Δύο φυγάδες σε κατάσταση παράνοιας βρίσκονται μπροστά στο παλάτι των Ατρειδών. Ο μητροκτόνος Ορέστης είναι παραδομένος στις εξαγριωμένες Ερινύες. Δίπλα του, η Ηλέκτρα προσπαθεί να του συμπαρασταθεί. Τον «Ορέστη» του Ευριπίδη θα δούμε από το ΚΘΒΕ την Παρασκευή και το Σάββατο στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Σλόμπονταν Ουνκόφσκι, δραματουργική επεξεργασία Γκάγκα Ρόσιτς και με πρωταγωνιστές τη Λυδία Φωτοπούλου και τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο.
Ενα σπίτι που «φεύγει», χωρίς θεμέλια το σκηνικό (Μέτα Χοτσέβαρ) και λευκά, απλά, σύγχρονα τα κοστούμια (Ατζελίνα Ατλαγκιτς) της παράστασης. Η Ηλέκτρα είναι έξι ημέρες άυπνη. Αγωνίζεται να διατηρήσει κάθε ικμάδα ενέργειας για να μείνει ξύπνια δίπλα στον Ορέστη. Αν κοιμηθεί, εκείνος θα πεθάνει. Ο παππούς του Ορέστη Τυνδάρεω (Γιάννης Κρανάς) αλλά και οι Αργίτες στη σύναξή τους, όπως περιγράφει ο Αγγελιοφόρος (Φαίδων Καστρής), αποφάσισαν θάνατο με λιθοβολισμό στα αδέλφια.
Υπονομεύοντας τον Ευριπίδη
«Το έργο αρχίζει μ' ένα μεγάλο μονόλογο της Ηλέκτρας», λέει η Λυδία Φωτοπούλου: «Ελεγα στον Ουνκόφσκι: "σε ποιον μιλάω τόση ώρα;". Οταν μου είπε ότι μιλάω για να μην κοιμηθώ, ξεπέρασα πολλές δυσκολίες. Αυτό το "μετά την πράξη της εκδίκησης" δεν είναι όπως το φανταζόταν. Η Κλυταιμνήστρα είναι πιο "ζωντανή" από ποτέ... Η Ηλέκτρα και ο Ορέστης ενοχοποιούν τον Φοίβο αλλά ξέρουν καλά τις ευθύνες τους. Ο ένας φόνος φέρνει τον άλλον και φτάνουν στο σημείο να απειλούν το πιο αθώο θύμα, την Ερμιόνη. Από εκδικητές γίνονται εκτελεστές. Δεν μπορούν να πάνε παραπέρα. Η γνώση και η συμφιλίωση είναι μονόδρομος. Αυτή την παράνοια ο Ουνκόφσκι την υπογραμμίζει».
Ο Ορέστης επίσης έχει έξι μέρες να φάει και να πλυθεί. «Βρίσκεται σε εμβρυακή στάση, λες και είναι η πρώτη μέρα της δημιουργίας», τονίζει ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος. «Σιγά σιγά θυμάται τι έχει κάνει, την κατάστασή του. Κι αρχίζει να μιλάει με μια γλώσσα ακόλαστη για το πάθος των Ατρειδών. Ο Ορέστης βασανίζεται από ενοχές.Η σκηνοθεσία προεκτείνει το θέμα της συνείδησης στον σύγχρονο άνθρωπο. Η έξοχη μετάφραση-διασκευή του Χειμωνά το κάνει ανατριχιαστικά επίκαιρο. Μέσα από τον ενδοοικογενειακό κύκλο σπαραγμού, προδοσίας, ζήλιας, ανταγωνισμού των Ατρειδών βλέπουμε αυτά τα πλάσματα μολυσμένα από το αίμα που κληρονόμησαν. Αν αυτή την "κληρονομιά" την αναγάγουμε στην ιστορία των λαών, έχουμε το χρονικό της εξέλιξης της σύγχρονης βίας που μαστίζει τον "οίκο" της ανθρωπότητας».Το έργο αρχίζει ως τραγωδία και τελειώνει ως μελόδραμα με τρεις γάμους και μία «κηδεία»... Την αρχή του τέλους δίνει η εμφάνιση ενός ξεκαρδιστικού ευνούχου υπηρέτη, του Φρύγα (Αγγελική Παπαθεμελή), που διηγείται πώς ο Ορέστης και ο Πυλάδης σκότωσαν την κυρά του, την Ελένη (Ναταλία Δραγούμη), αλλά το πτώμα εξαφανίστηκε. Συγχρόνως ο Ορέστης, στη σκεπή του παλατιού με όμηρο την Ερμιόνη (Εύη Σαρμή), απειλεί να την σφάξει αν ο Μενέλαος (Κίμων Ρηγόπουλος) δεν χαρίσει τη ζωή σ' αυτόν, την Ηλέκτρα και τον Πυλάδη. Η Ηλέκτρα έχει βάλει φωτιά στο παλάτι... Και μέσα στο αλαλούμ, ο πανταχού παρών Φοίβος (Βασίλης Μπισμπίκης) εμφανίζεται μ' ένα μικρόφωνο στο χέρι. Ενημερώνει το πλήθος ότι η Ελένη ανελήφθη στον... Ολυμπο και τακτοποιεί τα εγκόσμια: ο Μενέλαος ν' αναζητήσει νέα σύζυγο, ο Ορέστης να παντρευτεί την Ερμιόνη (στης οποίας το λαιμό ακουμπά ακόμα το μαχαίρι του!) και ο Πυλάδης (Αλέκος Συσσοβίτης) να πάρει γυναίκα του την Ηλέκτρα... «Το έργο έχει παράδοξο χάπι εντ που προκαλεί θυμηδία», λέει η Λ. Φωτοπούλου. «Ο σκηνοθέτης, σωστά, το υπονόμευσε. Δεν πρόκειται για μοντερνικότητες, τραβηγμένα πράγματα ή παρεμβάσεις χωρίς λόγο. Το ερώτημα που τίθεται είναι: ποιος είναι ο σημερινός θεός, αυτός που αποφασίζει για τις μοίρες των ανθρώπων, των λαών και γιατί; Ο Χειμωνάς κάποια στιγμή δεν μιλά για τους Ατρείδες αλλά για τους Ελληνες, "μικρούς, με ψήφους δολοφόνους". Αναφέρεται στους "μεγάλους Ελληνες που χάθηκαν από το φθόνο νέων θεών". Μήπως αυτοί οι θεοί είναι το χρήμα, η εξουσία, ο πόλεμος;».
«Ο Ουνκόφσκι, μέσα από προσωπικές ιστορίες, μας οδηγεί σε σκέψεις που αφορούν τη διαχρονικότητα του έργου», συνεχίζει ο Λ. Γεωργακόπουλος. «Αυτό με ευχαριστεί στην τραγωδία: όταν η παράσταση έχει δημιουργήσει το προγεφύρωμα ανάμεσα στο μύθο και την εποχή μας. Οταν το έργο μάς αφορά όλους».
Οι δύο πρωταγωνιστές έχουν την εμπειρία της Επιδαύρου και δεν ανησυχούν. «Δεν ζούμε τη φοβερή κρίση της Επιδαύρου, το φόβο, αν δεν αρέσεις, μήπως κατηγορηθείς για έγκλημα», λέει η Λ. Φωτοπούλου. «Δεν σκόπευα να δουλέψω το καλοκαίρι, αλλά η παρουσία του Ουνκόφσκι με ιντριγκάρισε. Μου θύμισε τις εποχές που συνεργαζόμουν με τον Α. Βουτσινά, ένα σκηνοθέτη που δούλευε προσεγγίζοντας ψυχολογικά την παράσταση. Ο Ουνκόφσκι δουλεύει κι αυτός μέσα από τον ίδιο δρόμο, με άλλο τρόπο». Ο Λ. Γεωργακόπουλος προσθέτει: «Κάθε φορά πρέπει να μηδενίζεις το κοντέρ. Να ανακαλύπτεις ξανά το θέατρο, να ανανεώνεσαι, να γίνεσαι ευέλικτος στη δημιουργία ρόλων πέρα από τα δεδομένα».
Ο Ορέστης επίσης έχει έξι μέρες να φάει και να πλυθεί. «Βρίσκεται σε εμβρυακή στάση, λες και είναι η πρώτη μέρα της δημιουργίας», τονίζει ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος. «Σιγά σιγά θυμάται τι έχει κάνει, την κατάστασή του. Κι αρχίζει να μιλάει με μια γλώσσα ακόλαστη για το πάθος των Ατρειδών. Ο Ορέστης βασανίζεται από ενοχές.Η σκηνοθεσία προεκτείνει το θέμα της συνείδησης στον σύγχρονο άνθρωπο. Η έξοχη μετάφραση-διασκευή του Χειμωνά το κάνει ανατριχιαστικά επίκαιρο. Μέσα από τον ενδοοικογενειακό κύκλο σπαραγμού, προδοσίας, ζήλιας, ανταγωνισμού των Ατρειδών βλέπουμε αυτά τα πλάσματα μολυσμένα από το αίμα που κληρονόμησαν. Αν αυτή την "κληρονομιά" την αναγάγουμε στην ιστορία των λαών, έχουμε το χρονικό της εξέλιξης της σύγχρονης βίας που μαστίζει τον "οίκο" της ανθρωπότητας».Το έργο αρχίζει ως τραγωδία και τελειώνει ως μελόδραμα με τρεις γάμους και μία «κηδεία»... Την αρχή του τέλους δίνει η εμφάνιση ενός ξεκαρδιστικού ευνούχου υπηρέτη, του Φρύγα (Αγγελική Παπαθεμελή), που διηγείται πώς ο Ορέστης και ο Πυλάδης σκότωσαν την κυρά του, την Ελένη (Ναταλία Δραγούμη), αλλά το πτώμα εξαφανίστηκε. Συγχρόνως ο Ορέστης, στη σκεπή του παλατιού με όμηρο την Ερμιόνη (Εύη Σαρμή), απειλεί να την σφάξει αν ο Μενέλαος (Κίμων Ρηγόπουλος) δεν χαρίσει τη ζωή σ' αυτόν, την Ηλέκτρα και τον Πυλάδη. Η Ηλέκτρα έχει βάλει φωτιά στο παλάτι... Και μέσα στο αλαλούμ, ο πανταχού παρών Φοίβος (Βασίλης Μπισμπίκης) εμφανίζεται μ' ένα μικρόφωνο στο χέρι. Ενημερώνει το πλήθος ότι η Ελένη ανελήφθη στον... Ολυμπο και τακτοποιεί τα εγκόσμια: ο Μενέλαος ν' αναζητήσει νέα σύζυγο, ο Ορέστης να παντρευτεί την Ερμιόνη (στης οποίας το λαιμό ακουμπά ακόμα το μαχαίρι του!) και ο Πυλάδης (Αλέκος Συσσοβίτης) να πάρει γυναίκα του την Ηλέκτρα... «Το έργο έχει παράδοξο χάπι εντ που προκαλεί θυμηδία», λέει η Λ. Φωτοπούλου. «Ο σκηνοθέτης, σωστά, το υπονόμευσε. Δεν πρόκειται για μοντερνικότητες, τραβηγμένα πράγματα ή παρεμβάσεις χωρίς λόγο. Το ερώτημα που τίθεται είναι: ποιος είναι ο σημερινός θεός, αυτός που αποφασίζει για τις μοίρες των ανθρώπων, των λαών και γιατί; Ο Χειμωνάς κάποια στιγμή δεν μιλά για τους Ατρείδες αλλά για τους Ελληνες, "μικρούς, με ψήφους δολοφόνους". Αναφέρεται στους "μεγάλους Ελληνες που χάθηκαν από το φθόνο νέων θεών". Μήπως αυτοί οι θεοί είναι το χρήμα, η εξουσία, ο πόλεμος;».
«Ο Ουνκόφσκι, μέσα από προσωπικές ιστορίες, μας οδηγεί σε σκέψεις που αφορούν τη διαχρονικότητα του έργου», συνεχίζει ο Λ. Γεωργακόπουλος. «Αυτό με ευχαριστεί στην τραγωδία: όταν η παράσταση έχει δημιουργήσει το προγεφύρωμα ανάμεσα στο μύθο και την εποχή μας. Οταν το έργο μάς αφορά όλους».
Να μηδενίζεις το κοντέρ
Οι δύο πρωταγωνιστές έχουν την εμπειρία της Επιδαύρου και δεν ανησυχούν. «Δεν ζούμε τη φοβερή κρίση της Επιδαύρου, το φόβο, αν δεν αρέσεις, μήπως κατηγορηθείς για έγκλημα», λέει η Λ. Φωτοπούλου. «Δεν σκόπευα να δουλέψω το καλοκαίρι, αλλά η παρουσία του Ουνκόφσκι με ιντριγκάρισε. Μου θύμισε τις εποχές που συνεργαζόμουν με τον Α. Βουτσινά, ένα σκηνοθέτη που δούλευε προσεγγίζοντας ψυχολογικά την παράσταση. Ο Ουνκόφσκι δουλεύει κι αυτός μέσα από τον ίδιο δρόμο, με άλλο τρόπο». Ο Λ. Γεωργακόπουλος προσθέτει: «Κάθε φορά πρέπει να μηδενίζεις το κοντέρ. Να ανακαλύπτεις ξανά το θέατρο, να ανανεώνεσαι, να γίνεσαι ευέλικτος στη δημιουργία ρόλων πέρα από τα δεδομένα».
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία / 7 - 27/07/2008
No comments:
Post a Comment