- Ως δυναμική Πραξαγόρα
- Ζούση Μάνια
- Η ΑΥΓΗ, 24.07.2015
  
 Η τραγωδία του Ρακίνα "Βερενίκη" παρουσιάζεται απόψε και αύριο, στις 
9.00 μ.μ., στο Φεστιβάλ Αθηνών και στην αίθουσα Δ της Πειραιώς 260 σε 
σκηνοθεσία Θέμελη Γλυνάτση. Όταν ο Τίτος έρχεται στη Ρώμη για να 
αναλάβει την εξουσία, τον συνοδεύει η Βερενίκη, βασίλισσα της 
Παλαιστίνης, με την προοπτική του γάμου τους, μετά από μακρόχρονο έρωτα.
 Η Σύγκλητος αντιτίθεται. Οι ελπίδες του ερωτευμένου με τη Βερενίκη 
βασιλιά Αντίοχου αναπτερώνονται. Τραγωδία δωματίου, ψιθύρων και 
ανεκπλήρωτων παθών, η "Βερενίκη" δομείται σε δεκαπεντασύλλαβο από τον 
Στρατή Πασχάλη, με τη Μαρία Ναυπλιώτου στον κεντρικό ρόλο.
 

 
 

 
      
    












 Η
 Στεφανία Γουλιώτη - κατά κοινή ομολογία μία από τις καλύτερες ηθοποιούς
 της γενιάς της - αποφάσισε εφέτος να πειραματιστεί. Διάλεξε τις 
«Ευμενίδες» (458 π.Χ.) του Αισχύλου, «ένα έργο παραμελημένο και 
πολύπαθο, αλλά και με μεγάλο ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον», για να περπατήσει
 σε έναν νέο ερμηνευτικό δρόμο, αυτόν της αλήθειας: «Δεν μου αρέσει η 
ιδέα πως η δουλειά του ηθοποιού είναι να λέει ψέματα στον κόσμο. 
Υποτίθεται πως αυτή η τέχνη είναι ταυτισμένη με μια αποστολή, ότι έχει 
κάτι ιερό, ότι ποιούμε ήθος και τελικά εκπαιδευόμαστε ώστε να πούμε όσο 
καλύτερα ψέματα μπορούμε. Και όσο πιο ικανοί ψεύτες γινόμαστε, τόσο πιο 
πολύ μας επευφημούν και μας χειροκροτούν. Θέλω να νιώθω ότι κάνω κάτι 
πιο ουσιαστικό. Με ενοχλεί όταν απλώς υποκρίνομαι. Υπάρχει μία 
ερμηνευτική περιοχή όπου φεύγουν οι προθέσεις, η ματαιοδοξία, το εγώ σου
 και εκεί στοχεύω τώρα. Αυτό είναι πολύ δύσκολο να γίνει σε μια κανονική
 παράσταση γιατί συνήθως σου ζητάνε τα εργαλεία που έχεις πρόχειρα, όλον
 τον καλό σου εαυτό, κι εσύ για να αρέσεις - στον σκηνοθέτη, στους 
συναδέλφους, στο κοινό - αυτά δίνεις. Το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα για 
εμάς τους ηθοποιούς είναι ότι δεν υπηρετούμε το θέατρο αλλά τις δικές 
μας ανάγκες. Ψάχνουμε μόνο την αποδοχή».
Η
 Στεφανία Γουλιώτη - κατά κοινή ομολογία μία από τις καλύτερες ηθοποιούς
 της γενιάς της - αποφάσισε εφέτος να πειραματιστεί. Διάλεξε τις 
«Ευμενίδες» (458 π.Χ.) του Αισχύλου, «ένα έργο παραμελημένο και 
πολύπαθο, αλλά και με μεγάλο ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον», για να περπατήσει
 σε έναν νέο ερμηνευτικό δρόμο, αυτόν της αλήθειας: «Δεν μου αρέσει η 
ιδέα πως η δουλειά του ηθοποιού είναι να λέει ψέματα στον κόσμο. 
Υποτίθεται πως αυτή η τέχνη είναι ταυτισμένη με μια αποστολή, ότι έχει 
κάτι ιερό, ότι ποιούμε ήθος και τελικά εκπαιδευόμαστε ώστε να πούμε όσο 
καλύτερα ψέματα μπορούμε. Και όσο πιο ικανοί ψεύτες γινόμαστε, τόσο πιο 
πολύ μας επευφημούν και μας χειροκροτούν. Θέλω να νιώθω ότι κάνω κάτι 
πιο ουσιαστικό. Με ενοχλεί όταν απλώς υποκρίνομαι. Υπάρχει μία 
ερμηνευτική περιοχή όπου φεύγουν οι προθέσεις, η ματαιοδοξία, το εγώ σου
 και εκεί στοχεύω τώρα. Αυτό είναι πολύ δύσκολο να γίνει σε μια κανονική
 παράσταση γιατί συνήθως σου ζητάνε τα εργαλεία που έχεις πρόχειρα, όλον
 τον καλό σου εαυτό, κι εσύ για να αρέσεις - στον σκηνοθέτη, στους 
συναδέλφους, στο κοινό - αυτά δίνεις. Το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα για 
εμάς τους ηθοποιούς είναι ότι δεν υπηρετούμε το θέατρο αλλά τις δικές 
μας ανάγκες. Ψάχνουμε μόνο την αποδοχή».





