ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
«Καμπαρέ»
Στη
μεσοπολεμική Γερμανία, παράλληλα με άλλα αισθητικά ρεύματα, ανθοφόρησε
ένα λαϊκό είδος θεάτρου, κράμα μουσικής, χορού και σάτιρας, με επιρροές
από τον εξπρεσιονισμό. Το «θέατρο - καμπαρέ» αποτέλεσε τη γερμανική
εκδοχή της θεατρικής επιθεώρησης, και από καλλιτέχνες σαν τον Καρλ
Βάλεντιν (κειμενογράφος και θεατρίνος που θαύμαζε ο Μπρεχτ), και κάποιες
άλλες μουσικοθεατρικές ομάδες εξελίχθηκε σε «πολιτικό» θέατρο, καθώς
καυτηρίαζε αρνητικά φαινόμενα, γεγονότα, πρόσωπα και βέβαια τον
ανερχόμενο ναζισμό, ως συνέπεια του κραχ του 1929. Λόγω του περιεχομένου
του αλλά και των πολλών Εβραίων καλλιτεχνών, το «θέατρο καμπαρέ»
κυνηγήθηκε απηνώς από τους ναζί και πριν γίνουν εξουσία. Το γερμανικό
«θέατρο καμπαρέ» ενέπνευσε το αμερικανικό μιούζικαλ «Καμπαρέ» (1966) των
Φρεντ Εμπ (στίχοι, πρόζα) και Τζον Κάντερ (μουσική), που έγινε διάσημο
με την ομώνυμη ταινία (1972) του μετρ του είδους, Μπομπ Φος, και
μεταγράφτηκε θεατρικά (1993) από τον Σαμ Μέντες. Η υπόθεση
διαδραματίζεται στο Βερολίνο, το 1930, μεταξύ ενός καμπαρέ όπου τραγουδά
η όμορφη, φτωχή, παντέρημη, αλλά και αφελής Αμερικάνα Σάλι Μπόουλς- και
στη φτηνή πανσιόν της φροϊλάιν Σνάιντερ.