Monday, August 25, 2008

Μιχαήλ Μαρμαρινός: «Πήρα βαριά τον Οιδίποδα»


Δύο μεγάλα έργα σε μία παράσταση επιχειρεί το Εθνικό Θέατρο την Παρασκευή και το Σάββατο στην Επίδαυρο: «Οιδίπους Τύραννος» και «Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλή στο σκηνοθετικό ντεμπούτο της Ρούλας Πατεράκη και με πρωταγωνιστή τον Μιχαήλ Μαρμαρινό και στις δυο τραγωδίες.
Οι Μ. Μαρμαρινός, Δ. Πιατάς και Ν. Χατζόπουλος στις πρόβ
Ο Οιδίποδας είναι ο άνθρωπος που, χωρίς να το ξέρει, ξεπέρασε το ανθρώπινο μέτρο διαπράττοντας την ύβριν απέναντι σε ανθρώπους και θεούς, αλλά παγιδεύτηκε εξαρχής από τους ίδιους τους θεούς: σκότωσε τον πατέρα του, παντρεύτηκε τη μητέρα του κι έκανε μαζί της παιδιά. Προσπάθησε να ξεφύγει από το χρησμό του Απόλλωνα αλλά η μοίρα, το παράλογο, η τύχη, τον κυνήγησαν μέχρι τέλους. Κι όταν είδε πια την αλήθεια, τυφλώθηκε.
«Τι να πει ο ηθοποιός για τον Οιδίποδα λίγες μέρες πριν από την πρεμιέρα της Επιδαύρου;» αναρωτιέται ο Μιχαήλ Μαρμαρινός ο οποίος ταλαιπωρήθηκε από διάφορα ατυχήματα το τελευταίο διάστημα διακόπτοντας αρκετές πρόβες. «Στην ουσία μού ζητάτε να αρθρώσω την αφασία, την αλαλία μου... Είμαι αναγκασμένος να μιλώ ερμητικά. Οπως λέει ο Οιδίποδας "εγώ το πήρα βαριά". Το εγχείρημα είναι μεγάλο από κάθε πλευρά. Δυο θηριώδη έργα σε μια παράσταση υπό την ασφυκτική πίεση του χρόνου στην προετοιμασία και με διάφορα ατυχήματα που συμβαίνουν ακριβώς εξαιτίας της. Δουλεύουμε πολύ αλλά και ωραία. Καταπονούμαστε. Θα έλεγε κανείς ότι, μ' έναν τρόπο, σωματοποιούμε τα πάθη του Οιδίποδα... Ακούγεται ακραίο αλλά φαίνεται πως αν δεν πάθεις, η απόσταση με το κείμενο δεν μικραίνει. Κινείσαι πάνω στην πολύ λεπτή γραμμή των ορίων σου γλιστρώντας πότε στο γκρεμό και πότε στο δρόμο».
Η μετάβαση από τον ένα ρόλο στον άλλον απαιτεί ψυχικό μόχθο, αφού πρόκειται για δυο διαφορετικά πρόσωπα. Ο Οιδίπους Τύραννος, θύμα των χρησμών, διαπράττει την ύβριν και τιμωρείται. Ο Οιδίποδας επί Κολωνώ δικαιώνεται και αποθεώνεται: «Αρκεί η... οφθαλμοφανής διαφορά: ο ένας βλέπει, ο άλλος δεν βλέπει. Μέσα σ' ελάχιστο χρόνο αυτό αλλάζει άρδην τον τρόπο που λειτουργεί το αισθητηριακό σου σύστημα. Ανακαλύπτεις πώς είναι όταν δεν βλέπεις κι όταν έβλεπες. Εν πυκνώ, ολοκληρώνεις μια διαδρομή από το ζενίθ στο ναδίρ. Δυο Οιδίποδες σε διαφορετική φάση, δυο έργα ξεχωριστά γραμμένα από την ίδια ιδιοφυΐα. Δεν τίθεται ζήτημα σύγκρισής τους. Είναι σαν ν' αναρωτιέσαι ποιος Χριστός είναι καλύτερος. Αυτός της δοκιμασίας στην έρημο ή αυτός της Ανάστασης; Και μόνο που θ' ακουστεί το κείμενο είναι τεράστια προσφορά για το κοινό. Ας ανοίγει τα μάτια του όποτε θέλει... Αρκεί ν' ακούει. Σαν να είμαστε σπάνιο "ραδιόφωνο" που εκπέμπει ένα μοναδικό πρόγραμμα. Ξαφνιαζόμαστε κι εμείς με αυτά που λέμε. Πώς να μη σοκάρεσαι ακούγοντας την Ιοκάστη να λέει στον Οιδίποδα χιλιάδες χρόνια πριν πράγματα που ανιχνεύτηκαν από την ψυχανάλυση τις τελευταίες δεκαετίες: "Μην ανησυχείς, πολλοί γιοι ονειρεύονται ότι κοιμήθηκαν με τη μητέρα τους...".
»Το έργο δεν αποτελεί ιστορικό μνημείο αλλά ειδικό νυστέρι ανεκτίμητης αξίας, σαν μια αιφνίδια ρωγμή στο υπαρξιακό ζήτημα του ανθρώπου στο βάθος της οποίας σκύβουμε κάθε φορά να κοιτάξουμε. Γι' αυτό ανεβάζουμε την τραγωδία συνέχεια, όχι γιατί είμαστε ταμένοι».
Η σκηνοθετική πλευρά του ηθοποιού Μιχαήλ Μαρμαρινού δεν «κοιμήθηκε» στις πρόβες: «Φυσικά, δεν έκανα λοβοτομή. Βλέπω όλες τις επιλογές, συζητάω πολλά πράγματα με τη Ρούλα, αλλά όχι μόνον εγώ. Πιστεύω ότι όλοι οι ηθοποιοί αναπτύσσουμε γόνιμο διάλογο για την παράσταση. Το κεντρικό σημείο ήταν η προσπάθεια να ξεπεραστεί η πανοπλία της πόζας, της φόρμας και να κυριαρχήσει η ουσία. Η Ρούλα έχει απόλυτο σεβασμό στο κλασικό κείμενο. Η υποκριτική, πολύ συνειδητά, απέχει από το σχεδόν αταβιστικό φορτίο που κουβαλάμε ως έλληνες ηθοποιοί στο αρχαίο δράμα. Παίζουμε όχι ρεαλιστικά, όσο γίνεται πραγματικά, θα έλεγα».
Για τον Μ. Μαρμαρινό η παράσταση είναι ένα πρωτόγνωρο ταξίδι: «Δεν έχω κάνει ποτέ κάτι τόσο απαιτητικό. Οπως λέει ο Οιδίποδας στον Κολωνώ: "γιατί την ταπεινότητα μού δίδαξαν τα πάθη τα μεγάλα". Η παράσταση μού αρέσει ως σύλληψη, διαδρομή, σύνθεση, όπως μου αρέσει και η γειτνίαση των δύο έργων. Δεν θα το αποτολμούσα αν δεν ένιωθα δίπλα μου την ασφάλεια της Ρούλας. Την ήξερα αλλά τώρα την ανακαλύπτω ουσιαστικά. Διαθέτει έναν πρακτικό πολιτισμό, ικανό να σε οδηγήσει σε επίπεδα ερμηνείας, αισθήματος, στο ίδιο το βάθος των λέξεων. Νιώθω πολλά πράγματα. Και είναι πολύ προσωπικά. Θα εκδηλωθούν στη συνάντησή μου με τον θεατή. Εκεί, ίσως, αποκτήσουν σημασία, αξία. Ομολογώ ότι θέλω πολύ να παίξω τον Οιδίποδα».
Η Ρούλα Πατεράκη δηλώνει πως έχει έντονη τάση προς τη συντήρηση: «Μπορεί να έγινα ήδη συντηρητική», λέει. «Μ' αρέσουν οι κλασικοί. Και στους κλασικούς συγκαταλέγω και τον Μπέκετ. Δεν ήθελα μοντέρνα και προβοκατόρικα πράγματα ούτε πειραματισμούς πάνω σε διάφορες φόρμες. Δεν έχω πια τέτοιες ανησυχίες. Κάποτε με απασχολούσε η φόρμα και το παίξιμο μ' αυτήν. Λάτρευα την ομορφιά και κάπως με απωθούσε η αλήθεια. Οι προτιμήσεις μου αντιστράφησαν. Τώρα αναζητώ την αλήθεια, τη σύμπτυξη της φόρμας και του περιεχομένου. Ετσι κινήθηκα στην παράσταση. Με ενδιέφερε το θέμα μου αυστηρά και μόνον. Μεγάλωσα, ωρίμασα, γέρασα, δεν ξέρω. Μπορεί και να μίκρυνα...»
Στην Πατεράκη δεν αρέσουν οι μεγάλες κατασκευές που φορτώνουν την ορχήστρα. Η όψη της παράστασης θα είναι απλή. Διακριτική η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού, το σκηνικό (Εύα Μανιδάκη) όσο και στα διπλά κοστούμια που σχεδίασε ο Αγγελος Μέντης για τα δυο έργα. Οσο για τους ηθοποιούς, κλήθηκαν να εγκαταλείψουν τη μανιέρα τους: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Αντιγόνη), Μάνια Παπαδημητρίου (Ιοκάστη), Δημήτρης Πιατάς (Θεράπων), Μάνος Βακούσης (Κρέων), Λουκία Μιχαλοπούλου (Ισμήνη), Νίκος Χατζόπουλος (Θησέας/Αγγελος), Κοσμάς Φοντούκης (Παιδί-Αγγελος/Εξάγγελος), Κώστας Σταλάκης (Πολυνείκης), Χάρης Τσιτσάκης (Ξένος/Ιερέας).
«Το σκηνικό θέλω να ορίζεται από το κοίλον με τους θεατές, την ορχήστρα με τους ηθοποιούς, τα αρχαία πίσω και το τοπίο ολόγυρα», λέει η σκηνοθέτις.

«Αυτά τα έργα απαιτούν απογύμνωση από φτιασίδια στις ψυχές και τα σώματα. Υπήρξα τυχερή γιατί όλοι οι ηθοποιοί δέχτηκαν την αποδόμηση. Είναι φιλοπερίεργα πνεύματα που θέλουν να διευρύνουν τα μέσα τους, να εγκαταλείψουν σταθερές και να βουτήξουν σε κάτι που έχει απόλυτη σχέση με το θέμα, που απαιτεί άλλους τρόπους προσεταιρισμού.

»Η τραγωδία είναι έργο τέχνης γεννημένο στον 5ο αιώνα, μια συγκεκριμένη εποχή, τότε που άνθησε και παρήκμασε η Δημοκρατία. Η παράσταση απαιτεί και βιολογική αντοχή. Δυόμισι μήνες αγωνιζόμστε να προλάβουμε. Μου είναι αδιανόητο να σκεφτώ άλλον Οιδίποδα. Είμαι ταυτισμένη με τον Μιχαήλ. Μήνες τώρα βλέπω πάνω του όχι τον άνθρωπο, αλλά το αρχετυπικό του ρόλου. Αυτόν φανταζόμουν από τότε ακόμα που μετέφραζα το κείμενο μαζί με τον Γιάννη Λιγνάδη».
Αργησε η Ρούλα Πατεράκη να σκηνοθετήσει στην Επίδαυρο. Αλλά και τώρα που το επιχειρεί δηλώνει πως δεν έχει τρακ: «Χρόνια κλωθογυρνάω τις γνώσεις και τις δυνατότητές μου. Πιστεύω ότι καθυστέρησαν να μου επιτρέψουν να σκηνοθετήσω στην Επίδαυρο. Αυτό πάντα με στενοχωρούσε. Κανείς δεν μου το πρότεινε. Ισως επειδή ήμουν γυναίκα... Αλλά ούτε και το Εθνικό Θέατρο με ζήτησε. Μόνον ο Γ. Χουβαρδάς με σκέφτηκε. Αγωνιώ μήπως συμβεί κάτι σε μένα ή στους ηθοποιούς. Το τρακ όμως το αντιλαμβάνομαι ως ένα κοινωνικού τύπου φαινόμενο και δεν το εκτιμώ. Δηλαδή τι; Φοβάσαι στην πρώτη παράσταση και στην πέμπτη είσαι άνετος; Μήπως επειδή έχει εδραιωθεί το κοινωνικό σου πρόσωπο; Κι αν έχω δεχτεί κριτική... Ομολογώ, πάντως, ότι αντιμετωπίζω με ελαφρά υπεροψία τοποθετήσεις που προδίδουν ευκολίες ή τους αμελέτητους σχολιαστές. Απεχθάνομαι τις φράσεις-κλισέ: "πολύ ενδιαφέρον" ή "αδιάφορο". Με ενδιαφέρει ο γόνιμος διάλογος με ανθρώπους που έχουν εγκύψει στο θέμα, γνωρίζουν τουλάχιστον πάνω από μία φιλοσοφική τάση πέρα από την ψυχαναλυτική, ανεξαρτήτως σχολής. Αλλά πέρα από αυτό, θέλω ο κόσμος στην Επίδαυρο να καταλάβει αυτό το θαυμάσιο κείμενο».

No comments: