Wednesday, September 5, 2007

Ο Caspar David Friedrich και ο Samuel Beckett

Caspar David Friedrich (γεννήθηκε 5 Σεπτεμβρίου 1774 – πέθανε 7 Μαΐου 1840). Γερμανός ρομαντικός ζωγράφος, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους στην ευρωπαϊκή τέχνη του συμβολιστικού τοπίου. Τα τοπία του Friedrich είναι βασισμένα εξ ολοκλήρου σε όγκους της βόρειας Γερμανίας και είναι όμορφες αποδόσεις των δέντρων, των λόφων, των λιμανιών, των υδρονεφώσεων πρωινού, και άλλων ελαφρών αποχρώσεων βασισμένων σε μια στενή παρατήρηση της φύσης.

Ιδού όμως γιατί αναφέρομαι στον ζωγράφο Caspar David Friedrich. Είναι γνωστό το έργο του Samuel Beckett Περιμένοντας τον Γκοντό και για τους επαΐοντες είναι γνωστές και οι απορίες που γεννήθηκαν σχετικά με την ταυτότητα του Γκοντό.

Ο Μπέκετ εξηγούσε ότι αν ήξερε κάτι σχετικό με την ταυτότητα του ήρωά του, θα το είχε κάνει γνωστό και θα το είχε ξεκαθαρίσει στο έργο. Σε περισσότερα από ένα φιλικά του πρόσωπα, εντούτοις, απέδωσε τουλάχιστον την οπτική σύλληψη του έργου σ’ ένα πίνακα του Caspar David Friedrich, στον οποίο δύο άνθρωποι κοιτάζουν την ανατολή του φεγγαριού κοντά σ’ ένα σκιασμένο δέντρο. Σχετικά γράφει ο James Knowlson, ο βιογράφος του Μπέκετ:

Η οπτική σύλληψη του έργου είχε ως πηγή εμπνεύσεως, σύμφωνα με τον ίδιο τον Beckett, έναν πίνακα του Caspar David Friedrich. Η έμπνευση από τον πίνακα αυτό γίνεται ακόμη πιο φανερή στις δύο σκηνές με το φεγγαρόφως στο τέλος κάθε πράξης όταν οι μορφές του Εστραγκόν και του Βλαντιμίρ πλάι στο δέντρο βλέπουν το φεγγάρι να ανατέλλει και να διαγράφονται στο φόντο ενός νυχτερινού ουρανού.

Η
Ruby Cohn, η αμερικανίδα θεατρολόγος και φίλη του Beckett, είπε ότι το 1975 ενόσω βρισκόταν στο Βερολίνο και παρακολουθούσε τις πρόβες του Περιμένοντας τον Γκοντό πήγε και είδε μαζί με τον Beckett τους πίνακες του Caspar David Friedrich στη φημισμένη συλλογή Γερμανών Ρομαντικών. Καθώς κοιτούσαν τον πίνακα “Mann und Frau den Mond betrachten” [= Άνδρας και Γυναίκα θεώνται το Φεγγάρι], του 1924, ο Beckett ανακοίνωσε απερίφραστα: “Αυτή είναι η πηγή του Περιμένοντας τον Γκοντό, ξέρεις”.
Μπορεί κάλλιστα να είχε μπερδέψει δύο πίνακες. Διότι, άλλες φορές, έστρεψε την προσοχή φίλων του στον πίνακα “
Zwei Manner betrachten den Mond” [= Δύο άντρες θεώνται το Φεγγάρι], του 1819, στον οποίο εικονίζονται δύο άντρες με μανδύες, ιδωμένοι από πίσω, να κοιτάζουν μια πανσέληνο που τυλίγουν τα μαύρα κλαδιά ενός μεγάλου, δίχως φύλλα δέντρου…).

Αυτή την εκδοχή την έχει αναφέρει ο Γάλλος ηθοποιός και σκηνοθέτης Roger Blin, ο οποίος ήταν φίλος του Μπέκετ και συνεργάστηκε μαζί του στο ανέβασμα του συγκεκριμένου έργου.

Μιας και το έφερε η κουβέντα, μερικοί από τους κριτικούς έχουν δει το Θεό στον τίτλο του μπεκετικού έργου. Ο Beckett πράγματι έδωσε έμφαση στην πρώτη συλλαβή του Γκοντό όταν μίλησε, αλλά επειδή το έργο εμφανίστηκε αρχικά στα γαλλικά, και η γαλλική λέξη για το Θεό είναι «Dieu», ο συσχετισμός μπορεί να είναι αδύναμος.

Το όνομα του έργου, το «
Godot», επίσης έχει αποδοθεί ποικιλοτρόπως σε μια γαλλική λέξη λαϊκού ιδιώματος για την «μπότα», τη λέξη «godillot», λόγω της σημασίας των παπουτσιών των ηρώων του, σε ένα πλήθος προσδοκώντας την εμφάνιση ενός ηλικιωμένου Γάλλου ποδηλάτη κούρσας που ονομαζόταν «Godeau», ή σε μια πόρνη που ζήτησε ανεπιτυχώς «επαφή» από τον Beckett στην οδό Godot de Mauroy, αφού εκείνος αρνήθηκε, εκείνη τον ρώτησε: «Εσείς, τι κάνετε, περιμένετε τον Γκοντό;».
Ανεκδοτολογικά, έχουν αναφερθεί κι άλλες εξηγήσεις για την προέλευση του Γκοντό, όπως ότι ο Beckett συνάντησε σ’ ένα σταυροδρόμι μια παρέα που θορυβούσε κι όταν ρώτησε κάποιον απ’ αυτούς τι κάνουν εκεί, του απάντησε: «Περιμένουμε τον Γκοντό», εννοώντας πράγματι ότι περίμεναν έναν φίλο τους που ονομαζόταν «Γκοντό»!

Sunday, September 2, 2007

Caryl Churchill


ΚΑΡΙΛ ΤΣΕΡΤΣΙΛ [Caryl Churchill], γενν. 3 Σεπτεμβρίου 1938–. Αγγλίδα θεατρική συγγραφέας. Υπήρξε μέλος του Joint Stock Theatre Group (ομάδα με στόχο τη συλλογική θεατρική δημιουργία) και δούλεψε με τη φεμινιστική θεατρική ομάδα Monstrous Regiment. Είναι συγγραφέας της ανθρώπινης ύπαρξης και υπέρμαχος της προσωπικής επιλογής του ατόμου.
Το πρώτο της έργο, το
Downstairs, που το έγραψε ενώ ακόμη σπούδαζε στο πανεπιστήμιο, ανέβηκε στη σκηνή το 1958. Έγραψε έργα για το ραδιόφωνο του BBC (The Ants, 1962, Lovesick, 1967 και Abortive, 1971). Το έργο της The Judge's Wife [Η γυναίκα του δικαστή] παρουσιάστηκε από την τηλεόραση του BBC το 1972 και την ίδια χρονιά το έργο της Owners παρουσιάστηκε στο θ. Royal Court στο Λονδίνο.
Υπήρξε εισηγήτρια δραματολογίου στο θ. Royal Court (1974-5) και μεταξύ των ετών 1970 και 1980 δούλεψε στις ομάδες «Joint Stock» και «Monstrous Regiment». Σ’ αυτή την περίοδο έγραψε τα έργα
Light Shining in Buckinghamshire (1976), Cloud Nine (1979), Fen (1983) και A Mouthful of Birds (1986), που το έγραψε σε συνεργασία με τον David Lan.
Το έργο
Three More Sleepless Nights παρουσιάστηκε το 1980 στο θ. Soho Poly, στο Λονδίνο. Το Top Girls [Πετυχημένες γυναίκες, 1982] παίχτηκε στο Public Theatre του Τζόζεφ Παπ στη Νέα Υόρκη. Το Serious Money ανέβηκε το 1987 στο θ. Royal Court. Μετά από μια επίσκεψή της στη Ρουμανία έγραψε το Mad Forest [Τρελό δάσος, 1990), και αργότερα το The Skriker (1994). Επίσης για την τηλεόραση έγραψε τα έργα The After Dinner Joke (1978] και Crimes (1982).
Το
Far Away ανέβηκε στο θ. Royal Court το 2000, σε σκηνοθ. του Stephen Daldry. Μετέφρασε τον Θυέστη του Σενέκα (2001). Βραβεία και διακρίσεις: Βραβείο των Sunday Times στο Φεστιβάλ Δράματος της Εθνικής Ένωσης Φοιτητών (1958, Downstairs), βραβείο Obie (1979, Cloud Nine), βραβείο Susan Smith Blackburn (1983, Fen), βραβεία Obie και Susan Smith Blackburn (Top Girls), Βραβείο Evening Standard καλύτερης κωμωδίας της χρονιάς και το Βραβείο καλύτερου νέου έργου Laurence Olivier/BBC (1987, Serious Money).
Το έργο της Πετυχημένες γυναίκες παίχτηκε το 1983 από το Εθνικό Θέατρο, σε μετάφραση Μαρλένας Γεωργιάδη και σκηνοθεσία της Μαριέττας Ριάλδη.

Μάνος Κατράκης

Τον Μάνο Κατράκη τον γνώρισα τους πρώτους μήνες της μεταπολίτευσης όταν του ζήτησα πληροφορίες για ένα άρθρο που έγραψα σχετικά με το "λαϊκό θέατρο". Και τον συνάντησα στο γραφείο του, κάπου στην Εμμ. Μπενάκη, αν θυμάμαι καλά. Φυσικά κι ενθουσιάστηκα. Έγραψα το κείμενο, αλλά δεν το έχω πρόχειρο. Πάντως μου έκανε τεράστια εντύπωση σαν προσωπικότητα. Ήταν απλός άνθρωπος και μεγάλος καλλιτέχνης. Είχα δει πολλές από τις ταινίες που είχε πρωταγωνιστήσει, αλλά και θεατρικές παραστάσεις.

ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ (1908 στο Καστέλι Κισσάμου Κρήτης – 2 Σεπτεμβρίου 1984 στην Αθήνα). Ηθοποιός και σκηνοθέτης. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1928 με το θίασο «Οι νέοι» στο έργο Για την αγάπη της. Με τον ίδιο θίασο εμφανίστηκε και σε άλλα έργα, μέχρι την επόμενη χρονιά, οπότε εντάχθηκε στο θίασο της Ελευθέρας Σκηνής των Μ. Κοτοπούλη Σ. Μελά Μ. Μυράτ.

Με την Ελευθέρα Σκηνή έπαιξε, μεταξύ άλλων στα έργα Στέλλα Βιολάντη, Η λύρα του γερο-Νικόλα, Οι άθλιοι. Συνεργάστηκε για ένα χρόνο, το 1930, με το Λαϊκό Θέατρο του Β. Ρώτα και το 1932 προσλήφθηκε στο νεοϊδρυόμενο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμήνευσε μεταξύ άλλων τον Κορυφαίο στον Αγαμέμνονα και τον Κρητικό στη Βαβυλωνία.
Το 1934 θα συνεργαστεί με τον Β. Αργυρόπουλο και το 1935 ξανά με τη Μ. Κοτοπούλη, για να επιστρέψει, την ίδια χρονιά στο Εθνικό Θέατρο, όπου παρέμεινε ως το 1943. Από τότε και έως το 1972 θα πρωταγωνιστήσει στο ιδιωτικό θέατρο με εξαίρεση τρεις ρόλους στο Εθνικό στο διάστημα 1946-1947.
Μετά την κατοχή διώχτηκε και εξορίστηκε (1948-1952) για να επανέλθει στη Σκηνή το 1952 , με το θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, λίγο αργότερα με τον θίασο του Αδαμάντιου Λεμού και αμέσως μετά με τον Θυμελικό Θίασο του Λίνου Καρζή (Προμηθεύς Δεσμώτης) Στη συνέχεια, και μέχρι το 1955 εμφανίζεται με την Κυβέλη και αμέσως μετά συγκροτεί θίασο με την Ασπασία Παπαθανασίου (Ευγενία Γκραντέ, Βαθιές είναι οι ρίζες, Το κορίτσι με το κορδελάκι, κ.α).
Το 1955 ίδρυσε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο και εγκαταστάθηκε στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Άρεως, τον οποίο εγκαινίασε με τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας. Σ' αυτό το θέατρο, με μεγάλη συμμετοχή κοινού και καλλιτεχνική επιτυχία, συνέχισε ως το 1967 υποστηρίζοντας συστηματικά το ελληνικό έργο (Ο μονοσάνδαλος, Το κορίτσι με το κορδελάκι, Η Αντιγόνη της Κατοχής, Ο Πατούχας και διασκευές από έργα του Καζαντζάκη όπως Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και Ο Καπετάν Μιχάλης). Σποραδικά ανέβασε και κλασικό ρεπερτόριο (Ιούλιος Καίσαρ, Φουέντε Οβεχούνα).
Τους χειμώνες το ΕΛΘ φιλοξενείτο σε διάφορα θέατρα ή περιόδευε στην επαρχία, την Κύπρο και την Κωνσταντινούπολη. Καθώς του γίνεται έξωση από το Πεδίο του Άρεως (1968), ο Κατράκης συνεχίζει την πρωταγωνιστική του πορεία, πότε με το θίασο του, πότε με άλλους πρωταγωνιστές. Το 1972 ο Μάνος Κατράκης επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο και πρωταγωνίστησε στον Οθέλλο, στον Δον Κιχώτη, και στην Επίδαυρο στον Οιδίποδα τύραννο (1973) και στον Προμηθέα Δεσμώτη (1974).
Αργότερα, συνεργάστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, το ΚΘΒΕ, για να επανιδρύσει το 1977 το ΕΛΘ, ανεβάζοντας έργα Αρμπούζοφ (Φθινοπωρινή ιστορία με την Έλλη Λαμπέτη), Γκόρκι (Οι Τελευταίοι, Μπρεχτ (Συντροφιά με τον Μπρεχτ, με την Μελίνα Μερκούρη), Λέοναρντ (Ντα) Μασάρι (Ταμπού) και την Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη του Ν. Βρεττάκου. Η τελευταία του εμφάνιση έγινε το 1984 στο Ηρώδειο, με το μουσικό έργο του Θόδωρου Αντωνίου Προμήθεια.
Συνεργάστηκε με τους Δ. Ροντήρη, Π. Κατσέλη, Τ. Μουζενίδη, Μ. Βολανάκη, Σπ. Ευαγγελάτο, Μ. Θεοδωράκη, Σπ. Βασιλείου, Αλ. Κατσέλη, Τζ. Καρούσο, Ελ. Χατζηαργύρη, Αντ. Βαλάκου. Οι αναγνώσεις του σε κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας παρέμειναν κλασικές.
Ο Κατράκης έπαιξε και σε πολλές ταινίες στον κινηματογράφο: Το λάβαρο το '21 του Κώστα Λελούδα (1928), Το Ταξίδι στα Κύθηρα του Θ. Αγγελόπουλου (1984), Μαρίνος Κοντάρας του Γιώργου Τζαβέλα (1948), Συνοικία το όνειρο του Αλέκου Αλεξανδράκη (1961), Ηλέκτρα, Ένας Ντελικανής του Μανόλη Σκουλούδη (1963). Βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο, για την ερμηνεία του στον ρόλο του Κρέοντα στην Αντιγόνη του Γ. Τζαβέλλα, και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη συμμετοχή του στο Συνοικία το όνειρο.