χαρακτήρας, λιγόλογος αλλά με μια σιγουριά.
  • Γιατί διαλέξατε τους «Βρικόλακες»; Το θέμα του μοιάζει ξεπερασμένο. Έναν νέο άνθρωπο τον αφορά το έργο αυτό;
«Ανάλογα πώς βλέπετε το θέμα. Η σχέση ψέματος- αλήθειας καθόλου δεν είναι ξεπερασμένη. Είναι η σχέση του καθενός μας με την προσωπική του τόλμη. Αλλά το βασικό θέμα του έργου έχει σχέση περισσότερο με τη θρησκεία. Πέρα από το ότι ένας από τους ήρωες είναι πάστορας, όλο το έργο το καλύπτει η σκιά του προτεσταντισμού. Της θρησκείας που κατ΄ εξοχήν κάνει το δόγμα καθημερινή ζωή- ένα σύστημα ζωής. Ο προτεσταντισμός λέει πως πρέπει να προσέχεις πώς συμπεριφέρεσαι χωρίς να ξέρεις αν θα σωθείς. Δεν μπορείς, δηλαδή, να "εξαγοράσεις" τη σωτηρία όπως στην ορθοδοξία και στον καθολικισμό. Κι αυτό είναι πολύ σκληρό».
  • Τι δρόμο ακολουθείτε σκηνοθετικά; Η αποδόμηση είναι πολύ στη μόδα...
«Γενικά, ακολουθούμε τη δομή του έργου. Εκείνο που προσπαθήσαμε είναι να το "ανοίξουμε" στον κόσμο. Να βρούμε τη ρητορική του πλευρά- την απεύθυνση. Κυρίως στο πρώτο μισό του έργου. Όπου μεγάλα κομμάτια του είναι γραμμένα σαν Αγώνας αρχαίου ελληνικού δράματος: μία σειρά επιχειρημάτων του ενός στα οποία- σε ένα προς ένα- έρχεται ο άλλος να απαντήσει».
  • Αυτό σημαίνει πως η παράσταση παίζεται «προς το κοινό»;
«Οι ήρωες δεν αρκεί να θεωρούν οι ίδιοι πως έχουν αλλάξει. Πρέπει και να το αποδείξουν. Και το αποδεικνύουν διαρκώς. Το κοινό χρησιμοποιείται σαν ένορκοι σε δικαστήριο κατά κάποιον τρόπο».
  • Η μόδα της αποδόμησης σας ενδιαφέρει;
«Από τη στιγμή που αλλάζουν οι εποχές, οφείλει ο σκηνοθέτης να ξαναεπεξεργαστεί τη δομή των έργων. Το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι, αρκεί να γίνεται με στόχο το νόημα του έργου- να είναι καθαρό, να μπορεί να το στηρίξει ο σκηνοθέτης και να έχει μία εξέλιξη. Βέβαια κάτω από την ομπρέλα της αποδόμησης πολλά στεγάζονται... Είναι πολύ γενική έννοια».
  • Από το «Βios» στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ένα άλμα που πριν από τρία χρόνια θα ήταν αδιανόητο. Δεν φοβάστε;
«Με τον ίδιο τρόπο δουλεύω και εκεί και εδώ. Τα πράγματα έχουν αλλάξει με το άνοιγμα του Φεστιβάλ. Θα μπορούσε μία παράστασή του να γίνει και εδώ, στο "Βios". Ναι, αισθάνομαι τώρα μεγαλύτερη την ευθύνη αλλά γιατί είναι δύσκολο το έργο, όχι γιατί παίζεται στο Φεστιβάλ. Το ότι παίζεται στο Φεστιβάλ μάλλον με απελευθερώνει. Όταν έχεις έναν οργανισμό να σε στηρίζει και να λύνει τα βασικά τουλάχιστον προβλήματα, ε, αυτό είναι ο παράδεισος για τον σκηνοθέτη».

ΑΡΧΑΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΕΥΑΛΩΤΟ

ΣTAΣEIΣ


Tου Παντελή Μπουκάλα, Η Καθημερινή, 23/07/2008

Δεν περνάει καλοκαίρι χωρίς να αναψηλαφήσουμε ένα θέμα που κεντρίζει δεκαετίες τώρα το ενδιαφέρον φιλολόγων, σκηνοθετών, μεταφραστών, ηθοποιών, τεχνοκριτικών, λογοτεχνών, δημοσιογράφων, θεατών και γενικώς φιλότεχνων: ποιος είναι ο δρόμος (όχι ο ευκολότερος αλλά ο γονιμότερος) για να προσεγγίσουμε το αρχαίο δράμα, ποια η μέθοδος για να το αποδώσουμε εντιμότερα υπό τους όρους της δικής μας εποχής. Αφορμή, σταθερή, εθιμική, οι παραστάσεις αρχαιοελληνικών κωμωδιών και τραγωδιών στην Επίδαυρο, στο Ηρώδειο, αλλά και στα πολλά θέατρα της περιφέρειας, είτε νεότευκτα είτε αρχαία που επιτρέπεται η χρήση τους (σε κάποια από αυτά η συμμετοχή του κόσμου παίρνει τη μορφή πανηγυριού, κάπως σαν λιγοθυμισμένος απόηχος μιας πανηγύρεως εδραιωμένης στον θρησκευτικό, ιερό χαρακτήρα της). Πρόκειται κατά κάποιο τρόπο για την αναπαράσταση μιας παράστασης, και μάλιστα σε έδαφος καθόλου ασφαλές, όπου χωρούν πολλά, καλά και κακά, άξια και ανάξια.

Η χρήση που επιφυλάσσουμε στο αρχαίο δράμα είναι μια πτυχή, από τις σπουδαιότερες, της χρήσης που επιφυλάσσουμε γενικότερα στην αρχαία κληρονομιά, ένα μέρος δηλαδή στο οποίο αναγνωρίζονται ευκρινώς όλα όσα (αντιφατικά και αλληλοαναιρούμενα) διακρίνουν το όλον: η βαθιά γνώση συνυπάρχει με την παχυλή πλην ναρκισσευόμενη αμάθεια, το σέβας με την υπεροψία, η πολλή φροντίδα με την προσβλητική προχειρότητα, η αγωνία με την ακκιζόμενη και τάχα ανατρεπτική ελαφρότητα. Αίφνης, ο τρόπος με τον οποίο συγκροτούνται ορισμένοι θίασοι (μόλις έναν - δυο μήνες πριν αρχίσουν να δίνουν παραστάσεις τραγωδίας ή κωμωδίας) από φίρμες ή φιρμίτσες του τηλεοπτικού χειμώνα που μοναδική τους βλέψη είναι να τοκίσουν την πρόσκαιρη αναγνωρισιμότητά τους, η αρπαχτή δηλαδή, έχει τα τυπικά γνωρίσματα της αρχαιοκαπηλίας. Η αρχαιοκαπηλία, ως γνωστόν, δεν γίνεται μόνο με αγάλματα και αγγεία, αλλά και εις βάρος ιδεών.
Χάνει κάθε ουσία ο αρχαιοελληνικός λόγος όταν καταντάει απλό πρόσχημα για την ικανοποίηση ποικίλων ιδεολογημάτων, πολιτικής ή καλλιτεχνικής τάξεως. Πρόσχημα, όταν, τσιμπημένοι από σοβινιστικό οίστρο, τον χρησιμοποιούμε σαν «πειστήριο» μιας εσαεί κληρονομούμενης γονιδιακής υπεροχής. Πρόσχημα, όταν η περίφημη «κοιτίδα» μετατρέπεται σε σαρμανίτσα, μέσα στην οποία αποκοιμίζουμε τον εαυτό μας με το νανούρισμα των φυλετικών πρωτείων. Και, ειδικότερα, πρόσχημα, όταν ο Αριστοφάνης (το καθαρά ποιητικό μέγεθος του οποίου είτε αδυνατούμε να το κατανοήσουμε είτε μας τρομάζει και το παρακάμπτουμε) υποβαθμίζεται, σαν μια καρικατούρα πια, σε σκέτη αφορμή «για να πούμε τα δικά μας» με αφερέπονη προπέτεια.

Δωδέκατη νύχτα ή Ο,τι θέλετε...

Το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας και ο θίασος «5η Εποχή» θα παρουσιάσει (26/7) στο Πολιτιστικό - Αθλητικό Πάρκο Νέας Μάκρης τη «Δωδέκατη νύχτα ή Ο,τι θέλετε». Στην παράσταση η σαιξπηρική κωμωδία μεταφέρεται στο μεσοπόλεμο και εξελίσσεται στην ατμόσφαιρα του μιούζικ χολ. Μετάφραση Παναγιώτας Πανταζή, σκηνοθεσία - διασκευή Θέμη Μουμουλίδη, σκηνικό - κοστούμια Παναγιώτας Κοκκορού, μουσική Θοδωρή Οικονόμου, χορογραφία Ελενας Γεροδήμου, φωτισμοί Νίκου Σωτηρόπουλου. Παίζουν: Πάνος Σκουρολιάκος, Γωγώ Μπρέμπου, Φώτης Σπύρος, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Κώστας Κάππας, Νίκος Ορφανός, Ευριπίδης Λασκαρίδης, Μαριάνθη Φωτάκη, Σαράντος Γεωγλερής κ.ά.

ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟ ΤΟ «ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΤΑΝ»

«Πράσινο φως», για να μπορούν οι ιδιοκτήτες διατηρητέων ακινήτων να αποζημιώνονται όταν υφίστανται οικονομική βλάβη επειδή δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν την ακίνητη περιουσία τους, ανάβει το Συμβούλιο της Επικρατείας, εγκρίνοντας ταυτόχρονα τον χαρακτηρισμό του θεάτρου «Μετροπόλιταν» (επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας 16) ως «μνημείου αμιγούς θεατρικής χρήσης».

Το δικαστήριο θεωρεί ότι αρκεί για τον χαρακτηρισμό του ακινήτου ως μνημείου η διαπίστωση της καλλιτεχνικής ιστορικότητας του θεάτρου, αφού αποτέλεσε τον τόπο της πρώτης παρουσίασης μεγάλων θεατρικών
Το δικαστήριο θεωρεί ότι αρκεί για τον χαρακτηρισμό του ακινήτου ως μνημείου η διαπίστωση της καλλιτεχνικής ιστορικότητας του θεάτρου, αφού αποτέλεσε τον τόπο της πρώτης παρουσίασης μεγάλων θεατρικών δημιουργιών (φωτογραφία του θεάτρου από το 1989).
Το ανώτατο δικαστήριο αντέκρουσε τους ισχυρισμούς του Οργανισμού Εργατικής Εστίας, που ως ιδιοκτήτης του ακινήτου υποστήριζε ότι υπάρχει υπέρμετρη δέσμευση περιουσιακών του στοιχείων, λόγω αδυναμίας εκμετάλλευσής του, ανοικοδόμησής του κλπ.
Ερμηνεύοντας το Σύνταγμα και τη σχετική νομοθεσία (ν. 3028/02) το Ε τμήμα ΣτΕ έκρινε ότι κατά τον χαρακτηρισμό των κτιρίων ως διατηρητέων μνημείων κλπ. δεν μπορεί να εξετάζεται η έκταση των οικονομικών συνεπειών που μπορεί να προκύψουν για τους ενδιαφερόμενους, αφού αυτό που προέχει είναι η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
Σύμφωνα με το ΣτΕ, αποτελεί συνταγματική υποχρέωση της πολιτείας να προστατεύσει τα ακίνητα και είναι διαφορετικό το ζήτημα ότι μπορεί ο ιδιοκτήτης να θεμελιώνει αξίωση για αποζημίωση, λόγω της οικονομικής βλάβης που σημαίνει γι αυτόν η αδυναμία εκμετάλλευσης του ακινήτου.
Παράλληλα το ΣτΕ έκρινε (2224/08) ότι είναι νόμιμη και αιτιολογημένη η διαδικασία που κίνησε το υπουργείο Πολιτισμού για τον χαρακτηρισμό και την προστασία του συγκεκριμένου ακινήτου, παρόλο που γίνεται δεκτό ότι τα αρχιτεκΕνότητα σε παράθεση (Blockquote)τονικά του στοιχεία δεν παρουσιάζουν κάποιο μορφολογικό ενδιαφέρον. Το δικαστήριο θεωρεί ότι αρκεί για τον χαρακτηρισμό του ακινήτου ως μνημείου η διαπίστωση της καλλιτεχνικής ιστορικότητας του θεάτρου, αφού αποτέλεσε τον τόπο της πρώτης παρουσίασης μεγάλων θεατρικών δημιουργιών, σπουδαίων από καλλιτεχνικής πλευράς, αλλά και καταγεγραμμένων ως ιστορικών στη συλλογική θεατρική μνήμη.

Μεταξύ άλλων, υπογραμμίζεται ότι εκεί ήταν η πρώτη θερινή στέγη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής από το 1948 και φιλοξενήθηκαν κλασικά έργα, όπως ο «Βαφτιστικός» του Θ. Σακελλαρίδη, η «Οδός ονείρων» σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, το «Αρχιπέλαγος» σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, καθώς και πλήθος σημαντικών θεατρικών παραστάσεων, έργων των Ξενόπουλου, Ψαθά, Καμπανέλλη, Τσιφόρου, Βασιλειάδη, Γιαλαμά, Πρετεντέρη κλπ., που είναι στενά συνδεδεμένα με την πρόσφατη Ιστορία μας.
Επίσης το δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το επίμαχο ακίνητο γειτονεύει με άλλους ανοικτούς θεατρικούς χώρους και το Πεδίον του Αρεως, συγκροτώντας μια ήπια ενότητα, που συντείνει στην καταγραφή ενός ευρύτερου χώρου θεατρικής μνήμης, όπου δεν θα ταίριαζε η ανέγερση ενός ακόμα πολυώροφου κτιρίου.

ΑΛ. ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ, ΕΘΝΟΣ, 23/07/2008

ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΩΝ ΑΛΒΑΝΙΚΩΝ «ΤΡΩΑΔΩΝ»


Το Εθνικό Θέατρο της Αλβανίας, στα 60 χρόνια παρουσίας, δεν είχε ανεβάσει έως τώρα αρχαιοελληνικό δράμα. Ενας λόγος παραπάνω να είναι φορτισμένη η προχθεσινή ελληνική πρεμιέρα των «Τρωάδων» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου: εκείνος ήταν που έλαβε την τιμητική πρόταση του αλβανικού θέατρου να σκηνοθετήσει ένα έργο που δεν είχε μέχρι τώρα μεταφραστεί καν στα αλβανικά. Κατάμεστο το θέατρο των Βράχων και παρόντα πολλά μέλη της αλβανόφωνης κοινότητας στην Ελλάδα. Παρών και ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΝ, Νίκος Κωνσταντόπουλος, όπως και ο δήμαρχος Βύρωνα Νίκος Χαρδαλιάς, που είχε κι έναν επιπλέον λόγο να υπερηφανεύεται γιατί το φεστιβάλ του Βύρωνα εξασφάλισε αυτή την ιδιαίτερη παράσταση. Αλλά το σημαντικότερο ήταν η μεγάλη συγκίνηση και το θερμό χειροκρότημα του κοινού.


Ν.ΧΑΤΖ., ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 23/07/2008

ΛΙΡ ΚΑΙ ΤΡΕΛΟΣ ΣΕ ΕΝΑ


Ο Στίβεν Ρία και το ψόφιο άλογο, σύμβολο ότι η αμερικανική Αγρια Δύση δεν υπάρχει πια. Πάνω, ο θεατρικός συγγραφέας Σαμ Σέπαρντ
Η αυλαία του Public Theater στη Νέα Υόρκη σηκώθηκε τη Δευτέρα 15 Ιουλίου, για να αποκαλύψει στο κέντρο της σκηνής ένα... ψόφιο άλογο, με τα τέσσερα πόδια τεντωμένα στον αέρα. Δύο φτυαριές χώμα πετάγονται στον αέρα μπροστά του. Μετά, ένα φτυάρι πετιέται έξω από τον λάκκο και το ακολουθεί ο Στίβεν Ρία (γνωστός από το «Παιχνίδι των λυγμών» του Νιλ Τζόρνταν και από το «V for Vendetta» των Γουατσόφσκι). Πρωταγωνιστεί στο θεατρικό που έγραψε και σκηνοθετεί ο Σαμ Σέπαρντ, με τίτλο «Kicking a dead horse» [«Κλοτσώντας ένα ψόφιο άλογο»]. Υποδύεται έναν έμπορο έργων μοντέρνας τέχνης από το Μανχάταν, που ένα πρωί, απογοητευμένος από τη ζωή του, πετάει τα έργα τέχνης από το παράθυρο στο πεζοδρόμιο της Παρκ Αβενιου, παρατάει καριέρα και τον μισοναυαγισμένο γάμο του και φεύγει για την αμερικανική Αγρια Δύση. Εκεί όπου, κατ' αυτόν και κατά το γουέστερν-κλισέ, η αμόλυντη ερημιά και η σκληρή ζωή θα τον επαναφέρουν στην ισορροπημένη και ειλικρινή ζωή.
Αγοράζει και φοράει όλον τον εξοπλισμό του παραδοσιακού καουμπόι: καπέλο, σπιρούνια και άλογο. Το τελευταίο τον απογοητεύει όταν σωριάζεται και ψοφάει κάτω από τον καυτό ήλιο, αφήνοντάς τον να καταριέται τον δυτικό πολιτισμό και την επίδρασή του στην αμερικανική απεραντοσύνη. Αποφασίζει να μην αφήσει όρνεα και αρπακτικά να κατασπαράξουν το πτώμα και προσπαθεί να το θάψει, μαζί με την πίστη του στις παραδοσιακές αμερικανικές αξίες και τις ψευδαισθήσεις της Αμερικής για την ταυτότητα και τα ιδανικά της.
«Είναι ένα τεράστιο θέμα», λέει ο Ρία στους «Νιου Γιορκ Τάιμς». «Κάπως σαν το βασιλιά Λιρ, αλλά να πρέπει να παίζεις και τον Τρελό ταυτόχρονα». Στις επιρροές του έργου προσθέτει τον «Αμλετ» και τον Μπέκετ. Στα παράδοξα του ρόλου του, το ότι έπρεπε να μάθει να ρίχνει λάσο.
Ο Σαμ Σέπαρντ με τη σειρά του λέει πως «είναι παραπάνω από ένα τα πράγματα που κάνουν τον Στίβεν μεγάλο ηθοποιό. Γιατί μεγάλωσε στο Μπέλφαστ κατά τη διάρκεια της περιόδου που οι Ιρλανδοί αναφέρουν ως "Ταραχές", έχει περάσει πολλά, και αυτό φαίνεται στο πρόσωπό του».
Ο Ρία, που κουβαλάει όλη την παράσταση, αφού, εκτός από το ψοφίμι, εμφανίζεται ελάχιστα και μια νεαρή γυναικεία μορφή, είναι γιος οδηγού λεωφορείου στη Βόρεια Ιρλανδία που μεγάλωσε σαν προτεστάντης, πήρε υποτροφία για το Πανεπιστήμιο της Βασίλισσας, στο Μπέλφαστ, και παντρεύτηκε μια καθολική-μέλος του ΙΡΑ, που φυλακίστηκε αργότερα για βομβιστική επίθεση. Τώρα, δηλώνει πως «η βρετανική κατάκτηση της Ιρλανδίας ήταν το πρότυπο για την αμερικανική κατάκτηση (της Δύσης), της οποίας η μοντέρνα εκδοχή είναι το Ιράκ. Ο γνήσιος κέλτικος πολιτισμός εξωθήθηκε όλο και πιο δυτικά, όπως οι Ινδιάνοι της Αμερικής».

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΒΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 23/07/2008

Η ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΚΟΥΚΛΑ ΤΟ 'ΣΚΑΣΕ


Οταν ένας σκηνοθέτης τοποθετεί τη Νόρα σε πραγματικό κουκλόσπιτο, την ντύνει και την καθοδηγεί να παίζει σαν νευρωτικό πάπετ (άσχετα αν η ηθοποιός Μοντ Μίτσελ φτάνει σε ακόμα μεγαλύτερο από το ύφος της ερμηνευτικό επίπεδο) και την περιτριγυρίζει από άντρες-νάνους, τι θα τη βάλει άραγε να κάνει στην περίφημη σκηνή της απελευθέρωσής της; Ο Οστερμάγιερ, ας πούμε, πέρσι τη μετέτρεψε σε δολοφόνο του Τόρβαλντ.
Κι εκεί που προχθές το βράδυ, στην κατάμεστη «Πειραιώς 260» για την πολυαναμενόμενη παράσταση του «Dollhouse» του Ιψεν, λέγαμε ότι μάλλον το ωραίο και φεμινιστικότατο εύρημα του Λι Μπρούερ είχε αρχίσει να εξαντλείται, ο Αμερικανός σκηνοθέτης έκανε μια και απογείωσε την έτσι και αλλιώς εντυπωσιακή σύλληψή του.
Η Νόρα ξεγυμνώθηκε. Χωρίς τις ξανθιές μπούκλες και τα χαριτωμένα φουστάνια, έμοιαζε με τις ταλαιπωρημένες κούκλες των παιδικών μας χρόνων. Με ξυρισμένο κεφάλι και εφήβαιο, εντελώς γυμνή, δεν ήταν, όμως, για λύπηση, έτοιμη να την πετάξει κάποιο άσπλαχνο χέρι. Κάθε άλλο. Θριαμβεύτρια και θεϊκή, πρώην κούκλα και τώρα ελεύθερη γυναίκα, κατέλαβε τη σκηνή ενός κουκλόσπιτου-όπερας και τραγούδησε σαν ντίβα τον θυμό της. Οι μαριονέτες-ζευγάρια στα θεωρεία αντιδρούσαν ανάλογα - οι γυναίκες χειροκροτούσαν και μια μια εγκατέλειπαν επίσης τους συνοδούς τους. Και ο Τόρβαλντ από κάτω την εκλιπαρούσε να μη φύγει.
Δεν ξέρω αν η αποθέωση του κοινού ή η δικιά μου συγκίνηση σημαίνει ότι ο Ιψεν καλόπεσε ακριβώς στα χέρια του Λι Μπρούερ. Το «Κουκλόσπιτο» πολλές φορές θύμιζε παρωδία. Κι αν στον καταπιεστικό Τόρβαλντ άξιζε και παραάξιζε η σκηνοθετική τιμωρία και μεταμόρφωσή του σε νάνο, ο βασανισμένος γιατρός Ρανκ, ακόμα και ο εκβιαστής Κρόγκσταντ έχαναν πολύ από το βάθος τους ως κοντές καρικατούρες. Πειράζει που δεν πειράζει;

ΒΕΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 23/07/2008

ΜΕΤΑΜΕΣΟΝΥΧΤΙΕΣ «ΒΑΚΧΕΣ» ΣΤΟ ΓΚΑΡΑΖ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ Η' ΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 260


Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 23/07/2008

Ξεχάστε τον ερωτικό, ημίγυμνο, στεφανωμένο με άμπελο θεό Διόνυσο. Ο Διόνυσος είναι ένας κλοουνέσκ κλοσάρ, που βγαίνει μέσα από σκουπιδοτενεκέδες. Και ο Πενθέας ένας κοστουμαρισμένος γιάπης. Ούτως ή άλλως, και το σκηνικό του Διονύση Φωτόπουλου για τις «Βάκχες στο γκαράζ της Πειραιώς 26ο» του Θωμά Μοσχόπουλου δεν είναι το αναμενόμενο. Ενας απέραντος σκουπιδότοπος συνυπάρχει με νεκροταφείο αυτοκινήτων στο γκαράζ του Χώρου Η' της Πειραιώς. Εκεί επέλεξε ο σκηνοθέτης να δοθεί η παράσταση την Παρασκευή και το Σάββατο, με Διόνυσο τον Αργύρη Ξάφη, Πενθέα τον Χρήστο Λούλη και Βάκχες τις Μαρία Σκουλά, Μαρία Πρωτόπαππα και Αννα Καλαϊντζίδου.
«Προτίμησα για την πρώτη μου σκηνοθεσία στο αρχαίο δράμα ένα αριστούργημα, παρά ένα ατελές έργο, σαν τον "Ρήσσο" του Ευριπίδη», παραδέχεται ο Θωμάς Μοσχόπουλος
  • Γιατί επιλέξατε τις «Βάκχες» στην πρώτη σας συνάντηση με το αρχαίο δράμα;
«Γιατί με έπιανε το στομάχι μου κάθε φορά που τις διάβαζα. Μου δημιουργούσαν μια αντίδραση λιγότερο εγκεφαλική και περισσότερο άμεση. Ο Ευριπίδης νομίζω ότι είναι πιο κοντά στο μοντέρνο θέατρο. Ταυτόχρονα όμως στις "Βάκχες" είναι σαν να γυρίζει σε μια αρχέγονη ρίζα. Ηθελα να δουλέψω την τραγωδία για να ασκηθώ σ' αυτή».
  • Ακούγεται πολύ εγωϊστικό το κίνητρο.
«Είναι. Και για τον λόγο αυτό θέλησα να δουλέψω ένα αριστούργημα του αρχαίου δράματος, παρ' όλο που είχα μπει στον πειρασμό να κάνω τον "Ρήσσο" του Ευριπίδη. Οταν όμως βλέπεις τις δομικές ατέλειες του "Ρήσσου", λες "εγώ, τώρα, από κόμπλεξ για να μην μου πουν 'τι έκανες;', δεν θα κάνω το αριστούργημα και θα ασχοληθώ με το ατελές;". Γιατί συνήθως μετά αρχίζουν να λένε "αυτό δεν ήταν 'Βάκχες'"».
  • Το περιμένετε κι εσείς με την παράστασή σας;
«Ναι. Ομως η παράστασή μου λέγεται "Βάκχες στο γκαράζ της Πειραιώς 260". Είναι, δηλαδή, μία ανάγνωση που αφορά συγκεκριμένους ανθρώπους, στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και στον συγκεκριμένο χώρο. Ηδη η μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, που επιλέξαμε, δεν είναι "Βάκχες". Είναι οι "κατά Χειμωνά Βάκχες". Αλλά και του Γεωργουσόπουλου οι "Βάκχες", τη στιγμή που έχει ξαναγράψει τον μονόλογο της Αγαύης, δεν είναι "Βάκχες" του Ευριπίδη. Τις "Βάκχες" του Ευριπίδη τις είδε μόνον ο Ευριπίδης και όσοι ζούσαν στην εποχή του. Από εκεί και πέρα, έχουμε ένα κείμενο, το οποίο πρέπει να κάνουμε ζωντανό θέατρο».
Με το μυαλό στον Μπέκετ
  • Η παράστασή σας επιδιώκει να έχει αναφορές στη σύγχρονη εποχή; Ο σκουπιδότοπος-σκηνικό παραπέμπει στις σύγχρονες πόλεις-σκουπιδότοπους, για παράδειγμα;
Ο Διόνυσος (Αργύρης Ξάφης) με τις Βάκχες (Σκουλά, Πρωτόπαππα, Καλαϊντζίδου), τον Πενθέα (Λούλη), τον Κάδμο (Μπερικόπουλο), τον Τειρεσία (Γαλάτη) και την Αγαύη (Κοκκίδου)
«Σαφώς. Τέτοιες αναφορές υπάρχουν και σε μέρη των κοστουμιών. Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν οδηγεί σε εκσυγχρονισμό του έργου. Κάποια στιγμή οδηγούμαστε σε πολύ αφαιρετικά στοιχεία. Τόσο που ξανααισθάνθηκα γιατί ο Μπέκετ ξανασυναντά ύστερα από αιώνες την τραγωδία. Τα κλοουνέσκ, δηλαδή, στοιχεία που βρίσκει κανείς στον Μπέκετ έχουν τη ρίζα τους στον Ευριπίδη. Μάλλον η έννοια του παράλογου και του παράδοξου σε αυτόν γεννήθηκαν. Αυτή την παραδοξότητα ήθελα να έχουμε και στην παράσταση. Το ότι ενώ λέμε "δεν είναι δυνατό να ζούμε σε αυτή την τόσο άσχημη και τόσο βίαιη πόλη", με έναν τρόπο την αγαπάμε. Αυτές οι εσωτερικές εντάσεις δημιουργούν μια δραματικότητα, να μην σας πω τραγικότητα ώρες ώρες, που υπάρχει και στις "Βάκχες"».
  • Πώς ερμηνεύετε τη βακχεία;
«Βακχεία είναι οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς ως προσωρινό δρόμο για να επικοινωνήσει με το Αλλο. Μπορεί να είναι θρησκευτική πίστη ή φανατισμός, πολιτική πίστη ή φανατισμός. Στην ουσία, όμως, βακχεία δεν είναι παρά οι ορμόνες μας. Ο Διόνυσος είναι ο θεός των ορμονών. Ολων των ορμονών. Και του θυμού και της αδρεναλίνης. Διόνυσος-τιμωρός είναι το ότι έρχεται το σώμα σου να σε εκδικηθεί όταν δεν το έχεις αφήσει να ξεδώσει. Καθ' οδόν συνειδητοποίησα ότι, πέρα από τη σύγκρουση λογικής και ενστίκτου, το έργο μιλά επίσης για την απεγνωσμένη αναζήτηση της ευτυχίας και του... "αφήνω πίσω μου τις κατασκευές της ζωής μου που με φυλακίζουν". Νομίζουμε ότι μεθυσμένοι είμαστε πιο πολύ ο εαυτός μας. Ελα όμως που και την άλλη μέρα με τον πονοκέφαλο πάλι ο εαυτός μας είμαστε. Τραγικό, κατά τη γνώμη μου, πρόσωπο του έργου είναι οι Βάκχες. Γι' αυτό τον λόγο λέγεται "Βάκχες" και όχι "Πενθέας". Αυτές οι γυναίκες πιστεύουν ότι έχουν βρει τη λύση για τη δυστυχισμένη ζωή. Και ξαφνικά, στο τέλος του έργου, βρίσκονται χωρίς οδηγίες χρήσης».

Τα χορικά δεν είναι μπαλέτο
  • Πιστεύετε ότι διατυπώνετε μια νέα πρόταση για το αρχαίο δράμα;
«Δεν διεκδικώ ότι έχω βρει έναν τρόπο ανάγνωσης. Είναι μια απόπειρα που έχει ένα συγκεκριμένο σκεπτικό, αρκετά οργανωμένο και -νομίζω- πολύ συνεπές με πράγματα τα οποία είχε στη λειτουργία της η τραγωδία, το μουσικό, το ρυθμικό μέρος της, η προσωδία. Προσπαθήσαμε να μείνουμε πολύ πάνω σε αυτό».
  • Επομένως, έχετε διατηρήσει την όρχηση.
«Ναι. Δεν είναι, όμως, ότι ξαφνικά μπαίνουν στη σκηνή τα μπαλέτα. Αυτό που δεν ήθελα είναι ο σαφής διαχωρισμός Επεισοδίου- Χορικού, γιατί συνήθως στις παραστάσεις αρχαίου δράματος το Χορικό είναι ένα άσχετο πράγμα, ένα μουσικό διάλειμμα. Εφτασα στο σημείο να πω δουλεύοντας τις "Βάκχες" "Αισχύλο έπρεπε να είχα κάνει, που έχει μεγαλύτερα Χορικά". Βοήθησε, βεβαίως, πάρα πολύ το ότι ο Χορός είναι τρία άτομα. Δουλέψαμε χωρίς να αντιμετωπίσουμε τον Χορό ως το συνοδευτικό, το ριζάκι στην μπριζόλα».
* Γκαράζ του Χώρου Η' της Πειραιώς 260. Αγαύη η Ελένη Κοκκίδου, Κάδμος ο Κώστας Μπερικόπουλος, Τειρεσίας ο Γρηγόρης Γαλάτης και Αγγελιαφόροι οι Ομηρος Πουλάκης και Ηλίας Παναγιωτόπουλος. Η παράσταση απευθύνεται σε ξενύχτηδες. Ξεκινά τα μεσάνυχτα.

«ΜΠΟΡΙΣ ΓΚΟΝΤΟΥΝΟΦ» ΑΠΟ ΤΑ ΜΠΟΛΣΟΪ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ


Ηχοι ζωντανοί, Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 23/07/2008

Μια ολόκληρη γενιά φιλόμουσων γεννήθηκε και μεγάλωσε από τότε που ακούσαμε για τελευταία φορά «Μπορίς Γκοντουνόφ» στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ηταν λίγο πριν από την έναρξη λειτουργίας του Μεγάρου Μουσικής, το 1988, όταν η Οπερα της Βαρσοβίας παρουσίασε το αριστούργημα του Μουσόργκσκι στο Ηρώδειο. Εξι χρόνια νωρίτερα το ακμαίο, τότε, σοβιετικό Μπολσόι είχε προσφέρει το ίδιο έργο. Ακολούθησε μια εικοσαετία στη διάρκεια της οποίας, πλην ελαχίστων, σποραδικών εξαιρέσεων, η αθηναϊκή μουσική ζωή ξέχασε τη ρωσική όπερα. Της τωρινής παρουσίασης του «Γκοντουνόφ» από το αναγεννημένο Μπολσόι προηγήθηκε βομβαρδισμός συνεντεύξεων και άρθρων από τον Τύπο, με προφανές επίκεντρο ενδιαφέροντος τη συμμετοχή του διάσημου κινηματογραφικού σκηνοθέτη Αλεξάντρ Σοκούροφ, που δοκιμαζόταν πρώτη φορά στην όπερα. Το αθηναϊκό κοινό, οπερόφιλο και κινηματογραφόφιλο, ανταποκρίθηκε μαζικά, γεμίζοντας πλήρως την αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του ΟΜΜΑ αμφότερες τις βραδιές (15-16/7/2008). Οταν πρωτοπαρουσιάστηκε στη Μόσχα, τον Απρίλιο του 2007, η πολυδιαφημισμένη αυτή παραγωγή είχε διχάσει. Γνωρίζοντας προκαταβολικά το στίγμα της σκηνοθεσίας, αποκομίσαμε τις αναμενόμενες, αντιφατικές εντυπώσεις: τέλειο ακρόαμα, χλιδάτο, εντυπωσιακό θέαμα.

Φεστιβάλ Αθηνών 2008. «Μπορίς Γκοντουνόφ» του Μουσόργκσκι από το Θέατρο Μπολσόι της Μόσχας· Μπορίς ο Μιχαήλ Καζακόφ
Το σκηνικό θέαμα επιβεβαίωσε απόλυτα όλα αυτά με τα οποία ο Τύπος είχε σπεύσει να προκαταλάβει θετικά τους φίλους της όπερας. Για πολλούς ευτυχώς, για άλλους ατυχώς, η σκηνοθεσία του Σοκούροφ αποδείχτηκε απαρέγκλιτα συμβατική, διακοσμητική και πομπώδης: μέχρις ασφυξίας φορτωμένη με ολοκέντητα, βαρύτιμα κοστούμια και παλαιού τύπου ψευδορεαλιστικά, κρεμαστά σκηνικά, με στατική καθοδήγηση μονωδών και φλύαρα ανεκδοτολογικά ευρήματα, απογοητευτικά αδιάφορη προς κάθε έννοια σύγχρονου, ανανοηματοδοτικού επισχολιασμού.
Γράφτηκε επανειλημμένα ότι η προσέγγιση αυτή υπαγορεύτηκε από σεβασμό στην παράδοση· στην πραγματικότητα το άνοιγμα της οπερατικής «Ρωσικής Κιβωτού» του Σοκούροφ αποκάλυψε το χρυσοστόλιστο ταριχευμένο πτώμα του συντηρητικού σκηνοθετικού ιστορισμού της σοβιετικής περιόδου. Σαφώς, το κατεστημένο της μετασοβιετικής πολιτιστικής ζωής έχει λόγους να απεχθάνεται τις σύγχρονες σκηνοθετικές αναγνώσεις. Ομως, ύστερα από προσεγγίσεις όπως αυτή του Χέρμπερτ Βέρνικε (Ζάλτσμπουργκ, 1994), που εισήγαγε πειστικά στη σκηνοθεσία του «Μπορίς» στοιχεία διαχρονικής ανάγνωσης της Ιστορίας, αβασάνιστα μονοδιάστατες, ιστορικίστικες αναβιώσεις όπως αυτή του Σοκούροφ είναι αδύνατον να σταθούν.
Σήμερα, τέτοιες παραγωγές υπονομεύουν την όπερα ως σκηνικό είδος, υποβαθμίζοντας περιοριστικά το οπτικό μέρος σε διακοσμητική συσκευασία ενός ερεθιστικού ακροάματος. Οσον αφορά δε την «παράδοση», η χειρότερη υπηρεσία που μπορεί κανείς να της προσφέρει είναι να την αναγάγει σε ταφόπλακα της κριτικής θεώρησης του παρελθόντος· ειδικά σε μια χώρα όπως η μετασοβιετική Ρωσία. Το τι φάσματος υπερσυντηρητικά ανακλαστικά πρόσληψης επιβεβαιώνουν και ενισχύουν παρ' ημίν τέτοιες παραγωγές συνιστά παρόμοια περιπεπλεγμένη υπόθεση. Θα το διαπιστώσουμε πάλι στο ξεκίνημα του Φεστιβάλ Αθηνών 2009, στο οποίο η αναποφάσιστη για το στίγμα της ΕΛΣ έχει αποφασίσει να φέρει από τη Βερόνα αναβίωση της πρώτης «Αΐντας» του 1913.
Μουσικά, το πρώτο ανέβασμα της αυθεντικής ενορχήστρωσης του Μουσόργκσκι από το Μπολσόι υπήρξε ανεπιφύλακτα αριστουργηματικό· κι ας μας στέρησε το σπαρακτικό χορωδιακό φινάλε του έργου. Τέτοιου επιπέδου και ομοιογένειας, πολυπληθή διανομή (οι δύο διανομές συναιρέθηκαν άνευ διευκρινίσεων σε μία) και δε σε τόσο απαιτητικό έργο είχαμε να ακούσουμε πολλά χρόνια και πιθανότατα θα αργήσουμε να ξανακούσουμε. Με εξαίρεση τον Ψευδοδημήτρη του τενόρου Ρομάν Μουραβίτσκι, ο οποίος είχε κάποια προβλήματα χροιάς στο άνω όριο της φωνής, όλοι οι υπόλοιποι ρόλοι μονωδών, των βοηθητικών συμπεριλαμβανομένων, άγγιξαν το τέλειο, προσφέροντας ένα απίστευτα ισορροπημένο, μαγευτικά πλούσιο φωνητικό ακρόαμα.
Παρ' ότι πολύ νέος για τον ρόλο του 50χρονου Τσάρου, ο 30χρονος Μιχαήλ Καζακόφ ενσάρκωσε έναν συγκλονιστικής έντασης, συναρπαστικά καλοτραγουδισμένο Μπορίς, καθηλώνοντας το ακροατήριο με τη ρωμαλέα, λαμπερής μεταλλικής χροιάς φωνή του. Ομοια υποβλητικό υπήρξε το σκηνικό πορτρέτο του απεχθούς, δολοπλόκου Πρίγκιπα Σουίσκι από τον τενόρο Μαξίμ Παστέρ, ενώ η μεσόφωνος Ελένα Μανίστινα υπηρέτησε τέλεια τον ρόλο της φιλόδοξης Πολωνής πριγκίπισσας Μαρίνας με τη νεανική, μεστή, ηχηρή φωνή της. Συναρπαστική σε ποιότητα ήχου, δραματική ένταση, βάθος λεπτομέρειας και πλάτος έκφρασης ήταν η διεύθυνση της υπέροχης Ορχήστρας και της ζηλευτά πειθαρχημένης Χορωδίας του Μπολσόι από τον Αλεξάντρ Βεντέρνικοφ.
  • ΥΓ.: Η παντελής απουσία χωριστών, σοβαρών έντυπων προγραμμάτων, ειδικά για τις μείζονες παραστάσεις όπερας, συνιστά ασυνέπεια του Φεστιβάλ Αθηνών απέναντι στο κοινό του. *

Ο ΛΕΥΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΤΟΥ ΜΑΜΕΤ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

«Νοέμβριος», δηλαδή το τελευταίο έργο του Ντέιβιντ Μάμετ, που πρωτοπαρουσιάστηκε στα τέλη του 2007 στη Νέα Υόρκη. Κωμωδία που διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στον Λευκό Οίκο, έρχεται την ερχόμενη σεζόν στην Αθήνα, στο θέατρο «Εμπορικόν», που κατόρθωσε να είναι διεθνώς μόλις το δεύτερο θεατρικό στέκι που θα τη φιλοξενήσει. Τη μετάφραση έκανε ο Θοδωρής Πετρόπουλος και τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης. Το σκηνικό -πιστή αναπαράσταση του περίφημου οβάλ γραφείου- θα κάνει ο Ντίνος Πετράτος και τα κοστούμια η Κατερίνα Παπανικολάου.

Ο Ντέιβιντ Μάμετ φορώντας τι-σερτ με σκηνή από τη νεοϋορκέζικη παράσταση του «Νοεμβρίου»
Κεντρικός ήρωας του έργου είναι ο Αμερικανός πρόεδρος και τυπικός πολιτικάντης «Τσαρλς Σμιθ» (Χρήστος Χατζηπαναγιώτης). Γύρω του: η λεσβία συντάκτρια των λόγων του (Βίκυ Σταυροπούλου), ένας διεφθαρμένος δικηγόρος (Ιωσήφ Μαρινάκης), ο εκπρόσωπος των Αμερικανών εκτροφέων γαλοπούλας (Χρήστος Βασιλόπουλος) κ.ά.
Σε παραγωγή της Ελληνικής Θεαμάτων είναι και το καινούργιο έργο «Συμπέθεροι απ' τα Τίρανα» των Θ. Παπαθανασίου και Μ. Ρέππα, που θα φιλοξενηθεί στο Θέατρο Λαμπέτη. Πώς αντιδρά ένα τυπικό νεοελληνικό ζευγάρι όταν η κόρη τους τους ανακοινώνει ότι ο εκλεκτός της καρδιάς της είναι Αλβανός; Το έργο παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία των συγγραφέων. Παίζουν οι: Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, Παύλος Κοντογιαννίδης, Δήμητρα Στογιάννη, Τζόυς Ευείδη, Δημήτρης Μαυρόπουλος, Νικόλας Μακρής, Νατάσα Κοτσοβού, Κώστας Καζάκας, Χρήστος Τριπόδης.
Στο Θέατρο «Δημήτρης Χορν» ο Σταμάτης Φασουλής σκηνοθετεί την κωμωδία του Ακη Δήμου «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» (μεγάλη επιτυχία της χειμερικής σεζόν από την Πειραματική Σκηνή «Τέχνης» της Θεσσαλονίκης). Παίζουν οι: Σοφία Φιλιππίδου, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Μάνος Καρατζογιάννης, Αλέξανδρος Καλπακίδης, Νάντια Κοντογεώργη, Παύλος Ορκόπουλος, Γιούλικα Σκαφιδά.
Ο υπόλοιπος σχεδιασμός της Ελληνικής Θεαμάτων για τη σεζόν 2008-2009 προβλέπει τις επαναλήψεις των έργων «Σεσουάρ για Δολοφόνους» (Θέατρο Αποθήκη), «Φούστα-Μπλούζα» των Θ. Παπαθανασίου και Μ. Ρέππα (Πειραιώς 131), «Δεν μπορώ να μείνω μόνη μου» της Δ. Παπαδοπούλου, αλλά και του παιδικού «Η Χιονάτη και οι 7 ψηλοί νάνοι» της Κ. Ρουγγέρη (Θέατρο Κιβωτός), «Δυο Τρελοί Τρελοί Παραγωγοί» (Θέατρο Αλίκη), οι «Ηρωες» της Ελ. Γκασούκα (Μικρό Παλλάς).
Επίσης, στο Θέατρο Αποθήκη τα Δευτερότριτα θα παραδοθούν στο «Ninja TV live» με τους Guy Krief, Στέφανο Gateley, Δημήτρη Αναγνώστου, Δημήτρη Ουγγαρέζο, σε σκηνοθεσία Νικήτα Κλιντ.
Στο «Μικρό Παλλάς», αρχές του 2009, θα κάνει πρεμιέρα το καινούργιο έργο του Θ. Αθερίδη, με τους Σμαράγδα Καρύδη, Γιώργο Καπουτζίδη, Γιώργο Κορμανό, Βίκυ Βολιώτη, αλλά και της Ελένης Γκασούκα «Η Φουρκέτα» με τη Μαρία Καβογιάννη και τον Θανάση Αλευρά.
Στο «Παλλάς» τέλος, θα μεταφερθεί για δύο βραδιές (18,19/10) η περσινή εκδοχή της Αντζελας Μπρούσκου για το «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς, με την Ολια Λαζαρίδου.

[Ν. ΧΑΤΖ., ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 23/07/2008]

ΚΟΡΙΤΣΙΑ-ΛΑΜΠΑΤΕΡ ΣΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Μια πτώση εκεί όπου οτιδήποτε μπορεί να συμβεί, ή αλλιώς: Electric Girl... Η πιο πρόσφατη δουλειά της Αποστολίας Παπαδαμάκη (η οποία παρουσιάστηκε την περασμένη άνοιξη στο Θέατρο «Θησείον») έχει ήδη κατέβει στην Καλαμάτα και είναι πανέτοιμη να δώσει απόψε το «παρών» της στο Γυμναστήριο Πολυκλαδικού Λυκείου, ως μοναδική ελληνική συμμετοχή του φετινού 14ου Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας.

Ο γνωστός μουσικός Μπλέιν Ρέινινγκερ επιστρέφει σ’ ένα παλιό εργοστάσιο, όπου στο παρελθόν κατασκευάζονταν κορίτσια-λαμπατέρ. Μια μοναχική, αυστηρή και θλιμμένη φιγούρα ενός ταξιδιώτη, ο οποίος φαίνεται να έχει αποδεσμευτεί από κάθε είδους ανθρώπινη επικοινωνία. Ομως, η παρουσία του και οι ήχοι της μουσικής του δίνουν ζωή σ’ ένα κορίτσι, που αναπνέει ακόμα κάτω από τα καλώδια. Ή μήπως είναι η ανάγκη του για συντροφιά που τον καλεί; Ολα συμβαίνουν μες στο ασυνείδητο...
«Αφορμή για την καινούργια μου παράσταση Electric girl ήταν ένα άρθρο των New York Times του 1884. Ηταν η εποχή που η Αμερική περνούσε από το φωταέριο στον ηλεκτρισμό. Υπήρχε μια εταιρεία, η Electric girl lightning company, που πουλούσε την καινούργια της εφεύρεση: νοίκιαζε κοπέλες με τη μέρα, την εβδομάδα ή τον μήνα, οι οποίες φορούσαν ένα λαμπατέρ στο κεφάλι τους, είχαν μπαταρίες ενσωματωμένες στα ρούχα τους και μπορούσες να τις νοικιάζεις για να φωτίζουν το σπίτι σου, δίνοντάς τους προφορικές οδηγίες», σημειώνει για την παράσταση της Electric Girl, η Αποστολία Παπαδαμάκη.
Και προσθέτει: «Στην παράσταση υπάρχουν ένας άντρας και μια γυναίκα που με κώδικα telemarketing προσπαθούν να μας πουλήσουν αυτή την εφεύρεση. Tο άλλο κείμενο της παράστασης είναι ένα ποίημα του Walt Whitman, το I sing the electric body. Ο Whitman λέει πως «αν κάτι είναι ιερό, είναι το ανθρώπινο σώμα...». Η Αποστολία Παπαδαμάκη, καλλιτεχνική διευθύντρια και χορογράφος της ομάδας Quasi Stellar, την οποία ίδρυσε το 2002, αποφοίτησε από την ΚΣΟΤ και συνέχισε τις σπουδές της στη Νέα Υόρκη. Ως περφόρμερ, έχει συνεργαστεί με τον Βέλγο σκηνοθέτη Jan Fabre στα έργα Je suis sang (2001) και L’ histoire des larmes (2005).
Info: Ομάδα χορού Quasi Stellar, Αποστολία Παπαδαμάκη Electric Girl, απόψε στο Γυμναστήριο Πολυκλαδικού Λυκείου Καλαμάτας (10 μ.μ.). Οι εκδηλώσεις του 14ου Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού συνεχίζονται με την παράσταση της ομάδας χιπ-χοπ Discipulos do Ritmo (Geometronomics, 24, 25/7), το πολυσυζητημένο ελληνοολανδικό πρότζεκτ του Πέρε Φάουρα (25, 26, 27/7) και τους Sankai Juku (27/7).

ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ ΕΝ ΜΕΣΩ ΘΕΡΟΥΣ


Φωτογραφία

Επάνω, ο Στάθης Λιβαθινός (έκτος από αριστερά) με την ομάδα του μετακομίζει στο Μεταξουργείο και παρουσιάζει το έργο «Ενας ήρωας- Το καμάρι της Δύσης». Αριστερά, η Σοφία Φιλιππίδου (εικονίζεται στο μέσον να υψώνει το ποτήρι της) πρωταγωνιστεί στην κωμωδία «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» στο θέατρο «Δημήτρης Χορν»

Οι πρώτες ανακοινώσεις έγιναν και το ρεπερτόριο στα θέατρα της νέας σεζόν αρχίζει να διαγράφεται

Αυξάνονται και πληθύνονται οι παραστάσεις για τη θεατρική σεζόν 2008-2009 καθώς οι σκηνές ανακοινώνουν το ρεπερτόριό τους βάζοντας έτσι τη δική τους πινελιά στη χρονιά που θα ξεκινήσει το φθινόπωρο. Νέες αφίξεις και ενδιαφέρουσες συνεργασίες έρχονται να προστεθούν στη μακρά λίστα των γνωστών συνταγών. Υπομονή...

Με το έργο του Ιρλανδού Τζον Μίλινγκτον Σινγκ «Ενας ήρωας- Το καμάρι της Δύσης» ο Στάθης Λιβαθινός μαζί με τα παιδιά της (πρώην) Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου παρουσιάζει τη δουλειά του στο θέατρο Μεταξουργείο, σε παραγωγή της Αννας Βαγενά. Πρόκειται για ένα από τα τελευταία έργα του Σινγκ, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 38 ετών (1871-1909). Πραγματεύεται τις αλλαγές που επιφέρει στη ζωή ενός απομονωμένου χωριού η άφιξη ενός ξένου. Με βοηθό σκηνοθέτη τον Δημήτρη Ημελλο και με σκηνογράφο την Ελένη Μανωλοπούλου, ο Στάθης Λιβαθινός έχει στην ομάδα του τους Νίκο Καρδώνη, Δημήτρη Παπανικολάου, Μαρία Ναυπλιώτου, Αρη Τρουπάκη, Μαρία Σαββίδου, Στέλιο Ιακωβίδη, Μαρία Κίτσου, Βασίλη Κουκαλάνι, Οθωνα Μεταξά, Καλλιόπη Σίμου και Σοφία Τσινάρη. Συνολικά στο πρόγραμμα της προσεχούς σεζόν θα ανεβεί ένα ακόμη έργο στην Κεντρική Σκηνή του Μεταξουργείου (παραστάσεις από Τετάρτη ως και Κυριακή) και τρεις παραστάσεις στη Νέα Σκηνή κάθε Δευτέρα και Τρίτη.
«Το ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» του Ευγένιου Ο΄ Νιλ θα επανέλθει στην Κεντρική Σκηνή του Απλού Θεάτρου από τις 23 Οκτωβρίου. Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Αντώνης Αντύπας, με τους Δημήτρη Καταλειφό, Ράνια Οικονομίδου, Αλκι Κούρκουλο, Κώστα Βασαρδάνη και Σοφία Καλεμκερίδου, θα παίζεται ως την 1η Φεβρουαρίου. Στη συνέχεια η Ράνια Οικονομίδου θα συνεργασθεί για πρώτη φορά με τη Λυδία Φωτοπούλου για να μοιρασθούν τους ρόλους στην «Ανάσα ζωής» του Ντέιβιντ Χέαρ που θα ανεβάσει στα μέσα Φεβρουαρίου ο Αντώνης Αντύπας. Στη Νέα Σκηνή του Απλού αναμένονται δύο παραγωγές. Από τις 28 Οκτωβρίου και ως τις αρχές Ιανουαρίου θα παρουσιασθεί το έργο «Βερολίνο 1989, ιστορίες μιας πόλης» που βασίζεται στο βιβλίο του Δημήτρη Γκενεράλη, σε δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία του Αρη Τρουπάκη. Στις 3 Φεβρουαρίου θα κάνει πρεμιέρα ο μονόλογος της «Δεσποινίδος Μαργαρίτας» του Ρομπέρτο Ατάιντε, σε μετάφραση Κώστα Ταχτσή και σκηνοθεσία Αντζελας Μπρούσκου, με την Ολια Λαζαρίδου. Μια (συγκινητική) κωμωδία για τις σχέσεις μάνας και κόρης προτείνει το Θέατρο Εξαρχείων για την προσεχή σεζόν. «Πολύ καλά!» ο τίτλος του έργου της σύγχρονης Αμερικανίδας Λίζας Κρον που θα σκηνοθετήσει ο Τάκης Βουτέρης και στο οποίο θα παίξουν η Ελένη Γερασιμίδου και η Αννίτα Δεκαβάλλα. Στο θίασο συμμετέχουν και οι Ανδρη Θεοδότου, Λιάνα Παρούση κ.ά.
Πολλαπλή η παρουσία της Ελληνικής Θεαμάτων και την προσεχή θεατρική χρονιά με νέες παραγωγές και επαναλήψεις. Στο θέατρο «Δημήτρης Χορν» ο Σταμάτης Φασουλής σκηνοθετεί το σύγχρονο ελληνικό έργο «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» του Ακη Δήμου, με τη Σοφία Φιλιππίδου στον ρόλο του τίτλου και με τους Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, Μάνο Καρατζογιάννη, Αλέξανδρο Καλπακίδη, Νάντια Κοντογεώργη, Παύλο Ορκόπουλο και Γιούλικα Σκαφιδά. Η νέα κωμωδία των Ρέππα - Παπαθανασίου «Συμπέθεροι από τα Τίρανα» θα εγκαινιάσει τη νέα εποχή στο θέατρο Λαμπέτη (πέρασε από τα χέρια του Γιώργου Λεμπέση στην ΕΛΛ. ΘΕΑ.), με τους Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, Παύλο Κοντογιαννίδη, Τζόυς Ευείδη, Δημήτρη Μαυρόπουλο κ.ά. να μοιράζονται τους ρόλους. Με τον «Νοέμβριο» του Ντέιβιντ Μάμετ θα κάνει πρεμιέρα την περίοδο 2008-2009 το Εμπορικόν, με τον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη και τη Βίκυ Σταυροπούλου να ηγούνται του θιάσου, όπου παίζουν επίσης οι Ιωσήφ Μαρινάκης και Χρήστος Βασιλόπουλος. «Νinja ΤV Live» θα προτείνει κάθε Δευτέρα και Τρίτη το θέατρο Αποθήκη. Τέλος, στο Μικρό Παλλάς για δύο βραδιές (18-19/11) θα κάνει την τελευταία στάση του το «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τενεσί Γουίλιαμς, με την Ολια Λαζαρίδου, στη σκηνοθεσία της Αντζελας Μπρούσκου. Μαζί τους οι Γιάννης Στάνκογλου, Παρθενόπη Μπουζούρη κ.ά.
Για δέκατη χρονιά θα επαναληφθεί το «Σεσουάρ για δολοφόνους» στην Αποθήκη, για τρίτη χρονιά θα παιχθούν οι «Ηρωες» στο Μικρό Παλλάς, για δεύτερη χρονιά η «Φούστα μπλούζα» στην Πειραιώς 131, η κωμωδία «Δεν μπορώ να μείνω μόνη μου» στην Κιβωτό, καθώς και το μιούζικαλ «Δυο τρελοί τρελοί παραγωγοί» στο θέατρο Αλίκη. Επιπλέον από την ΕΛΛ. ΘΕΑ. αναμένεται το νέο έργο του Θοδωρή Αθερίδη, με τον ίδιο και τους Σμαράγδα Καρύδη, Γιώργο Καπουτζίδη, Γιώργο Κορμανό, Βίκυ Βολιώτη (για τις αρχές του 2009 στο Μικρό Παλλάς), και το καινούργιο έργο της Ελένης Γκασούκα, με τη Μαρία Καβογιάννη και τον Θανάση Αλευρά.

ΝΕΟ ΑΙΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΠΕΡΑ

Του Ηλια Μαγκλινη, Η Καθημερινή, 23/07/2008

«Πολύ καλή προσπάθεια... Αποδεικνύει περίτρανα ότι η όπερα στην Ελλάδα πρέπει να ανατίθεται σε νέους ανθρώπους». «Επιτέλους φρέσκος αέρας, εκεί που δεν το περιμένεις». Δύο ενδεικτικά αποσπάσματα από σχόλια του κοινού στην ηλεκτρονική σελίδα του περιοδικού «Αθηνόραμα», με αφορμή την όπερα «Η Κοκκινοσκουφίτσα και ο (καλός) λύκος» του Χαράλαμπου Γωγιού, που είχε ανεβεί το 2005 στο θέατρο «Ροές», από την εταιρεία μουσικού θεάτρου «Οι όπερες των ζητιάνων».

Ο Χ. Γωγιός, ιδρυτικό μέλος της συγκεκριμένης μουσικής ομάδας, μας έδωσε την περασμένη άνοιξη ένα ακόμα δείγμα του ταλέντου του, με μια ιδιότυπη μα άκρως απολαυστική μίνιμαλ παράσταση του κλασικού «Τροβατόρε» του Βέρντι, που ήταν κάθε βράδυ sold out. Αν με τον «Τροβατόρε» ο Χ. Γωγιός επέδειξε μια ουσιαστικά μοντέρνα «ανάγνωση» της βερντικής παρτιτούρας, στην «Κοκκινοσκουφίτσα» είχε ξεδιπλώσει το πηγαίο ταλέντο του ως σύγχρονος συνθέτης. Σύντομη, αλλά πυκνή, όπερα - παρωδία του κλασικού παραμυθιού, όπου αυτή τη «λοξή» ματιά πάνω στον μύθο εξέφραζε η εμπνευσμένη μουσική του νέου, δυναμικού συνθέτη. Αυτά συνέβαιναν το 2005. Φέτος, λίγο καιρό μετά τον «Τροβατόρε», ο Χ. Γωγιός επανήλθε ως συνθέτης με το έργο «Πληγή. Οπερα σε επτά γεύματα», στην Πειραιώς 260, βασισμένη στο μυθιστόρημα «Damage» της Τζόζεφιν Χαρτ, που μετέφερε στο σινεμά ο Λουί Μαλ.
Το πόσο φιλόδοξος ήταν ο στόχος φάνηκε από τη διάρκεια: περίπου τρεις ώρες. Παρά τη θετική διάθεση με την οποία προσήλθα στην Πειραιώς 260, εξαντλήθηκα κάποια στιγμή, αδυνατώντας να βρω έναν ουσιαστικό λόγο ο οποίος να δικαιολογεί ένα τόσο σχοινοτενές έργο. Επειτα, παρότι το λιμπρέτο του Γιάννη Φίλια στην «Κοκκινοσκουφίτσα» ήταν δραστικό, στην «Πληγή» υπήρχαν στιγμές ενός παλιομοδίτικου ελληνικού λόγου και άλλες φορές άκουγες αγγλισμούς. Παρότι η σκηνή του Παρισιού είχε κάτι το υποβλητικό, όπως και εκείνη με τον καθρέφτη, συνολικά είχα την αίσθηση ότι άκουγα και έβλεπα τον σκελετό ενός εν εξελίξει έργου παρά κάτι ολοκληρωμένο.
Ο συνθέτης Χ. Γωγιός έχει όντως φωνή, και δύναμη στη φωνή του. Τα σχόλια του κόσμου περί «φρέσκου αέρα στην όπερα» δεν είναι τυχαία. Η «Πληγή» δεν ισορροπεί όπως περιμέναμε, η εξέλιξη όμως ενός προικισμένου Ελληνα συνθέτη (είδος σπανιότατο) αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΗ Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ

Του Αποστολου Λακασα, Η Καθημερινή, 23/07/2008

Το διαπιστώνω κάθε φορά που σε μια θεατρική παράσταση από τη μία κοιτάζω τους ηθοποιούς και από την άλλη το… ρολόι μου. Οταν γύρω μου υπάρχουν θεατές με ανάλογες αντιδράσεις, μετά το διάλειμμα πολλές από τις θέσεις τους είναι κενές. Και όχι μόνο σε παραστάσεις με διάλειμμα, το οποίο προσφέρει ευκαιρία για «σκασιαρχείο». Ενδεικτική είναι η πρόσφατη αποχώρηση περίπου 1.000 θεατών από την παράσταση «Βάτρα–Χ» του Εθνικού Θεάτρου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.

  • Τι δηλώνει
Τι δηλώνει η αποχώρηση των θεατών στη μέση της παράστασης; Αλλα περίμεναν οι αποχωρήσαντες και άλλα βλέπουν; Γίναμε πιο αγενείς ή αποκτήσαμε καλύτερη θεατρική παιδεία, η οποία μας επιτρέπει να αποχωρούμε από μία παράσταση που δεν έχει να προσθέσει κάτι στις θεατρικές μας εμπειρίες; Μήπως είναι, τελικά, μια υγιής αντίδραση.

«Εχω φύγει στη μέση παράστασης γιατί αισθάνθηκα ότι ο σκηνοθέτης με κορόιδευε. Σαν να είχε στήσει την παράστασή του αδιαφορώντας εάν αυτό που είχε στο μυαλό του, μπορούσε να μεταδοθεί στο κοινό. Αισθάνθηκα προσβεβλημένος. Και δεν είμαι ο μόνος. Βλέπω ότι όλο και περισσότεροι φίλοι μου, όταν δεν τους αρέσει η παράσταση, φεύγουν στη μέση» λέει στην «Κ» ο 40χρονος καθηγητής Κώστας Κωνσταντάκης. «Ενας ουσιαστικός λόγος είναι ότι φεύγουμε γιατί πια δεν δεσμευόμαστε από κοινωνικές συμβάσεις, από τον καθωσπρεπισμό που επιβάλλει να δεις μια παράσταση έως το τέλος. Από την άλλη, η θεατρική παιδεία στην Ελλάδα έχει βελτιωθεί. Οι νεότεροι, κυρίως, θεατές μπορούν να διακρίνουν την αληθινή προσπάθεια, έστω κι αποτυχημένη, από τον αφελή πειραματισμό ή την αδούλευτη παράσταση. Και τότε φεύγουν, αφού πλέον και ο χρόνος της χαλάρωσης είναι λίγος για να τον σπαταλάμε…» συμπληρώνει ο ίδιος.
«Εάν γίνει το έργο ανυπόφορο; Ναι πρέπει να φύγεις. Είναι υγιής στάση» λέει η ζωγράφος Σίσυ Χρυσοχόου. «Οταν πηγαίνει ο θεατής σε μια παράσταση, έχει κάνει μια μικρή “επένδυση”. Σε χρήματα, σε διάθεση, σε χρόνο. Οταν όμως η παράσταση είναι απογοητευτική, κουραστική, και βλέπει ότι η “επένδυσή” του είναι μείον, θέλει να ρεφάρει με λίγο παραπάνω χρόνο. Αλλωστε η φυγή είναι το μόνο πλέον που σου δίνει χαρά ως αντίδραση απέναντι στην κακή παράσταση. Να σημειώσω ότι δεν θα γιούχαρα ποτέ, διότι σέβομαι την όποια προσπάθεια των ερμηνευτών» μας λέει η κ. Χρυσοχόου.

  • «Δεν φεύγω συχνά»
Η ένταση ήταν ακόμη έκδηλη στον δικηγόρο από την Καλαμάτα Αλκη Λαντζούνη, ο οποίος αποχώρησε από την παράσταση «Βάτρα–Χ». «Νομίζω ότι η φυγή είναι μια ακραία αντίδραση. Πιστέψτε με, δεν φεύγω συχνά» τόνισε με νόημα, μιλώντας στην «Κ».

Βέβαια, υπάρχει και η άλλη άποψη. «Δεν φεύγω ποτέ, διότι πηγαίνω σε παραστάσεις που με ενδιαφέρουν από ανθρώπους που εκτιμώ και ελπίζω ότι έως το τέλος μπορεί να υπάρξει η έκπληξη που θα ανατρέψει τις κακές εντυπώσεις. Αλλά ακόμη και εάν δεν συμβεί αυτό, σέβομαι τη δουλειά των ανθρώπων και ο καθένας έχει το δικαίωμα στην αποτυχία» μας λέει η θεατρολόγος Γιούλα Αθανασάκου. Βέβαια, η ίδια μας προλαβαίνει και συμπληρώνει: «Δικαίωμα στην αποτυχία, όχι στην έπαρση». Κύριε σκηνοθέτα, τ’ ακούς;
  • «Οχι στον εγκλωβισμό της αστικής αξιοπρέπειας»

«Δεν νομίζω ότι πρέπει να εγκλωβιζόμαστε στην αστική αξιοπρέπεια που επιβάλλει να βλέπει κάποιος μια παράσταση μέχρι το τέλος της. Η φυγή από την παράσταση είναι αναφαίρετο δικαίωμα του θεατή», τονίζει -μιλώντας στην «Κ»- ο σκηνοθέτης Θωμάς Μοσχόπουλος. Και προσθέτει: «Εάν θα μπορούσαν οι άνθρωποι να αφήσουν τις συμβάσεις και να είναι πιο ειλικρινείς με τα θεάματα, αυτό θα βοηθούσε τους καλλιτέχνες και το έργο τους». Οσο για τον ηθοποιό και πόσο τον επηρεάζουν οι αποχωρήσεις θεατών, ο σκηνοθέτης είναι ξεκάθαρος: «Για τον ηθοποιό είναι μία δοκιμασία να διαπιστώνει ότι κάποιοι θεατές φεύγουν στην μέση - ιδίως κατά τη διάρκεια της παράστασης. Αλλά νιώθω ότι είναι πιο δύσκολο να βλέπεις ένα θολό μάτι να σε παρακολουθεί και να μετρά την ώρα να φύγει...».

Tuesday, July 22, 2008

Οριστικά μνημείο το θέατρο «Μετροπόλιταν»

Το Ε' Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την υπ' αριθμ. 2224/2008 απόφασή του, απέρριψε την αίτηση του Οργανισμού Εργατικής Εστίας, με την οποία ζητεί να ακυρωθεί η από 1.8.2005 απόφαση του υφυπουργού Πολιτισμού, με την οποία χαρακτηρίσθηκε ως μνημείο, κατά την αρχαιολογική νομοθεσία, το θερινό θέατρο «Μετροπόλιταν» επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας 16.

Το κτίριο που στεγάζεται το εν λόγω θέατρο είναι ιδιοκτησίας του ΟΕΕ και θέλει να αποχαρακτηριστεί από μνημείο, προκειμένου να το ανοικοδομήσει, όπως αναφέρεται στην απόφαση του ΣτΕ.

Το Ε' Τμήμα έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του υφυπουργού Πολιτισμού είναι νόμιμη και συντρέχουν τα κριτήρια που προβλέπονται από το νόμο για το χαρακτηρισμό του εν λόγω θεάτρου ως μνημείο αμιγούς θεατρικής χρήσης για να διατηρηθεί η ιστορική συνέχεια και η θεατρική μνήμη.

Ακόμη, έκρινε το ΣτΕ ότι σύμφωνα με το άρθρο 24 του Συντάγματος η Πολιτεία έχει υποχρέωση να διαφυλάξει τα πολιτιστικά μνημεία.

Το εν λόγω θέατρο αποτέλεσε το 1948 πρώτη θερινή στέγη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

ΕΘΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΒΑΤΡΑ-Χ»

Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ΤΑ ΝΕΑ, 19/07/2008
Ο Δημήτρης Λιγνάδης και η  Στεφανία Γουλιώτη στην παράσταση  του Εθνικού Θεάτρου «Βάτρα-Χ»
Ο Δημήτρης Λιγνάδης και η Στεφανία Γουλιώτη στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Βάτρα-Χ»
ΟΣΑ ΘΑ ΚΑΤΑΤΕΘΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΡΧΟΜΕΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ, ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ Ή ΑΙΣΘΗΤΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ. ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΗΘΙΚΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΑΜΑ ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ.
Επ' ευκαιρία ενός συμπτώματος που ανήκει στα λεγόμενα πολιτιστικά γεγονότα αλλά ερμηνεύει τα σύνδρομα της εν γένει πολιτικής και δημόσιας ηθικής μας πρακτικής, θα προσπαθήσω να κτυπήσω τη μεγάλη καμπάνα εν ονόματι ενός λαού, του οποίου απλώς είμαι ένα απειροελάχιστο μόριο, ενός λαού που έρμαιο πλέον συστηματικών και συνειδητών στρατηγικών γνωστής και με ταυτότητα πλέον συμμορίας, οδηγείται στην αγελοποίηση και στη λοβοτομή. Γιατί μόνο αγέλη μπορεί να χαρακτηριστούν οι δέκα χιλιάδες άνθρωποι που αδιαμαρτύρητα αλλά με χάχανα, παλαμάκια και γηπεδική συμμετοχή ανέχτηκαν μια χυδαία, ανήθικη και φασιστική πράξη στο Θέατρο της Επιδαύρου.
Σπεύδω να τονίσω πως το θλιβερό βρίσκεται στην ασφαλή πιθανότητα η μεγάλη πλειοψηφία των θεατών της 12/7/2008 ημέρας Σαββάτου να ήταν παιδιά και εγγόνια θεατών που πριν από 50, 40, 30 και 20 χρόνια στην ίδια θέση, με τα ίδια μέσα είχαν προσέλθει και είχαν μεθύσει με τη διδασκαλία ενός Ροντήρη, ενός Μινωτή, ενός Μουζενίδη, ενός Κουν, ενός Βολανάκη, μιας Παξινού, ενός Κωτσόπουλου, ενός Νέζερ, ενός Φωκά, ενός Θρασύβουλου Σταύρου, ενός Γρυπάρη για να μείνω μονάχα στους νεκρούς. Πρώτο λοιπόν πολιτικό, και μόνο πολιτικό ερώτημα, μείζων απορία: πώς και με ποιον τρόπο, με ποια μέσα, ποιοι και με ποιον σκοπό κατόρθωσαν να αλλοτριώσουν έναν ολόκληρο λαό, να τον εξανδραποδίσουν πνευματικά, να τον ευτελίσουν, να τον τυφλώσουν, να τον κουφάνουν και να τον ευνουχίσουν (και όχι μόνο μεταφορικά);
Τα «Επιδαύρια» ιδρύθηκαν ως δημόσιος πολιτιστικός θεσμός μόλις είχαμε βγει από την εμφύλια αιματοχυσία, χωρίς σχολεία, χωρίς βιβλία, χωρίς δημόσια και υπεύθυνη πνευματική ζωή. Και για χρόνια το αρχαίο κοίλον συγκέντρωνε χωρίς ταξικές διακρίσεις, χωρίς πιστοποιητικά φρονημάτων, χωρίς επίδειξη πτυχίων και τίτλων σπουδών χιλιάδες λαού. Για να παραστεί σε τι; Στη μίμηση σπουδαίας πράξεως. Να μεθύσει με τον μεγάλο ποιητικό λόγο, να ευφρανθεί από την τέλεια αίσθηση του ελληνικού ρυθμού. Γιατί εκεί, στον υπαίθριο ναό του πολιτισμού μαζί με τους χωροστατούντες Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αριστοφάνη συλλειτουργούσαν ιερείς και διάκονοι, μελωδοί και ψάλτες, πρωτοχορευτές και μαστόροι του πινέλου, σύγχρονοι μεγάλοι Έλληνες: Γρυπάρης, Βάρναλης, Πρεβελάκης, Σταύρου, Σάρρος, Χειμωνάς, Αντίοχος Ευαγγελάτος, Βάρβογλης, Χρήστου, Ξενάκης, Λουκία, Ραλλού Μάνου, Νικολούδη, Φλερύ, Φωκάς, Κλώνης, Χαρατζίδης, Βασίλης Φωτόπουλος, Βασιλειάδης, Νικολάου, Γκίκας, Βακαλό (πάντα θα μείνω στους νεκρούς γιατί τη μνήμη τους προχθές κυρίως το θέαμα, το ακρόαμα και το κάμωμα που υποστήκαμε, βανδάλισε).
Πώς μέσα σε είκοσι χρόνια αλλοιώθηκε το ήθος ενός λαού που κατέκλυζε τις κερκίδες σεβαστικό, κριτικό, αξιοπρεπές αλλά και άκρως ευαίσθητο; Δεν γίνονταν και κακές παραστάσεις στην Επίδαυρο; Πολλές. Αλλά δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Και στον πολιτισμό και στον ηθικό βίο και στον πολιτικό η ζωή, το εκκρεμές «έρπει» από το εσθλόν στο κακόν και αντίστροφα. Είναι νόμος των πραγμάτων. Αλλά πάντα υπήρχε σαφής, αναγνωρίσιμη η καλή πρόθεση. Όλοι προσπαθούσαν με τα μέσα τους, την παιδεία τους, την αγωγή τους, το γούστο τους να υπηρετήσουν τα μεγάλα κείμενα και να συγκινήσουν αλλά και να εκπαιδεύσουν αισθητικά το κοινό που ερχόταν διψασμένο και από την τρέχουσα εκπαίδευση αμύητο και απληροφόρητο. Γιατί για χρόνια η Επίδαυρος ήταν ένα μεγάλο, ελεύθερο σχολείο, συνέτεινε στην ανάπτυξη μιας δημοκρατίας των ιδεών.
Από πού κι ώς πού ο σπουδαρχίδης, δυστυχώς φιλόλογος, γιος φιλολόγου και αδελφός φιλολόγου, σκηνοθέτης (κατά δήλωσή του) ονομάζει, στις συνεντεύξεις του και με θλιβερά στιχάκια ημερολογίου στην παράσταση, μουσείο, νεκροταφείο τις προσπάθειες αναβίωσης του δράματος (φτύνει και αυτή τη λέξη). Νεκροταφείο και μουσείο όταν αποδεδειγμένα οι παραστάσεις του αρχαίου δράματος από το 1901 είναι μόνο πειραματικές; Πού είναι το μουσείο; Τα μεγάλα κείμενα παίζονται από μετάφραση, μουσική, σκηνογραφία, ενδυματολογία, χορογραφία (στοιχεία παντελώς άγνωστα σε μας σήμερα, οι πληροφορίες ελάχιστες, συγκεχυμένες) όλα σύγχρονα, προτάσεις, υποθέσεις. Και βέβαια η υποκριτική και η «φωνή» των κειμένων σύγχρονη. Ποιο μουσείο, αστοιχείωτε;
Ούτε καν προσωπεία, που ήταν στοιχεία εικαστικά του ευρωπαϊκού θεάτρου πλην εξαιρέσεων και μάλιστα για αισθητικούς λόγους δεν χρησιμοποίησε εκατό τόσα χρόνια η νεοελληνική σκηνική παράδοση. Νεκροταφείο λοιπόν η «Ορέστεια» του Ροντήρη, η «Ηλέκτρα» του που τίναξε στον αέρα τους ανύποπτους Άγγλους και Γερμανούς του 1939. Νεκροταφείο ο «Οιδίπους Τύραννος» του Μινωτή που ξεσήκωσε ιδεολογικές έριδες όταν από το 1952 καβάλησε τον βωμό και θεωρήθηκε από τους αρχαιολόγους ιερόσυλος; Νεκροταφείο οι «Όρνιθες» του Κουν, νεκροταφείο η «Ηλέκτρα», η «Μήδεια» του Βολανάκη; Νεκροταφείο η «Ηλέκτρα» του Ευαγγελάτου που όταν ανέβηκε κάποια φαντάσματα του Εθνικού κάνανε νύχτα βουντού στη Θυμέλη της Επιδαύρου; Και νεκροταφείο η εποποιία του Σολομού, ο οποίος παρέλαβε έναν συκοφαντημένο Αριστοφάνη, έναν ευτελισμένο από τους τραβεστί και τον αποκατέστησε «Ζωντανό» να χορεύει ζεϊμπέκικο;
Αλλά, στον θεό σου, μειράκιο, νεκροταφείο οι παραστάσεις του Ντουφεξή, του Ρεμούνδου, του Βουτσινά, του Χουβαρδά, του Μαυρίκιου, του Μιχαηλίδη, του Μαρμαρινού, του Τερζόπουλου; Οι αναγνώστες μου γνωρίζουν πως πολλές από αυτές τις τελευταίες με βρήκαν αντίθετο και αυστηρά στάθηκα απέναντί τους. Αλλά δεν χαρακτήρισα ποτέ, γιατί είναι η αλήθεια, μουσείο, νεκροταφείο.
Μουσειακή η υποκριτική της Συνοδινού, του Μινωτή, του Τσακίρογλου, του Κούρκουλου, του Κιμούλη, της Παπαθανασίου, της Κονιόρδου, της Φωτοπούλου, του Βασ. Δαμαντόπουλου, του Λαζάνη, του Χατζησάββα, του Βογιατζή;
Ο οιηματίας σκηνοθέτης του ανεκδιήγητου σκουπιδοτενεκέ που κόπρισε πάνω στο έργο και στο όνομα του Αριστοφάνη ευτύχησε, και λόγω ειδικής εύνοιας, να πρωταγωνιστήσει στην Επίδαυρο δίπλα στον Μινωτή, με σκηνοθέτη τον Σολομό, τον Ευαγγελάτο. Στέριωσε την καριέρα του λοιπόν σε μουσειακές νεκρές παραστάσεις;
Θέλησε να ευτελίσει και να απαξιώσει τον Αριστοφάνη στο πλέον επίδοξο, φιλολογικότερο και πλέον πολιτικό του δημιούργημα. Οι «Βάτραχοι» είναι ένα αγωνιώδες κείμενο ενός υπεύθυνου πολίτη που σε μιαν εποχή σαν τη δική μας, απ΄ όπου λείπει ο πνευματικός δάσκαλος, ο παλμογράφος της εποχής, αναζητεί μήνυμα, συνταγή βίου, σωσίβιο, πυξίδα παιδείας. Και φτάνει αναζητώντας αυτός ο ποιητής, ο θεατρικός συγγραφέας, να γίνει- παράδοξο;- ο πρώτος ολοκληρωμένος θεατρικός κριτικός στην ιστορία του πολιτισμού.
Οι μισοί στίχοι των «Βατράχων» είναι μια συστηματική φιλολογική, αισθητική, μορφολογική, πολιτική και κοινωνική κριτική της θεατρικής πράξης. Από την εποχή εκείνη (405 π.Χ.) η θεατρική κριτική μεθοδολογία δεν προχώρησε ούτε ρούπι. Έχει προβλέψει και τον λειτουργισμό, τον δομισμό, την αποδόμηση, τον φορμαλισμό, ακόμη και τον κριτικό εξπρεσιονισμό αυτό το θηρίο. Και βρέθηκε ένας αλαζόνας ημιμαθής (έτσι θα έπρεπε) να τον ανασκολοπίσει για να κάνει την πλάκα του, τον χαβαλέ του με δημόσιο χρήμα. Γιατί αυτή την «παράσταση», την πλήρωσε το κοινό και μια παράσταση με τόσο μπούγιο δεν κοστίζει σήμερα λιγότερο από 300.000 ευρώ. Και αφού το πλήρωσες το εξάμβλωμα, αφελή θεατή, πλήρωσες και από πάνω εισιτήριο, βενζίνη, φαΐ, διόδια, πιστεύοντας ότι θα δεις Αριστοφάνη και συνειδητά σου πλασάρανε ντέρμπι, σκυλάδικο και ένα ποτπουρί από Λαμπίρη, Αρναούτογλου, Στεφανίδου και Χίο.
Και τους αποθέωσες. Γιατί βρήκε ο γύφτος τη γενιά του. Τη Δευτέρα θα αναλύσω γιατί ό,τι συστηματικά επιχειρήθηκε, μας επιστρέφει στην εποχή που ο Αριστοφάνης παιζόταν από τραβεστί, τις «αδελφές» Μάνου, τον Ροζάιρου και τον Ζαζά, από ΄κεί δηλαδή που τον γλίτωσε ο Σολομός, ο Κουν, ο Βολανάκης, ο Ευαγγελάτος, ο Τσιάνος, ο Ιορδανίδης, ο Χαραλάμπους, ο Γαβριηλίδης, δηλαδή ό,τι ο σπαστικός σκηνοθέτης, πρωταγωνιστής ονομάζει νεκροταφείο.
ΥΓ. Η κακογραφία του χειρογράφου με υπονομεύει συνεχώς. Στην κριτική για τον «Φιλοκτήτη» παραναγιγνώσκοντας χαρακτήριζε τον Λούλη «κινηματογραφικό τέρας» αντί του ορθού «κινηματογραφικότερος».

ΑΥΤΟ ΤΟ «ΚΑΦΕΝΕΙΟ» ΣΕΡΒΙΡΕΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΩΡΙΣ ΒΑΡΥ ΓΛΥΚΟ

Γράφει ο Γιώργος Δ. Κ. Σαρηγιάννης, ΤΑ ΝΕΑ, 19/07/2008
«Παρατήρησα τους θαμώνες των καφενείων προσεκτικά, από  πολύ κοντά, στο "ανάμεσα σε δύο πράξεις", στο σημείο που  μπορείς να αφουγκραστείς τον άλλο, να τον δεις στη σιωπή  του, στο "χάσιμό" του, στο ξέχασμά του. Παρατήρησα  πως, περιμένοντας σ΄ έναν χώρο, είναι "μόνοι  τους μαζί". Θα είναι μια παράσταση με σιωπή.  Τα κείμενα λειτουργούν σαν σπινθήρες, σαν  όνειρα που ανοίγουν κόσμους», λέει ο Δημήτρης  Κουρτάκης για το «Καφενείο» του  (φωτογραφημένος μέσα στο σκηνικό)
«Παρατήρησα τους θαμώνες των καφενείων προσεκτικά, από πολύ κοντά, στο "ανάμεσα σε δύο πράξεις", στο σημείο που μπορείς να αφουγκραστείς τον άλλο, να τον δεις στη σιωπή του, στο "χάσιμό" του, στο ξέχασμά του. Παρατήρησα πως, περιμένοντας σ΄ έναν χώρο, είναι "μόνοι τους μαζί". Θα είναι μια παράσταση με σιωπή. Τα κείμενα λειτουργούν σαν σπινθήρες, σαν όνειρα που ανοίγουν κόσμους», λέει ο Δημήτρης Κουρτάκης για το «Καφενείο» του (φωτογραφημένος μέσα στο σκηνικό)
ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΥΠΟ ΕΞΑΦΑΝΙΣΙΝ ΚΛΑΣΙΚΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΗΝΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ «ΚΑΦΕΝΕΙΟ», ΜΙΑ ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΥΡΙΩΣ, ΠΟΥ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΡΤΑΚΗΣ ΑΝΕΒΑΖΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ
«Το ψυγείο που βλέπετε είναι από το πρώτο καφενείο που επισκέφθηκα και φωτογράφισα. Το λένε Πανελλήνιον΄΄, είναι στα Πατήσια και το έχει ένας συμπαθέστατος κύριος, ο κύριος Γιάννης. Που θα ΄ρθει να δει και την παράσταση... Το χρησιμοποιούσε σαν αποθηκευτικό χώρο και μας το δάνεισε. Πολύ συγκινητικό. Γιατί το ψυγείο είναι στο καφενείο σαν την καρδιά. Αλλά και οι τσόχες που βλέπετε, οι καρέκλες, από εκεί είναι». Ο Δημήτρης Κουρτάκης έρχεται να κλείσει το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών με μια «αλλιώτικη» πρόταση. Τολμηρή, πρωτότυπη και, αδιαφόρως αποτελέσματος, πολύ ενδιαφέρουσα: «Καφενείο». Ο χώρος ενός καφενείου, επτά ηθοποιοί και μια σύνθεση κειμένων από την αρχαία ελληνική γραμματείαΌμηρος, Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Ιπποκράτης, Λουκρήτιος, Οβίδιος, Πλούταρχος, Παυσανίας- αλλά και από αφηγήσεις περιηγητών, ημερολόγια ανασκαφών και άλλα κείμενα ανάμεσα στον Μύθο και την Ιστορία.
Καθόμαστε στην αίθουσα δοκιμών- στο ίδρυμα «Ελληνικός Κόσμος». Το σκηνικό της διεθνούς καριέρας Αμερικανίδας Μάρσα Γκίνσμπεργκ, ένα διώροφο μνημειακό καφενείο, είναι ήδη στημένο- το ψυγείο του κυρίου Γιάννη στο βάθος, άτακτα ριγμένα στρογγυλά τραπέζια χαρτοπαιγνίου στρωμένα με πράσινη τσόχα, καρέκλες...
Ο Δημήτρης Κουρτάκης ξεκίνησε από τη μουσική. Σπούδασε σύνθεση και πιάνο και τον γνωρίσαμε ως τον μουσικό συνεργάτη του Κωνσταντίνου Ρήγου σε παραστάσεις του με το Χοροθέατρο του ΚΘΒΕ. Το 2004 στράφηκε στο θέατρο: «Αμόρε», Δοκιμές, και ανέβασε το έργο του Σιμελπφένιχ «Αραβική νύχτα». Μία πάρα πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση! Και τώρα, τέσσερα χρόνια μετά, επιστρέφει.
  • Πώς ξεκίνησε η ιδέα;Από τους χώρους των καφενείων που σας ενέπνευσαν ή από τα κείμενα;
«Από τους ίδιους τους χώρους. Περπατούσα στην Αθήνα, στις γειτονιές ή στην επαρχία και έβλεπα ξαφνικά αυτά τα καφενεία. Περίεργες εικόνες: κάτι χώροι που για άλλες χρήσεις προορίζονταν και που έχουν γίνει καφενεία. Με συγκεκριμένη, συνήθως, τυπολογία διακόσμησης- το ψυγείο, οι καθρέφτες, μια σόμπα, οι τσόχες, ένα παιχνίδι με κουκλάκια...- κι από εκεί και πέρα ο κάθε ιδιοκτήτης, ανάλογα με το γούστο του, φτιάχνει τον χώρο. Τα καφενεία είναι χώροι που φέρουν το πέρασμα του χρόνου. Και οι άνθρωποι που βλέπεις εκεί είναι ηλικιωμένοι, συνήθως παραιτημένοι από προσωπικές φιλοδοξίες που ίσως είχαν κάποτε, που το συναίσθημά τους βγαίνει ατόφιο- δεν τους ενδιαφέρει πια αν το ιδιωτικό γίνεται δημόσιο». Μαύρο φανελάκι, τζιν, πέδιλα, επιφυλακτικός αλλά με ένα πλούσιο γέλιο.
«Προσπάθησα να αφουγκραστώ τη "μηχανή" αυτών των χώρων. Πήγα σε περισσότερα από εκατό καφενεία, τα φωτογράφιζα- δύο χρόνια κράτησε- και προσπαθούσα να φανταστώ ποιος είναι ο ποιητικός λόγος που θα μπορούσαν να "φέρουν". Οι κουβέντες των θαμώνων τους είναι πολιτικές συνήθως, για πολέμους... Αυτό με οδήγησε στον Ηρόδοτο και στον Θουκυδίδη. Ένιωσα σαν να είναι ένα γηροκομείο αγγελιοφόρων. Πως οι άνθρωποι αυτοί φέρουν ιστορίες που τους στοιχειώνουν και πως προσπαθούν να απαλλαγούν από αυτές. Σκέφτηκα και τους αγγελιοφόρους της τραγωδίας. Τι γίνονται αφού φέρουν την είδηση- ο Αγγελιοφόρος των "Περσών" ας πούμε; Τα κείμενα ήρθαν μετά.
Η παράσταση, πάντως, έστω κι αν χρησιμοποιώ κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, είναι θεατρική. Έχει δραματουργικό άξονα, ένα βέλος εξέλιξης, μια υπόσχεση ιστορίας... Και δεν ήθελα να κάνω μια κιβωτό της ελληνικής Ιστορίας. Επικεντρώθηκα στη χαραυγή, στο μεταίχμιο της Ιστορίας- ανάμεσα στον Μύθο και στην Ιστορία».
  • Το όνομα Κουρτάκης (σ.σ.: με την αδελφή του, την καλή ηθοποιό Διώνη Κουρτάκη, είναι η τέταρτη γενιά της οικογένειας των οινοπαραγωγών) και το οικονομικό αντίκρυσμα που προσφέρει είναι η ασφάλειά σας;
Γελάει αμήχανα. «Είναι μια πραγματικότητα. Με τα θετικά της- την ασφάλεια να μπορώ να κάνω τις επιλογές μου- και με τα αρνητικά της».
  • Ζείτε με το ένα πόδι στο Βερολίνο και στο Παρίσι και με το άλλο στην Αθήνα.Η επαφή με την ελληνική πραγματικότητα σας απογοητεύει,σας προσγειώνει ή σας τροφοδοτεί;
«Με στενοχωρεί. Με όλα αυτά που ακούω για την πολιτική, με όλα... Και με αδειάζει. Προσπαθώ, όμως, να κάνω όσο μπορώ καλύτερα τη δουλειά μου
  • Δεν «κλείνετε την πόρτα», πάντως...
«Είναι το γαμώτο... Νοιάζεσαι. Υπάρχουν εδώ και άνθρωποι δικοί μου... Από την άλλη, είναι και ένας χώρος που γεννάει πράγματα. Τετρακόσιες, πεντακόσιες παραστάσεις τον χρόνο στην Αθήνα μόνο! Τι είναι όλες αυτές οι παραστάσεις; Πρόκειται για καζάνι που βράζει. Είμαι ένας από τους τετρακόσιους. Αλλά είμαι και ακομπλεξάριστος. Ίσως γιατί, όπως έλεγα, προέρχομαι από άλλο χώρο. Δεν με νοιάζει αν θα είμαι σκηνοθέτης πρώτης, δεύτερης ή εικοστής δεύτερης γραμμής... Αυτό που με ενδιαφέρει είναι πως υπάρχουν άνθρωποι της γενιάς μου ή και εκτός της γενιάς μου, όπως ο Γιώργος Λάνθιμος ή η Άντζελα Μπρούσκου ή ο Νίκος Μαστοράκης, που τους πιστεύω και που προσπαθούμε να "συνομιλήσουμε" κι ας κάνουμε διαφορετικό θέατρο».

Το ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΟΥ ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΥ ΖΕΡΜΕΝ ΓΚΡΙΡ ΞΕΣΠΑ

«Είναι μεγάλο λάθος τους να παρουσιάζουν  αυτό το παρανοϊκό θεατρικό έργο σε ένα  μέρος σαν το Γουέστ Εντ» δήλωσε η Ζερμέν  Γκριρ για το «Τhe Female of the Species»,  που διακωμωδεί τη ζωή της
«Είναι μεγάλο λάθος τους να παρουσιάζουν αυτό το παρανοϊκό θεατρικό έργο σε ένα μέρος σαν το Γουέστ Εντ» δήλωσε η Ζερμέν Γκριρ για το «Τhe Female of the Species», που διακωμωδεί τη ζωή της
«Είναι απαίσιο, κοινότοπο, τρελό και επικίνδυνο», δήλωσε η Ζερμέν Γκριρ για το καινούργιο θεατρικό έργο της Τζοάνα Μόρεϊ-Σμιθ που εμμέσως διακωμωδεί τη ζωή της, χρησιμοποιώντας μεν διαφορετικά ονόματα, παρουσιάζοντας όμως περιστατικά της ζωής της. Η γνωστή φεμινίστρια εξέλαβε το θεατρικό ως προσωπική επίθεση. «Δεν καταλαβαίνω γιατί ασχολούνται και μιλούν για εμένα, την ίδια στιγμή που δηλώνουν ότι το έργο δεν έχει καμία σχέση μαζί μου. Η συγκεκριμένη κυρία δεν έχει διαβάσει ούτε ένα φεμινιστικό βιβλίο».
Η Μόρεϊ-Σμιθ απάντησε πως υπάρχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά ανάμεσα στις γυναίκες την εποχή της Γκριρ και πως η ηρωίδα του έργου, Μάργκοτ Μάνσον, δεν είναι πορτρέτο κανενός. «Λυπάμαι που έχει σχηματίσει τέτοια άποψη για εμένα όταν δεν με έχει καν γνωρίσει ή διαβάσει το έργο μου. Παρά τα λεγόμενά της, είμαι φεμινίστρια».
Ο σκηνοθέτης της παράστασης, Ρότζερ Μάικλ, γνωστός από τη δουλειά του «Μια Βραδιά στο Νότινγκ Χιλ», έστειλε το σενάριο στην Γκριρ και την προσκάλεσε να «πεταχτεί στο θέατρο και να πει δυο λόγια με τους ηθοποιούς» αν βρει τον χρόνο.
Εκείνη φυσικά το επέστρεψε και δήλωσε: «Να πεταχτώ για να πω δυο λόγια; Τι είδους προσφορά είναι αυτή; Είμαι ένα πολυάσχολο άτομο που δεν έχει καιρό για χάσιμο!». Το θεατρικό αρχίζει με ένα περιστατικό απαγωγής, όταν μια ψυχοπαθής μαθήτρια, η Κάρεν Μπρουκ, εισβάλλει στο σπίτι της ηρωίδας από ένα ανοιχτό παράθυρο και αφού την απειλεί με ένα όπλο, της φωνάζει: «Το πρόβλημά μας δεν είναι οι άντρες, αλλά οι γριές φεμινίστριες». Η μαθήτρια, η οποία καταδικάστηκε και φυλακίστηκε για δύο χρόνια, είχε πάθει ψύχωση και έβλεπε τη Μάνσον σαν μητρική φιγούρα. Το επεισόδιο αυτό είχε γίνει το 2000 στο σπίτι της Ζερμέν Γκριρ στο Έσεξ. «Στην πραγματικότητα δεν με είχε απειλήσει με όπλο, αλλά με είχε δέσει». Η Μόρεϊ-Σμιθ δήλωσε πως ήθελε να δείξει μέσα από αυτό το περιστατικό τι γίνεται όταν οι νέοι βλέπουν το πρόσωπο που θαυμάζουν να μην ακολουθεί τα πιστεύω του.
Η πρεμιέρα της παράστασης έγινε στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου με την Έλεν Άτκινς στον ρόλο της Μάργκοτ Μάνσον. Είχε μάλιστα προσκληθεί και η Ζερμέν Γκριρ αλλά δεν εμφανίστηκε. «Το αποκαλούν αυτό κωμωδία, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα δράμα», δήλωνε απλώς...

ΑΝΕΥ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΟΥΔΕΝ...


Κάθε μέρα. Δύο φορές τη μέρα. Τρεις φορές τη μέρα. Από τηλεφωνήματα επί τούτου, σε συναντήσεις τυχαίες, σε κουβέντες τυχαίες, από ρεπορτάζ συναδέλφων, το ακούω, το μαθαίνω, το διαβάζω: «Περιμένουμε τα χρήματα από το υπουργείο Πολιτισμού», «μας χρωστάει το υπουργείο από πρόπερσι», «μας υποσχέθηκαν από το υπουργείο, αλλά τώρα δεν βγαίνουν στο τηλέφωνο», «μας έχει στο περίμενε το υπουργείο», «το υπουργείο είπε- ξείπε», « μας εξέθεσε το υπουργείο», «έχουμε παγώσει τα πάντα, γιατί το υπουργείο δεν απαντάει», «ματαιώνουμε γιατί το υπουργείο, τελικά, δεν θα βοηθήσει».... Θεατρικό Μουσείο, Φεστιβάλ Ναυπλίου, Φεστιβάλ Καλαμάτας, Ελληνικό Φεστιβάλ, Κέντρο Θεάτρου και «Σύστημα», για ματαίωση πάει το Φεστιβάλ- θεσμός της Βαβέλ- αίσχος!-, οι επιχορηγήσεις του θεάτρου, οι επιχορηγήσεις του χορού, τα μουσεία, οι αρχαιολογικοί χώροι, οι αρχαιοφύλακες, τα ΔΗΠΕΘΕ, το ΚΘΒΕ, το ΕΚΕΘΕΧ που ΄χει μείνει εκκρεμές, και, και, και, και... Ων ουκ έστιν αριθμός. Και αναρωτιέμαι. Αφού δεν έχουν, λέει, λεφτά, αφού ακόμα πληρώνουμε τους Ολυμπιακούς (;), αφού τα μοίρασαν σε «ημετέρους»- και βγήκαν και λάδι από πάνω...- τότε γιατί δεν κηρύττουν πτώχευση: το τρικουπικό «δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Να βγουν και ευθαρσώς να μας πουν: «Ο κ. Πρωθυπουργός, όταν έγινε πρωθυπουργός, έδωσε με άξονα την προαγωγή του Πολιτισμού την πρώτη του συνέντευξη, κάλεσε (σ.σ. για φιγούρα προφανώς) ανθρώπους του Πολιτισμού να τους συμβουλευτεί, αυτοπροσώπως ανέλαβε, τιμητικά, το υπουργείο Πολιτισμού, αλλά πλέον αυτή η έφεσις για τον πολιτισμό του σώθηκε και, από πολιτισμό, δώκαμε, δώκαμε, αλλά πλέον finito, έως εδώ». Και να κολλήσουν και στην Μπουμπουλίνας απ΄ έξω ένα χαρτί «χρεοκοπία», άντε «πτώχευσις», και να το σφραγίσουν το αμαρτωλό το κτίριο. Βέβαια, θα μου πείτε, του κ. υπουργού, αυτή τη στιγμή, του έχουν πάρει και τα μπατζάκια φωτιά, με πολιτισμό θα ασχοληθεί; Σωστά. Αφήστε που από την άλλη το εμπόριο ελπίδων δεν κοστίζει τίποτα- εντελώς τσάμπα. Και είναι και προεκλογικά αποδοτικό... [Γ.Δ.Κ.Σ., ΤΑ ΝΕΑ, 22/07/2008]