Monday, August 25, 2008

Τσιγάρο, πρέφα και Θουκυδίδης

Της ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 29/07/2008

Εφυγε στα 18 για να σπουδάσει στο Παρίσι σύνθεση και πιάνο. Εκτοτε έμεινε μονίμως εκεί, κάνοντας συνεργασίες κυρίως για το θέατρο που τον μάγεψε περισσότερο ως «μια εφήμερη τέχνη που παίζει διαρκώς με την απώλεια». Το 2005 όμως, ο Δημήτρης Κουρτάκης μετακόμισε στο Βερολίνο «αναζητώντας ένα θέατρο που μου ταιριάζει περισσότερο - το γαλλικό είναι φρικτό. Κι η Αθήνα είναι ένα θεατρικό καζάνι που βράζει -το καλό θέατρο γίνεται σε "δύσκολες" πόλεις όπου υπάρχει αναγκαιότητα», εξηγεί. Κινείται πια στο τρίγωνο Βερολίνο - Παρίσι - Αθήνα, ως δείγμα «μιας μικρής νεύρωσης», όπως λέει γελώντας.

Ενα από τα 100 καφενεία που φωτογράφισε ο Δ. Κουρτάκης, προσπαθώντας να καταλάβει τον ποιητικό λόγο που θα μπορούσαν να φέρουν
Γόνος καλλιτεχνικής οικογένειας και αδελφός της ηθοποιού Διώνης Κουρτάκη, στην Ελλάδα άρχισε να γίνεται γνωστός καταρχήν από τις συνθέσεις του για τις παραστάσεις του Κωνσταντίνου Ρήγου στο ΚΘΒΕ και λίγο αργότερα (2004) σκηνοθετώντας στις «Δοκιμές» του «Αμόρε» την «Αραβική Νύχτα» του R. Schimmelpfennig. Στο εξωτερικό έχει παρουσιάσει έργα του σε διεθνή ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Εχει όμως συνεργαστεί και με τη «Volksbuhne» για το έργο «Silence» της Ευανθίας Τσαντίλα.

Δικής του σύλληψης, δραματουργικής επεξεργασίας και σκηνοθεσίας είναι το «Καφενείο» που παρουσιάζεται στην Πειραιώς 260 σήμερα, αύριο και την Πέμπτη. Στον ρόλο των περίεργων θαμώνων του θα δούμε τους Αρ. Απαρτιάν, Γ. Βαλαή, Ιερ. Καλετσάνο, Β. Καραμπούλα, Σ. Κρίτση, Ρ. Μάντη, Γ. Συμεωνίδη, Κ. Φιλίππογλου. Τα σκηνικά είναι της Marsha Ginsberg, τα κοστούμια της Εύας Ναθενα και η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού. Δεν κάνει λοιπόν ο ίδιος ο Κουρτάκης τη μουσική. Ή μήπως την κάνει; «Στο θέατρο», λέει, «τα πάντα ανάγονται στη μουσική: οι εικόνες, η διαδοχή τους, το υποκριτικό βάθος, η σκηνογραφία».
Πήγα σε 100 καφενεία
  • Πώς συλλάβατε την ιδέα για το «Καφενείο»;
«Χρόνια έβλεπα τα καφενεία στις γειτονιές της Αθήνας και στην επαρχία σαν εικόνες ονείρου μιας άλλης εποχής. Φιλοξενούνται σε χώρους που προορίζονταν για άλλες χρήσεις (ισόγεια πολυκατοικιών κυρίως) και έχουν εμφανή τα σημάδια του χρόνου. Μέσα βλέπεις συνήθως ηλικιωμένους που χαρτοπαίζουν, κάποια γυναίκα που σερβίρει. Οταν μπαίνει κάποιος αισθάνεται ότι τον αντικρίζουν όλοι μετωπικά. Επισκέφτηκα πάνω από εκατό καφενεία, τα φωτογράφισα και κάθισα μέσα προσπαθώντας να δω ποιος είναι ο ποιητικός λόγος που θα μπορούσαν να φέρουν».
  • Ποιο σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση;
«Το πρώτο που επισκέφτηκα. Ενα καφενείο στα Πατήσια που λέγεται "Πανελλήνιον". Το συγκινητικό είναι ότι ο ιδιοκτήτης μάς παραχώρησε για την παράσταση το ψυγείο και τα τραπέζια με τις τσόχες. Εκεί λοιπόν την πρώτη φορά προσπάθησα να ακούσω τι έλεγαν μέσα στη γενική οχλαγωγία. Και ξαφνικά μου ήρθαν αβίαστα στο μυαλό κάποια κείμενα του Ηρόδοτου και του Θουκυδίδη. Ετσι εξελίχθηκε μέσα μου αυτή η ιδέα: σκεφτόμουν ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι πάντα εκεί, περιμένουν κάτι και αφηγούνται ιστορίες που τους στοιχειώνουν, προσπαθώντας να απαλλαγούν απ' αυτές. Είναι μια εικόνα σαν ένα γηροκομείο Αγγελιαφόρων και η γυναίκα που γνωρίζει την αλήθεια εκ των προτέρων, ένα αρχετυπικό σύμβολο».
  • Οι ιστορίες που λένε οι ηθοποιοί είναι όλες αποσπάσματα από ιστορικά ή λογοτεχνικά κείμενα;
«Μπαίνοντας για πρώτη φορά στο καφενείο "Πανελλήνιον" στα Πατήσια, μου 'ρθαν στο μυαλό κείμενα Ηρόδοτου και Θουκυδίδη. Ετσι γεννήθηκε η ιδέα της παράστασης», λέει ο Δ. Κουρτάκης
«Ακριβώς. Δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω θεατρικά κείμενα. Μαζί με τους συνεργάτες μου, Νίκο Φλέσσα και Μαριαλένα Μαμαρέλλη, διαβάσαμε επί μήνες άπειρα βιβλία. Απομονώσαμε γύρω στα 300 κείμενα, τα οποία αρχειοθετήσαμε: διατρέχουν 13 αιώνες, από τον Ομηρο στους Λατίνους. Τελικά επιλέξαμε 40, εκείνα που είχαν τη μεγαλύτερη αφηγηματική δύναμη και έμοιαζαν σαν να ανοίγουν πόρτες στο όνειρο».
  • Η σκηνοθετική αντίληψη είναι αυτή μιας παρέας που λέει τις ιστορίες της;
«Να ξεκαθαρίσω κάτι: αυτή η παράσταση είναι καθαρό θέατρο. Δεν προσπάθησα να κάνω μια κιβωτό της ελληνικής γραμματείας. Ούτε με ενδιέφερε το καφενείο να είναι σαν installation που θα έρχονται οι ηθοποιοί και θα λένε κάποια κείμενα. Ολα κινούνται βάσει ενός δραματουργικού ιστού».

Δύσκολη και ριψοκίνδυνη παράσταση
  • Οι ηθοποιοί συνδιαλέγονται παρεμβάλλοντας τα κείμενα ο ένας στην αφήγηση του άλλου;
«Δεν υπάρχει νατουραλιστικός λόγος. Τα κείμενα λειτουργούν σαν κειμενικές στήλες. Επεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής για τους Δελφούς. Ηταν για την εποχή που προσπαθούσαν να απομακρύνουν το χωριό Καστρί, που ήταν χτισμένο πάνω από τον αρχαιολογικό χώρο. Οι άνθρωποι εκεί συμβίωναν με τα αρχαία: στα υπόγειά τους υπήρχαν τοίχοι γεμάτοι αρχαίες επιγραφές. Ή χρησιμοποιούσαν κομμάτια στήλης για τράπεζι. Σ'αυτό το χωριό υπήρχε λοιπόν κι ένα καφενείο. Ουσιαστικά φαντάστηκα ότι το δικό μου καφενείο είναι αυτό. Και οι θαμώνες του, άνθρωποι που εναντιώνονται στην προσωπική τους εκχέρσωση, προσπαθούν να καταλάβουν τη μηχανή της ανθρώπινης ιστορίας και να κάνουν μια ρωγμή στην επανάληψη της ιστορίας. Κι εμείς στην προσωπική μας ζωή δεν προσπαθούμε να αντισταθούμε σε μια αναπόδραστη μοίρα;»
  • Οπως το περιγράφετε, το «Καφενείο» σας είναι μια αρχαία Αγορά.
«Μα δεν είναι μια Αγορά όλα τα καφενεία; Βλέπεις ανθρώπους να λένε τις ιστορίες τους, αλλά δεν είναι πάντα ρομαντικές ή νοσταλγικές. Μερικές φορές αυτά που λένε είναι άγρια και τρομακτικά. Ακούς ανθρώπους να εκφράζουν απόψεις βίαιες, να εκδηλώνουν ακραίες εθνικιστικές εξάρσεις».
  • Το λαϊκό στοιχείο των καφενείων διατηρείται στην παράστασή σας;
«Οχι. Δεν με ενδιέφερε να αποτυπώσω ένα νατουραλισμό. Γι' αυτό δούλεψα με τη σπουδαία Αμερικανίδα σκηνογράφο (και καθηγήτρια Σκηνογραφίας σε σχολή Αρχιτεκτονικής) Marsha Ginsberg, που είναι πολύ ευαίσθητη με τους χώρους. Ηθελα να συλλάβει την εικόνα του καφενείου αποστασιοποιημένα. Ούτε κι εγώ έχω άλλωστε τέτοια βιώματα. Εφυγα μικρός από την Ελλάδα».
  • Πώς θα χαρακτηρίζατε την παράστασή σας;
«Πολύ δύσκολη, αλλά και με πάρα πολύ χιούμορ. Νομίζω ότι δεν μοιάζει με καμιά άλλη γιατί δεν αναφέρεται κάπου. Και είναι πολύ ριψοκίνδυνη. Τα παίζω όμως όλα για όλα». *

No comments: