Του Βασίλη Αγγελικόπουλου, Η Καθημερινή, 26-08-2008
Με μια ακόμη προσπάθεια να «διαβαστεί αλλιώς» το αρχαίο δράμα έληξαν τα Επιδαύρια, τα οποία φέτος περισσότερο από κάθε άλλη φορά χαρακτηρίστηκαν από τολμηρά και φιλόδοξα, αλλά εν τέλει μάλλον απονενοημένα, ανοίγματα σε «νεωτερικές» σκηνικές αναγνώσεις.
Σειρά είχε ο «Αγαμέμνων» του Αισχύλου και πάνω του δούλεψε και προβληματίστηκε το «Θέατρο Δωματίου» της Αντζελας Μπρούσκου, με στυλοβάτη του εγχειρήματος την παρουσία της Αμαλίας Μουτούση στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας. Το αποτέλεσμα άνισο, απέσπασε θερμό χειροκρότημα στο τέλος και αρκετά «μπράβο» από τις κάτω σειρές -όπου επιχωριάζουν οικείοι, φίλοι και συνάδελφοι των ηθοποιών-, αλλά και αποδοκιμασίες θεατών σε ορισμένες προκλητικές (ή και καθόλου) σκηνές. Περιστατικά όμως που παρέμειναν μεμονωμένα και δεν πήραν διαστάσεις, όπως συνέβη στη «Μήδεια» του Βασίλιεφ.Ενα πατάρι που έδενε αρμονικά με τον επιδαύριο χώρο, με προεκτάσεις πίσω, στα καλύμματα των ερειπίων της αρχαίας σκηνής, και μια σκάλα μπροστά, προς την ορχήστρα, ήταν το απλό σκηνικό. Η Κλυταιμνήστρα με μακρύ φόρεμα σημερινής ή και παλαιότερων εποχών άνασας και ο Χορός των Αργείων μια παρέα εργάτες, της γης ή της πόλης, με τις χαρακτηριστικές ως τα χτες τραγιάσκες τους.Αυτός ο Χορός ήταν στην πραγματικότητα ο πρωταγωνιστής. Από την αρχή -απορροφώντας μάλιστα το ρόλο του Φύλακα- είναι ένας πανταχού παρών και τα πάντα σχολιάζων δήμος. Καφενόβιος, ως γνήσιος Ελλην, αποδίδει το χορικό σαν ρεαλιστική συζήτηση μεταξύ των μελών του. Ενα «τρικ» που έχουμε ξαναδεί και σε κλασικότροπες παραστάσεις, το οποίο μπορεί να αποσκορακίζει τετριμμένες ομαδικές κινήσεις και εκφορές λόγου, αλλά δεν παύει να είναι ένα «δήθεν» κι αυτό. Αυτή η «ρεαλιστική» συμπεριφορά εκβάλλει ως και σε… τσάμικα, όταν εμφανίζεται ο Κήρυκας που έρχεται από την Τροία (κάτι μεταξύ Σπύρου Λούη και λήσταρχου Νταβέλη, με φουστανέλα, σελάχι κι ένα πελώριο… καρπούζι στα χέρια), για να αναγγείλει ότι «ιερόν πτολίεθρον έπερσεν» επιτέλους. Λίγο αργότερα ο Χορός περνάει σε… υπερβατικά: θα τσακίσει το καρπούζι πάνω στο χάρτη της Ελλάδας όχι τόσο για να το φάει, όσο για να πασαλείψει ο ένας τον άλλο, ενώ όταν έρχεται ο Αγαμέμνων, ο αφέντης τους μεταλλάσσεται σε… κοπάδι σκύλων. Που και τι δεν έκαναν τα σκυλάκια όσο διαρκούσε η βασική αυτή σκηνή. Σειόνταν σύγκορμα από χαρά, στα τέσσερα ή σούζα, αλλά δεν δίσταζαν να κατουρήσουν το πόδι του αφέντη τους, σηκώνοντας χαρακτηριστικά το πόδι, ή να βατεύουν το ένα το άλλο (σχηματίζοντας «τρενάκι»!) όσο εκείνος διαλεγόταν με την καταχθόνια Κλυταιμνήστρα. Μετά τη δολοφονία του αφέντη τους τα μέλη του Χορού σηκώνονται πάλι στα δύο και μάλιστα υψώνουν τα άλλα δύο άκρα σε επαναστατική γροθιά, απειλώντας τους φονιάδες με εμβατήρια και πέτρες.Από τέτοιες υπερβολές -που έφταναν ως το χαβαλέ- εκτρεπόταν η παράσταση από το σαφή στόχο της: Το σχολιασμό, με ειρωνεία, σαρκασμό και παρωδική διάθεση, γνώριμων ελληναριακών μας καταστάσεων -πράγμα που το πέτυχε σε σημαντικό βαθμό. Αλλο αν έτσι είχε περιορίσει εκ προοιμίου την προσπάθειά της σε μικρής ανάσας αγώνισμα. Γιατί ο αισχύλειος «Αγαμέμνων» είναι κείμενο πολύ πιο σύνθετο και ποιητικό από ό,τι φιλοδόξησε να δείξει αυτή η παράσταση.Καμένος από χέρι ο ρόλος της Κασσάνδρας, και μάλιστα όπως ερμηνεύθηκε από την Παρθενόπη Μπουζούρη (κάτι ανάμεσα σε αθλήτρια καράτε και έγκλειστη ψυχιατρείου), απολαυστικά… αντιτραγικός ο σαρκαστικός ναύαρχος Αγαμέμνων του Μηνά Χατζησάββα (με αλυσίδες και άλλα λιλιά στο γυμνό, μέσα από το ανοιχτό σακάκι, στήθος) και αντάξιος του υποκριτικού εκτοπίσματος μιας Αμαλίας Μουτούση ο τρόπος με τον οποίο η πάντα σε επαφή με την ουσία ηθοποιός μετέβη κλιμακωτά από τη δήθεν φιλόστοργη σύζυγο στη μαινόμενη φόνισσα.
No comments:
Post a Comment