Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, Ελευθεροτυπία / 2 - 02/08/2008
Μοιάζει με την απόλυτη επιδίωξη του σύγχρονου θεάτρου. Ενας μυστικός κώδικας, ένα κρυμμένο κλειδί που μπορεί να ξεκλειδώσει το κλασικό έργο με συνέπεια, από άκρη σε άκρη. Δεν μιλάμε για παρεκτροπή: η ανάγνωση παραμένει στην ουσία πιστή, οι παρεμβάσεις ελάχιστες. Το πώς κατορθώνει μια τόσο εικονοκλαστική, αποδομιστική παράσταση του «Κουκλόσπιτου» να διατηρεί την επαφή της με το κείμενο και να λειτουργεί αποκαλυπτικά ως προς αυτό, αποτελεί σπάνιο, ζηλευτό επίτευγμα του Λι Μπρούερ και των Μάμπου Μάινς.
Η σπουδαία ηθοποιός Μοντ Μίτσελ (Νόρα) και ο Μαρκ Ποβινέλι (Χέλμερ) απέδειξαν τις απεριόριστες δυνατότητες της αμερικανικής σκηνής |
Πρόκειται για μια επιθετικά εξωστρεφή ανάγνωση που οδηγεί το έργο στην παραβολή. Το ανέβασμα εκλαμβάνει κυριολεκτικά τη μεταφορά και αντιστρέφει τη σχέση σημαίνοντος και σημαινόμενου: Το «κουκλόσπιτο» είναι πράγματι κουκλόσπιτο, η μικροπρέπεια φοριέται από αληθινά μικρούς άνδρες και η άβολη θέση των γυναικών αποδίδεται με άβολο τρόπο.Παράλληλα, η προσέγγιση περνά από διάφορα θεατρικά σχήματα, από το βικτωριανό μελόδραμα (παρωδία της ρητορικής του) και το γκραν γκινιόλ μέχρι την όπερα και, το αγαπημένο θέμα του Μπρούερ, τις μαριονέτες. Ο ακραίος εξπρεσιονισμός, τονισμένος από τη συνοδεία του ζωντανού πιάνου, όπως στον βωβό κινηματογράφο, και ο νατουραλισμός (μπόλικα τα υπονοούμενα) καταλήγουν στο θέατρο του παραλόγου και στον Ιονέσκο, και όλα αυτά εκβάλλουν στο αμερικανικό θέατρο της ψυχανάλυσης και το φεμινιστικό θέατρο.Ο φανερός κίνδυνος μιας τέτοιας υπερ-θεατρικότητας είναι βέβαια να χαθεί μέσα στο σκηνικό πανηγύρι των σημείων το προκείμενο. Εδώ επεμβαίνει ο Μπρεχτ: γεμίζοντας την παράσταση με επικά ευρήματα, ο Μπρούερ υπενθυμίζει το παιγνιώδες στοιχείο της, την πολιτική και διδακτική λειτουργία του εγχειρήματός του.Ο δεύτερος κίνδυνος αφορά όχι τον τρόπο αλλά τον τόνο της προσέγγισης. Σαν πολιτικό θέατρο η παράσταση ακούγεται προαποφασισμένη και προκατειλημμένη. Μετατρέπει το ιψενικό επιχείρημα σε κραυγή και οδηγεί τον διάλογο σε ακλόνητη θέση. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο διαφυγής από αυτή την ιδεολογικά αμφιλεγόμενη προβολή καταπιεσμένων μεγάλων γυναικών δίπλα σε νάνους άνδρες.Και όμως, είναι αδύνατο να διακρίνουμε σε όλα αυτά την πονηρή στιγμή που ο σκηνοθέτης σπρώχνει κάτω από το χαλί ό,τι περίσσεψε από την ανακατασκευή. Η πιο ώριμη συζήτηση που προτείνει αφορά βέβαια τη Νόρα. Σε ένα κουκλίστικο οπερατικό περιβάλλον η Νόρα απεκδύεται των θηλυκών γνωρισμάτων της και γίνεται από μαριονέτα άνθρωπος. Η φυγή της όμως εκτονώνεται στον εφιάλτη του συζύγου της.
Τι θέλει να πει με αυτό ο Μπρούερ; Ισως ότι η πραγματική, η αληθινή επανάσταση των γυναικών δεν έγινε ποτέ. Μετακύλησε σε καλλιτεχνικά, πολιτικά σχήματα, έκανε ντόρο, προκάλεσε ανδρικούς εφιάλτες, αλλά δεν εξερράγη. Η προσέγγιση κάνει ταυτόχρονα φανερά επιμέρους ζητήματα που περνούν συνήθως στις υποσημειώσεις. Η προεφηβική σχέση της Νόρας με τον νόμο και η υστερική εκτροπή της παρουσιάζονται ανάγλυφα, τα γλυκίσματα λειτουργούν σαν υποκατάστατο της καταπιεσμένης γυναικείας σεξουαλικότητάς της: ένα τόσο μεγάλο σώμα μένει και σεξουαλικά ανικανοποίητο. Σαν τυπικός Αμερικανός ο Μπρούερ δεν μπορεί παρά να βάλει μπόλικη από τη φροϊδική εσάνς στο δημιούργημά του.Το δεύτερο αμερικανικό γνώρισμα της παράστασης είναι οι καθαρές ερμηνείες της σπουδαίας ηθοποιού Μοντ Μίτσελ (Νόρα), του Μαρκ Ποβινέλι (Χέλμερ) και των υπολοίπων. Η παρουσία τους και μόνο δείχνει τις απεριόριστες δυνατότητες της αμερικανικής σκηνής. *
No comments:
Post a Comment