Το «Μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη γράφηκε σε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή μέσα στην «επάρατη» επταετία και παίχτηκε το καλοκαίρι του 1973, ενώ διαμορφωνόταν μια πολιτική αλλαγή που κανείς δεν ήξερε ακόμη ποια μορφή θα έπαιρνε και τι θα «έσερνε» πίσω της. Έχω την εντύπωση ότι το έργο του Καμπανέλλη, που συνάντησε, τότε, όπως τώρα που ξαναπαίζεται, την ολόθερμη ανταπόκριση του κοινού, συνέβαλε με τον τρόπο του στη διαμόρφωση της αλλαγής.
Εκείνο που μένει από το «Μεγάλο μας τσίρκο» είναι μια αίσθηση, σωστή, της ιστορικής αδικίας που έπληξε τον ελληνικό λαό από την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα
Ο «Ρωμιός» και το «Ρωμιάκι» είναι οι δύο χαρακτηριστικές φιγούρες του έργου, η «ραχοκοκαλιά» του. Μέσα από τους διαλόγους τους ο Καμπανέλλης σχολιάζει θυμόσοφα τη νεοελληνική Ιστορία και προδιαγράφει αισιόδοξα το μέλλον: βάζει το «Ρωμιάκι», στο φινάλε, να αφουγκράζεται το έδαφος καλώντας μας να ακούσουμε «κάτι μεγάλο που έρχεται».
Το «μεγάλο» που προσμέναμε ήρθε, κούτσα - κούτσα, με τη μορφή της Μεταπολίτευσης, που βγήκε στα μετερίζια με τα νυχτικά της και μας έσκασε από εκεί πάνω ένα φτενό χαμόγελο ξεδοντιασμένης γραίας. Τα υπόλοιπα, γνωστά.
Εκείνο που μένει από το «Μεγάλο μας τσίρκο» είναι μια αίσθηση, σωστή, της ιστορικής αδικίας που έπληξε τον ελληνικό λαό από την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα. Το επεισόδιο με τους πρέσβεις των «Μεγάλων Δυνάμεων» (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) να μαλώνουν για το αν πρέπει να επιτρέψουν στους Έλληνες να έχουν Σύνταγμα, με καταληκτικό συμπέρασμα: «να έχουν δια να μην έχουν», είναι έξοχο. Το μεγάλο ζήτημα, όμως, είναι πώς διαχειριζόμαστε αυτή τη δίκαιη πίκρα για την άνιση μεταχείρισή μας από τους «μεγάλους». Η αίσθηση της ιστορικής αδικίας από μόνη της δεν φτάνει. Τι να πουν π.χ. οι Παλαιστίνιοι για τη δική τους άδικη ιστορική μοίρα; Δεν είμαστε οι μόνοι.