* «Αγαμέμνων» του Αισχύλου, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 25/08/2008
Δυσάρεστα πράγματα. Το επεισόδιο επαναλήφθηκε για δεύτερη Παρασκευή, σε βάρος αυτή τη φορά τής Αντζελας Μπρούσκου. Και αν την περασμένη εβδομάδα έφερε τη σκευή τής γενικευμένης αγανάκτησης, τώρα είχε την όψη τής μεμονωμένης απρέπειας. Ισως η στάση τής πνευματικής κοινότητας -μισής θετικά και μισής αρνητικά διακείμενης στο κράξιμο της «Μήδειας»- δημιούργησε τάση μιμητισμού και αντίδρασης, ιδιαίτερα καθώς οι ίδιοι οι αποδέκτες χαρακτήρισαν με δηλώσεις τους το γιουχάισμα αναμενόμενο και καλοδεχούμενο!
Γεγονός είναι πάντως ότι η απόσταση ανάμεσα στη συμμετοχή και τη σαχλαμάρα καλύφθηκε αυτόματα, και μέσα σε μία μόλις εβδομάδα η Επίδαυρος κινδύνεψε να αποκτήσει τον εξώστη, το καλαμπούρι και την καζούρα του. Ευτυχώς που η παράσταση ήταν η τελευταία του φεστιβάλ, αλλιώς το πράγμα μπορούσε να καταλήξει σε πάλαι ποτέ κινηματογραφικά φεστιβαλικά ήθη. Το ότι οι αντιδράσεις απομονώθηκαν και στηλιτεύθηκαν από τους πολλούς, είναι ασφαλώς καθησυχαστικό.
Ηταν εξάλλου και άδικες. Στην παράσταση της «Μήδειας» υπήρχαν σκηνές που έδειχναν ότι ο σκηνοθέτης έπαιζε αλαζονικά με το θηρίο στις κερκίδες. Εδώ, όμως, στον «Αγαμέμνονα» του «Θεάτρου δωματίου», είχαμε να αντιμετωπίζουμε μια τίμια και συγκροτημένη άποψη, προχωρημένη ίσως και ανολοκλήρωτη, όχι όμως προβοκατόρικη και διόλου αδιάφορη.
Είδε λοιπόν η Μπρούσκου κάτω από τον «Αγαμέμνονα» μια πολιτική οπερέτα. Στον περίγυρο των Μυκηνών, ο δικτάτορας παραμένει, παρά την απουσία του -ωσεί παρών, και ο Χορός, θίασος ανδρείκελων, παίζει τα εμβατήρια παράφωνα και γαβγίζει συνθήματα υποταγής ή επανάστασης. Ο πρόλογος του Φύλακα σκορπίζει στους πολλούς και η Πάροδος διασπάται σε κατά τόπους παρέες.
Σε ένα τέτοιο αγοραίο περιβάλλον (με την πλήρη επικράτηση του συνόλου), η Κλυταιμνήστρα της Αμαλίας Μουτούση αναλαμβάνει τον ρόλο της κυρίας Προέδρου. Η ηθοποιός δεν διστάζει να δώσει στο έργο το ήθος μιας ρεαλιστικής ερμηνείας, που εκτρέπεται (και παρεκτρέπεται) στην κωμωδία. Η ίδια γνωρίζει πως εκ του φυσικού της δεν είναι Κλυταιμνήστρα. Στρέφεται γι' αυτό στην απόδοση μιας γυναίκας φαινομενικά απλής, που κουβαλά μέσα της μυστικό λαβύρινθο σκέψεων και αποφάσεων.
Ενδιαφέρουσα ασφαλώς στιγμή, η εμφάνιση του Κήρυκα από τον Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη, με τη μορφή παλιού ληστή και κοψιά σύγχρονου λαμόγιου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο τύπος του, που έρχεται από το μέτωπο έχοντας πρώτα λεηλατήσει το γειτονικό μποστάνι, ενδιαφέρεται πρώτα για το πλιάτσικο και το τομάρι του. Μιλάει για τον στρατάρχη σαν να είναι αφεντικό κάποιας επιχείρησης και χρησιμοποιεί γι' αυτόν απομυθοποιητική μαλλιαρή: στο στόμα του κρύβεται η ψυχολογία ενός έθνους που δυσκολεύεται να περάσει από το «Αγαμέμνων» στο «Αγαμέμνονας», από την επίσημη ιστορία στο αληθές.
Ενας τύραννος με τρόπους φανφαρόνου
Η είσοδος επομένως του Αγαμέμνονα δεν μπορεί παρά να καταφάσκει στην εικόνα ενός τυράννου, που έχει συνηθίσει να βλέπει τον λαό να αλυχτά μπροστά του και να του γλείφει υπάκουα το χέρι. Παρατραβηγμένη και υπερβολική η σκηνή ασφαλώς, σαφέστατη όμως: ο λαός των Μυκηνών αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Μηνά Χατζησάββα τον ηγέτη που του αρμόζει, με στολή και τρόπους φανφαρόνου, κλεμμένες αρβύλες και το λάφυρο της Κασσάνδρας στο πλευρό του.
Θα πέσει αυτός ο Αγαμέμνονας στην παγίδα; Ναι, αλλά χωρίς σοβαρές συνέπειες. Το κόκκινο χαλί που ξεδιπλώνεται, δεν μπορεί να σημαίνει εδώ κάτι σπουδαιότερο. Αδύνατον να χωρέσει πια, παρά τις προθέσεις της σκηνοθέτιδος, μια μεταφυσική αναγωγή του υλικού, κάτι που να υπερβαίνει το ύψος της πολιτικής παρωδίας. Ο κυνισμός, ως γνωστόν, είναι καλό διαλυτικό, κόβει όμως την όρεξη για ποίηση.
Γι' αυτό, το πλέον αλαφροΐσκιωτο πλάσμα του έργου, η Κασσάνδρα, έχει προκαταβολικά αναιρεθεί. Μάταιος ο κόπος της Παρθενόπης Μπουζούρη να του δώσει φτερά. Το πλάσμα της είναι από πριν καταδικασμένο να σέρνεται, σαν κλινική περίπτωση νευρολογίας, σε μια άστοχη ερμηνεία.
Η εμφάνισή της δείχνει ότι η παράσταση έχει εξαντλήσει τα καύσιμά της. Δυσκολεύεται να προχωρήσει παρακάτω, στην εμφάνιση της ύστερης Κλυταιμνήστρας, που η Μουτούση αποδίδει σκεβρωμένη από το βάρος του φόνου, ή στην είσοδο του αλκοολικού Αίγισθου και στο αδρό παίξιμο του Μάξιμου Μουμούρη.
Είναι αλήθεια πως είχαμε καιρό να δούμε έναν τόσο ζωντανό Χορό, ενεργό μέρος της δράσης, φορέα και αποδέκτη της. Λίγο πείθει η επαναστατική διάθεσή του στο τέλος. Θα προτάξει βέβαια την πέτρα, αλλά δεν θα την πετάξει, έτοιμος να συμβιβαστεί με έναν ηγέτη λιγότερο χαρισματικό από τον Αγαμέμνονα, όχι όμως χειρότερό του.
Χωρίς μεταφυσικά ερείσματα, με ισχυρή άποψη και στέρεα αλλά στενή αντίληψη για το έργο, η παράσταση του «Αγαμέμνονα» αποτελεί περίπτωση θεάματος που ξέφυγε από τον κλειστό χώρο. Η συνομιλία της με το ανοικτό πεδίο στηρίζεται στο λιτό σκηνικό του Γκάυ Στεφάνου.
No comments:
Post a Comment