- Μοναδικές στιγμές σπουδαίων Ελλήνων καλλιτεχνών που δημιούργησαν στην εξορία κατά την περίοδο 1950-1960
- Του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου*
Ο Γιώργος Φαρσακίδης, συγγραφέας, και ένας από τους σπουδαιότερους Eλληνες χαράκτες, με χέρια ανάπηρα απ' τις σφαίρες των Γερμανών, υπήρξε ο σκηνογράφος περισσοτέρων από 20 θεατρικών παραστάσεων που δόθηκαν στον Αϊ-Στράτη κατά την περίοδο 1950-1960, μαζί με την αφρόκρεμα των εξόριστων Ελλήνων καλλιτεχνών. Oλες αυτές οι μνήμες, καταγεγραμμένες στο μυαλό και στο ημερολόγιό του, βγαίνουν στη δημοσιότητα για πρώτη φορά: «Μετά τη δοκιμασία της Μακρονήσου, το στρατόπεδο εξoρίστων του Αϊ-Στράτη -παρά τις στερήσεις και τα εμπόδια που μας επέβαλε το επίσημο κράτος- θα γνωρίσει έναν πρωτόγνωρο μορφωτικό και πολιτιστικό οργασμό», μας λέει με τη φωνή σπασμένη απ' τη συγκίνηση και τα μάτια να λάμπουν στη θύμηση εκείνης της εποχής.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1951, ο ποιητής Νίκος Καρούζος θα ανεβάσει τους «Πέρσες», με κορυφαίους του χορού τον ίδιον και τον Γιολάση, ενώ το ρόλο της Ατοσσας θα πάρει ο Φάνης Καμπάνης και του Εξάγγελου η σπουδαία μορφή του Μάνου Κατράκη. Τα σκηνικά ήταν του Χρήστου Δαγκλή και η μουσική επιμέλεια των Στάθη Αλιμίση και Φοίβου Ανωγιαννάκη. Επί πλέον στο χορό είχαν λάβει μέρος και οι: Κώστας Μπαλαδήμας, Χριστόφορος Τζάτζος, Μαρίνος Μεσίνης, Μήτσος Τσάρας και πολλοί άλλοι: «Ζήσαμε τη συγκρατημένη αντιπαράθεση των βασικών συντελεστών της παράστασης: «Εν αρχή ην ο λόγος!» τόνιζε την προτεραιότητα του χορικού ο Καρούζος, οπαδός μιας πιο κλασικής ερμηνείας. «Ωστόσο Καρούζο μου, ας μην υποτιμάμε την κίνηση» υποστήριζε ο Ρίτσος. «Το πάθος, η έκφραση! Να μπολιάσουμε με ζωή την παράδοση. Να την νιώσουν δική τους οι σύγχρονοι», έλεγε ο Μάνος Κατράκης. Η πρεμιέρα των Περσών δόθηκε τότε παρουσία του εκπροσώπου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Κολαντόν, των αρχών του νησιού και των απλών ανθρώπων που έβλεπαν θέατρο για πρώτη φορά. Οταν ο Κατράκης, που μας συγκλόνισε σαν Εξάγγελος, είχε φτάσει στο «Ιτε παίδες Ελλήνων...» κι «Εμπρός γενναία παιδιά της Ελλάδας...», βουρκώσαμε εμείς, η γενιά της Αντίστασης, ξαναζώντας λες κι ήταν δικά μας, συμβάντα και πάθη δυόμισι χιλιάδων ετών! Ο Κολαντόν τράβηξε πολλές φωτογραφίες, θαύμασε τις περούκες του Γιάννη Δάφνη, από λινάρι και τζίβα. Τις ενδυμασίες, ραμμένες από σακιά, τα σκηνικά και τα αυτοσχέδια υλικά μακιγιάζ. «Εχω παρακολουθήσει Πέρσες σε αρκετές παραστάσεις και στην Ελλάδα και έξω. Μα είμαι βέβαιος πως η δική σας παράσταση στάθηκε ανυπέρβλητη», μας είπε ενθουσιασμένος δικαιώνοντας όλους τους συντελεστές».
Ενα μήνα μετά την παράσταση των Περσών, ακολουθεί η «Βαβυλωνία» που ανεβάζει ο Μάνος Κατράκης σε σκηνικά και κοστούμια του Χ. Δαγκλή. Το έργο αυτό έμοιαζε να είχε γραφτεί στα μέτρα της ιδιότυπης μικρής κοινωνίας των εξορίστων και η πανσπερμία του θεατρικού κοινού στη διάρκεια της παράστασης, ρουφάει με έκσταση ώς το μεδούλι το νόημα και την ερμηνεία της κάθε λέξης από όλες τις φράσεις που ακούγονται. «Λέξεις, όπως, το «κουλούκι», το «χαλούμιν τυρίν», το «αρέστο κανάγια», ξαναμπήκαν, για χρόνια, στο στρατοπεδικό λεξιλόγιο. Κι αν πεις και για την καζούρα, είχε πέσει βροχή. Μέχρι που απειλήθηκε επεισόδιο με αφορμή τη διαφωνία ανάμεσα σε Κρητικούς κι Επτανήσιους. Αν δηλαδή τα «κουράδια» τα κουρεύουνε και τα τρώνε, όπως ισχυρίζονταν οι πρώτοι ή τα πνίγουν σε βόθρο, όπως το ήθελαν οι δεύτεροι».
Στα τέλη του 1951 ο ακούραστος Νίκος Καρούζος σκηνοθετεί τον «Εμπορο της Βενετίας» παίζοντας ο ίδιος στο ρόλο του Σάυλοκ. Τα σκηνικά ήταν και πάλι του Χρήστου Δαγκλή και η μουσική των Στάθη Αλιμίση και Κώστα Τριανταφύλλου. Ο Μίσας Μινατίδης στο ρόλο του «Τουβάλ», ο Μαρίνος Μεσίνης του «Γέναρου» και ο Σωτήρης Χρυσοχόου της «Πόρσια». Οταν κατά την παράσταση ο τεχνικός καθυστέρησε να χτυπήσει τη λαμαρίνα για να «πέσουν οι κανονιές» ακούστηκε ο Καρούζος νευριασμένος ν' αναφωνεί: «Ναύτη, ναύτη πού είναι οι κανονιές;». «Το 1953, ο Καρούζος είχε επιστρέψει από άδεια και αναζητούσε ένα λεπτό νεανικό πρόσωπο για το ρόλο της «Δυσδαιμόνας» στον «Οθέλλο». «Μα και βέβαια υπάρχει» του λέει ο Λουντέμης, «είναι ο Αυδίκος, στον τρίτο τομέα». Πάει τρέχοντας, στη σκηνή του ο Καρούζος. «Ποιος είναι ο Αυδίκος», ρωτάει. «Φωνάξτε τον γρήγορα, τον θέλω να παίξει στο θέατρο». «Εγώ είμαι» του απαντάει εκείνος, κολακευμένος για την προτίμηση. «Εσύ είσαι! Νερό, βρε παιδιά. Ρίξτε μου νερό να συνέλθω. Βρε τον άτιμο, βρε τον κοντυλοφόρο του σατανά». Κι ο Αυδίκος μπροστά του, μαυριδερός, τριχωτός και πελώριος. «Οχι παιδί μου», του λέει ο Καρούζος, «μην απελπίζεσαι. Θα σε προτιμήσω σε μια άλλη παράσταση, για Δερβέναγα, με την χαντζάρα στο χέρι». Στιγμές απείρου κάλλους ξετυλίγονταν από εξαίσιους ανθρώπους, εκείνα τα δύσκολα χρόνια».
Σκηνοθετώντας την «Απαγωγή της Σμαράγδως», ο Καρούζος, παρ' ότι του ήρθε η «άδεια», παρέμεινε στο στρατόπεδο μια βδομάδα επί πλέον, για να στήσει την παράσταση. Το έργο ανέβηκε σε σκηνικά του Χρήστου Δαγκλή, με τον Κώστα Μητσόπουλο ενζενί. Στη διάρκεια της παράστασης, έπιασε καταρρακτώδης βροχή κι άρχισε να στάζει στο παλκοσένικο: «Πετιέται τότε ο Γιολάσης και λέει: «Αντί να γκρινιάζεις παλιοτσιφούτη, ας άλλαζες και κανένα κεραμίδι, να μη τρέχει η στέγη σου». Η παράσταση συνεχίστηκε μέσα από βροντές κι αστραπές. Ο Καρούζος είχε εκνευριστεί με την πιθανότητα ότι μπορεί να μην έπιανε το καράβι με το οποίο θα έφευγε εκείνο το βράδυ. «Ελα ηρέμησε», του λέει, κάποια στιγμή, ο Γιολάσης. «Πώς να ηρεμήσω βρε αδερφέ», βάζει τις φωνές ο Καρούζος, «Μόνο αν βάλω το πόδι μου στο καράβι θα ηρεμήσω». Και μόλις τελείωσε η παράσταση που καταχειροκροτήθηκε, στάθηκε για λίγο κοιτώντας, μια τον ουρανό, μια το κοινό και βροντοφώναξε: «Βρέξε, βρέξε ουρανέ. Ρίξε καρεκλοπόδαρα. Εγώ μια φορά... σας αφήνω γεια». Τέτοιες μοναδικές στιγμές ζήσαμε οι εξόριστοί του εκείνα τα χρόνια. Ακολούθησαν διάφορα έργα ελληνικού ρεπερτορίου, ενώ πολλοί καλλιτέχνες που διδάχθηκαν από τους θεατράνθρωπους του Αϊ-Στράτη την υποκριτική, εξελίχθηκαν μετέπειτα σε σπουδαίες θεατρικές μορφές της νεώτερης Ελλάδας».
* Ο κ. Γρηγόρης Χαλιακόπουλος είναι συγγραφέας.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 13/8/2011