Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, Ελευθεροτυπία, 04/08/2008
Η ευτυχής συγκυρία βοήθησε να ακολουθήσουμε φέτος τη σειρά της πρώτης παρουσίασης των έργων του Ευριπίδη και να δούμε έπειτα από τις «Φοίνισσες» (409 π. Χ.) τον «Ορέστη» (408 π. Χ.). Δύο έργα από διαφορετικό μυθολογικό κύκλο αποκτούν σήμερα την αξία της διλογίας: ελάχιστα χρόνια πριν την τελική ήττα της Αθήνας -εποχή εγκατάλειψης και μαρασμού- ο σπαραγμός των «Φοινισσών» οδηγεί στην απελπισία του «Ορέστη». Τα δεινά ωστόσο δεν μένουν χωρίς κάποιο κέρδος: φέρνουν μαζί τους την ανάδυση της ατομικής συνείδησης, που στρέφεται ενάντια στους θεούς για να διεκδικήσει το βάρος της ευθύνης και της ενοχής.
Ο Αλέκος Συσσοβίτης (Πυλάδης), ο Λ. Γεωργακόπουλος (Ορέστης), η Εύη Σαρρή (Ερμιόνη) και η Λυδία Φωτοπούλου (Ηλέκτρα) στη σκηνή της απαγωγής και ομηρίας της Ερμιόνης |
Εδώ, στον «Ορέστη», ο άνθρωπος μοιάζει να έχει πλήρη επίγνωση του παιχνιδιού, ακόμα και όταν νιώθει το ίδιο χαμένος μέσα και έξω από αυτό: διόλου τυχαία ο ήρωας του Ευριπίδη έχει χαρακτηριστεί ως ο Αμλετ της αρχαιότητας.
Σκληρή παράσταση ενός ούτως ή άλλως ασφυκτικού έργου με γερό θεωρητικό υπόβαθρο. Μοιάζει όμως να έχει παραδοθεί στην υπερβολή και να ζητάει απεγνωσμένα ένα διαφορετικό τύπο επικοινωνίας με το κοινό από εκείνο ενός μεγάλου ανοιχτού θεάτρου, όπως της Επιδαύρου. Σε ένα κλειστό θέατρο η προβληματική, το ύφος και ο τόνος της διδασκαλίας θα έβρισκαν ίσως αντίλαλο. Στο θέατρο της Αργολίδας, όμως, το σεξπιρικό είδωλο και η υπερφορτισμένη άποψη του σκηνοθέτη Σλόμπονταν Ούνκοφσκι προκαλούν αμηχανία, εκνευρισμό και αντίδραση.Ο σκηνοθέτης Σλόμπονταν Ούνκοφσκι στοχεύει τις πιο ψιλές συχνότητες του οίστρου και της τρέλας. Στην οπτική του, που ακολουθεί την ερμηνευτική μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, μετά την έξοδο των Ερινυών, τα δυο αδέλφια, παραπατώντας από τον φόβο και την παραφροσύνη, προσπαθούν να κρατηθούν από ό,τι απομένει: τη μεταξύ τους αγάπη. Στο πρόσωπό τους εκβάλλουν δύο χείμαρροι: η αυθαιρεσία των θεών και η δίψα για αίμα. Μια προσπάθεια να αναχθεί το πρόβλημα σε ζήτημα της πόλης αποτυγχάνει. Ο Μενέλαος δεν θα λερώσει τη λευκή στολή του με το μίασμα των ικετών και η αίτηση για ασυλία θα απορριφθεί από τη συνέλευση των Αργείων. Πρόκειται για ήττα της δημοκρατίας: η Αθήνα του «Ορέστη» δεν είναι η Αθήνα της «Ορέστειας».
Σκληρή παράσταση ενός ούτως ή άλλως ασφυκτικού έργου με γερό θεωρητικό υπόβαθρο. Μοιάζει όμως να έχει παραδοθεί στην υπερβολή και να ζητάει απεγνωσμένα ένα διαφορετικό τύπο επικοινωνίας με το κοινό από εκείνο ενός μεγάλου ανοιχτού θεάτρου, όπως της Επιδαύρου. Σε ένα κλειστό θέατρο η προβληματική, το ύφος και ο τόνος της διδασκαλίας θα έβρισκαν ίσως αντίλαλο. Στο θέατρο της Αργολίδας, όμως, το σεξπιρικό είδωλο και η υπερφορτισμένη άποψη του σκηνοθέτη Σλόμπονταν Ούνκοφσκι προκαλούν αμηχανία, εκνευρισμό και αντίδραση.Ο σκηνοθέτης Σλόμπονταν Ούνκοφσκι στοχεύει τις πιο ψιλές συχνότητες του οίστρου και της τρέλας. Στην οπτική του, που ακολουθεί την ερμηνευτική μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, μετά την έξοδο των Ερινυών, τα δυο αδέλφια, παραπατώντας από τον φόβο και την παραφροσύνη, προσπαθούν να κρατηθούν από ό,τι απομένει: τη μεταξύ τους αγάπη. Στο πρόσωπό τους εκβάλλουν δύο χείμαρροι: η αυθαιρεσία των θεών και η δίψα για αίμα. Μια προσπάθεια να αναχθεί το πρόβλημα σε ζήτημα της πόλης αποτυγχάνει. Ο Μενέλαος δεν θα λερώσει τη λευκή στολή του με το μίασμα των ικετών και η αίτηση για ασυλία θα απορριφθεί από τη συνέλευση των Αργείων. Πρόκειται για ήττα της δημοκρατίας: η Αθήνα του «Ορέστη» δεν είναι η Αθήνα της «Ορέστειας».
Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος ως Ορέστης στην παράσταση του ΚΘΒΕ. Την είδαν συνολικά 12.500 θεατές (4.000 την Παρασκευή, 8.500 το Σάββατο) ανάμεσά τους και κάμποσοι πολιτικοί. Φυσικά και ο Στέλιος Παπαθεμελής για να καμαρώσει την κόρη του Αγγελική, που έπαιζε τον Φρύγα |
Σε μια πόλη που αποστρέφεται τους εφιάλτες της, η μόνη ηρωική διαφυγή περνά από την εκδίκηση. Αυτή τη φορά όμως, με τις οδηγίες του Πυλάδη, το έγκλημα είναι πέρα για πέρα συνειδητό. Ο παραλογισμός τροφοδοτείται παραπέρα με τον φόνο της Ελένης και την ομηρία της Ερμιόνης. Η παρέμβαση, στο τέλος, του Απόλλωνα -λέει ο Ούνκοφσκι- σαν ναρκισσευόμενος θεός με την υπεροψία της υπερδύναμης, όχι μόνο δεν καταλαγιάζει τις Ερινύες, αλλά παραδίδει το ζήτημα της δικαίωσης στην παρωδία. Στο μεθοδευμένο χάπι εντ του τέλους, το πιο σάπιο κομμάτι της ιστορίας μένει απ' έξω. Ο ξεχασμένος Τυνδάρεως εμφανίζεται πάλι και διεκδικεί μόνος του την εκδίκηση με τον παλιό καλό βαλκανικό τρόπο ξεκαθαρίσματος λογαριασμών.Είναι ζήτημα πώς ένα τόσο καλό σύνολο ηθοποιών παραδίδει τόσο προβληματικές ερμηνείες. Ο μανικός Ορέστης του Λάζαρου Γεωργακόπουλου από ένα σημείο και μετά γίνεται φορτικός. Η Ηλέκτρα της Λυδίας Φωτοπούλου αποτελεί παθολογική περίπτωση και καταλήγει στην καρικατούρα. Ο Μενέλαος του Κίμωνα Ρηγόπουλου και ο Τυνδάρεως του Γιάννη Κρανά έρχονται προφανώς από άλλη παράσταση, η Ελένη της Ναταλίας Δραγούμη και η Ερμιόνη της Εύης Σαρρή μένουν αδιάφορες ως πρόσωπα και ερμηνείες. Ο Φρύγας της Αγγελικής Παπαθεμελή είναι γεμάτος νάζι και σκέρτσο, όπως και ο Αγγελος του Φαίδωνα Καστρή. Ανήκουν όμως και οι δύο στον σεξπιρικό κόσμο και τινάζουν την ατμόσφαιρα του έργου στον αέρα. Καλύτερος ο Πυλάδης του Αλέκου Συσσοβίτη, με αδρή προσωπικότητα. Ο Απόλλωνας του Βασίλη Μπισμπίκη, ένας πειστικός Βαλκάνιος γόης.Το πιο δυνατό σημείο είναι ασφαλώς ο καλά δουλεμένος Χορός. Μελαγχολία χωρίς δράση, πολιτική χωρίς πρόσωπο: η άπραγη δημοκρατία που λυπάται τον εαυτό της, όπως θα την έβλεπε ίσως ο Ευριπίδης λίγα χρόνια πριν την οριστική πτώση της.
Η σκηνογραφία της Μέτα Χότσεβαρ συνοψίζει ωραιότατα τα ελαττώματα της παράστασης: εστέτ υπερβολή και αταίριαστη επέμβαση στο τοπίο της Επιδαύρου.
Η σκηνογραφία της Μέτα Χότσεβαρ συνοψίζει ωραιότατα τα ελαττώματα της παράστασης: εστέτ υπερβολή και αταίριαστη επέμβαση στο τοπίο της Επιδαύρου.
No comments:
Post a Comment