Οταν κάποτε ρωτήθηκε ποιος είναι ο «Γκοντό», ο Μπέκετ απάντησε: «Αν το ήξερα, θα το είχα πει στο έργο». Φαίνεται πως σημασία δεν έχει ο Γκοντό, αλλά η προσμονή. Οι δύο αξιαγάπητοι αλήτες «προσδοκούν κάτι σπουδαίο» από την αναμονή. Αλλοθι για την αδιέξοδη ύπαρξή τους, λύτρωση από τη μεταφυσική ερημιά.Η ανόητη φλυαρία τους, η απασχόληση με το στενό παπούτσι, το τσαπλινέσκ βάλε - βγάλε του καπέλου, τα παιχνιδάκια τσακωμού και συμφιλίωσης («δεν θέλουμε να χωρίσουμε ποτέ»), η πλάκα με την αυτοκτονία (δεν φτάνει το σχοινί για δύο) είναι προσπάθειες να υπερκεράσουν την πλήξη, μέχρι ο Γκοντό τούς αποκαλύψει το νόημα της ζωής.
Σε απόλυτη αβεβαιότητα, ανάμεσα σε φόβο και ελπίδα, οι δύο ρέμπελοι ζουν μονάχα για τον Γκοντό. Κάθε άλλο παρά μηδενιστές, είναι θρησκευτικοί οπτιμιστές, που ενώ δεν πολυπιστεύουν πια, τους έχει μείνει η εξάρτηση από το άδηλο κάτι. Οι σποραδικές σιωπές, όταν προς στιγμή χάνουν τον μίτο του παιχνιδιού, σκάνε σαν κραυγές απελπισίας («όλα καταρρέουν!»). Είκοσι παύσεις, ανάμεσα σε γέννηση και θάνατο, ανυπαρξία και ανυπαρξία, που πρέπει να ξαναγεμίσουν γρήγορα με κουβέντα και αστεϊσμούς, προτού η τραγικότητα από κλοουνέσκ κατάσταση γίνει πραγματική. Ο Μπέκετ θέτει τα αρχαιότερα θρησκευτικά ερωτήματα της ανθρωπότητας και ελλείψει λύσεων, απαντά σε αυτά με παιχνίδι.
Στο κέντρο της σκηνής, το περίφημο ξερακιανό δέντρο, τριγύρω αμμόλοφοι σαν κρατήρες ενός άγνωστου πλανήτη (σκηνικό Vitautas Narbutas), στο γαλάζιο στερέωμα μια πανσέληνος ή ήλιος αλλάζουν συνεχώς θέση και χρώμα. Ωραιότατη μεταφορά της έννοιας του χρόνου. Μια αναμαλλιασμένη κλοσάρ (Μάρω Παπαδοπούλου) επελαύνει στο γυμνό τοπίο και οσονούπω το γνωστό ντουέτο Βλαντιμίρ/ Εστραγκον. «Επιτέλους πάλι μαζί!».Ο πρώτος, αυταρχικός και ανήσυχος (Ταξιάρχης Χάνος), ουρεί στο δέντρο και ζορίζεται με την καθυστέρηση του Γκοντό («και τώρα;»). Ο άλλος, λιπόσαρκο, αφηρημένο ανθρωπάκι (Μανώλης Μαυροματάκης), καταγίνεται υπομονετικά με το παπούτσι του και τον χρόνο. Τι άλλο να κάνει; Τόσο ανόμοιοι και τόσο αγαπημένοι. Δεν συμβαίνει το ίδιο με το δίδυμο εξουσίας/ υποτέλειας του Πότσου (Χρήστος Σαπουντζής), σε περιβολή Βαυαρού διευθυντή τσίρκου και του υπηρέτη του Λάκι (Αγγελική Στελλάτου).Η σκηνική πρόκληση στον Μπέκετ είναι η μεγαλειώδης μινιμαλιστική γραφή του και τα απολύτως στοιχειώδη υλικά (σώμα/ φωνή) στην περιγραφή της ανθρώπινης εμπειρίας. Ο Cezaris Grauzinis σε μια απόπειρα «εκσυγχρονισμού» του έργου, ανασκεύασε το ουσιώδες σε διακοσμητικό, πρόσθεσε επεξηγηματικές σφήνες (godot-god) και ατάκες από άλλα κείμενα (Τέλος του παιχνιδιού), ανατροπές, μετατοπίσεις και αυτοσχεδιασμούς χωρίς κέντρο βάρους, γκαγκς βωβού κινηματογράφου, σλάπστικ, στοιχεία ελληνικής επιθεώρησης, εν γένει ένα λούσο ευρημάτων που μετατρέπουν τους σημαίνοντες μονολόγους σε φλυαρία ad finitum, επιμηκύνοντας τη βαρδιά σε τρεις μάταιες ώρες. Η πλήξη ζωής των χαρακτήρων είναι μεταδοτική: ο διπλανός μου βυθίστηκε σε ύπνο βαθύ, ευτυχώς αθόρυβο. Παραπέρα το ίδιο.Οπως και στο αμφιλεγόμενο, για ορισμένους, χιτ της περυσινής σεζόν, «Δάφνις και Χλόη» (Πορεία), ο Λιθουανός σκηνοθέτης έδωσε πάλι ρέστα με μια καταϊδρωμένη παράσταση, γεμάτη πλεονασμούς, στην απόπειρα να μην αφήσει αναπάντητη καμιά πλευρά του έργου: θρησκεία, τέχνη, φιλία, αναμονή, φόβος, Τίποτε. Φυσικά επισημάναμε το ανθισμένο κλαρί του β' μέρους. Ωστόσο, αυτή η νύξη ελπίδας που επιτρέπει στον «Γκοντό» του ο ταλαντούχος πλην άμετρος Grauzinis δεν πείθει. Σε ένα δάσος από αυθαιρεσίες, ένα ακόμη κλαδάκι δεν κάνει πολλή διαφορά.ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΤΖΙΡΗ, Ελευθεροτυπία / 2 - 30/08/2008
No comments:
Post a Comment