Η «Λυσσασμένη Γάτα» (1954) εκτυλίσσεται ένα βράδυ στο αρχοντικό ενός μεγαλοκτηματία του Μισισιπή, όπου η οικογένεια ετοιμάζεται να γιορτάσει τα 65 και τελευταία γενέθλια του πατέρα. Ο Big Daddy, κατά ειρωνικό τρόπο ο πιο ζωντανός χαρακτήρας του έργου, βρίσκεται στα τελευταία στάδια καρκίνου, όμως ανίδεος για το τέλος που ζυγώνει, προσπαθεί ακόμη να τα βρει με τον αγαπημένο δευτερότοκό του, που του διαφεύγει στη γριφώδη σιωπή και έναν τελματωμένο γάμο χωρίς απογόνους.
Σκηνή από τη «Λυσσασμένη γάτα» σε σκηνοθεσία Τόμας Οστερμάιερ |
Ολη η παράσταση είναι η αδυναμία πατέρα και γιου να επικοινωνήσουν. Η βραδιά, που εφορμά με εκκωφαντικό Led Zeppelin, ανήκει σε ένα διάστικτο με κρίσιμες λεπτομέρειες μπραν-ντε-φερ ζωής ανάμεσα στον αυταρχικό, τραχύ, λατρευτό-μισητό πατριάρχη (ένας σπουδαίος Γιόζεφ Μπίρμπιχλερ) και στον υιό Μπρικ (Μαρκ Βάσκε), που παρότι επί τρεις ώρες χοροπηδά σε δεκανίκια, τίποτε δεν τον βγάζει από τον λήθαργο του αλκοόλ και την απελπισία της ανομολόγητης ομοφυλοφιλίας του.
Ολα είναι σε γύψο: πόδι, πέος, ψυχή. Τόσο πιο βίαιο μοιάζει το ξέσπασμά του στο τέλος, που ξεσκίζει τον ιστό της υποκρισίας ετών, φτύνοντας αλήθειες που σκοτώνουν. Εσωστρέφεια, θυμός, πόθοι σκοτεινοί και αδυσώπητοι, περιουσιακές ίντριγκες, χαμηλοί φωτισμοί, υγρασία και ιδρώτας, σκιές, κρυφακούσματα πίσω από τζαμόπορτες, αδιάκριτα πηγαιν'-έλα, δυνατή ροκ ως καταφύγιο από την πιεστική πραγματικότητα.
Η ιδέα της ομοφυλοφιλίας ως «βρώμικη αμαρτία» μοιάζει σήμερα αρκετά ξεπερασμένη και ο Οστερμάιερ δεν πολυσκαλίζει το θέμα. Αντίθετα, ο ανδρισμός τύπου Big Daddy φαντάζει κοινωνικά περιθωριοποιημένος, με την ιδιότητα του Αρσενικού ως ρόλος προς εκμάθηση. Η επέλαση της ομοφυλοφιλίας στις σύγχρονες μητροπόλεις καταδεικνύει τη σεξουαλικότητα ως απόλυτα αυτορυθμιζόμενη υπόθεση και την ετεροφιλία ως «φυσιολογικό κανόνα» υπό δοκιμασία.
Μεταφυτευμένο σε ένα εύπορο, μοντέρνο, δυτικό περιβάλλον (σκηνικό Γιάν Παπελμπάουμ), το οικογενειακό δράμα του αμερικανικού Νότου γίνεται το ασφυκτικό κουκούλι «ελεύθερου καπιταλισμού», με συμπεριφορές 21ου αιώνα, νευρωτικές, αδιέξοδες και απομυθοποιημένες. Οστερμάιερ: «στην εποχή μας δεν μπορούμε να πούμε ψέματα στο θέατρο». Μέσα στον στρόβιλο της παγκοσμιοποίησης, είναι αδύνατο πλέον να ονειρευτούμε, να εξαπατήσουμε, να αυτοπραγματωθούμε «μη-πολιτικά».
Με μια καθαρή επιστροφή στο παλιό καλό θέατρο ηθοποιών, η «Γάτα» δεν μας γοητεύει απλώς ως περίτεχνη ψευδαίσθηση, αλλά μας απορροφά ως «φέτα ζωής» σύγχρονου ζόφου. Ολα σε αυτή την αναζωογονημένη μεταφορά της Σάουμπινε του πρωτότυπου κειμένου, χωρίς τις εξωραϊστικές, ηθικολογικές επεμβάσεις των λογής λογοκριτών, συνθέτουν μια σαρωτική παράσταση, με μεγαλειώδεις έντονα σωματικές ερμηνείες (μια επιβλητική Κίρστεν Ντένε - μητέρα, με τον Μπίρμπιχλερ, δύο σταρ του γερμανόφωνου θεάτρου) και συναρπαστικούς διαλόγους.
Εφτά ηθοποιοί, συν δέκα παιδιά, είναι τα υλικά μιας στέρεης βραδιάς, χωρίς εντυπωσιασμούς, με άξονα την επικοινωνία ουσίας συντελεστών και σκηνοθέτη και όλων με το έργο. Η Μάγκι, η «γάτα» του τίτλου (Γιούλε Μπέβε), είναι μαι αρπαχτική, κυκλοθυμική σύγχρονη γυναίκα, που οργώνει τη σκηνή με ψηλοτάκουνα, αιλουροειδή βήματα και διάφανα νεγκλιζέ. Υστερική, ένρινη, φλύαρη, η εικόνα του σεξουαλικά περιφρονημένου θηλυκού.
Λόρκα και Τενεσί Ουίλιαμς, δύο ομοφυλόφιλοι συγγραφείς που συνέλαβαν μοναδικά το δράμα της ερωτικά στέρφας γυναίκας.
Είναι από τα επιτεύγματα αυτής της παράστασης, η ακτινογράφηση της πολυπλοκότητας της σύγχρονης συγκυρίας, ως καθοριστική του είδους του πεσιμισμού μας. Αλλιώς αυτοκτονείς ψυχολογικά σήμερα, αλλιώς το 1954. Στην εποχή του ατομισμού, η οικογενειακή κόλαση έχει κάτι από ομαδική αυτοκτονία.
Ολα είναι σε γύψο: πόδι, πέος, ψυχή. Τόσο πιο βίαιο μοιάζει το ξέσπασμά του στο τέλος, που ξεσκίζει τον ιστό της υποκρισίας ετών, φτύνοντας αλήθειες που σκοτώνουν. Εσωστρέφεια, θυμός, πόθοι σκοτεινοί και αδυσώπητοι, περιουσιακές ίντριγκες, χαμηλοί φωτισμοί, υγρασία και ιδρώτας, σκιές, κρυφακούσματα πίσω από τζαμόπορτες, αδιάκριτα πηγαιν'-έλα, δυνατή ροκ ως καταφύγιο από την πιεστική πραγματικότητα.
Η ιδέα της ομοφυλοφιλίας ως «βρώμικη αμαρτία» μοιάζει σήμερα αρκετά ξεπερασμένη και ο Οστερμάιερ δεν πολυσκαλίζει το θέμα. Αντίθετα, ο ανδρισμός τύπου Big Daddy φαντάζει κοινωνικά περιθωριοποιημένος, με την ιδιότητα του Αρσενικού ως ρόλος προς εκμάθηση. Η επέλαση της ομοφυλοφιλίας στις σύγχρονες μητροπόλεις καταδεικνύει τη σεξουαλικότητα ως απόλυτα αυτορυθμιζόμενη υπόθεση και την ετεροφιλία ως «φυσιολογικό κανόνα» υπό δοκιμασία.
Μεταφυτευμένο σε ένα εύπορο, μοντέρνο, δυτικό περιβάλλον (σκηνικό Γιάν Παπελμπάουμ), το οικογενειακό δράμα του αμερικανικού Νότου γίνεται το ασφυκτικό κουκούλι «ελεύθερου καπιταλισμού», με συμπεριφορές 21ου αιώνα, νευρωτικές, αδιέξοδες και απομυθοποιημένες. Οστερμάιερ: «στην εποχή μας δεν μπορούμε να πούμε ψέματα στο θέατρο». Μέσα στον στρόβιλο της παγκοσμιοποίησης, είναι αδύνατο πλέον να ονειρευτούμε, να εξαπατήσουμε, να αυτοπραγματωθούμε «μη-πολιτικά».
Με μια καθαρή επιστροφή στο παλιό καλό θέατρο ηθοποιών, η «Γάτα» δεν μας γοητεύει απλώς ως περίτεχνη ψευδαίσθηση, αλλά μας απορροφά ως «φέτα ζωής» σύγχρονου ζόφου. Ολα σε αυτή την αναζωογονημένη μεταφορά της Σάουμπινε του πρωτότυπου κειμένου, χωρίς τις εξωραϊστικές, ηθικολογικές επεμβάσεις των λογής λογοκριτών, συνθέτουν μια σαρωτική παράσταση, με μεγαλειώδεις έντονα σωματικές ερμηνείες (μια επιβλητική Κίρστεν Ντένε - μητέρα, με τον Μπίρμπιχλερ, δύο σταρ του γερμανόφωνου θεάτρου) και συναρπαστικούς διαλόγους.
Εφτά ηθοποιοί, συν δέκα παιδιά, είναι τα υλικά μιας στέρεης βραδιάς, χωρίς εντυπωσιασμούς, με άξονα την επικοινωνία ουσίας συντελεστών και σκηνοθέτη και όλων με το έργο. Η Μάγκι, η «γάτα» του τίτλου (Γιούλε Μπέβε), είναι μαι αρπαχτική, κυκλοθυμική σύγχρονη γυναίκα, που οργώνει τη σκηνή με ψηλοτάκουνα, αιλουροειδή βήματα και διάφανα νεγκλιζέ. Υστερική, ένρινη, φλύαρη, η εικόνα του σεξουαλικά περιφρονημένου θηλυκού.
Λόρκα και Τενεσί Ουίλιαμς, δύο ομοφυλόφιλοι συγγραφείς που συνέλαβαν μοναδικά το δράμα της ερωτικά στέρφας γυναίκας.
Είναι από τα επιτεύγματα αυτής της παράστασης, η ακτινογράφηση της πολυπλοκότητας της σύγχρονης συγκυρίας, ως καθοριστική του είδους του πεσιμισμού μας. Αλλιώς αυτοκτονείς ψυχολογικά σήμερα, αλλιώς το 1954. Στην εποχή του ατομισμού, η οικογενειακή κόλαση έχει κάτι από ομαδική αυτοκτονία.
Της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗ, Ελευθεροτυπία, 2 - 26/07/2008
No comments:
Post a Comment