Tuesday, August 26, 2008

Η άλλη πλευρά του χειροκροτήματος

Οι παραστάσεις που έχουν αποδοκιμαστεί ή έχουν προκαλέσει αρνητικές αντιδράσεις, από τους ιστορικούς «Ορνιθες» το 1959 μέχρι σήμερα



Γελοιογραφία του Φωκίωνος Δημητριάδη από «Το Βήμα» του 1959, όπου ο Κωνσταντίνος Τσάτσος παρουσιάζεται ως όρνιθα μετά το επεισόδιο που είχε προκαλέσει για την παράσταση των «Ορνίθων» του Θεάτρου Τέχνης


Δεν είναι παρά ένα επιφώνημα, τουρκικής καταγωγής. Και όμως το «γιούχα» - «γιουχαΐζω» και «γιουχάισμα» - έγινε ο πρωταγωνιστής των τελευταίων ημερών: ήρθε στο επίκεντρο λόγω της «Μήδειας» του Ευριπίδη στην κατά Ανατόλι Βασίλιεφ εκδοχή που παίχθηκε στο Αρχαίο Θέατρο του Πολυκλείτου προ δεκαημέρου και τάραξε τα θεατρικά ύδατα. Και αν δεν ήταν η πρώτη φορά που παράσταση αποδοκιμάζεται στην ιστορία της Επιδαύρου, ήταν (ίσως) η πιο έντονη. Αν και η αποδοκιμασία είναι μέρος της θεατρικής πράξης, όταν φθάνει σε ακρότητες σοκάρει και προβληματίζει. Τι είναι αυτό που κάνει το κοινό (ή μέρος αυτού) να αντιδράσει; Πότε μια παράσταση ξεπερνά το όριο; Και, τελικά, ποιος καθορίζει το μέτρο;

Στο ερώτημα ποιος έχει δίκιο, κοινό ή ηθοποιοί, απάντηση προφανώς δεν υπάρχει. Μόνο ο Οσκαρ Γουάιλντ τόλμησε να δώσει λύση στο πρόβλημα με τη ρήση «δεν απέτυχε η παράστασή μου, απέτυχε το κοινό» αλλά και πάλι δεν φαίνεται να έπεισε. Οπως άλλωστε δεν υπάρχουν και όρια στις αντιδράσεις των θεατών, οι οποίοι δεν υπολογίζουν τον κόπο και τον μόχθο των καλλιτεχνών, ξεχνώντας την ευγένεια ή την ευπρέπεια. Και όσο μεγαλύτερο είναι το θέατρο τόσο ευκολότερα εκφράζεται ελεύθερα το κοινό. Είναι η ψυχολογία της μάζας, του όχλου...
Το γιουχάισμα ωστόσο δεν είναι καινούργιο φαινόμενο ούτε μόνο ελληνικό. Εχει εκφρασθεί διεθνώς και από αρχαιοτάτων χρόνων: κάποτε πετούσαν στη σκηνή ό,τι είχαν μαζί τους, ακόμη και φαγητά, ενώ συνήθιζαν να χτυπούν τα πόδια τους (ποδοκρότηση) ως ένδειξη αποδοκιμασίας αφού με τα χέρια (χειροκρότημα) επιδοκιμάζουμε.
Στη χώρα μας τα τελευταία 25 χρόνια τα φαινόμενα έντονης αποδοκιμασίας στο θέατρο είναι μετρημένα στα δάχτυλα: όλα έχουν συμβεί στην Επίδαυρο και έχουν «καλλιτεχνικό» υπόβαθρο - ενώ το γνωστό περιστατικό με τους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη από το Θέατρο Τέχνης το 1959 στο Ηρώδειο είχε πολιτική αφετηρία και οδήγησε στη διακωμώδηση του τότε υπουργού Προεδρίας Κωνσταντίνου Τσάτσου.
«Παλαιότερα πετούσαν κουκούτσια ελιάς ή μαξιλάρια»
θυμάται ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος. «Είναι μια μορφή διαμαρτυρίας την οποία δεν μπορείς να σταματήσεις». Και ο Κώστας Γεωργουσόπουλος προσθέτει ότι «στη Γερμανία έχω δει να πετάνε καρέκλες», ενώ για τη «Μήδεια» υπογραμμίζει ότι οι θεατές αντέδρασαν προσθετικά έχοντας δει κακές παραστάσεις στη σειρά. Με την ψυχολογία της μάζας ουδείς εκ των θεατών διανοήθηκε να σηκωθεί και να φύγει εκφράζοντας σιωπηλά την αποδοκιμασία του. Είναι άνθρωποι που διήνυσαν χιλιόμετρα, αγόρασαν εισιτήρια, οργάνωσαν τη βραδιά τους και δεν θέλουν να φύγουν χωρίς να «γιουχάρουν»: το κοινό θέλει να «εκδικηθεί» την παράσταση. Δεν είναι άλλωστε συμπτωματικό το γεγονός ότι η αποδοκιμασία στην Επίδαυρο αφορά την αρχαία τραγωδία και όχι την κωμωδία, όπου τα όρια είναι πιο χαλαρά. Επιπλέον το κοινό δεν είναι εκπαιδευμένο.
«Δεν είναι δύσκολο να δημιουργηθούν συνθήκες ποδοσφαιρικού αγώνα»
σχολιάζει ο Γιώργος Κιμούλης, ο οποίος ως ηθοποιός ο ίδιος αναφέρει ότι «εσύ ο ίδιος διαλύεσαι όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Γιατί, αλήθεια, σε ποιον μπορεί να αρέσει το γιουχάισμα;» αναρωτιέται υπονοώντας την απάντηση. Και προσπάθησαν με τον τρόπο τους οι ηθοποιοί της «Μήδειας» να αντιμετωπίσουν την αποδοκιμασία ως απόδειξη της ζωντάνιας του κοινού. Ποιος μπορεί να αποδεχθεί φράσεις όπως «αίσχος», «ντροπή σας», «να τελειώνετε»... και πόσες άλλες ακόμη; Στο θέατρο η άλλη πλευρά του χειροκροτήματος είναι πολύ σκληρή.
«Γιούχα» επί πέντε στην Επίδαυρο



Η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος μαζί με τον Ρόμπερτ Στούρουα προετοιμάζοντας τον «Οιδίποδα Τύραννο» για την Επίδαυρο το 1989


1984: «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Γιώργου Ρεμούνδου, από το Εθνικό Θέατρο, με την Αννα Σκούντζου στον επώνυμο ρόλο και με τον Νικήτα Τσακίρογλου ως Κρέοντα. Για την εποχή η παράσταση είχε θεωρηθεί μοντέρνα και νεωτερίστικη. Η πρωταγωνίστρια έσερνε βαριές αλυσίδες στη σκηνή προκαλώντας αντιδράσεις και γέλια. Ηταν η πρώτη φορά που αποδοκιμάστηκε παράσταση.

1984: «Αλκηστις» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, από το ΚΘΒΕ, με τη Φιλαρέτη Κομνηνού. Μετά τον θάνατο-θυσία της ηρωίδας, για να σωθεί ο ετοιμοθάνατος σύζυγός της Αδμητος και μετά τα «συλλυπητήρια», φωτίστηκε το γυάλινο φωτισμένο πατάρι του Διονύση Φωτόπουλου για να εξελιχθεί ερωτική σκηνή. Ανάμεσα στις έντονες αντιδράσεις - που είχαν διαφανεί εξαρχής - ξεχώρισε και η ηχηρή αποχώρηση της Αννας Συνοδινού. Στο τέλος της παράστασης ο σκηνοθέτης υποκλίθηκε μαζί με τον θίασο.
1989: «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Στούρουα, με τους Τζένη Καρέζη και Κώστα Καζάκο, όπου το κοινό αποδοκίμασε τον Αγγελιοφόρο της Αννας Μακράκη όταν έβγαλε τον αναπτήρα για να ανάψει τσιγάρο επί σκηνής, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από τους θεατές. Ως αποτέλεσμα ο γεωργιανός σκηνοθέτης έκοψε το εύρημα την επομένη για την ομαλή λειτουργία της παράστασης.
1997: «Βάκχες» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Ματίας Λάνγκχοφ, από το ΚΘΒΕ, με τον Μηνά Χατζησάββα στον ρόλο του Διονύσου. Το σφαγείο με τα σφαχτά, ο γυμνός πρωταγωνιστής (στα τέσσερα...) και η Γαλλίδα που δεν μπορούσε να μιλήσει ελληνικά οδήγησαν το κοινό σε έντονη αποδοκιμασία. Ο γερμανός σκηνοθέτης θεωρήθηκε ιδιαίτερα προκλητικός και ιερόσυλος.
2008: «Μήδεια» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Ανατόλι Βασίλιεφ, από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, με τη Λυδία Κονιόρδου, η οποία ως καλλιτεχνική διευθύντρια του θεάτρου της αχαϊκής πρωτεύουσας προσκάλεσε τον ρώσο θεατράνθρωπο. Της παράστασης προηγήθηκαν εργαστήριο υποκριτικής και πολύμηνες πρόβες. Τίποτε από όλα αυτά δεν εμπόδισε το κοινό να «γιουχάρει» επί μακρόν αποδοκιμάζοντας ακόμη και την πρωταγωνίστρια (και ας τη χειροκρότησαν στο τέλος). Ο σκηνοθέτης πάντως δεν έδωσε το «παρών» στην υπόκλιση.


ΜΥΡΤΩ ΛΟΒΕΡΔΟΥ, Το ΒΗΜΑ, 24/08/2008

No comments: