- ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ
- ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο, 5 Νοεμβρίου 2011
- Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος
Τον Οκτώβριο του 1971, είχα την τύχη να προσληφθώ στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό όπου σήμερα θητεύω, έπειτα από σύσταση του αείμνηστου Αγγελου Τερζάκη. Επί σαράντα συναπτά έτη, χωρίς διακοπή, προσφέρω τη συνδρομή μου ως θεατρικός κριτικός, επιφυλλιδογράφος και σχολιαστής. Θέλω σήμερα, όπου η συγκυρία, και όχι μόνο η οικονομική, βρίσκεται σε σκότος βαθύ, να αναφερθώ στο κλίμα που συνάντησα όταν άρχιζα την ταπεινή διακονία μου. Δεν χρειάζεται φυσικά να θυμίσω πως βρισκόμαστε ακριβώς στη μέση της θλιβερής και αναθεματισμένης χουντικής περιόδου. Είχε πριν από λίγο καιρό αποσυρθεί η λογοκρισία. Ηταν η επώδυνη περίοδος της αυτολογοκρισίας, αλλά κινδύνευες να εντοπίσουν στο κείμενό σου αντεθνικά ή άλλα ψήγματα οπαδοί του καθεστώτος, που περήφανοι για τον «πατριωτισμό» τους επώνυμα κατήγγελλαν με επιστολές στην εφημερίδα την προδοσία σου.
Τον πρώτο κιόλας μήνα της συνεργασίας μου με το «Βήμα» έγραψα μια ανάλυση του «Εμπόρου της Βενετίας» του Σαίξπηρ, που είχε σκηνοθετήσει τότε ο Μινωτής. Μια γνωστή συγγραφέας, σύζυγος πανεπιστημιακού συνεργάτη της χούντας, με κατακεραύνωνε στη Διεύθυνση ως «πονηρό μαρξιστάκο», επειδή αναφερόμουν στη μετάβαση από το τοκογλυφικό στο τραπεζικό οικονομικό σύστημα!
<
Αλλά ας αφήσω τα θλιβερά. Αναλαμβάνοντας την ευθύνη της κριτικής θεάτρου σε μια εφημερίδα όπου είχαν προηγηθεί ο Φώτος Πολίτης, ο Μελάς, ο Ροδάς, ο Παπανούτσος, ο Τερζάκης, ο Πλωρίτης, είχα συνάμα και να ανταγωνιστώ ή αν θέλετε να αμιλλούμαι με θηρία της θεατρικής κριτικής, τον Αγγελο Δόξα, την Καλκάνη, τον Κλάρα, τον Αγγελομάτη, τον Λιγνάδη, τον Δρομάζο. Μέσα σε αυτή τη συντεχνία ένιωθα και ασφάλεια και ευθύνη και αγωνία γιατί δεν κρινόμουν μόνο από τους αναγνώστες μου, αλλά και από τους έμπειρους κριτικούς.
Κι αν αυτή ήταν η περιρρέουσα το λειτούργημα ατμόσφαιρα, σημαντική και εξαίσια ήταν η θεατρική αγορά.