Saturday, September 20, 2008

Η βλακεία επί σκηνής


Γνωρίστηκαν όταν ο ένας τους πρωταγωνίστησε στο έργο που είχε γράψει ο άλλος. Εγιναν φίλοι και είπαν να ξανασυνεργαστούν. Το αποτέλεσμα της δουλειάς τους θα το δουν αρχικά οι Κερκυραίοι τον Οκτώβρη και οι Αθηναίοι πολύ αργότερα. Ο λόγος για τον Δημήτρη Πιατά και τον Σάκη Σερέφα, που μετά το «Μαμ» κάνουν το νταμπλ με το «Σεμινάριο βλακείας», που θα ανέβει στις 17 Οκτωβρίου από το ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας και την εταιρεία θεάτρου «Commedia» σε σκηνοθεσία Κατερίνας Πολυχρονοπούλου και σκηνικά-κουστούμια Αφροδίτης Κουτσουδάκη.

«Ηταν ιδέα του Δημήτρη και με γοήτευσε», λέει ο Σερέφας, που φέτος έχει ξανά την τιμητική του, αφού ο «Κέδρος» βγάζει το «Μαμ» του σε μορφή νουβέλας με τίτλο «Λύκος με κάπαρη», το «Λιωμένο βούτυρο» που πέρσι παίχτηκε στο Εθνικό και φέτος θα παιχτεί στο θέατρο «Χώρα», στη σειρά των θεατρικών του, όπως επίσης και το «Σεμινάριο βλακείας». «Από μικρός είχα πλήρη αντίληψη των αποθεμάτων βλακείας μέσα μου, που έπρεπε να καμουφλάρω», λέει ο ίδιος. «Κι ύστερα περισσεύει και η βλακεία που συναντώ καθημερινά γύρω μου».

Ενας μονόλογος με τη μορφή διάλεξης είναι το «Σεμινάριο». Και παίζει ο συγγραφέας τόσο με τα ντόπια παραδείγματα όσο και με... διεθνή. Υπάρχουν και απρόσμενα παραδείγματα ανοησίας, όπως εκείνο του Ναπολέοντα, που ευθαρσώς δήλωσε πριν από την εκστρατεία στη Ρωσία: «Ολη η Ευρώπη έχει το ίδιο κλίμα», με τα γνωστά αποτελέσματα, τα οποία ο Σερέφας μετράει σε λίτρα: «550.000 σώματα επί πέντε-έξι λίτρα αίμα το καθένα ίσον τρία εκατομμύρια λίτρα αίμα περίπου, δηλαδή γέμιζε δέκα πισίνες ολυμπιακών διαστάσεων. Αυτό το αίμα εισέβαλε στη Ρωσία τον Ιούνιο του 1812 και επέστρεψε στη Γαλλία υποχωρώντας έξι μήνες μετά. Φυσικά επέστρεψε ένα κλάσμα του μονάχα, αφού από τα 550.000 σώματα που έφυγαν επέστρεψαν μόνο 22.000. Δηλαδή γύρισε πίσω μονάχα μισή πισίνα αίμα από τις δέκα που είχαν ξεκινήσει από τη Γαλλία».

Εκτός από τον Ναπολέοντα, μνημονεύονται ο Ναστραντίν Χότζας, ο Σέξπιρ, ο Ερασμος, ο Γιουνγκ, ο Μούζιλ και πλήθος άλλοι. Και είναι ακριβώς ο Μούζιλ που γέννησε την ιδέα για τη συγγραφή του έργου: «Είχε δώσει μια διάλεξη με θέμα τη βλακεία στις 11 Μαρτίου 1937 στη Βιέννη, που διάβασα με σύσταση του Βασίλη Ραφαηλίδη και γοητεύτηκα», λέει ο Δημ. Πιατάς. Και δεν ξεχνά τις «Βλαβερές συνέπειες του καπνού», μονόπρακτο του Τσέχοφ, με το οποίο είχε δώσει εξετάσεις στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου.

Ομως ο αφηγητής του Σερέφα επικαλείται και μια παλιά αραβική παροιμία: «Η βλακεία είναι θείο χάρισμα. Ομως δεν πρέπει να της γίνεται κατάχρηση». Και συνεχίζει: «Νομίζετε πως ένας πολιτισμός που επινόησε την άλγεβρα, τον αστρολάβο, το εκκρεμές και τους ρεβιθοκεφτέδες μπορεί να πέφτει έξω στους υπολογισμούς του για τη βλακεία;».

Τραγική πινακοθήκη του αίματος

Στην εκτενέστερη τραγωδία της γραμματείας μας, τις «Φοίνισσες», περικλείεται θεματικά όλος ο θηβαϊκός κύκλος, μαστός που έθρεψε έργα όχι και λίγα. Το τραγικό της ανθρώπινης ύπαρξης εικονίζεται εδώ μέσα από τη δραματική σώρευση των αντιθέτων, αντί να βασιστεί στη συνήθη τεχνική της κλιμάκωσης και της κορύφωσης. Απανωτές περιγραφές σχεδόν ομηρικών εικόνων, οργίλων ηθών, ακραίων διλημμάτων και οριακών συγκρούσεων συγκρατούν το ενδιαφέρον και του σύγχρονου θεατή, χωρίς να διαταράσσουν ιδιαίτερα λόγω του «περιπαθούς άγαν» του πράγματος την ισορροπία δραματικού και λυρικού στοιχείου. Κι αν ακόμη ένας φανατικός της αριστοτελικής συνταγής εγκαλούσε το έργο τούτο για πλεοναστική χρήση του επικού υλικού έναντι της μετρήσιμης λυρικής του περιουσίας, τα δύο πρώτα τουλάχιστον χορικά τον αποζημιώνουν.

Η κατάρα είναι υπερχρονική, την αναθερμαίνουν Αρης και Διόνυσος εσαεί. Πίσω από το πολυάνθρωπο της τραγωδίας και τη συγκέντρωση τόσων αντίξοων περιστάσεων, κρύβεται το Πεπρωμένο, όταν, συχνά, δανείζεται τη μορφή του συνωστισμού των δεινών. Τότε οι άνθρωποι, εξημμένοι, τρέχουν να σωθούν απ’ τον καταιγισμό και τη βουή των «πλησιαζόντων γεγονότων» χωρίς, όπως εδώ, πολλές φιλολογίες, ενδοιασμούς, αποχρώσεις συμπεριφορών και πισωγυρίσματα. Οι χαράξεις των πράξεων είναι άμεσες και βαθιές, αδρά τα περιγράμματα και η Ανάγκη δράσης (και εντεύθεν ύβρεως) αδήριτη. Τι άλλο προλαβαίνεις τότε, είναι σαν να μας εμπιστεύεται με την τεχνική του αυτή ο Ευριπίδης, παρά ασθματικά να καταγράψεις για να «μιμηθείς» το ποδοβολητό της Μοίρας;

Η παράσταση

Δεν νεωτέρισε ο Σπύρος Ευαγγελάτος – μήπως στην παρούσα φάση νεωτερισμός είναι η επάνοδος στην παράδοση; Αυτό δεν σημαίνει πως δεν εκόμισε έμπνευση: όλος ο τραγικός πληθυσμός, μαζί και ο πολυδουλεμένος απ’ τον σκηνοθέτη Χορός, βάδιζε πάνω σε εγκαταλελειμμένες ράγες τρένου – που δήλωναν αντιπολεμική θέση όπως και αδήριτη μοίρα προσφυγιάς και ξεκληρίσματος. Ενα τέτοιο, βαθύτερα λαϊκό, έργο ποικιλίας χαρακτήρων και συγκρούσεων καθώς και καταιγιστικών μεταβολών στη δράση επιζητεί μετωπική αντιμετώπιση του κειμένου, λαγαρή εκφορά, σχεδόν αστόλιστη, ρεαλιστική και καθαρή περπατησιά. Αυτά τα αιτήματα ικανοποιήθηκαν πλήρως από τον σκηνοθέτη και τους συντελεστές και μερικώς από τους υποκριτές. Η λαμπρή τραγική, αλλά μαζί ηθική και πατριωτική διάνοια της μετάφρασης του Κ. Χ. Μύρη παρέσχε επίσης μουσική σ’ έναν λόγο που οφείλει να ρέει και έρρεε κατά την ταχύτητα της δράσης, συγχρόνως όμως στιζόταν στις αποφθεγματικές ρήσεις με δωρική καιριότητα. Η αποχρονικοποίηση που ζήτησε ο σκηνοθέτης υπηρετήθηκε με επιτυχία από τα οιονεί σύγχρονα, ορθώς «συνοφρυωμένα» κοστούμια και το τοπίο άλλοτε ερήμωσης και άλλοτε υπολειμμάτων ανθρώπινων μελών πολεμικής σύρραξης του Γιώργου Πάτσα. Ο Θάνος Μικρούτσικος παρακολούθησε με πένθιμες, επικές ή λυρικές μουσικές παρεμβάσεις τις συμπεριφορές του κειμενικά αδύναμου εδώ Χορού, καθιστώντας τον έτσι ευπρόσδεκτα κρίσιμο.

Οι ρόλοι

Θυμάμαι συγκινημένος την υπέροχη εκδοχή Μινωτή (1988) στις «Φοίνισσες» και προσωπικά τον Οιδίποδά του, αλλά δεν θα πέσω σε ανόητες παγίδες σύγκρισης: ο Πέτρος Φυσσούν ήταν μια επιβλητική και υποβλητική παρουσία Οιδίποδος, συντετριμμένου αλλά αξιοπρεπούς, όλος μια ζωντανή συμπερίληψη της ύβρεως του θηβαϊκού κύκλου. Η πολύ ισχυρή σκηνική προσωπικότητα της Αντιγόνης Βαλάκου (Ιοκάστη) φοβάμαι πως κατέφυγε πάλι σε γνωστές παλιές αγκυλώσεις ιδιόρρυθμης κίνησης και ομιλίας. Ο Στέφανος Κυριακίδης, με πυγμή και πείρα, έδωσε άνετα τόσο τον ειρηνοποιό Κρέοντα του πρώτου μέρους όσο και τον ηγετικό αλλά και συμπάσχοντα του δεύτερου. Νομίζω και επιμένω πως ο Κώστας Αθανασόπουλος δεν μπορεί να κριθεί στη γελοιογραφική φιγούρα Τειρεσία που επέλεξε ο σκηνοθέτης. Είναι μια ιδέα, αλλά μάλλον δεν λειτούργησε. Ο Παιδαγωγός του Σπύρου Μαβίδη, τόσο στην τειχοσκοπία όσο και στην αφήγηση των δεινών της αμοιβαίας αδελφοκτονίας απέδειξε έπειτα από καιρό πως «θυμάται» αναδημιουργικά την τεχνική και τον σκηνικό δυναμισμό του. Η Αντιγόνη της Τζίνης Παπαδοπούλου σημείωσε μια συμπαθή προσπάθεια. Ηταν άπελπις και τεχνική, όμως «λιγνή», χωρίς την υψηλή παρρησία της κόρης. Στο πρόσωπο του Νικόλα Παπαγιάννη (Πολυνείκης) διέκρινα μια νέα ελπιδοφόρα υποψηφιότητα για το δράμα, με ορμή και πάθος, πάθος στο οποίο απαντούσε επίσης με κύρος και μέτρο ο Ετεοκλής του Θανάση Κουρλαμπά. Ο Κωνσταντίνος Φάμης υποστήριξε με απλότητα το ευγενές πατριωτικό κίνητρο της αυτοκτονίας του Μενοικέως. Τέλος, η αγγελία του Δημήτρη Παπανικολάου, χωρίς σίγουρη σωματική παρουσία, άτεχνη και άχρωμη. Δικαιότατο αντίδωρο η αφιέρωση της παράστασης στη γεραρή χορογράφο μας Μαρία Μ. Χορς.

Σπαρακτική αισιοδοξία: ο Ευαγγελάτος είπε κι έγραψαν με μπογιά κάποια στιγμή στο τοιχίο: «Ο δ’ όλβος, ου βέβαιος, αλλ’ εφήμερος». Εδώ το θέμα σήμερα είναι αν καταλαβαίνουμε το «εφήμερος»!

Ο απάνθρωπος «κόσμος» των πολυεθνικών



Με την επανάληψη της παράστασης «Η Μέθοδος γκρόνχολμ» του Χόρντι Γκαλθεράν, ανοίγει η φετινή αυλαία στο «Θέατρο Τέχνης - Κ. Κουν» από τις 24 Σεπτέμβρη και για ένα μήνα περίπου, στη σκηνή του Υπογείου. Η σκηνοθεσία είναι του Διαγόρα Χρονόπουλου. Το έργο αναφέρεται στον σκληρό και απάνθρωπο τρόπο που εφαρμόζουν οι πολυεθνικές εταιρείες για την πρόσληψη των υποψηφίων στελεχών τους.

Ο Καταλανός συγγραφέας Χόρντι Γκαλθεράν συνδυάζει με μαεστρία το χιούμορ με το δραματικό, το λυπηρό με το γελοίο και με πανέξυπνους διαλόγους, μας μεταφέρει στο σκληρό και ανταγωνιστικό χώρο των πολυεθνικών. Το έργο έχει αποσπάσει συνολικά περισσότερα από είκοσι βραβεία. Εχει επίσης γυριστεί και σε ταινία, της οποίας τη διασκευή υπογράφει ο ίδιος ο Γκαλθεράν, το 2003 - με τίτλο «El Metodo» και πρωταγωνιστή τον Eduardo Noriega. Η ταινία απέσπασε δύο βραβεία Goya, το ένα εκ των οποίων ήταν αυτό του καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου.

Μετάφραση: Γιώργου Καραμίχου και Μαρίας Τσατσαρώνη. Σκηνικά-κοστούμια: Γιώργος Γαβαλάς. Μουσική σύνθεση: Σταύρος Γασπαράτος. Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος. Παίζουν: Γιώργος Καραμίχος, Πέτρος Λαγούτης, Χρήστος Σαπουντζής, Βίκυ Παπαδοπούλου.

Friday, September 19, 2008

Το ελληνικό έργο στις αθηναϊκές σκηνές τη νέα θεατρική σεζόν

Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 - 20/09/2008

Τεράστια η «ψαριά» ελληνικών έργων. Η θεατρική σεζόν που ξεκινά επιφυλάσσει στο κοινό από την ομηρική «Οδύσσεια» μέχρι νεανικό ποίημα του Καρόλου Κουν. Συγχρόνως, το επίσημο θεατρικό ντεμπούτο του θα κάνει ο γνωστός κομίστας Αρκάς, ενώ στο σανίδι πρόκειται να μεταφερθεί κι ένας μονόλογος του Δημήτρη Μαρωνίτη. Από τις ειδήσεις της νέας περιόδου είναι και το ολοκαίνουριο έργο του Ευγένιου Τριβιζά, λόγω των δύο βερσιόν του: για παιδιά και, έκπληξη, για ενήλικες.

Ο Παύλος Ορκόπουλος, ο Μάνος Καρατζόγιαννης και η Γιουλίκα Σκαφιδά θα προσπαθήσουν να χαλιναγωγήσουν τα νεύρα της Ιοκάστης - Σοφίας Φιλιππίδου στο θέατρο «Χορν»
Συγχρόνως, η χρονιά που ξεκινά φέρνει και την -αναμενόμενη από πέρσι- επιθεώρηση του Λάκη Λαζόπουλου, μαζί με τα νέα θεατρικά του Κωνσταντίνου Ρήγου, της Λένας Κιτσοπούλου, των Ρέππα και Παπαθανασίου, του Αντώνη Νικολή, του Δημήτρη Γκενεράλη, του Ακύλλα Καραζήση, του Γιάννη Μαυριτσάκη. Πάμπολλες και οι επαναλήψεις ελληνικών έργων.

* Στο Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν» της οδού Φρυνίχου, η Μάνια Παπαδημητρίου θα επιχειρήσει «μια ιδιαίτερη σκηνική ανάγνωση» της «Οδύσσειας». Αθλος.

* Τον «έφαγε» η τεράστια επιτυχία του «Αλ Τσαντίρι νιουζ». Φαίνεται όμως πως το πήρε απόφαση ο Λάκης Λαζόπουλος και στρώθηκε επιτέλους να γράψει την επιθεώρηση-εκκρεμότητα «Ο βιοπαλαιστής στη στέγη», με τον ίδιο στον ρόλο του βιοπαλαιστή. Δεν θα μπορούσε, φυσικά, να υπάρξει καλύτερο επίσημο ξεκίνημα για το «Θέατρον» του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού.

* Συνεχίζει ο Βασίλης Μαυρογεωργίου στη «βάση» του, το Θέατρο του Νέου Κόσμου, με το sequel τού «Μόνο την αλήθεια», που θα τιτλοφορείται «Μαθήματα βίας». Στο έργο, μια υπάλληλος σουπερμάρκετ ταυτίζεται με τον μεγαλύτερο μάγο όλων των εποχών.

* Στην πρωτεύουσα της Πορτογαλίας σκοπεύει να μας ταξιδέψει το νέο μεταφυσικό έργο του Αντώνη Νικολή (γνωστός μας από τα πετυχημένα «Ο κύριος Εμμανουήλ και ο... Ροΐδης» και «Το σπίτι φεύγει»). Στη «Λισαβόνα», που θα ανεβεί στη «Στοά», ένα νεκρό ζευγάρι (οι Λήδα Πρωτοψάλτη και Θανάσης Παπαγεωργίου) αποφασίζει να επιστρέψει στη Λισαβόνα, που αποτέλεσε τόπο των διακοπών του.

* Στην πτώση του βερολινέζικου Τείχους μάς επιστρέφει το «Βερολίνο 1989, ιστορίες μιας πόλης». Το βιβλίο του Δημήτρη Γκενεράλη, σε δραματουργική επεξεργασία του σκηνοθέτη Αρη Τρουπάκη και του συγγραφέα του, θα ανεβεί στο «Απλό Θέατρο» με ένα νεανικό θίασο.

* Τη θεατρολόγο Μαρία Παπαλέξη τη γνωρίζουμε ως το δεξί χέρι του Βαγγελη Θεοδωρόπουλου στο θέατρό του. Φέτος ντεμπουτάρει στη θεατρική γραφή με το έργο της «Ηθελα να σ' αντάμωνα», ένα μουσικοθεατρικό συμπίλημα της πλούσιας λαϊκής μας παράδοσης (σε συνεργασία με το «Θέατρο του Παπουτσιού πάνω στο Δέντρο»).

* «Το Σ' αγαπώ δεν είναι ντεμοντέ». Ηχεί σαν τίτλος έργου από άλλη εποχή. Κι ωστόσο, είναι το νέο έργο της Μιμής Ντενίση, για το οποίο άντλησε πρώτη ύλη από το έργο του Νόελ Κάουαρντ «Απόψε στις 8.30» αλλά και από τον Τολστόι (δεν διευκρινίζονται τα έργα). Θα ανεβεί στο «Ιλίσια Ντενίση» με την Ντενίση, τον Στράτο Τζώρτζογλου και τον Μιχάλη Μητρούση.

* «Συμπέθεροι απ'τα Τίρανα» θα κάνουν την εμφάνισή τους στο σανίδι με την υπογραφή των Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα, στη σκηνή του «Λαμπέτη».

* Μια «Φουρκέτα», το νέο έργο της Ελένης Γκασούκα, με τη Μαρία Καβογιάννη, θα «καρφωθεί» στο «Μικρό Παλλάς».

* Το «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» του Ακη Δήμου, μεγάλη περσινή επιτυχία της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης» στη Θεσσαλονίκη, θα ανεβεί στο «Χορν», σε μια φιλόδοξη παράσταση που θα σκηνοθετήσει ο Σταμάτης Φασουλής. Στον ρόλο της Ιοκάστης Παπαδάμου, που βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, η Σοφία Φιλιππίδου.

* Το έργο με το οποίο ανακαλύψαμε τον Βασίλη Κατσικονούρη, το εξαιρετικό «Καλιφόρνια Ντρίμινγκ» ανεβαίνει και πάλι από τον Νίκο Καραγεώργο στο «Χυτήριο».

* Τον «Κατάδικο» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη θεατροποιούν ο Δημήτρης Γκενεράλης και ο Αρης Τρουπάκης -σε σκηνοθεσία του δεύτερου. Η ιστορία του Τουρκόγιαννου θα ανεβεί στην αυλή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου.*
Ο Χουβαρδάς ποντάρει στο νέο αίμα

Η Λένα Κιτσοπούλου, ο Γιάννης Μαυριτσάκης και ο Κωνσταντίνος Ρήγος «συστρατεύονται» για νεοελληνικά έργα από το Εθνικό Θέατρο
Ο Γιάννης Χουβαρδάς, στον δεύτερο χειμώνα του στο Εθνικό Θέατρο, έριξε πολύ βάρος στο ελληνικό ρεπερτόριο, εμπιστευόμενος νέες φωνές. Δύο από τις παραστάσεις («Τιτανικός» και «Φορτουνάτος») θα ανεβούν στο ανακαινισμένο κτίριο του Τσιλέρ, στην Αγ. Κωνσταντίνου, η πρώτη στην Κεντρική Σκηνή, η δεύτερη στη Νέα. Οι υπόλοιπες θα φιλοξενηθούν στο Σύγχρονο Θεάτρο Αθηνών (Ευμολπιδών 41, Γκάζι).

** «Ο χορός της μοναχικής καρδιάς - Cannabis indicae patria greca». Στο νέο έργο του Ακύλλα Καραζήση, που έχει τίτλο-σιδηρόδρομο, «η κάνναβη παίζει τον ίδιο ρόλο που παίζει η καρδιά. Εντούτοις, ούτε καρδιολογικό ούτε... κανναβολογικό είναι το έργο», ξεκαθαρίζει ο συγγραφέας και σκηνοθέτης του. Το θεατρικό του διεκδικεί τον τίτλο του «road movie», μια και ο ήρωάς του ταξιδεύει διαρκώς προς τον Βορρά. Με τους Καραζήση, Μαρία Σκουλά και Αλκηστη Πουλοπούλου.

** Μετά το «Πράσινό μου φουστανάκι», η Λένα Κιτσοπούλου ξαναγράφει έναν εσωτερικό γυναικείο μονόλογο, με τίτλο «Μαιρούλα». Θα τον συν-σκηνοθετήσει στο Εθνικό Θέατρο μαζί με την ερμηνεύτριά του, Μαρία Πρωτόπαππα.

** Νέο έργο, εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα (την απαγωγή ενός μικρού κοριτσιού) συνέγραψε ο Γιάννης Μαυριτσάκης, μετά το περσινό δραματουργικό του ντεμπούτο, έκπληξη με «Το τυφλό σημείο». Το «Βόλφγκανγκ» θα σκηνοθετήσει η Κατερίνα Ευαγγελάτου, με πρωταγωνιστές τους Βασίλη Ανδρέου και Μαρία Ζορμπά.

* Μετά το κεφάτο «Bossa Nova», θα μας ξανανεβάσει στη σκηνή για να χορέψουμε ένας «Τιτανικός». Στη νέα σύλληψή του -που θα σκηνοθετήσει και θα χορογραφήσει- ο Κωνσταντίνος Ρήγος θα έχει παρέα τη Μαρία Ναυπλιώτου, τον Αιμίλιο Χειλάκη, τη Δήμητρα Ματσούκα και την Ιωάννα Παππά.

* Με τον «Φορτουνάτο» του Μάρκου Αντώνιου Φώσκολου θα καταπιαστεί η Μάρθα Φριντζήλα. Πρωταγωνιστούν οι Βασίλης Ανδρέου, Αννα Καλαϊτζίδου, Θάνος Τοκάκης κ.ά.

** Μετά από χρόνια, η «Τέταρτη Διάσταση» του Γιάννη Ρίτσου θα ξαναγίνει υλικό για τη σκηνή. Τη «Σονάτα του σεληνόφωτος», με την Αλέκα Παΐζη, σκηνοθετεί ο προερχόμενος από τον κινηματογράφο Ηλίας Γιαννακάκης.
Εντερομαχία με υπογραφή Αρκά

Παντελής Δεντάκης, Λαέρτης Μαλκότσης και Ανδρέας Κωνσταντίνου τα έντερα και το νεφρό στο «Εχθροί εξ αίματος» του Αρκά
Αν κρατήσει το γνώριμο χιούμορ του και στη σκηνή, δεν θα μας μείνει άντερο... Ετσι κι αλλιώς ο Αρκάς για το πρώτο του θεατρικό έργο, το «Εχθροί εξ αίματος», διάλεξε για ήρωες δυο αντεράκια, το παχύ και το λεπτό, που στήνουν ομηρικούς καβγάδες με το νεφρό υπέρ του πάσχοντος οργανισμού. Ανεβαίνει στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, αλλά ο συγγραφέας του σε καμιά περίπτωση δεν το θεωρεί σαν ένα κανονικό θεατρικό ντεμπούτο.

Αλλωστε, από μια ιδέα για κόμικς ξεκίνησαν οι «Εχθροί εξ αίματος». Επειδή όμως δεν έβγαινε η εικονογράφηση, ο κομίστας αναζήτησε μια διαφορετική μορφή. Κι ενώ θα μπορούσε να το κάνει νουβέλα, με κάμποσα ανατομικά σκίτσα των οργάνων, τελικά η θητεία του Αρκά ως σκηνογράφου στο θέατρο αλλά και η εξοικείωσή του με τους διαλόγους, έδωσαν τη... χαριστική βολή: η ιδέα του έγινε τελικά θεατρικό έργο. Ενα σφιχτό κείμενο, με πληθώρα σκηνικών οδηγιών.

Και πάλι, όμως, ο Αρκάς, δεν είχε τη φιλοδοξία να δει το έργο του στη σκηνή. Εκδόθηκε ήσυχα ήσυχα, αλλά το μυρίστηκαν οι άνθρωποι του θεάτρου. Κι άρχισαν να τον πιέζουν να τους δώσει την άδεια να το ανεβάσουν. Τελικά ενέδωσε. Και οι «Εχθροί εξ αίματος» θα παραστούν με ανθρώπινα όργανα τους Περικλή Δεντάκη, Ανδρέα Κωνσταντίνου και Λαέρτη Μαλκότση.
Μαρωνίτης από το ΕΑΤ - ΕΣΑ

Εξοικειωμένος με τη θεατρική σκηνή ο Δ.Ν. Μαρωνίτης θα δει τη μαρτυρία του από τα ΕΑΤ-ΕΣΑ στο σανίδι
Ενα άγνωστο κείμενο του Δ. Ν. Μαρωνίτη, «σημαδιακό και σημαδεμένο από την εποχή του», θα ερμηνεύσει, αυτοσκηνοθετούμενος, ο Γιάννης Τσορτέκης στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Ποτέ δεν φανταζόταν ο καθηγητής ότι η «Η Μαύρη γαλήνη», που έγραφε «σε τσαλακωμένες χαρτοπετσέτες μέσα στην απομόνωση των κελιών του ΕΑΤ - ΕΣΑ το '73», θα γινόταν ύστερα από δεκαετίες ένας θεατρικός μονόλογος.

«Το κείμενο αυτό διασώθηκε ως εκ θαύματος», αναφέρει ο Δ. Μαρωνίτης. «Δεν είχα κατά νου ούτε να ακουστεί ούτε να διαβαστεί -μόλις πέρσι εκδόθηκε από το "Ροδακιό". Είναι βαθύτατα εμπειρικό, συνταγμένο με ένα αρκετά συνειρμικό τρόπο, μια οριακή εμπειρία, που θέλει να αποφύγει τον μελοδραματισμό. Αναφέρεται και σε παρελθούσες εμπειρίες, στη σχέση μου με τη μάνα μου, με τα παιδικά μου χρόνια, με τα νεκροταφεία. Υπάρχουν υπαινιγμοί και για φίλους,που έρχονται στα όνειρα και τους εφιάλτες μας. Ελπίζω να βγει με ένα λιτό τρόπο και ίσως και κάποιο χιούμορ».

Οταν οι τενόροι έγιναν τορναδόροι

«Και οι ενήλικες μπορούν να δουν την παιδική εκδοχή του έργου», λέει για το νέο πόνημά του, τον «Εβδομο σταθμό» ο Ευγ. Τριβιζάς. Η βερσιόν για ενήλικες απευθύνεται σε παιδιά Γυμνασίου και Λυκείου
Ο Ευγένιος Τριβιζάς το πήρε απόφαση και συγγράφει για το «Τρένο στο Ρουφ» ένα έργο... ντούμπλεξ. «Ο έβδομος σταθμός» έχει δυο βερσιόν: για μικρούς και για ενήλικες. Είναι εμπνευσμένος, όπως εξηγεί, από «τις παράλογες αποφάσεις και απαγορεύσεις αυταρχικών καθεστώτων», και συγκεκριμένα «το διάταγμα του δικτάτορα Σαπαρμουράτ Νιγιαζόφ το 2001, που απαγόρευε να παίζονται όπερες και μπαλέτα στο Τουρκμενιστάν».

Για τον λόγο αυτό, το θεατρικό του έργο, προσθέτει ο Τριβιζάς, «διαδραματίζεται σε μια χώρα όπου έχουν καταργηθεί όλα τα θεωρούμενα αντιπαραγωγικά επαγγέλματα. Ολα τα μπαλέτα, οι όπερες,τα θέατρα και τα τσίρκα έχουν κλείσει. Οι τενόροι μετεκπαιδεύονται σε τορναδόρους, οι σοπράνο σε σειρήνες περιπολικών, οι ζογκλέρ σε συντηρητές τρακτέρ, οι κλόουν σε εργολάβους κηδειών, οι πιανίστες σε εφοριακούς και οι μπαλαρίνες σε τεχνίτες αποφράξεως αποχετεύσεων. Μόνο ένας ντράμερ, μια μπαλαρίνα κι ένας κλόουν έχουν ξεφύγει. Επειδή καταζητούνται, επιβιβάζονται μεταμφιεσμένοι στο τελευταίο τρένο προτού κλείσουν τα σύνορα». Η αφήγηση-παράσταση των καταζητούμενων, ένα έργο δηλαδή μέσα στο έργο, είναι διαφορετική στις παραστάσεις για παιδιά από αυτήν για τους μεγάλους.

Ο Κουν και η συμφορά του έρωτα

Πάνω-κάτω στην ηλικία της φωτογραφίας ο Κάρολος Κουν έγραψε τον αισθαντικό «Καημό» του, που θα ανεβεί στο θέατρο Τέχνης ως θεατρικό
«Απ' όλες τις συμφορές που βρίσκουν τους ανθρώπους, η πιο μεγάλη είναι ο έρωτας. Την αρρώστια παραστέκει γιατριά. Τον θάνατο λησμονιά. Τέτοια στον έρωτα μην καρτεράς».

Είναι λίγοι στίχοι απ' το άγνωστο νεανικό ποίημα του Καρόλου Κουν «Καημός», που θα ανεβάσει στη σκηνή του «θεάτρου Τέχνης» η Μαριάννα Κάλμπαρη. «Το ποίημα, που μοιάζει με μονόλογο, και η γλώσσα του, που θυμίζει Κόντογλου, αποκαλύπτουν μια απρόσμενη πλευρά του Κουν», τονίζει η Κάλμπαρη για το έργο. Θα αποτελέσει τον κεντρικό άξονα μιας παράστασης για τον ερωτικό καημό, η οποία θα συμπεριλάβει και άλλους συγγραφείς. Σε κάθε παράσταση, ένας διαφορετικός πρωταγωνιστής απ' όλες τις εποχές του Θ. Τέχνης θα ερμηνεύει τους καημούς τού ιδρυτή του.

Επαναλήψεις

* Το «Γάλα» του Β.Κατσικονούρη με την Αννα Βαγενά («Βασιλάκου»).

* Ο «Μπακαλόγατος» των Χρήστου και Γιώργου Γιαννακόπουλου, με τον Πέτρο Φιλιππίδη («Μουσούρη»).

* Το «Παρακαλώ, ας μείνει μεταξύ μας» των Ρήγα-Αποστόλου, με την Κάτια Δανδουλάκη και τον Γιώργο Μαρίνο («Κάτια Δανδουλάκη»).

* Ο μονόλογος με τη Νένα Μεντή «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» («Βασιλάκου»).

* Το «Σωτηρία με λένε» της Σ. Αδαμίδου, με Σωτηρία Μπέλλου τη Λήδα Πρωτοψάλτη («Στοά»).

* Η κωμωδία «Δεν μπορώ να μείνω μόνη μου» της Δήμητρας Παπαδοπούλου («Κιβωτός).

* Η «Ναπολεοντία» του Ανδρέα Στάικου, σε σκηνοθεσία του συγγραφέα της («Τόπος Αλλού»).

* Η «Φούστα-Μπλούζα» των Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα, με τη Σόφη Ζανίνου («Πειραιώς 131»).

* Οι «Ηρωες» της Ελένης Γκασούκα («Μικρό Παλλάς»).


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 - 20/09/2008

Στα ακροδάχτυλα της τέχνης του θεάτρου



Μαρία Παρασύρη - Δημήτρης Ζαμπετάκης στη «Λοκαντιέρα» που σκηνοθέτησε ο Βασίλης Νικολαΐδης
Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
Αφρώδης παράσταση, εύθυμη και πιστή όχι μόνο στο ίδιο το κείμενο αλλά και στην ποιητική του. Το κάμωμα και το λεκτικό φτιασίδωμα, το ερωτικό παιχνίδι και η αισθηματική πλεκτάνη βρίσκουν την όψιμη αναγεννησιακή τους έκρηξη σε αυτό το λαϊκό και λόγιο μαζί τεχνούργημα του Γκολντόνι. Είναι αλήθεια πως ο Βασίλης Νικολαΐδης κινείται σε αυτή την περίοδο σαν το ψάρι μέσα στο νερό. Προτείνει μια σύνθεση κατά βάθος μουσική, που βασίζει τον καμβά της στον ρυθμό και στην κλίμακα. Τα μουσικά μοτίβα του Βιβάλντι δίνουν το πλαίσιο της κίνησης των ηθοποιών και αποτελούν τον μετρονόμο της παράστασης. Από εκεί και πέρα, τα πάντα παίζονται στα ακροδάχτυλα της τέχνης του θεάτρου, στο ενδιάμεσο σοβαρότητας και αστειότητας, βαρύτητας και ματαιότητας.
Μπορεί βέβαια να ξεκλειδώσει κανείς την παράσταση της «Λοκαντιέρας» από άλλο δρόμο. Τα σκηνικά του Γιάννη Μετζικώφ καθορίζουν ένα κλειστό χώρο: τρεις πόρτες σε γήινα χρώματα ανοίγουν προς τα έξω σε ένα σπετσάτο. Μοιάζει περίεργη επιλογή για θερινή παράσταση, εκτός αν θεωρήσει κανείς ότι οι θύρες της λοκάντας αποτελούν τις πόρτες ενός κατ' ουσίαν αστικού χώρου· το εύρημα βρίσκει άλλωστε την πιο ευτυχή στιγμή του στην κεντρική σκηνή της ξενοδόχας και του ιππότη, εκεί όπου το κλίμα θεμελιώνει την ύστερη τυπολογία του σαλονιού. Η «Λοκαντιέρα» θυμίζει έτσι γαλλική φάρσα, η ευωχία της μυρίζει βοντβίλ.
Τα πράγματα βέβαια προχωρούν βαθύτερα από αυτό. Στη «Λοκαντιέρα» έχουμε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις αναβολής και διάσπασης, αποδόμησης του πυρηνικού ζεύγους του λαϊκού θεάτρου. Από την άποψη της τυπολογίας, η Μιραντολίνα οφείλει να βρει το έτερον ήμισυ στο πρόσωπο του ιππότη. Στο έργο του Γκολντόνι όμως η αρμονία διακόπτεται χάριν της ταξικής εξισορρόπησης: στο τέλος του έργου ο ιππότης φεύγει νικημένος και η ξενοδόχα παντρεύεται τον υπηρέτη. Ο έρωτας αναβάλλεται και τον πόθο ακολουθούν η συνέπεια και η λογική. Η επαναστατική πραγμάτευση του παραδοτέου γίνεται απεικόνιση του σύγχρονου αστικού κώδικα συμπεριφορών.
Ισως πουθενά αλλού δεν φαίνεται ευκρινέστερα η άνεση του σκηνοθέτη με το έργο και την εποχή του, παρά στη σκηνή που ο ίδιος επιλέγει για να κορυφώσει τη λυρική του έκφραση. Εδώ έχουμε μια θαυμάσια σκηνή ερωτικού κυνηγητού και εξομολόγησης, με αφορμή μια ταπεινή μπουγάδα της λοκάντας. Σε ένα κλειστό θέατρο, όπου η ιδέα θα μπορούσε να επεκταθεί περισσότερο, θα καταλήγαμε χωρίς αμφιβολία σε μια σκηνή υψηλής φόρμας και αισθητικής.
Καλοί ηθοποιοί, από τους οποίους ένας σεβαστός αριθμός αποτελεί γέννημα θρέμμα του Αγρινίου. Ο Ιππότης του Λευτέρη Ζαμπετάκη μοιάζει αδιάφορος αρχικά, στη συνέχεια όμως φουσκώνει από πάθος και τεστοστερόνη. Η Λοκαντιέρα της Μαρίας Παρασύρη θυμίζει πρώιμη σουφραζέτα, εκλύει το ερωτικό φίλτρο της μέσα από μια εσωτερική, εγκεφαλική διαδικασία. Εξαιρετικός πράγματι ο Μαρκήσιος του Πάνου Σταθακόπουλου: ξεκαρδιστικός τύπος λιγούρη αριστοκράτη. Ο Κόμης του Γιάννη Κοτσαρίνη έχει την πυγμή του νέου παράγοντα. Είναι ενδιαφέρον ότι δεν βγαίνει χυδαίος ή παραδόπιστος· διαθέτει αυτοπεποίθηση, όπως κάθε άνθρωπος του καιρού του. Ωραίο το δίδυμο των θεατρίνων από τη Λένα Ντζούρβα και τη Λένα Υφαντή. Δένουν φυσικά στην αντιθετική τους διάπλαση και στο μπρίο τους. Την καλή διανομή συμπληρώνουν ο καμαριέρης του Βαγγέλη Ψωμά και ο υπηρέτης του Τάσου Κορόζη. *

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 - 20/09/2008

Με το ίδιο πάθος


Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ

«Ο ματωμένος γάμος» από το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου
Αρκεί μια ματιά στα σκηνικά της Ρένας Γεωργιάδου στον «Ματωμένο Γάμο» του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης και η υπόγεια ομοιότητα με την πρόσφατη «Μήδεια» του Βασίλιεφ γίνεται προφανής. Και οι δύο παραστάσεις λειτουργούν στον ίδιο αλληγορικό χώρο: πρόκειται για το πεδίο των «ταυροκαθαψίων» και της ταυρομαχίας, όπου το ισπανικό ντουέντε συναντά την ελληνική αίσθηση του τραγικού. Στην περίπτωση όμως της παράστασης του Κώστα Τσιάνου δεν παρεμβάλλεται καμιά μετάφραση: από τη μια το αλώνι, σαν αρχέτυπος τόπος της πάλης που απογειώνεται στο μεταφυσικό. Και από την άλλη ο μίτος του κοινωνικού ιστού, η κόκκινη κλωστή και γητειά, που προδιαγράφει την πορεία των προσώπων. Δεν χρειάζεται κανείς να αναλύσει παραπέρα. Νιώθει. Τα πράγματα σημαίνουν εδώ απλά, καθαρά και τίμια.
Εργα σαν τον «Ματωμένο Γάμο» προέρχονται από συλλογική, καταγωγική πατρίδα. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν πως με την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στα γράμματά μας ο Λόρκα έγινε πρότυπο μιας ολόκληρης γενιάς Ελλήνων δραματουργών. Και είναι αλήθεια ίσως πως κανείς δεν αισθάνεται το πάθος του καλύτερα από τους Κρητικούς· πέρα από τις αναφορές σε κοινά θέματα βεντέτας και τιμής, μπορούν να αισθανθούν την αίσθηση της ποίησης που υψώνει το ορατό στον χώρο του αοράτου.
Οχι πως κάνει αυτό ευκολότερο το ανέβασμα του «Γάμου». Κατ' αρχάς, στην περίπτωσή του δεν είναι εύκολο να κρυφτείς. Εχεις απέναντί σου ένα κοινό που αντιλαμβάνεται αμέσως την αλήθεια και το ψέμα, που γνωρίζει ενδιάθετα τι χωράει πράγματι αυτό το αλωνάκι. Και από την άλλη, έργα σαν τον «Γάμο» θέλουν μόνο ένα στραβοπάτημα για να καταβαραθρωθούν στην εκφυλισμένη μελοδραματικότητα των βραζιλιάνικων σειρών. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να κυλήσει η ποίηση του Λόρκα στη γραφικότητα και τον συναισθηματισμό, στη δημαγωγική λαϊκότητα.
Η μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ είχε κατ' αρχήν στόχο να αποφύγει αυτούς τους σκοπέλους και να καταστήσει την ποίηση του Λόρκα δραστική. Αναρωτιέμαι αν το άλμα της ξεπερνά την κλασική μεταφορά του Νίκου Γκάτσου: υπάρχουν στιγμές όπου η υπερχείλιση του ποιητή φτάνει στα αυτιά μας σαν γλωσσικός υπερπληθωρισμός και μεγαλοστομία.
Στη σκηνοθεσία του Κώστα Τσιάνου ήταν φανερή η δεξιοτεχνία και ο έλεγχος του υλικού. Υπήρχε μαζί και κάτι άλλο: η διδασκαλία του, όπως και η μουσική του Διονύση Τσακνή στηρίζονταν στη σπάνια κατάφαση της ζωής που άδικα σπαταλιέται. Δεν μπόρεσε όμως αυτό να σκεπάσει την έντονη, σχεδόν τηλεοπτική, αποσπασματικότητα και μερικά ατοπήματα: κυριότερο, η μισόγυμνη εμφάνιση του κ. Μπεγνή, που θα συνέβαλλε, υποτίθεται, στον αισθησιασμό της σκηνής του δάσους.
Από τους συντελεστές, η Νεκταρία Γιαννουδάκη έδωσε μια αδρή Μάνα, χωρίς να αποφύγει τα στερεότυπα του μελό. Το βασικό δραματουργικό ζευγάρι του Μέμου Μπεγνή (Λεονάρντο) και της Κλειώς Οθωναίου (Νύφη) διέθετε διακριτό πάθος (ιδιαίτερα από τη νέα ηθοποιό), ήταν ζήτημα όμως αν διέθετε και πραγματική χημεία. Αμήχανος ο Δημήτρης Σδρόλιας σαν Γαμπρός. Η Βίκυ Κουκουτσίδη καλή Γειτόνισσα, επιτηδευμένη Ζητιάνα. Ζωντανά τα πρόσωπα της Πεθεράς από την Ελένη Τσαγκαράκη, της Βάγιας από τη Σοφία Καλεμκερίδου και του Πατέρα από τον Λευτέρη Μποτωνάκη. Χωρίς εξέλιξη η γυναίκα του Λεονάρντο από την Κωνσταντίνα Σαραντοπούλου. Η Εύα Ψυλλάκη και η Ζωή Καραβασίλη, καρικατουρίστικα χαρούμενες, έδρασαν συμπληρωματικά με τους νέους των Βαγγέλη Χαλκιαδάκη και Διονύση Μπουλά. Πειστικός ο Παναγιώτης Γαρμπής στον κρίσιμο ρόλο του Φεγγαριού. *

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 - 20/09/2008

«Ηθελε πάρα πολύ να είναι ηθοποιός»... ο Παράβας

Της Ολγας Σελλα, Η Καθημερινή, Σάββατο, 20 Σεπτεμβρίου 2008

«Ηταν ένας παράξενος, περίεργος και ιδιόρρυθμος άνθρωπος. Και ήθελε πάρα πολύ να είναι ηθοποιός. Αν δεν αγαπάς πάρα πολύ αυτή τη δουλειά δεν μπορείς να την κάνεις. Θέλει υπομονή, θέλει να είσαι αυτό που λέμε “ψώνιο”. Ο Σταύρος ήθελε πάρα πολύ να γίνει ηθοποιός. Τον χαρακτήριζε αυτό κι ενώ κυριαρχούσε πια στην επιθεώρηση και είχε τα μεγαλύτερα κασέ, την εγκατέλειψε για δυσκολότερα είδη, εκεί όπου τα έσοδα δεν είναι τόσο μεγάλα. Πέρασε από την επιθεώρηση στο αστικό δράμα. Το τόλμησε και πέτυχε κι αυτό είναι το στοιχείο που εκτιμώ στον Σταύρο».

Ο σκηνοθέτης των μεγάλων κινηματογραφικών επιτυχιών, Γιάννης Δαλιανίδης, σκιτσάρει για την «Κ» μερικές πτυχές της προσωπικότητας και της πορείας του Σταύρου Παράβα. Με τη λεπτότητα και τη διακριτικότητα που τον χαρακτηρίζουν. Στη διαπίστωσή του αυτή συμφωνεί και ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης, στην ταινία του οποίου, το «Ακροπόλ» έκανε την τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση: «Ο Σταύρος υπήρξε μεγάλος ηθοποιός όχι μόνο της επιθεώρησης ή των ελαφριών ταινιών... Ακόμα και στους δεύτερους και τρίτους ρόλους είχε μια ακρίβεια, μια λάμψη, μια ποιότητα ως ηθοποιός. Ευτύχησα να τον δω στην επιθεώρηση μόνο μια φορά, ήταν ένα απίστευτο ντουέτο με τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια κίνηση σε ηθοποιό. Αλλά για μένα ο Σταύρος ήταν φίλος και παρών σε οποιαδήποτε ώρα, στιγμή και ανάγκη...».

Και ο Γιάννης Δαλιανίδης προσθέτει: «Ο Σταύρος είχε όλα τα προτερήματα και όλα τα ελαττώματα ενός θεατρίνου. Και, κυρίως, ήταν πάρα πολύ ευαίσθητος, όπως όλοι οι ηθοποιοί. Οπως ήταν και ηδονιστής, ήθελε να περνάει καλά». Ευαίσθητος και περήφανος. Γι’ αυτό και αποσύρθηκε, όταν τον πρόδωσαν οι δυνάμεις του και δυσκολευόταν πια να μαθαίνει τους ρόλους.

Ο Γιάννης Δαλιανίδης τον θυμάται στα γυρίσματα πάντα προβληματισμένο. «Αν κάποιος του έλεγε “καλημέρα” σε άλλον τόνο, τον απασχολούσε όλη τη μέρα». Αντιδρά όμως έντονα σε όσα γράφτηκαν, ότι τάχα τον εγκατέλειψαν οι φίλοι του, ότι ήταν μόνος. «Μέχρι και την Κυριακή το βράδυ, τη μέρα της γιορτής του και την παραμονή του θανάτου του, ήταν με φίλους στο σπίτι της Ροζίτας Σώκου και το τηλέφωνό του χτυπούσε συνέχεια».

Απόψε το βράδυ, στο Ηρώδειο, ο Σταύρος Παράβας θα ήταν πάλι ανάμεσα στο σινάφι. Θα έπαιρνε μέρος στη μεγάλη γιορτή του ΣΕΗ για το Σπίτι του Ηθοποιού και σκόπευε ν’ απαγγείλει το ποίημα του Γ. Σεφέρη «Αρνηση». Δεν θα βρίσκεται ανάμεσα στους συναδέλφους του, όμως η βραδιά είναι δική του. Του την αφιέρωσαν.

Οι Τούρκοι θέλουν ολόδικό τους τον Καραγκιόζη

ΠΡΟΥΣΑ. Να καθιερώσουν τον Καραγκιόζη ως «τουρκικό πολιτιστικό μνημείο» επιχειρούν οι Αρχές της Τουρκίας. Εχουν μάλιστα εντείνει την προσπάθειά τους να εξαιρέσουν την Ελλάδα από την (παράλληλη) οικειοποίηση του πασίγνωστου θεάτρου σκιών, το οποίο ισχυρίζονται ότι τους ανήκει κατ΄ αποκλειστικότητα.

Στα σχέδια του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού της Αγκυρας συγκαταλέγεται η καταγραφή του «Καραγκιόζ»- δηλαδή της τουρκικής εκδοχής του εν λόγω παραδοσιακού θεάτρου, το οποίο έχει μακρά παράδοση αιώνων (και) στην τουρκική γλώσσα- στην υπό διαμόρφωση Διεθνή Συνθήκη για την Προστασία της Αϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, την οποία η UΝΕSCΟ αναμένεται να ολοκληρώσει το 2009.

Ηδη οι υπεύθυνοι έχουν προετοιμάσει ειδικό φάκελο ιστορικής έρευνας, όπου υποστηρίζεται ότι ο χαρακτήρας του Καραγκιόζη γεννήθηκε στην Τουρκία. Προβάλλουν ακόμη την ονομασία κυβερνητικών κτιρίων, πλατειών και πάρκων με το όνομα του ήρωα, καθώς και τη μετάδοση σχετικών τηλεοπτικών εκπομπών.

Οι παραστάσεις του Καραγκιόζ, «του μαυρομάτη», όπως μεταφράζεται από τα τουρκικά, ήταν κάποτε στενά συνδεδεμένες με τη θρησκευτική γιορτή του Ραμαζανίου που εορτάζεται αυτή την εποχή. Δημοφιλέστατο μέσο λαϊκής ψυχαγωγίας παλαιότερα, ο τουρκικός Καραγκιόζ έχει σήμερα περιοριστεί σε είδος διασκέδασης των παιδιών- ακριβώς όπως έχει συμβεί και στο αντίστοιχο ελληνικό θέατρο σκιών, με τον έλληνα Καραγκιόζη και τους πολυάριθμους ξεχωριστούς, δικούς του ήρωες. Οι προσπάθειες για την αναβίωσή του κατά την περίοδο του Ραμαζανίου έχουν σήμερα ενταθεί. Το Μουσείο Καραγκιόζ της Προύσας, για παράδειγμα, διοργανώνει κατά το Ραμαζάνι παραστάσεις κάθε βράδυ μετά το πρώτο νυχτερινό γεύμα (ιφτάρ), σε ειδικές σκηνές που έχουν στηθεί από τον δήμο σε κεντρικά σημεία της πόλης.

Η παράδοση παραμένει ζωντανή στην Τουρκία χάρη σε αρκετούς καραγκιοζοπαίκτες, οι οποίοι όμως ζητούν από το κράτος μεγαλύτερη στήριξη.

Τούρκοι με φουστανέλες και μπουζούκια


Του ΣΑΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 19/09/2008

Τούρκοι ηθοποιοί τραγουδούν το «Της Αμύνης τα παιδιά» στη σκηνή του Κρατικού Θεάτρου της Άγκυρας. «Βάλανε φωτιά στη Σμύρνη», ακούγεται μια φωνή. Πίσω, προβάλλονται σε οθόνη ντοκουμέντα με τους Ελληνες στοιβαγμένους στην προκυμαία της Σμύρνης.

«Θέλω με το "Ρεμπέτικο" να πάω στην Επίδαυρο», λέει ο Κώστας Φέρρης
Είναι σκηνή από το θεατρικό έργο «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη, βασισμένο στην ομώνυμη ταινία, το οποίο παρουσίασε το 2007 το Κρατικό Θέατρο της Αγκυρας, σε σκηνοθεσία του ίδιου. Συνεντεύξεις του Ελληνα σκηνοθέτη δημοσιεύτηκαν πρωτοσέλιδες σε τουρκικές εφημερίδες. «Η γνώση της Ιστορίας φέρνει κοντά τους λαούς», λέει. «Το είχα πει και σε μια συνέντευξή μου σε τουρκική εφημερίδα. Για να νιώσουν δυο λαοί φιλικά, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ξεχάσουν την Ιστορία τους. Αντίθετα, πρέπει να θυμηθούν και να ερευνήσουν για να θυμηθούν τη φιλία τους».

Η παράσταση, αφού γεφύρωσε ήδη Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους στη Λευκωσία στις 2 Σεπτεμβρίου, την παραμονή της συνάντησης Χριστόφια-Ταλάτ και με τη συνέντευξη Τύπου να δίνεται πάνω στην Πράσινη Γραμμή, τώρα έρχεται στην Ελλάδα. Από τις 16 ώς τις 19 Οκτωβρίου φιλοξενείται στη σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου της Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του «Μήνα Θεάτρου - Κρατικές Σκηνές της ΝΑ Ευρώπης», που διοργανώνει το ΚΘΒΕ.
  • Η παράσταση είναι απλώς μια μεταφορά της ταινίας σας στο θέατρο;
«Είναι ένα αυτοτελές έργο, όχι διασκευή της ταινίας. Είναι μια λαϊκή όπερα, η μορφή της οποίας απομακρύνεται από την ταινία. Παίρνει, βέβαια, από αυτήν τον βασικό μύθο και τα πρόσωπα. Διαθέτει όμως και πολλά φαντασιακά στοιχεία. Μπορέσαμε να συμπεριλάβουμε και μία ενότητα, που στην ταινία δεν μπορέσαμε να τη γυρίσουμε, επειδή δεν είχαμε λεφτά. Τη Μαρίκα Νίνου στην Αμερική, τότε που πηγαίνει και ξαναβρίσκει τον άντρα της, τον Γιάννη Χουάν στο Σικάγο όπου ζει ως μικρομαφιόζος και έμπορος».
  • Η μουσική, τα τραγούδια είναι τα ίδια, του Σταύρου Ξαρχάκου;
«Εχει νέα μουσική και τραγούδια, τους στίχους των οποίων έγραψα εγώ και τη μουσική η Θέσια Παναγιώτου. Δεν είναι ρεμπέτικα, έχουν το ύφος του ρεμπέτικου».
  • Υπάρχει όμως και ορχήστρα επί σκηνής.
«Η μουσική είναι γραμμένη για μεγάλη συμφωνική ορχήστρα, μικρή ορχήστρα επί σκηνής, χορωδία και μπαλέτο».
  • Πρόκειται, δηλαδή, για μιούζικαλ;
«Είναι ένα φανταχτερό μιούζικαλ με μουσικούς επί σκηνής, χορό και τραγούδια. Συμμετέχουν 60 ηθοποιοί. Η δομή του έργου έχει πολλά στοιχεία από τη θεατρική πρωτοπορία».
  • Πώς σας έγινε η πρόταση να ανεβάσετε το έργο στην Αγκυρα;
«Το 1991-92 το παρουσιάσαμε στο θέατρο "Σμαρούλα Γιούλη". Ακολούθησε περιοδεία σε Ελλάδα και Κύπρο. Με την οριστική του μορφή ως λαϊκή όπερα παρουσιάστηκε στη Ρόδο το 2001. Μετά τη Ρόδο, δέχτηκα πρόσκληση για να παρουσιαστεί στη Χάιφα του Ισραήλ, σε σκηνοθεσία του γνωστού Ισραηλινού σκηνοθέτη Μίχα Λέουνσον. Είχε κυκλοφόρησει ως μυθιστόρημα στα τουρκικά και έγινε μπεστ σέλερ, όπως και στο Ισραήλ. Ετσι μου ζήτησαν την άδεια να το ανεβάσουν στην Αγκυρα και να το σκηνοθετήσω εγώ».

Εκτός από φουστανέλα, στην παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Αγκυρας ακούγεται το βενιζελικό τραγούδι «Της Αμύνης τα παιδιά» και προβάλλονται ντοκουμέντα από την καταστροφή της Σμύρνης
Κλαίνε για τη Σμύρνη
  • Πώς ήταν η συνεργασία σας με τους Τούρκους ηθοποιούς;
«Το έργο παίχτηκε από τις 10 Αυγούστου ώς τον Νοέμβριο του 2007. Προηγήθηκαν τρεις μήνες πρόβες με σκληρή δουλειά. Οι συνθήκες όμως ήταν πολύ καλές. Κατ' αρχήν το Κρατικό Θέατρο της Αγκυρας είναι τεράστιο, από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης, με πολλές τεχνικές δυνατότητες. Επίσης, πρέπει να ξέρετε ότι το επίπεδο των Τούρκων ηθοποιών είναι πολύ υψηλό. Οι δραματικές σχολές τους είναι δύσκολες. Οι Τούρκοι ηθοποιοί μπορούν να παίζουν, να τραγουδάνε και να παίζουν και κάποιο όργανο συγχρόνως. Και κατάλαβαν αμέσως το έργο. Ηταν συγκινημένοι γιατί είχαν την ευκαιρία να δουν την ιστορική αξία του. Δείχνει την άλλη πλευρά των ιστορικών γεγονότων. Είναι η καλύτερη παράσταση που έχω κάνει ποτέ. Τώρα πια το έργο είναι ολοκληρωμένο».
  • Αρα το ρεμπέτικο και ως θέατρο και ως μουσική ενώνει τις δύο χώρες.
«Είναι πράγματι μια γέφυρα που ενώνει τους δύο λαούς. Μάλιστα, ξαφνικά στη διάρκεια των προβών έλαβα μια συγχαρητήρια επιστολή από τον Κώστα Καραμανλή. Μετά από λίγο, έλαβα και μια επιστολή από τον Ταγίπ Ερντογάν με παρόμοιο περιεχόμενο».
  • Πώς δέχτηκε το κοινό την παράσταση;
«Ηταν μια επιτυχία άνευ προηγουμένου. Κάθε μέρα ο κόσμος χειροκροτούσε όρθιος. Κάναμε μάλιστα και ρεκόρ μια μέρα -το λέω επειδή τα μετράνε αυτά εκεί- με τον κόσμο να χειροκροτεί όρθιος επί 14 λεπτά. Δεν υπάρχει περίπτωση ένας λαός να βλέπει τη σκηνή που οι Ελληνες "συνωστίζονται", όπως έγραφε το βιβλίο της Ιστορίας, στην προκυμαία της Σμύρνης και να μη συγκινηθεί από το δράμα τους».

Το «Ρεμπέτικο» μοιάζει με τους «Πέρσες»
  • Αντιμετωπίσατε προβλήματα «λογοκρισίας»;
«Κανένα απολύτως, παρά το ότι στη σκηνή κυματίζει μια ελληνική σημαία και εμφανίζεται και ένας τσολιάς. Το έργο δεν έχει στοιχεία σκληρού εθνικισμού. Οι Τούρκοι το αντιμετώπισαν ως μια "έθνικ όπερα". Η όλη κατάσταση θυμίζει τη χορηγία του Περικλή στον Αισχύλο για να ανεβάσει τους "Πέρσες", που πραγματεύεται τη δραματική κατάσταση των Περσών όταν νικήθηκαν από τους Ελληνες. Παρουσιάσαμε ένα έργο ουσιαστικά εθνικό, που όμως δεν αμφισβητεί τα εθνικά δικαιώματα των άλλων».
  • Δεν υπήρξαν ούτε αρνητικά δημοσιεύματα;
«Μειονότητες φανατικών ενθικιστών υπάρχουν και στις δύο χώρες. Οταν όμως έγινε ο σεισμός στην Τουρκία, ο ελληνικός λαός έκλαψε κι έστειλε βοήθεια. Κι ο τουρκικός λαός έκλαψε με τον σεισμό στην Αθήνα. Οταν οι άνθρωποι είναι συνειδητοί και καλλιεργημένοι ξέρουν ότι δεν είναι οι λαοί αυτοί που κάνουν τον πόλεμο».
  • Πώς φαντάζεστε ότι θα το δεχτεί το κοινό της Θεσσαλονίκης;
«Η Θεσσαλονίκη είναι ο μόνος χώρος που μου έχει αδυναμία. Θα είναι εντυπωσιακό να βλέπει κανείς στην Ελλάδα να παίζεται ελληνικό έργο στα τουρκικά με ελληνικούς υπέρτιτλους».
  • Και μετά τη Θεσσαλονίκη;
«Το άλλο καλοκαίρι οι Τούρκοι θα το παρουσιάσουν στο αρχαίο θέατρο της Αλικαρνασσού».
  • Το φαντάζεστε και στην Επίδαυρο;
«Σαφώς η θέση του είναι στην Επίδαυρο ή στο Ηρώδειο. Δεν νομίζω να μου την έδιναν όμως. Προτιμούν να τη δίνουν σε ανθρώπους που προκαλούν σκάνδαλο, μόνο και μόνο για να το προκαλέσουν. Οι διάφοροι παράγοντες δεν έχουν δικαίωμα να δίνουν το θέατρο της Επιδαύρου σε απατεώνες του θεάματος ή για να παίξει μια γυναίκα θαμμένη στο χώμα. Λες και οι ξένοι είναι χαζοί που παίζουν Μπρεχτ σε μικρές αίθουσες με 10-15 θεατές». *

Why Caryl Churchill is the Top Girl

From , September 1, 2008

As Caryl Churchill turns 70, her admirers and collaborators tell what it's like to work with one of our most important playwrights

undefined

Is Caryl Churchill the greatest female playwright of our time? Of any time? Back in the 1980s, when she used to give press interviews, she would have slapped your wrists for asking such a sexist, reductive question. And did, whenever it was put to her.

It's her uncanny ability to pull you up, flip you over, rewire your cosy assumptions that makes Churchill such an irreducible writer. On Wednesday she turns 70. And, to mark that birthday, this month the Royal Court will stage readings of her plays. They demonstrate a mastery of her medium. From her first full-length effort, Owners, in 1972, and in the 23 that followed, she has played dazzling games with form: centuries, genders and races collide on her increasingly surreal stage. Her works betray an unrelenting political inquiry, into feminism (Top Girls, 1982), capitalism (Serious Money, 1987), colonialism (Cloud Nine, 1979) or cloning (A Number, 2002).

She remains purposely enigmatic. We know that she was born in London but her family moved to Montreal, where she lived from 1948-55. She then read English at Oxford, produced three plays, and, on graduating, began writing radio plays for the BBC. In 1961 she married the lawyer David Harter, with whom she now lives in Islington, and has three sons. But she is no recluse: she always gets involved in the rehearsals of her new plays: indeed, many were developed during rehearsals. Here, her peers and colleagues describe one of our greatest living playwrights.

Daniel Craig, actor, A Number, 2002

She's a dreadful flirt. She just flirts all the time. I think she could be intimidating if she wanted to be, this weighty intellectual, but she's just great fun to have around. With A Number, cloning was a subject that deeply affected her, it just came gushing out of her. She was there all through the rehearsal process and she loves being there, in the thick of it, trying to make sense of it all. With most of Caryl's stuff, you read it and go: “What the f*** is that about?” But it's how you say it, not how you read it, that's important. And once you start performing it, the message is always very clear. When we'd meet up in the bar afterwards, we didn't go over the play, we'd go over the world. It's not that she's looking to discover the next new thing to write about, it's that she fully understands what's already happening.

Sir David Hare, playwright

The principal question you can ask of any artist is: what difference would it have made if they'd never existed? Would the culture be poorer? In Caryl's case, the answer is self-evident. She is that rare radical in whom nothing is vulgar: she never flattens her art out of a need to advance what she urgently has to say.

Sir Richard Eyre, director

What's so unusual about her is the combination of a sense of genuine mystery about human behaviour and motivation, allied to this very fierce, analytical intelligence. That's the paradox of Caryl Churchill. She is sui generis.

Lindsay Duncan, actor, Top Girls, 1982

Caryl's a grandmother now, and enjoys it so much: when we bump into each other we're more likely to talk about family than anything else. It's not just political dogma.

I first met her on Top Girls. I'd never been involved in anything like it. There we were at the Royal Court, all of us women, asking all these questions of ourselves and the world. It was quite a heady time. I remember being so taken with her, this tall, striking, rather elegant but selfeffacing woman. I don't mean that she denied herself in any way, but she was one of the team, very open, she didn't intimidate or in any way make us feel that we weren't capable of doing it right. She wears her intelligence so lightly and brings the most delightful merriment into the rehearsal room. I remember feeling, this is what it's like to work with a woman. I decided then that I only ever wanted to work in that way. Not to play a part in something, but to be a part of something.

Max Stafford-Clark, director

She had this sort of surreal, slightly elusive sense about her. I worked with Caryl on Light Shining in Buckinghamshire, Cloud Nine, Top Girls and Serious Money. She's a very vivid person and a very kind one. Working collaboratively is often quite difficult, but with Caryl it was easy. As a socialist liberal feminist humanist she's absolutely committed to collaboration. She'd always be the first person who'd say: “You could cut those five lines. You really don't need those.” And I'd think: “Yes, I'd have realised that three days hence.”

She got a double first from Oxford, so you know you are in the presence of one of those people who is far cleverer than you'll ever be. But also she has an incredible theatrical imagination, which has nothing to do with intelligence. At the same time, her political intuition is always foremost. She is remarkable: completely new, every time she comes out of the box.

Polly Stenham, playwright

She was a big inspiration to me in terms of writing. I first came across her when they did Top Girls at school. I was about 14, and I thought: “What the f***'s this? This is brilliant.” That bit with the period and the finger, we were just sitting there gawping, going: “God, I can't believe you can do this.” I think that was my first introduction to how far you could go.

One of my favourite plays ever is Far Away [2000], which is mad and perfect and tiny and nasty and brilliant. When she came to talk to the Royal Court writers, she was very gentle and shy, incredibly graceful, with this deeply intelligent face. She's amazing and incredibly important.

Nicholas Wright, playwright and director

I directed Owners, which I think was Caryl's first full-length play, in 1972. It was immediately obvious that she was unique. Her touch as a playwright is very smart and sparkling but it always suggests that there's something more anxious and dark going on underneath.

Politically, she's very upfront. She'll tell you exactly what she thinks and is very honest and uncompromising. She's not at all good at wasting time. There's this determined practicality to her.

Harriet Walter, actor, Cloud Nine

I met Caryl in 1980 doing Three More Sleepless Nights and Cloud Nine. She could be this daft, giggly 12-year-old, joining in our rehearsal games. She'd listen and watch like a curious child, but then come up with a brilliantly intelligent play, and so funny! Blue Heart [1997] had me helplessly giggling.

I think Caryl's particular skill in working through workshops while maintaining her individual inventiveness helped to feminise theatre in some way. She won't write anything that she doesn't want to write; she won't write at all if she's not in the mood. She is not in the least concerned with keeping trendy. She is so completely her own person, her own writer.

  • Caryl Churchill Readings are at the Royal Court, SW1 (020-7565 5000), Sept 16-26. www.royalcourttheatre.com

Vaclav Havel: life after revolution

The former Czech President's departure from office is uncannily like the plot of Leaving, his first play for 20 years

Playwrights take career breaks for all sorts of reasons, but none quite so strikingly as Václav Havel, the former President of the Czech Republic. This week his first play for nearly 20 years receives its British premiere, at the Orange Tree Theatre in Richmond. He was, of course, getting on with other things in the meantime, such as seeing the Soviets out of his country, dissolving the Warsaw Pact, reshaping Europe. It was hardly a retreat from drama.

He doesn't much like it when his story is told as if it were a piece of theatre in its own right, for fear that it trivialises that time of mighty shifts in the world order. Yet when you look at this extraordinary life it is hard to ignore completely the parallels between his progress and the sometimes absurdist tone of his work.

Here was an accidental president if ever there was one. On the eve of the Velvet Revolution in 1989, he was a dissident, much-banned dramatist, a few weeks out of prison. He had served several spells, the longest being four years. He had always argued that politics held no interest for him, yet there he was, in the autumn of that year, the leader of the Civic Forum, which was in effect the opposition.

They held their meetings at the Magic Lantern Theatre in Prague, and this is where he was, sitting on the stage, when an aide rushed in to announce that the Government had collapsed beneath the weight of public protest. Out went Gustav Husak, the President who had collaborated with the Soviet invasion 21 years before; within no time, Havel, his successor, was taking up residence in the ancient, daunting castle at the heart of the city.

His trousers were too short, the result of shoddy work by the prison tailor. He was so alarmed by the length of the corridors in the castle that he used a scooter to cut journey times. He remained in office for 13 years, during which time his country split with Slovakia - against his wishes - joined Nato and negotiated for European Union membership. It joined in 2004, the year after he left office.

His new play is called Leaving and tells of one Dr Vilem Rieger, the former Chancellor of an unspecified nation. He's moving out of the official residence. There's the ticklish business of what is his and what is the state's. The press is nosing about. His companion Irena is fretting. There's the question of whether they can billet themselves on a daughter. Think of The Cherry Orchard and King Lear.

But think also of autobiography, particularly when you learn that Rieger's successor intends to turn the place into an erotic multiplex, with everything from petrol stations to brothels. This successor's name is Vlastic Klein, not dissimilar to Vaclav Klaus, the present Czech President, whom Havel is said to despise for his too ready embrace of capitalism. It smacks of payback time, or at least playback time, for the 71-year-old dramatist who spent all those years in exile from his vocation.

Not quite. His explanation is both more mundane and more comic. “I wrote the first manuscript of the play in 1988 and 1989,” he says, “before the revolution. Afterwards I put it to one side. I thought it was passé, and that it [the manuscript] didn't exist any more. But after I had left office I found that my secretary had kept it somewhere, and she gave it back to me.”

So it was not his own leaving of office that inspired the play, he says, but another exodus - the one taking place in 1968, after the short-lived Prague Spring. “After the Soviet occupation many of the reform Communists, starting from the general secretaries and going down to the local party members, were expelled from the party and forced into workers' jobs, and their positions were taken over by collaborators and supporters of the new regime. This disintegration of the court, with everybody who holds high office having some sort of court around himself... when that started to disintegrate, then for some people, when all of a sudden they had to wash windows or something like that, the whole world began to fall apart.”

He is speaking in his office in Vorsilska Street, a stone's throw from where the great demonstrations passed in the days before his elevation to the castle. He looks in reasonable shape, considering the storms that he has weathered, the personal as well as the political. In fact he is lucky to be here at all. Now a reformed chainsmoker, he was found to have lung cancer 12 years ago and went to Austria for life-saving surgery. Part of one lung was removed.

In that same year his wife Olga died, also of cancer. This was the woman whom he had married, against his mother's wishes, in 1964. She was also the muse who inspired him to write his Letters to Olga, about his beliefs and ideology, during his imprisonment between 1979 and 1984. Olga was a much-loved figure as the nation's First Lady during the 1990s, and Havel's own popularity took a serious knock when, the year after her death, he married the actress Dagmar Veskrnova. He later admitted that he had been having an affair with her for several years, but also credited her with having spotted the seriousness of his condition and urging him to seek treatment.

Dasha, as she is known, has remained a controversial presence. Havel wanted her to play a leading role in Leaving, but when the National Theatre in Prague vetoed the idea, he took the play to a rival theatre, the Divaldo Archa. As it turned out, Veskrnova didn't appear in the production in the spring as she was taken ill.

Havel has the same gruff charisma that endeared him to his fellow citizens when he was elected President. He gets tired; a loose cough rattles away in his chest; his assistant Sabina keeps a watchful eye. Just as his life straddled separate worlds, so is his manner an alliance of intellectual self-confidence and modest disbelief in his own significance. He came from a cultural and well-to-do family, studied economics at university, and was just 26 when his first play, The Garden Party, was staged and won international acclaim.

Nearly half a century later it is drama, not politics, that animates his often sombre features and opens a broad smile beneath his distinctive moustache. “But I have to say,” he explains, “the return to theatrical life wasn't as easy as I thought it would be. For 20 years I was a banned author, for 20 years I was a playwright President, so for 40 years I couldn't devote my life to the theatre. And it has changed meanwhile. Things are different. I'm different. There was a sort of media Schadenfreude expectation. I had political enemies and they were hastily awaiting my return [to the theatre] because they were expecting it would be a flop, and that I would be rolling in the mud. But it wasn't a flop. The reviews [of the Prague production] have been excellent.”

If he were still in his secondary career of statesman, what approach would he be advocating over Russia, still a great presence in the wings for the Czech Republic? The spectacle of Georgia must have stirred bitter memories.

“It's an old Russian problem - it was there before communism, during communism and after the collapse of communism. Russia doesn't quite know where it starts or finishes, because it is the largest country in the world and there is an apparent lack of trust in everything that concerns its neighbours, or in anything new. It is a typical Russian complex that has been brought out again by the Georgian war. I think the Western institutions like Nato and the EU should monitor it very well, and be vigilant, and say to Russia what they really mean, not pay lip service or remain silent over certain things.”

Sam Walters, the director of the Orange Tree Theatre, has been staging Havel's plays since the 1970s. The best ones, he says, such as Memorandum and Redevelopment, might have been expected to lose their power when the circumstances changed, but they have proved to be transcendent satires on human affairs. It was at that time that Havel and his fellow dissidents were drawing up their Charter 77 manifesto, prompted by the imprisonment of musicians from the Czech band called the Plastic People of the Universe. Havel may not see his life as a play, but the Czech-born Tom Stoppard saw quite enough drama in such episodes to incorporate them into his 2006 West End hit Rock'n'Roll.

Reluctant president perhaps, but the first true rock'n'roll premier. It was no affectation. Today his T-shirt has a bright logo for the Trutnov Open Air Music Festival. It was not just the Plastic People with whom he was friends, but Lou Reed, of the Velvet Underground, the iconoclastic US rocker Frank Zappa and those most assimilated of rebels the Rolling Stones. And all this began before that other rock enthusiast, Tony Blair, was even leader of the Opposition.

Leaving opens tomorrow at the Orange Tree, Richmond, TW9 (020-8940 3633; www.orangetreetheatre.co.uk)

Related Links


Ivanov at the Wyndhams, WC2

Chekhov’s Ivanov is usually seen as a practice run for the four masterpieces that followed it, yet fine actors have played the despairing title character: a self-mocking John Wood, a desolate Derek Jacobi, an emotionally volatile Ralph Fiennes and, at the National in 2002, a pathologically self-absorbed Owen Teale. So the play isn’t so surprising a launchpad for the season that the Donmar is presenting in the West End, especially as Kenneth Branagh brings such articulate melancholy to Tom Stoppard’s punchy, witty, if overfree translation.

At first Branagh’s Ivanov seems all wrong: a mild if morose gentleman farmer rather than the agonised Hamlet whom Chekhov aimed to create. But that’s the point. He’s a decent, none-too-remarkable man stunned to find that he has become a middle-aged fossil, out of love with work, world, the terminally ill wife who sacrificed her Jewish faith and family for him, and (above all) himself. He has succumbed to an ennui tantamount to senility of the soul, and can’t explain why, least of all to the most unChekhovian medical man that the forgiving doctor-dramatist ever created.

Chekhov was in an unwontedly sardonic mood when he wrote Ivanov, but none of the play’s provincials, not even the lady loan shark to whom Ivanov is in debt, is as unloveable as his Dr Lvov. As played by Tom Hiddleston from behind thin-rimmed glasses and even thinner lips, he delivers grim homilies when he should be prescribing pristine Prozac.

Almost everyone on show takes a cynical view of Ivanov – the play is in effect an attack on prejudice – but Lvov goes to moral extremes, deriding him as a “swine” who wants to ditch his wife so as to marry a rich girl.

The plot involves the decline and death of Gina McKee as that wife and Ivanov’s on-off attachment to Andrea Riseborough as that girl; but it’s the inscrutable psyche of the man himself that mainly interests Chekhov. The fact that he’s the victim of his time and place isn’t enough to explain the moment when, offered money by his only friend, Branagh pushes away the notes and slumps to the floor, a crumpled, weeping heap in mourning for its life. At that point he comes as close as an Englishman can to embodying the emotional blackness of a character Chekhov called “purely Russian”.

Michael Grandage bolsters his reputation as an actor’s director by getting fine performances from the (variously) ebullient, malicious and wanly affable topers played by Lorcan Cranitch, Malcolm Sinclair and Kevin McNally, but he’s equally successful at evoking a tiny, mean-spirited world where the diversions are playing cards, exchanging scandal and making antiSemitic remarks. And the sum effect is so glumly comic you’re left wondering how Ivanov could ever have been dismissed as minor Chekhov.

O B. Xαραλαμπόπουλος στον «Bροχοποιό»

O Bασίλης Xαραλαμπόπουλος θα μεταμορφωθεί το χειμώνα σε «Bροχοποιό». O ηθοποιός πρωταγωνιστεί στο ομώνυμο έργο του Pίτσαρντ Nας, που θα σκηνοθετήσει στο θέατρο «Διάνα» ο Γιάννης Kακλέας.

O B. Xαραλαμπόπουλος στον «Bροχοποιό»

Πρόκειται για μια κωμωδία που ηθογραφεί τον μικρόκοσμο της φτωχής αμερικανικής αγροτιάς, του καθημερινού βιοποριστικού αγώνα της και της αγωνίας της όταν έχει ενάντιά της και τα καιρικά φαινόμενα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια μακρόχρονη ανομβρία. Στην παράσταση πρωταγωνιστούν επίσης η Mαρίσσα Tριανταφυλλίδου και ο Oρφέας Aυγουστίδης.

  • ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΑΤΑΙΩΣΗ:

Έμοιαζε ως μία από τις πιο ενδιαφέρουσες θεατρικές προτάσεις του φετινού χειμώνα το «Kοκτέιλ πάρτι» του T. Σ. Έλιοτ που θα σκηνοθετούσε η Bαρβάρα Mαυρομάτη στο θέατρο «Προσκήνιο». Ωστόσο όλα δείχνουν ότι η παράσταση, με πρωταγωνιστές τους Λάζαρο Γεωργακόπουλο, Άρη Λεμπεσόπουλο, Aλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, ναυαγεί οριστικά ύστερα από ρήξη στις σχέσεις παραγωγής και σκηνοθέτιδας. Yπενθυμίζουμε ότι κατά τη διάρκεια των προβών είχε αποχωρήσει η Άννα Φόνσου και ο Kώστας Zαχαράκης, οι οποίοι είχαν αντικατασταθεί από τους Λουκία Πιστιόλα και Γιώργο Γιαννακάκο.

«Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω»

Το έργο του Ντάριο Φο «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» θα φιλοξενήσει τον χειμώνα το θέατρο «Αλέκος Αλεξανδράκης». Η σεζόν στο θέατρο της οδού Κυψέλης πρόκειται να ανοίξει με την επανάληψη της καλλιτεχνικής και εμπορικής επιτυχίας «Κάθε χρόνο τέτοια μέρα» -σκηνοθεσία Κώστα Αρζόγλου, με τους Μαριάννα Τουμασάτου και Αλέξανδρο Σταύρου- στη συνέχεια όμως η «σκυτάλη» θα δοθεί στο έργο του Φο, που θα ανέβει σε διασκευή - σκηνοθεσία του Γιάννη Καραχισαρίδη. Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους θα κρατήσουν ο Πάνος Σκουρολιάκος και η Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, η οποία αρχικά είχε συζητήσει να είναι στο «Θαύμα της Ανι Σάλιβαν» και τελικά πέρασε στην παράσταση που θα είναι από ό,τι έμαθα συμπαραγωγή των ζεύγους Λεμπέση και του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης.

«Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω»

«Δεν πληρώνω - δεν πληρώνω»[2]. Να παραμείνω στο θέμα για να σας ενημερώσω ότι στην εν λόγω παράσταση θα λάβει μέρος η Αγγελική Δαλιάνη, που για περίπου δύο χρόνια κέντρισε το ενδιαφέρον του τηλεοπτικού κοινού ως Μαρία η άσχημη, στην ομώνυμη καθημερινή σειρά του Μεγάλου Καναλιού. Η νεαρή ηθοποιός είχε κάνει και παλιότερα θέατρο, αλλά αυτή τη φορά έρχεται να αναλάβει έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Στην ίδια αυτή παράσταση τέλος θα δούμε και τους Περικλή Αλμπάνη και Νίκο Ορφανό.

«Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω»

Μπορεί ο Θωμάς Μοσχόπουλος να πραγματοποίησε φέτος το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στον χώρο του αρχαίου δράματος με τις εναλλακτικές «Βάκχες» που παρουσίασε στο Γκαράζ του «Πειραιώς 260», το επόμενο καλοκαίρι τον θέλει όμως να αναμετριέται και πάλι με το είδος αυτό, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου αυτή τη φορά. Οι πρώτες συζητήσεις έχουν γίνει και προχωρά τώρα η συμφωνία.

«Έτσι δεν μπορώ να παίξω!». Μπορεί να μην είπε «Έλεος» η Σμαράγδα Καρύδη, όπως έκανε ο Νίκος Ψαρράς στην παράσταση της «Μήδειας» στην Επίδαυρο, αλλά το εννόησε λέγοντας την εν λόγω ατάκα λίγα μόλις λεπτά μετά την έναρξη της παράστασης της «Ελένης» που πρωταγωνιστεί. Το θέατρο ήταν κατάμεστο και δεν έπεφτε καρφίτσα απ τις οκτώ η ώρα. Οι ουρές όσων δεν βρήκαν θέση και δεν γνώριζαν ότι η παράσταση ήταν sold out ήταν τεράστιες. Πάραυτα οι υπεύθυνοι γύρω στις 9.30 αποφάσισαν να ανοίξουν αυλαία. Αποτέλεσμα; Ακούστηκαν γιουχαρίσματα, αίσχος, ήχοι από τα κάγκελα που χτυπούσαν οι έξαλλοι που ήταν εκτός. Η Καρύδη ήταν στη μέση της σκηνής και προσπαθούσε να παίξει. Μάταια! Κάποια στιγμή είπε «έτσι δεν μπορώ να παίξω» και αποσύρθηκε στα καμαρίνια. Για μισή ώρα ο Αθερίδης και άνθρωποι του θεάτρου έκαναν το παν να λύσουν το πρόβλημα, τα γιουχαρίσματα έπαιρναν κι έδιναν και στις 10.15 άρχισε η παράσταση χωρίς εμπόδια.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΠΟΥΖΙΩΤΗΣ, ΕΘΝΟΣ, 19/09/2008

10o ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΟΥΚΛΟΘΕΑΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΜΙΜΑΣ ΚΙΛΚΙΣ

«Για τη Γη των Ονείρων μας», 1-14 Οκτωβρίου 2008


Η ΓΙΟΡΤΗ ΕΚΛΕΙΣΕ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ!


Η πολύχρωμη γιορτή για μικρούς και μεγάλους, στο μοναδικό για την Ελλάδα Διεθνές Φεστιβάλ Κουκλοθεάτρου και Παντομίμας που διοργανώνεται από το Δήμο Kιλκίς υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού, συνεχίζεται για δέκατη συνεχή χρονιά με ένα πρόγραμμα που ειδικά φέτος φιλοξενεί καλλιτέχνες και θιάσους σε μια διοργάνωση αφιερωμένη «Για την Γη των Ονείρων μας».

Καλλιτέχνες, κουκλοπαίκτες και θίασοι από την Αμερική, την Ασία, την Αφρική και την Ευρώπη -οι περισσότεροι από τους οποίους έρχονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και παίζουν σε μοναδικές παραστάσεις στο Διεθνές Φεστιβάλ Κουκλοθεάτρου και Παντομίμας στο Κιλκίς- και παρουσιάζουν με κέφι και δημιουργικότητα μερικές από τις καλύτερες παραστάσεις στον κόσμο.
Το 10ο Διεθνές Φεστιβάλ Κουκλοθεάτρου και Παντομίμας θα διαρκέσει από την 1η έως τις 14 Οκτωβρίου. Για 14 ημέρες, θα δώσουν παραστάσεις θίασοι και καλλιτέχνες από 12 χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Βραζιλία, Γερμανία, Αργεντινή, Ουρουγουάη, Η.Π.Α., Σερβία, Ν.Αφρική, Βουλγαρία, Ινδονησία, Ελβετία) ενώ παράλληλα θα πραγματοποιηθούν σεμινάρια, εργαστήρια, ποικίλα δρώμενα και μία πρωτότυπη έκθεση σπασμένων και «ξανα-ζωνταντεμένων» παιχνιδιών. Ξεχωριστά αξίζει να σημειώσουμε το εργαστήριο που θα πραγματοποιηθεί στα σχολεία του Νομού Κιλκίς με αντικείμενο την κατασκευή θεατρικών κούκλων με υλικά ανακύκλωσης και την κατασκευή παιχνιδιών με παλιά σπασμένα παιχνίδια.
Σκοπός είναι η ευαισθητοποίηση των μαθητών στην φιλοσοφία της ανακύκλωσης και στην προσωπική θέση απέναντι στην υπερβολική και άχρηστη κατανάλωση. Θα συμμετάσχουν 10 σχολεία και θα οργανωθούν 10 εργαστήρια. Επίσης στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, για πρώτη χρονιά φέτος, θα πραγματοποιηθεί μια διημερίδα, σε συνεργασία με το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης, με θέμα: «Οι Κλόουν – Γιατροί» (Clown Dottori)- ακολουθούν αναλυτικές πληροφορίες στη συνέχεια του δελτίου τύπου.

Οι χώροι δράσης του Φεστιβάλ είναι το Δημοτικό θέατρο του Δήμου Κιλκίς, η Δημοτική βιβλιοθήκη, δρόμοι και πλατείες της πόλης του Κιλκίς καθώς και άλλοι συγκεκριμένοι χώροι, όπως επιλεγμένα μπαράκια του Κιλκίς, όπου δίνονται μεταμεσονύχτιες παραστάσεις για ενήλικο κοινό. Και βέβαια, θα πραγματοποιηθεί και φέτος ένα παιχνίδι στο οποίο κάθε φορά συμμετέχουν με ενθουσιασμό μεγάλοι αλλά κυρίως μικροί φίλοι του Φεστιβάλ, είναι το περίφημο κυνήγι του θησαυρού, με γρίφους και πολύ παιχνίδι που θα οργανωθεί ξανά στους δρόμους και τα εμπορικά μαγαζιά του Κιλκίς. Παράλληλα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ θα πραγματοποιηθούν παραστάσεις και στην Θεσσαλονίκη, στην Καλαμαριά, στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς.
Για αναλυτικές πληροφορίες και το πρόγραμμα: www.kilkis-festival.gr

ΕΦΥΓΕ ΣΤΑ 76 ΤΟΥ Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΜΑΟΥΡΙΤΣΙΟ ΚΑΓΚΕΛ

Η «Νέα Μουσική» και το μουσικό θέατρο έχασαν τον «πατέρα» τους


ΤΑ ΝΕΑ: Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008


Ο συνθέτης Μαουρίτσιο Κάγκελ
Ο συνθέτης που κατάφερε να πλάσει, σχεδόν εξαρχής, το είδος του μουσικού θεάτρου του 20ού αιώνα και θήτευσε όπως και δίδαξε την «νέα μουσική» που ενέχει στοιχεία σκηνοθεσίας, σκηνογραφίας και φωτισμών, ο Μαουρίτσιο Κάγκελ πέθανε στα 76 του, νικημένος από «ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε τον τελευταίο καιρό», όπως δήλωνε χτες εκπρόσωπος της δισκογραφικής του εταιρείας στη Γερμανία.

Ο Κάγκελ, γεννημένος παραμονή Χριστουγέννων του 1931 στο Μπουένος Άιρες, άφησε στα 26 του την Αργεντινή για να πάει στη Γερμανία μεταφέροντας και το όραμά του για ένα συμπίλημμα μουσικής και θεάτρου, αλλά με πολλά κοινά στοιχεία με το «σκοτεινό» και δηκτικό γερμανικό καμπαρέ του Μεσοπολέμου-πέρα από τα λόγια έργα του για σολίστ, μικρές ορχήστρες ακόμη και για μουσικά όργανα και αφηγητές. Αυτή τη «νέα μουσική» υπηρέτησε σε όλη την μουσική καριέρα του και αυτήν βρέθηκε να διδάσκει το 1975 στο Μουσικό Κολέγιο της Κολωνίας (όπου ίδρυσε και το Κoelner Εnsemble για τη Νέα Μουσική)..

Στο μεταξύ, τα έργα του, το νέο μουσικό θέατρο που πρότεινε, πάντοτε με δυνατή θεατρική πλοκή, εντυπωσιακά στοιχεία και δυνατούς διαλόγους-στον αντίποδα των κάποτε αφελών ή απλοϊκών λιμπρέτων της όπερας- είχαν υιοθετηθεί από τα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του κόσμου. Έργα του, που ήταν συνήθως μικρής διάρκειας και όχι μακροτενή όπως οι όπερες του βερισμού ή του Βάγκνερ, ανέβασε και στην Ελλάδα η Εθνική Λυρική Σκηνή από τη δεκαετία του ΄60, όταν το κύμα της «νέας μουσικής» του είχε γίνει μόδα-και δη κυρίαρχη- στην Κεντρική Ευρώπη.

Πολυσχιδής και πολύπλευρη καλλιτεχνική προσωπικότητα ο πολυβραβευμένος Μαουρίτσιο Κάγκελ υπήρξε και σκηνοθέτης, λιμπρετίστας, μαέστρος και τα τελευταία χρόνια μουσικοπαιδαγωγούς από τους πλέον περιζήτητους στην Ευρώπη, ενώ έγραψε μουσική και για ραδιοφωνικά έργα και για ταινίες.