Στην πιο ένσαρκη σκηνή του «Krum» τρία ζευγάρια φίλων βρίσκονται καθισμένα σε αντικριστούς καναπέδες. Βλέπουμε τα δύο από αυτά και παρακολουθούμε το τρίτο να υπερίπταται σε μια τεράστια οθόνη σαν θέαμα. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο: η τυχαία συνάντηση με μια παλιά φίλη, που φαίνεται να έχει καταφέρει αυτό που οι υπόλοιποι της παρέας φαντασιώνονται: έξοδο από τον κύκλο της κοινωνικής ζωής και θανάτου, διαμονή στο Χίλτον, έναν πριαπιστή Ιταλό εραστή... Η απόλυτη πορνογραφική ευημερία.
Οι ήρωες του «Κρουμ» αναπαύονται όλοι τους στον παράδεισο του Τσέχοφ |
Είναι μια αργόσυρτη σκηνή, διδαγμένη στατικά, σχεδόν αμήχανα. Τίποτα δεν υπάρχει σε αυτήν το πραγματικά ενδιαφέρον και, ωστόσο, μπορούμε να αισθανθούμε την ένταση στην ατμόσφαιρα: η ζήλια, ο φθόνος, τα ερωτικά βλέμματα των ανδρών, οι υπαινιγμοί για βοήθεια. Τη σιωπή διακόπτουν σαχλά αστεία, ανόρεχτα νέα, σπασμωδικές εκφράσεις. Κάτι πάει να ειπωθεί και κάτι μένει εκκρεμές, η σωματική ένταση όταν εκτονώνεται γίνεται νευρόσπαστη χορευτική κίνηση. Και μετά πάλι η απάθεια, η ανία και η αποβλάκωση. Ο βαλτωμένος μικρόκοσμος του «Krum» συναντά τον ρευστό, αμλετικό κόσμο του Κριστόφ Βαρλικόφκσι σε μια τρίωρη υπνωτιστική παράσταση, αφιερωμένη στην ξοδεμένη ανθρώπινη ενέργεια.
Ο Βαρλικόφσκι ανακάλυψε προφανώς μια όψη του άσωτου πολωνικού εαυτού του στο εβραϊκό «Krum». Το έργο του σημαντικού Ισραηλινού συγγραφέα Χανόχ Λεβίν, γραμμένο στα 1975, ύστερα από μια δημιουργική θητεία στη σάτιρα, ακούγεται σήμερα σαν ελεγεία στη χαμένη ευκαιρία να αλλάξει κανείς τη ζωή του. Ξεκινάει από στάση (στην πρώτη σκηνή, ο Κρουμ επιστρέφει στη μητέρα του και παραδέχεται ότι το μόνο που έχει είναι μια βαλίτσα άπλυτα), μετακινείται αργά από δύο γάμους σε μία κηδεία και τελειώνει με το μόνο γεγονός που μπορεί να ταρακουνήσει τον νωθρό ήρωα από τη θέση του θεατή της ίδιας της ζωής του: τον θάνατο της μητέρας του.
Ο Κρουμ θυμίζει νικημένο Πέερ Γκιντ ή υποταγμένο Αμλετ. Είναι ο εκπρόσωπος μιας γενιάς τόσο ασυμβίβαστης όσο και ανίκανης για επανάσταση, υπερευαίσθητης (σαν τον σπασμωδικό Τακτίκ), υποχόνδριας (όπως ο συνεχώς άρρωστος Τουγγάτι), καταθλιπτικής (όπως η άσχημη και αφημένη στη μοίρα της Ντούπα) και άστατης (σαν τη σέξι και επιπόλαια Τρούντα).
Θα μπορούσε να είναι ένα μαύρο έργο, φωτίζεται όμως από τον σπινθηροβόλο διάλογο, το χιούμορ και τη σωτηρία που ο Λεβίν επιφυλάσσει για τα πλάσματά του. Σαν να δικαιώνονται από μια προαίρεση αγαθή, από τον αυτοσαρκασμό και την ανάγκη για επαφή, που κι αν αναιρείται δεν ακυρώνεται· αναπαύονται όλοι τους στον παράδεισο του Τσέχοφ.
Ο Βαρλικόφκσι έκανε το έργο του Λεβίν μια σκηνική περιπέτεια της ανθρώπινης ακινησίας. Εδωσε την αίσθηση ενός σημαντικού κόσμου, στον οποίο συμβαίνουν πράγματα όχι μεγάλα, όχι σπουδαία και όχι αληθινά. Στη διδασκαλία του οι σπασμωδικές κινήσεις κρύβουν την ακινησία, ο διάλογος τη σιωπή και η απόφαση την αδράνεια. Μουσική (Πάουελ Μίκιετιν), σκηνικά (Μαλγκορτσάτα Τσέσνιακ) και φωτισμός (Φέλις Ρος) συμβάλλουν στη δημιουργία της απόστασης, στη μοναξιά, στην έλλειψη αναπνοής και οξυγόνου.
Οι εξαιρετικοί ηθοποιοί του TR Warszawa μετατρέπουν σε ερμηνεία τον χρόνο που μετεωρίζεται ανεκμετάλλευτος. Ωραιότατο το σωματικό σκίτσο τους, εκπληκτική η κίνηση και η απόδοση της εκκρεμότητας: ερμηνείες για μελέτη, με κορυφαίες του Γιάτσεκ Πονιεντσιάλεκ (Κρουμ) και του Μάρεκ Καλίτα (Τακτίκ).
ΥΓ.: Στην τελευταία παράγραφο της προηγούμενης κριτικής ένα «που» σε λάθος θέση άλλαξε το νόημα. Το ορθό είναι: «Ο ολιγομελής Χορός έβγαινε από τις κουίντες για να εκφωνήσει τα χορικά του με σοφιστικέ λεπτότητα που ανήκε εμφανώς στον Ρακίνα και όχι στον Ευριπίδη».
Ο Βαρλικόφσκι ανακάλυψε προφανώς μια όψη του άσωτου πολωνικού εαυτού του στο εβραϊκό «Krum». Το έργο του σημαντικού Ισραηλινού συγγραφέα Χανόχ Λεβίν, γραμμένο στα 1975, ύστερα από μια δημιουργική θητεία στη σάτιρα, ακούγεται σήμερα σαν ελεγεία στη χαμένη ευκαιρία να αλλάξει κανείς τη ζωή του. Ξεκινάει από στάση (στην πρώτη σκηνή, ο Κρουμ επιστρέφει στη μητέρα του και παραδέχεται ότι το μόνο που έχει είναι μια βαλίτσα άπλυτα), μετακινείται αργά από δύο γάμους σε μία κηδεία και τελειώνει με το μόνο γεγονός που μπορεί να ταρακουνήσει τον νωθρό ήρωα από τη θέση του θεατή της ίδιας της ζωής του: τον θάνατο της μητέρας του.
Ο Κρουμ θυμίζει νικημένο Πέερ Γκιντ ή υποταγμένο Αμλετ. Είναι ο εκπρόσωπος μιας γενιάς τόσο ασυμβίβαστης όσο και ανίκανης για επανάσταση, υπερευαίσθητης (σαν τον σπασμωδικό Τακτίκ), υποχόνδριας (όπως ο συνεχώς άρρωστος Τουγγάτι), καταθλιπτικής (όπως η άσχημη και αφημένη στη μοίρα της Ντούπα) και άστατης (σαν τη σέξι και επιπόλαια Τρούντα).
Θα μπορούσε να είναι ένα μαύρο έργο, φωτίζεται όμως από τον σπινθηροβόλο διάλογο, το χιούμορ και τη σωτηρία που ο Λεβίν επιφυλάσσει για τα πλάσματά του. Σαν να δικαιώνονται από μια προαίρεση αγαθή, από τον αυτοσαρκασμό και την ανάγκη για επαφή, που κι αν αναιρείται δεν ακυρώνεται· αναπαύονται όλοι τους στον παράδεισο του Τσέχοφ.
Ο Βαρλικόφκσι έκανε το έργο του Λεβίν μια σκηνική περιπέτεια της ανθρώπινης ακινησίας. Εδωσε την αίσθηση ενός σημαντικού κόσμου, στον οποίο συμβαίνουν πράγματα όχι μεγάλα, όχι σπουδαία και όχι αληθινά. Στη διδασκαλία του οι σπασμωδικές κινήσεις κρύβουν την ακινησία, ο διάλογος τη σιωπή και η απόφαση την αδράνεια. Μουσική (Πάουελ Μίκιετιν), σκηνικά (Μαλγκορτσάτα Τσέσνιακ) και φωτισμός (Φέλις Ρος) συμβάλλουν στη δημιουργία της απόστασης, στη μοναξιά, στην έλλειψη αναπνοής και οξυγόνου.
Οι εξαιρετικοί ηθοποιοί του TR Warszawa μετατρέπουν σε ερμηνεία τον χρόνο που μετεωρίζεται ανεκμετάλλευτος. Ωραιότατο το σωματικό σκίτσο τους, εκπληκτική η κίνηση και η απόδοση της εκκρεμότητας: ερμηνείες για μελέτη, με κορυφαίες του Γιάτσεκ Πονιεντσιάλεκ (Κρουμ) και του Μάρεκ Καλίτα (Τακτίκ).
ΥΓ.: Στην τελευταία παράγραφο της προηγούμενης κριτικής ένα «που» σε λάθος θέση άλλαξε το νόημα. Το ορθό είναι: «Ο ολιγομελής Χορός έβγαινε από τις κουίντες για να εκφωνήσει τα χορικά του με σοφιστικέ λεπτότητα που ανήκε εμφανώς στον Ρακίνα και όχι στον Ευριπίδη».
Ελευθεροτυπία, 2 - 26/07/2008
No comments:
Post a Comment