Η γκριζομάλλα κυρία με το μονόχρωμο κλασικό ταγέρ και το μονόπετρο της προγιαγιάς της στο μικρό δάχτυλο του χεριού δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της τίποτα πιο αγενές από ένα ξαφνικό φτέρνισμα ή ένα ανεπαίσθητο σιγομουρμουρητό της μελωδίας.
Η Ρενέ Φλέμινγκ, ο Ρικάρντο Μούτι και η Καταρίνα Βάγκνερ έχουν πέσει θύματα αποδοκιμασιών. Κανείς, όμως, δεν αντέδρασε τόσο άσχημα όσο ο Ρομπέρτο Αλάνια στη Σκάλα. |
Η όπερα είναι γι' αυτήν η υπέρτατη απόλαυση και ένας χώρος απόλυτου σεβασμού. Οταν ο τραγουδιστής ή ο μαέστρος αποδοκιμάζονται έντονα την ώρα της υπόκλισής τους, βουλιάζει με ντροπή στη θέση της και σκέφτεται: «Θεέ μου, τι κόσμος!».
Ποιος είναι όμως αυτός ο «κόσμος»; Νεόπλουτοι που θεωρούν την όπερα άλλη μια βραδινή έξοδο, ακραιφνείς λάτρεις του λυρικού θεάτρου που ξέρουν απ' έξω ολόκληρα λιμπρέτα και δεν συγχωρούν το παραμικρό λάθος ή απλοί θεατές που πιστεύουν ότι το ακριβό εισιτήριο δικαιολογεί συμπεριφορά γηπέδου; Η αποδοκιμασία στην όπερα είναι κάτι σαν παράδοση. Ακόμα και μεγάλοι συνθέτες, όπως ο Στραβίνσκι με την «Ιεροτελεστία της Ανοιξης», ο Ροσίνι με τον «Κουρέα της Σεβίλλης» ή ο Βέρντι με την «Τραβιάτα», έγιναν αποδέκτες έντονων αποδοκιμασιών στην εποχή τους. Μια παράδοση όμως που ξεκινάει από την αρχαία Ελλάδα, όταν οι θεατές στα Διονύσια επευφημούσαν τις παραστάσεις που προτιμούσαν και φώναζαν στις υπόλοιπες, μοιάζει πια σαν τις ρωμαϊκές αρένες, όπου οι καλλιτέχνες παραδίδονται στο κοινό όπως οι χριστιανοί στα λιοντάρια. Η Ρενέ Φλέμινγκ δεν θυμάται χειρότερη στιγμή στην καριέρα της από τα γιουχαΐσματα στην ερμηνεία της ως Λουκρητίας Βοργία στη Σκάλα του Μιλάνου το 1998 και η καναδέζα σοπράνο Αλεξάντρα Ντεσορτί δεν θα ξεχάσει ποτέ τον τρόμο που της προκάλεσε το δυνατό και αδιάκοπο «ουουου» κατά τη διάρκεια της πρώτης πράξης στην «Απαγωγή από το Σεράι» του Μότσαρτ. Η Ρενάτα Σκότο, η Μιρέλα Φρένι ή η Ρενάτα Τεμπάλντι είχαν κι εκείνες παρόμοιες εμπειρίες.
«Τραγούδησα σαν Θεός»
Αυτό όμως που θα μείνει για πάντα στη μνήμη του κοινού που παρακολουθούσε την «Αΐντα» σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι, τον Δεκέμβριο του 2006, ήταν η συμπεριφορά του διεθνούς φήμης τενόρου Ρομπέρτο Αλάνια, όταν στη μέση της παράστασης εγκαταλείπει τη σκηνή διαμαρτυρόμενος για την έντονη αποδοκιμασία θεατών της Λοτζιονίστι, δηλαδή του εξώστη των θερμόαιμων της Σκάλας. Ο αντικαταστάτης του, Αντονέλο Πολόμπι, αναγκάζεται να βγει στη σκηνή με το τζιν, καθώς δεν πρόλαβε ούτε το κοστούμι να φορέσει και χωρίς καμία φωνητική προθέρμανση τραγούδησε ώς το τέλος της παράστασης εισπράττοντας το δυνατότερο χειροκρότημα της βραδιάς. Ο Αλάνια, αφού επέμενε ότι τραγούδησε «σαν θεός», απείλησε με μηνύσεις τη Σκάλα, γιατί λόγω του εκνευρισμού που του προκάλεσαν οι αποδοκιμασίες έπαθε υπογλυκαιμία. Την κατηγόρησε, ακόμα, ότι αυτό που άρχιζε με σφυρίγματα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κάτι πολύ χειρότερο. «Κι αν μου πέταγαν πέτρες ή κάποιος τρελός μου επετίθετο; Αλλωστε, και ο Τζον Λένον στο τέλος σκοτώθηκε...» Και να φανταστεί κανείς ότι το γιουχάισμα ήταν αυτό που αρχικά τον γοήτευσε στην όπερα, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει. «Λατρεύω αυτήν την καθαρή έξαψη, που οι μισοί σε επευφημούν και οι άλλοι σου φωνάζουν. Είναι σαν να σε έχουν ρίξει στον λάκκο των λεόντων» έλεγε. Στην πραγματικότητα, καμία παράσταση δεν είναι τέλεια αν το κοινό δεν ξεσπάσει σε «μπράβο». Πόσω μάλλον όταν συμβεί το αντίθετο. Το κοινό που λάτρεψε τον Πλάθιντο Ντομίνγκο ήταν αυτό που τον αποδοκίμασε έντονα όταν μετά από πολλές δεκαετίες στη σκηνή αποφάσισε να κατέβει στο πόντιουμ και να διευθύνει την παράσταση των «Μποέμ». Αλλά όταν ακόμα και ο Καρούζο άκουγε σφυρίγματα αποδοκιμασίας στην ίδια του την πόλη, τη Νάπολη, που φημίζεται για την πιο σκληρή όπερα του κόσμου, και η Κάλλας δεχόταν αντί για ανθοδέσμη ένα μπουκέτο από ραπανάκια τι να πει η 30χρονη δισέγγονη του Βάγκνερ, Καταρίνα, που η υπόκλισή της, μετά την παράσταση «Οι αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης», την οποία διεύθυνε στο φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ, γιουχαΐστηκε δυνατά; Δεν ήταν λίγοι όμως και αυτοί που αντέδρασαν στις... αντιδράσεις. Ο Φράνκο Κορέλι θύμωσε τόσο, που όρμησε με το κοστούμι του από τη σκηνή στο θεωρείο για να ζητήσει τον λόγο από τον ταραξία. Ο μαέστρος Τζιουζέπε Πατάνε σταμάτησε την παράσταση «Λα Τζοκόντα» του Ποντσιέλι στη μέση όταν γιουχάρανε τον αντικαταστάτη του Ντομίνγκο και απευθυνόμενος στον θερμόαιμο είπε: «Ντροπή σου. Τουλάχιστον δείξε λίγο σεβασμό στον Ποντσιέλι. Αν δεν σου αρέσει, μη χειροκροτήσεις». Ετσι, το κοινό κάθησε ήσυχο ώς το τέλος της παράστασης. Ο Ρικάρντο Μούτι έγινε έξαλλος όταν «κράξανε» τον τενόρο Σαλβατόρε Λιτσίτρα, επειδή παρέλειψε το παραδοσιακό ψηλό C στο «Di Quella Pira» και γυρίζοντας προς το κοινό επισήμανε πως η όπερα δεν είναι τσίρκο.Στην Αμερική οι θεατές είναι πιο γενναιόδωροι από τους Ευρωπαίους και σπάνια ξεσπούν σε αποδοκιμασίες. Οταν μάλιστα έρχονται πρώτη φορά στις μεγάλες ευρωπαϊκές σκηνές τούς ενημερώνουν ότι το σφύριγμα δεν είναι δείγμα επιδοκιμασίας. Παρ' όλα αυτά, η Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης είδε την Καναδή Αλ. Ντεσορτί να αποδοκιμάζεται και τον Τζον Μακ Μάστερ να αντικαθίσταται ως Τριστάνος στην όπερα του Βάγκνερ για τις επόμενες παραστάσεις μετά από το «κράξιμο». Η νύχτα όμως που δεν θα ξεχάσει ποτέ η Ρενέ Φλέμινγκ ήταν επεισοδιακή και για τον μαέστρο της παράστασης, Τζιανλούτζι Γκελμέτι, που εξοργισμένος από τις αντιδράσεις των θεατών, λιποθύμησε δύο φορές πάνω στη σκηνή και χρειάστηκε ασθενοφόρο για τον μεταφέρει. Αντίθετα, ο Λουτσιάνο Παβαρότι μετά από μια παράσταση το 1982 απολογήθηκε λέγοντας προς το κοινό ότι είχε δίκιο να τον κριτικάρει.Με πυρετό
Οι θερμόαιμοι οπαδοί της όπερας, με βαθιές γνώσεις για το λυρικό θέατρο και θεατές εκατοντάδων παραστάσεων, θεωρούν ότι η δημόσια έκφραση της αποδοκιμασίας μιας παράστασης που δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες τους ανεβάζει το επίπεδο, βοηθώντας έτσι σε όλο και πιο άρτιες παρουσιάσεις. Ενα έργο του Μότσαρτ όμως δεν είναι πολιτική συγκέντρωση, απαντά η άλλη πλευρά, όπως και η όπερα δεν είναι δημόσια πλατεία αλλά ούτε ιδιωτικό κλαμπ για να εκφράζει κανείς ελεύθερα τη γνώμη του. Αν και το λυρικό θέατρο συμμετέχει ενεργά στο χρηματιστήριο της τέχνης, με αστρονομικές αμοιβές και εγωκεντρικές ντίβες με παράλογες απαιτήσεις, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι η φωνή είναι κάτι περισσότερο από ένα μουσικό όργανο. Ενα βιολί δεν παθαίνει κράμπες στο στομάχι. Δεν φτάνει στην αίθουσα άυπνο και με πονοκέφαλο μετά από έξι ώρες καθυστερημένης πτήσης, δεν παθαίνει τζετ λαγκ ούτε αρπάζει κρύωμα. Οταν το βιολί δεν αποδίδει σωστά, ο μουσικός το αντικαθιστά με ένα άλλο, όμως η σοπράνο πρέπει να τραγουδήσει ακόμα και όταν το σώμα της την προδίδει. Η Μαρία Κάλλας αποδοκιμάστηκε έντονα όταν αποχώρησε από την παράσταση της «Νόρμας», αλλά κανείς δεν ήξερε ότι είχε τραγουδήσει ολόκληρη την πρώτη πράξη με υψηλό πυρετό. Η ακύρωση μιας οπερετικής παράστασης άλλωστε δεν είναι επιλογή, αφού σχεδόν πάντα αντιμετωπίζεται με καχυποψία. Θέμα ευγένειας ή στοιχειώδες δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, σημασία έχει ότι, σε έναν κόσμο που χάνει τους καλούς του τρόπους, η όπερα μοιάζει να είναι το τελευταίο καταφύγιο μιας παλιομοδίτικης κοσμιότητας.
Οι θερμόαιμοι οπαδοί της όπερας, με βαθιές γνώσεις για το λυρικό θέατρο και θεατές εκατοντάδων παραστάσεων, θεωρούν ότι η δημόσια έκφραση της αποδοκιμασίας μιας παράστασης που δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες τους ανεβάζει το επίπεδο, βοηθώντας έτσι σε όλο και πιο άρτιες παρουσιάσεις. Ενα έργο του Μότσαρτ όμως δεν είναι πολιτική συγκέντρωση, απαντά η άλλη πλευρά, όπως και η όπερα δεν είναι δημόσια πλατεία αλλά ούτε ιδιωτικό κλαμπ για να εκφράζει κανείς ελεύθερα τη γνώμη του. Αν και το λυρικό θέατρο συμμετέχει ενεργά στο χρηματιστήριο της τέχνης, με αστρονομικές αμοιβές και εγωκεντρικές ντίβες με παράλογες απαιτήσεις, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι η φωνή είναι κάτι περισσότερο από ένα μουσικό όργανο. Ενα βιολί δεν παθαίνει κράμπες στο στομάχι. Δεν φτάνει στην αίθουσα άυπνο και με πονοκέφαλο μετά από έξι ώρες καθυστερημένης πτήσης, δεν παθαίνει τζετ λαγκ ούτε αρπάζει κρύωμα. Οταν το βιολί δεν αποδίδει σωστά, ο μουσικός το αντικαθιστά με ένα άλλο, όμως η σοπράνο πρέπει να τραγουδήσει ακόμα και όταν το σώμα της την προδίδει. Η Μαρία Κάλλας αποδοκιμάστηκε έντονα όταν αποχώρησε από την παράσταση της «Νόρμας», αλλά κανείς δεν ήξερε ότι είχε τραγουδήσει ολόκληρη την πρώτη πράξη με υψηλό πυρετό. Η ακύρωση μιας οπερετικής παράστασης άλλωστε δεν είναι επιλογή, αφού σχεδόν πάντα αντιμετωπίζεται με καχυποψία. Θέμα ευγένειας ή στοιχειώδες δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, σημασία έχει ότι, σε έναν κόσμο που χάνει τους καλούς του τρόπους, η όπερα μοιάζει να είναι το τελευταίο καταφύγιο μιας παλιομοδίτικης κοσμιότητας.
No comments:
Post a Comment