- «Πυρκαγιές» στο Εθνικό Θέατρο
«Πρέπει να πάψεις να λες "Ναι". Για να πάψεις, πρέπει να μάθεις να διαβάζεις, να σκέφτεσαι, να μιλάς. Να μάθεις να λες "Οχι"». Με «πυρήνα» αυτήν τη φράση (σοφή συμβουλή μιας βασανισμένης γιαγιάς στην εγγονή της), που θυμίζει το ποίημα του Μπρεχτ «Εγκώμιο στη γνώση» και εφαρμόζοντας την μπρεχτική μέθοδο αποστασιοποίησης με την τιτλοδότηση των σκηνών του έργου, ώστε ο θεατής κριτικά να σκέφτεται τα διαδραματιζόμενα - ο Λιβανέζος δραματουργός και σκηνοθέτης Ουαζντί Μουαουάντ, με το πολύ σημαντικό (δραματουργικά και θεματολογικά) έργο του «Πυρκαγιές» (βραβείο «Μολιέρος», 2003) μυθ-ιστορεί τα πάθη του Λιβάνου (του λιβανέζικου και παλαιστινιακού λαού) με την πολεμική επίθεση του ιμπεριαλιστικού Ισραήλ και τον εμφύλιο που «έσπειρε». Οκτάχρονος ήταν ο συγγραφέας όταν η οικογένειά του αναγκάστηκε να ξεριζωθεί, καταφεύγοντας, αρχικά το 1976 στη Γαλλία. Στερούμενη την άδεια παραμονής, η οικογένεια περιπλανήθηκε εκ νέου, μέχρι να εγκατασταθεί στο γαλλόφωνο Καναδά, όπου ο Μουαουάντ σπούδασε θέατρο και διακρίθηκε. Ο συγγραφέας, εμπνεόμενος από το μύθο του Οιδίποδα (μύθος που αλληγορεί για τα εγκλήματα και τα δεινά που γεννά ο πόθος για εξουσία, η έπαρση και η βία της, στις «Πυρκαγιές» διεκτραγωδεί τα πάθη του λιβανέζικου και γενικότερα των λαών της Μέσης Ανατολής, βασιζόμενος και σε υπαρκτά πρόσωπα. Το κεντρικό πρόσωπο του έργου (εμφανίζεται σε τρεις ηλικίες) η Ναουάλ, παραπέμπει στην αγωνίστρια της λιβανικής αντίστασης κατά του κατακτητικού Ισραήλ, Σόχα Μπεσάρα. Μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας του Λιβάνου, η Σόχα Μπεσάρα, εικοσάχρονη, το 1988, αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Λιβανέζο αρχιβασανιστή, αρχιφονιά του αντιστεκόμενου λαού του Λιβάνου και των Παλαιστινίων προσφύγων, στρατηγό - αρχηγό των ισραηλινών δυνάμεων κατοχής και των φυλακών τους, στο Νότιο Λίβανο - Αντουάν Λαχάντ (βασανιστή και της Μπεσάρα, η οποία συνελήφθη και βασανίστηκε απάνθρωπα, κατηγορούμενη για την απόπειρα, σε συνεργασία με συναγωνίστριά της, γνωστή ως «Η γυναίκα που τραγουδά» - στο έργο το πρόσωπο αυτό ονομάζεται Σαουντά). Χάρη στις διαμαρτυρίες της προοδευτικής λιβανικής, ευρωπαϊκής και ισραηλινής κοινής γνώμης, η Μπεσάρα ελευθερώθηκε το 1998. Ο Α. Λαχάντ, που φυγαδεύτηκε στο Ισραήλ και δικάστηκε ερήμην (και έκτοτε πλούτισε ως επιχειρηματίας ιδιοκτήτης των πολυτελών εστιατορίων «Λαχάντ» στο Τελ Αβίβ), στο έργο ονομάζεται Νιχάντ. Ισως, σε πραγματικό πρόσωπο παραπέμπει και η συναγωνίστρια της Ναουάλ, Σαουντά, που η Ναουάλ της έμαθε γράμματα κι εκείνη έμαθε την Ναουάλ να τραγουδά. Με πολλές, σύντομες σκηνές και αλλεπάλληλα φλας μπακ στο χρόνο, ο συγγραφέας πλέκει, χωρίς μελοδραματισμό, ένα διδακτικό μύθο. Ενας συμβολαιογράφος, εκτελεστής της διαθήκης της νεκρής πια Ναουάλ, δίνει στα δίδυμα παιδιά της ό,τι τους άφησε η μητέρα τους. Τα λιγοστά της χρήματα, ένα πουκάμισο φυλακής και από ένα φάκελο για το κάθε παιδί. Η ακατανόητα σιωπηλή όσο ζούσε, νεκρή, ζητά να αναζητήσουν και να βρουν τον πατέρα τους και το χαμένο αδελφό τους. Το «κουβάρι» του μύθου ξετυλίγεται. Η νεαρή Ναουάλ, γεννά ένα αγόρι, «καρπό» του διωκόμενου αγαπημένου της, Ουαχάμπ. Οταν ο κατακτητής αρπάζει το βρέφος της, ξεκινά μια μακρόχρονη και γεμάτη αγώνες αναζήτησή του. Πουθενά δεν βρίσκει το παιδί της. «Οδηγός» σ' αυτό το διπλό αγώνα της η συμβουλή της γιαγιάς της, να μάθει γράμματα και να μάθει να αντιστέκεται. Οταν οι δυο αγωνίστριες φυλακίζονται η Σαουντά συνεχώς τραγουδά, ενώ η Ναουάλ σιωπά, μετά το βιασμό της από τον Νιχάντ, τη γέννηση και αρπαγή - προκειμένου να δολοφονηθεί - του «καρπού» του βιασμού της. Τα δίδυμά της σώζονται και μετά την αποφυλάκισή της τα βρίσκει. Τα μεγαλώνει χωρίς να τους μιλήσει για τον σπορέα τους, τα εγκλήματα του οποίου κατήγγειλε σε δικαστήριο. Εκτελώντας την «εντολή» της νεκρής μάνας, τα δίδυμα ανακαλύπτουν στο πρόσωπο του Νιχάντ και τον πατέρα τους και τον αδελφό τους, που ο κατακτητής - για το συμφέρον του - το απέκοψε από τις «ρίζες» του και το μετέτρεψε σε απάνθρωπο αδελφοκτόνο «γενίτσαρο». Το έργο, σε ρέουσα μετάφραση (Εφη Γιαννοπούλου), με αρμόζοντα κοστούμια (Ελένη Μανωλοπούλου), επιμελημένο μουσικά (Κώστας Σουρβάνος) και κινησιολογικά (Ξένια Θεμελή), με λιτότα ρεαλιστική, «ποιητικά» ατμοσφαιρική, δραματικού βάθους και όχι μελοδραματική, σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη, παρουσιάζεται επί της Κεντρικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου (οι θεατές κάθονται μέσα σ' αυτή). Από τις συνολικά πολύ καλές ερμηνείες ξεχωρίζουν εκείνες των Λένας Παπαληγούρα (νεαρή Ναουάλ), Χριστίνας Μαξούρη (Σαουντά), Θέμιδος Μπαζάκα (τρίτη ηλικία της Ναουάλ), Μαρίας Κεχαγιόγλου (δεύτερη ηλικία της Ναουάλ). Αξιέπαινοι είναι και οι Γιώργος Συμεωνίδης, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Δημήτρης Πιατάς, Δημήτρης Παπαγιάννης, Μιχάλης Μητρούσης, Βασίλης Παπαγεωργίου.
«Ρίτερ, Ντένε, Φος»
|
- «Ρίτερ, Ντένε, Φος» στο θέατρο«Σφενδόνη»
Νόθος γιος μιας Αυστριακής μεγαλοαστής, «πληγωμένη» ψυχή, ανήσυχο και ατίθασο πνεύμα, συνειδητά «κατήγορος» της αστικής τάξης, του κυνικού εγωτισμού της, της συμμετοχής της στον εκφασισμό της Αυστρίας και στην άνοδο και τα εγκλήματα του ναζισμού, ο Τόμας Μπέρνχαρντ, με το έργο του «Ρίτερ, Ντένε, Φος» (τα ονόματα του τίτλου είναι τα ονόματα τριών σπουδαίων Γερμανών ηθοποιών, που πρωτοέπαιξαν τα τρία πρόσωπα του έργο), βρίσκει μια ακόμη ευκαιρία για να σαρκάσει την ανούσια, βαρετή, διαστροφική, παρασιτική, κοινωνικά άχρηστη, πνιγμένη στην ανία και τον παραλογισμό και τελικά στη δυστυχία, ακόμα και στην τρέλα, μεγαλοαστική τάξη. Μυθοπλαστικό «όχημα» της σαρκαστικής κριτικής του Μπέρνχαρντ είναι ο Αυστριακός φιλόσοφος Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν - γόνος ανεξάντλητα βαθύπλουτης μεγαλοαστικής οικογένειας - του οποίου οι ιδέες και ο βίος αντέφασκαν συνεχώς (άλλοτε εμφανίζονταν κοινωνικά «προοδευτικές» και ταξικά «ενοχικές» κι άλλοτε βαθύτατα αντιδραστικές), τόσο που να ζήσει για πολλά χρόνια και να πεθάνει ως τρόφιμος ψυχιατρείου, και οι δύο αδελφές του, που, ανομολόγητα, φαντασιώνονται «ερωτικές» περιπτύξεις μαζί του. Τα τρία, πραγματικά, πρόσωπα του έργου, είναι πλασμένα και με δάνεια στοιχεία της οικογένειας του Μπέρνχαρντ. Ο Βίτκενσταϊν (Φος στο έργο) στα νιάτα του έκφρασε προοδευτικές κοινωνικά και φιλοσοφικά απόψεις, απόψεις που κατά περιόδους τον ωθούσαν να αδιαφορεί για τον ανεξάντλητο κληρονομημένο πλούτο του, να σκέφτεται να τον μοιράσει, να ζει μακριά από το πατρικό μέγαρο και να αηδιάζει με τα μεγαλεία και τον τρόπο ζωής της τάξης του, να ζει μόνος σαν «ασκητής» και να στοχάζεται σε μια καλύβα στην ερημιά. Η «τρελή», σύμφωνα με τις αδελφές του, συμπεριφορά του, απαιτούσε ψυχοθεραπεία και εγκλεισμό σε ψυχιατρείο. Στη διάρκεια μιας ολιγοήμερης εξόδου από το ψυχιατρείο διαδραματίζεται το έργο του Μπέρνχαρτν. Η μεγαλύτερη αδελφή, η Ντένε, επιθυμώντας τον ερχομό του αδελφού, έχοντας δώσει άδεια στους υπηρέτες, η ίδια - μητρικά αλλά με υπόκρυφο ερωτισμό για τον αδελφό της - ετοιμάζει με το τελετουργικό της μεγαλοαστικής τάξης την υποδοχή του και το γεύμα τους. Η άλλη αδελφή, η Ρίτερ, δυσφορώντας με τον ερχομό του αδελφού, πίνει ακατάσχετα, κατά το συνήθειό της. Η επιστροφή στο σπίτι φουντώνει το αίσθημα της ματαιότητας, του κενού, της αηδίας, της αποξένωσης, της προτίμησης του αδελφού να επιστρέψει αμέσως στο ψυχιατρείο, αποκαλύπτει ότι η «τρέλα» των «λογικών» αδελφών του, γενικότερα των «μεγαλοπρεπών» γεννητόρων της οικογένειάς του είναι πολύ φρικτότερη από των ψυχοπαθών, ότι η διανοητική διαστροφή και η ψυχολογική διαταραχή είναι στη «φύση» της τάξης του. Την παράσταση (το κείμενο βασίζεται σε μετάφραση της Ιωάννας Μεϊτάνη), με υπέροχο, σχολιαστικό σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Αλέκου Γιάνναρου, κοστούμια της Μάγδας Καλορίτη, κινησιολογία της Πέρσας Σταματοπούλου, σκηνοθέτησαν, από κοινού, οι τρεις άξιοι, πολύπειροι, αισθητικά και υποκριτικά πραγματικά πολύ απαιτητικοί ηθοποιοί (με τη σειρά της διανομής) Ράνια Οικονομίδου, Αννα Κοκκίνου και Δημήτρης Καταλειφός. Μια σκηνοθεσία πολύ ενδιαφέρουσα, απόλυτου ρεαλισμού (πολύ αργόρυθμη όμως) πλουτίζοντάς την με τις πολύ καλές ερμηνείες τους. Σηματικότερες κατά τη γνώμη της στήλης είναι οι ερμηνείες του Δημήτρη Καταλειφού και της Αννας Κοκκίνου (Ντένε).
ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 28 Μάρτη 2012