- Σκηνοθεσία και ερμηνείες κρατούν την «Κατάρα της Ιρμα Βεπ» στην πλευρά της ποιότητας
- Του Σπυρου Παγιατακη, Η Καθημερινή, 22/1/2012
- ΤΣΑΡΛΣ ΛΑΝΤΛΑΜ, Η κατάρα της Ιρμα Βεπ, σκην.: Κων. Αρβανιτάκης, Θέατρο Ροές
Τον φίλο μου τον Δημήτρη από την Κέρκυρα θα τον έλεγα Ελληνάρα. Ιδιος μ’ εκείνον τον Ελληνοαμερικανό πατέρα της νύφης στην ταινία «Γάμος α λα ελληνικά», βλέπει τα πάντα να έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα. Πρόσφατα είδαμε μαζί την κωμωδία η «Κατάρα της Ιρμα Βεπ» του Τσαρλς Λάντλαμ, όπου κατά τη διάρκεια της δράσης δύο άνδρες ηθοποιοί μεταμορφώνονται αστραπιαία και συνεχόμενα σε πολλά και διάφορα πρόσωπα – συχνά φορώντας γυναικεία ρούχα. Για μια ακόμα φορά, ο Δημήτρης από τους Λάκωνες θριαμβολόγησε: «Είδες που σου ’λεγα! Σαν τον Πενθέα στις “Βάκχες” είναι! Σαν τον Μνησίλοχο στις “Θεσμοφοριάζουσες”». «Ενα λεπτό! Υπήρχαν πολύ νωρίτερα και οι Κινέζοι και οι Ινδοί, για να μη σου πω για την πιο πρόσφατή μας “Τούτσι” – ξένη αυτή ανάμεσα σε αμέτρητες αλλοδαπές τραβεστί. Και αν επιμένεις για εγχώριους “μεταμορφωτές” –όπως τους έλεγαν στον Μεσοπόλεμο– να σου πω για τα αστέρια της μεταμορφωτικής παρενδυτικής παράδοσης στη χρυσή επιθεώρησή μας, όπως ήταν ο Χριστοδούλου, ο Ροτζάιρον, οι αδελφοί Μάνου και άλλοι πολλοί». Στην παιγνιώδη σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη, που δείχνει να βρέθηκε σε μεγάλα κέφια δουλεύοντας εδώ, όπως άλλωστε και ο Αντώνης Λουδάρος και ο Γεράσιμος Γεννατάς, οι οποίοι παίζουν οκτώ ρόλους αλλάζοντας πενήντα εφτά κοστούμια (στις οδηγίες του συγγραφέα αναφέρονται μόνο 35 αλλαξιές), το μυστήριο της Ιρμα Βεπ αποκαλύπτεται εύκολα. Είναι το όνομα της πρώτης –θανούσης– συζύγου του Βρετανού λόρδου Ελγκαρ Χίλκρεστ, και είναι αναγραμματισμός της λέξης βαμπίρ. Στην πλοκή αναμειγνύονται ακόμα λυκάνθρωποι, μούμιες, δράκουλες και μια «Ρεβέκκα» όπως τη φαντάστηκε ο Αλφρεντ Χίτσκοκ στην ταινία του, το 1940. Από την εποχή του Αριστοφάνη τέτοιου είδους μεταμορφώσεις είχαν στόχο τη μεγαλοποίηση και τη διακωμώδηση. Εννοείται ότι σε παρόμοιες παρενδύσεις υπάρχει πάντα η οσμή, η υποψία μιας σεξουαλικής ανατροπής, ενός φετιχισμού μιας ομοφυλόφιλης συμπεριφοράς. Ο ίδιος ο πολυγραφότατος συγγραφέας (1943 - 1987) ποτέ δεν κράτησε μυστικές τις ομοφυλόφιλες προτιμήσεις του και ήταν ο πρώτος που έπαιξε στο έργο του μαζί με τον σύντροφό του, Εβερετ Κουίντον. Επιστήμονες έχουν γράψει τόμους και τόμους για τους άνδρες που ντύνονται γυναίκες (το περίφημο cross-dressing), και τα εμβριθή συμπεράσματα που βγήκαν είναι πολλά και αντιφατικά. Πάντως, στη δική μας τη συγκεκριμένη περίπτωση, στην παράσταση που σκηνοθέτησε ο Κ. Αρβανιτάκης χάρη στην καλλιεργημένη του αισθητική και –το κυριότερο– χάρη στην εύστροφη και καλόγουστη ερμηνευτική σάτιρα των δύο πρωταγωνιστών, η παράσταση αποφεύγει τον μεγαλύτερό της κίνδυνο: να γίνει drag show. Γιατί ασφαλώς σε drag show εμφανίζονται κι εκεί άνδρες με γυναικεία, όμως το λεπτό σύνορο ανάμεσα στη χοντροκομμένη γελοιοποίηση και στο ψάξιμο ενός κωμικού χαρακτήρα από έναν ταλαντούχο ηθοποιό είναι μια «κόκκινη γραμμή» –για να μείνουμε στη σημερινή κοινωνικο-οικονομική ορολογία–, η οποία χωρίζει το φθηνό τέχνασμα από την υποκριτική ποιότητα. Δόξα τω Θεώ, στην ιντερνετικά ανεπτυγμένη εποχή που ζούμε, κάτι τέτοιο μπορεί να το διαπιστώσει κανείς ιδίοις όμμασι. Δείτε και συγκρίνετε για παράδειγμα στο YouTube αποσπάσματα από δύο αμερικανικές παραστάσεις της «Ιρμα Βεπ». Από τη μια μεριά χοντράδα (στο: http://www. youtube.com/watch?v=50vu6WDBKtA&feature=related), και από την άλλη απόλαυση (στο: http://www .youtube.com/watch?v=DlpjD2df7xk). Είναι η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στον Αριστοφάνη και στις κακογραμμένες και κακοπαιγμένες σύγχρονες επιθεωρήσεις. Από την εποχή του Αριστοφάνη τέτοιου είδους μεταμορφώσεις είχαν στόχο τη μεγαλοποίηση και την υπερβολή στην κωμωδία. Η καλοδουλεμένη μετάφραση των Λάκη Λαζόπουλου, Ακη Σακελλαρίου, Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη και Μαριλένας Παναγιωτοπούλου, τα γεμάτα εφέ σκηνικά της Λίλης Πεζανού, τα ευφάνταστα στην κωμικότητά τους κοστούμια της Κλερ Μπρέισγουελ, και το τόσο σημαντικό για την περίσταση μακιγιάζ του Αγγελου Μέντη προσφέρουν μια ποιότητα στο ψευτο-κωμικό υπόβαθρο της σάτιρας.