Αισχύλος Αγαμέμνων, σκην: Αντζελα Μπρούσκου. «Θέατρο Δωματίου» (Επίδαυρος)
Η ανθρώπινη δράση σε μία από τις πλέον άγριες και προβληματικές εκφάνσεις της. Η δίψα για εξουσία και η αδίστακτη πορεία μέχρι να φθάσει κανείς στο στόχο του πατώντας στην κυριολεξία πάνω σε πτώματα. Η σύγκρουση για την ισχύ μεταξύ του αρσενικού και του θηλυκού. Το Εγκλημα και η Τιμωρία. Το συναίσθημα απέναντι στον ορθολογισμό. Η καρδιά ν’ αναμετριέται με το μυαλό. Η πίστη στη φυλή και η ιδέα της δημοκρατίας γενικότερα. Μόλυνση και κάθαρση.
Ολα αυτά συμπυκνωμένα απ’ τη στιγμή που διαδραματίζονται μέσα σε μια οικογένεια, μέσα σ’ έναν βασιλικό οίκο. Στην Ορέστεια του Αισχύλου όλα δείχνουν μετρημένα και με βάση τους τα θεία και τ’ ανθρώπινα. Στο πρώτο μέρος της τριλογίας, στον «Αγαμέμνονα» η ιστορία καλπάζει και οι βασικοί χαρακτήρες παρουσιάζονται με ανθρώπινη σάρκα και με υπεροπτική βασιλική προσωπικότητα.
Το περιεχόμενο
Τι κάνει κανείς μ’ ένα παρόμοιο πρώτο υλικό στο χέρι; Μα, πρώτα απ’ όλα επιχειρεί να δείξει τα κύρια πρόσωπα με τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται στις περιγραφές του κειμένου. Ο σκηνοθέτης μπορεί να τους ντύσει με αρχαία ρούχα, με φράκα, με μπλουτζίν. Ασχετο. Το ζητούμενο είναι να μπορέσει η Κλυταιμνήστρα, ο Αγαμέμνονας, η Κασσάνδρα ή ο Αίγισθος να αποκτήσουν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο και να πείσουν το κοινό ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Οπως τα λένε. Με τ’ άσπρα και τα μαύρα. Ο,τι και να φοράνε, όπως κι αν συμπεριφέρονται – αρκεί να υπάρχει βέβαια κάποια λογική στο φέρσιμό τους. Ετσι δεν ήταν πάντα το θέατρο; Ακόμα κι όταν έκανε τις παραξενιές του με τους λεγόμενους πρωτοποριακούς σε εκείνη την ξεχωριστή καλλιτεχνική περίοδο που ακολούθησε την σοβιετική επανάσταση (ό,τι σήμερα λέμε «μοντέρνο» στις τέχνες και την αρχιτεκτονική ξεκίνησε τότε απ’ εκεί) μέχρι και στην εποχή του «ντανταϊσμού», του παραλόγου και τον 21ο αιώνα.
Με δυο λόγια δεν είναι το πώς αλλά το τι. Δεν είναι η φόρμα από μόνη της αλλά –κυρίως– το περιεχόμενο, το οποίο οφείλει να γίνεται αντιληπτό.
Πολλά ερωτήματα
Στον «Αγαμέμνονα» που σκηνοθέτησε η Αντζελα Μπρούσκου στην Επίδαυρο τα ερωτήματα ήταν πολλά. Γιατί άραγε υπήρξε το καρπούζι που κουβαλούσε ο Κήρυκας (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης), το οποίο θρυμματίζεται στην ορχήστρα; Γιατί φορούσε ο χορός τα σακάκια του ανάποδα, προτού μεταμορφωθεί σε σκυλάκια; Γιατί η σκηνοθέτις έδιωχνε διαρκώς σε μια απόμακρη άκρη της σκηνής την Κλυταιμνήστρα (Αμαλία Μουτούση), ενώ υποτίθεται ότι άκουγε τα λόγια τα οποία της απηύθυναν; Κι ένα σωρό άλλα περίεργα και αινιγματικά.
Τέλος πάντων. Το έντεχνο παραξένισμα φοριέται ιδιαίτερα τελευταία. Ομως, ας είχε τουλάχιστον κι αυτό κάποιο πρόσωπο. Εστω κι άσχημο. Ενα πρόσωπο το οποίο ας έκανε χονδροειδείς γκριμάτσες με σκοπό να ερεθίσει το κοινό, όπως –καλή ώρα– έκανε ο Βασίλιεφ στη «Μήδειά» του.
Εδώ οι δήθεν πρωτοτυπίες παρέμεναν ξεκρέμαστες. Ασυγχώρητα αυθαίρετες. Οχι, δεν φταίει η δημιουργός του «Θεάτρου Δωματίου», η Αντζελα Μπρούσκου. Φταίει ο Διευθυντής του Φεστιβάλ, ο Γιώργος Λούκος, ο οποίος θα έπρεπε να είχε αντιληφθεί την καλλιτεχνική ανεπάρκεια της Μπρούσκου, από εκείνη την Ηλέκτρα δωματίου που είχε διδάξει πριν από δύο χρόνια. Και –τουλάχιστον– να μη της δώσει την Επίδαυρο.
Κρίμα που χαραμίστηκαν και μερικοί καλοί ηθοποιοί, όπως ο Μηνάς Χατζησάββας, ο οποίος δεν είχε να υποστηρίξει έναν σαφή χαρακτήρα. Ακόμα και η Αμαλία Μουτούση, που πιάνει κάρβουνο και γίνεται στα χέρια της χρυσάφι, εδώ όχι μόνο σκόνταψε, αλλά έβαλε σε κίνδυνο και τις φωνητικές της χορδές οδηγημένη σε μια ιδιότυπη ορθοφωνική ατραπό. Παρ’ όλα αυτά, τελικά η καλή ηθοποιός κατά περίεργο τρόπο διεσώθη.
Για μένα ήταν ευχάριστη έκπληξη η underground Κασσάνδρα της Παρθενόπης Μπουζούρη, επειδή μόνη της πατούσε πόδι στην παράσταση, και τερπνή ήταν η νότα που παρουσίαζε –ως μη ώφειλε– ο φουστανελοφόρος Κήρυκας του Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη. Ο Μάξιμος Μουμούρης ως Αίγισθος εντελώς έξω από τα τηλεοπτικά νερά του. Δίχως το παραμικρό ενδιαφέρον τα σκηνικά της Γκάυ Στεφάνου και τα κοστούμια της Αντζελα Μπρούσκου.
Ε, λοιπόν, χίλιες φορές προτιμότερη η υπεραλατισμένη, υπερκαρυκευμένη, πανφλύαρη «Μήδεια» του Ανατόλι Βασίλιεφ. Αυτός, όμως, ο διστακτικά κι άτεχνα μοντέρνος(;) «Αγαμέμνων» δεν πήγε το αρχαίο δράμα πουθενά.