Thursday July 10, 2008. The Guardian
Last August, Deborah Warner and I were invited to stage our production of Beckett's Happy Days at Epidaurus in Greece. It was a brave choice, and there was fierce debate in the Greek press as to whether a modern play should be performed on that ancient monument. At the time, I was more concerned with the difficulties of playing to a huge audience, buried up to my waist in one half, up to the neck in the other. Acting is a battle as to who should run the evening: the actor who holds the space through will, concentration and vocal power, or an audience that can distract itself in a moment. Our anticipated audience was 5,000 people, roughly five times what we played to at the National Theatre and, in the open air, a gust of wind rushed through the trees like a roar.But the ancients thought of everything. The acoustic of this remarkable amphitheatre is famous: an actor can stand on the stage and be heard whispering some hundred rows back - due, they think, to giant jars that sit under the orchestra, while the quality of the limestone seats brightens the sound. (Our set, however, a giant mound of earth and concrete, covered the jars.)
My enthusiasm for the architecture was only tempered by a strange alignment between the burning images in Happy Days and the fires raging through Greece that week. The first performance was mind-blowing work. As I looked into the darkness, I felt the haunting of all the people who had sat there - in togas two millennia ago, in T-shirts and jeans tonight - and I felt the frisson as I hit the lines: "Is it not possible, with the sun beating down, and so much fiercer down, things to go on fire never known to do so in this way, I mean spontaneous like," and "Might I myself not melt in the end, or burn, I do not mean burst into flames, but little by little be charred into a black cinder, all this visible flesh." The following morning, in the hotel, local tourists were weeping while having breakfast. The hills outside Athens were burning, and within an hour our second performance was cancelled by the minister of the interior, as were all performances in Greece. Official mourning was declared. Theatrical tragedy had given way to the real thing.
Last week we returned to Epidaurus, this time to open the festival. We drove past the healing scalps of mountains, past verdant forest saved by man-made scars cut into the land. I thought, if only we could do the same and limit damage in ourselves: the burned mind of Winnie in Happy Days making less and less sense: "This ... Charlie ... kisses ... this ... all that."
Where last year I embraced the play's universal significance, this time I was more personally chastened by it. What struck me was how much had happened in a year. Near the end of the play, Winnie has a revelation: "I used to say Winnie you are changeless because there is never any difference between one fraction of a second and the next." For many years I might have said the same thing: most of the dramas in my life have been of my own making. But something of the play has caught up with me. I have suffered losses this year, among them a young Greek member of our team. Last month I went to the funeral of director Deborah Warner's father, and in the same week my own father suffered a stroke. Winnie refers to these "little falls apart", and now I am chilled by the lines. As I performed, buried up to my neck, saying the line: "To have been always what I am and so changed from what I was," I thought of my father in his wheelchair. There is something so delicate yet absolute in the writing.
I learned this year that the theatre at Epidaurus was a later addition to a site that had been a healing place, destroyed by an earthquake. Asclepius was the god in whose name it was built. The sick climbed a mountain, slept the night in tents, and in the morning could diagnose their own illness, the god having visited them in the night to inspire them. The climb was part of the healing process, the acknowledgement that something was wrong.
Visiting my father in hospital, and meeting people at a poor moment in their lives, I hear the line: "It might be the eternal dark, black night without end, just chance I take it, happy chance." One is never prepared for catastrophe. This drove our antecedents up a mountain to be healed, and this drives us to a theatre to hear the sounds of our own mortality - and yet laugh.
Last Saturday we performed to 6,000 attentive people. The air hardly stirred; a bird sang gently in the trees, calling to a new crescent moon. It was "another happy day ... so far."
Τον περασμένο Αύγουστο, η Ντέμπορα Γουόρνερ και εγώ προσκληθήκαμε να παρουσιάσουμε την παραγωγή μας με το έργο του Μπέκετ «Ευτυχισμένες μέρες» στην Ελλάδα. Ηταν μια τολμηρή επιλογή και στον ελληνικό Τύπο υπήρξε έντονη διαμάχη για το αν ένα σύγχρονο έργο θα έπρεπε να παρουσιαστεί στο αρχαίο μνημείο. Εκείνη την περίοδο, περισσότερο με απασχολούσε η δυσκολία να παίξω μπροστά σ’ ένα τεράστιο κοινό, θαμμένη ώς τη μέση στο πρώτο μέρος της παράστασης και ώς το λαιμό στο δεύτερο μέρος.
Μια παράσταση είναι μάχη επιβίωσης: είτε θα επικρατήσει ο ηθοποιός που ελέγχει τον χώρο μέσα από τη θέληση, τη συγκέντρωση και τη δύναμη του λόγου, είτε θα επικρατήσει το κοινό που μπορεί να αποσπασθεί ανά πάσα στιγμή.
Η περίφημη ακουστική
Περιμέναμε ένα κοινό 5.000 θεατών, περίπου πενταπλάσιο από το κοινό μας στο Εθνικό Θέατρο (της Αγγλίας). Και επιπλέον, στο ανοικτό θέατρο της Επιδαύρου, ο αέρας ερχόταν πάνω μας μέσα από τα δέντρα σαν βρυχηθμός. Αλλά οι αρχαίοι είχαν σκεφτεί τα πάντα.
Η ακουστική αυτού του εξαιρετικού αμφιθεάτρου είναι φημισμένη: ένας ηθοποιός μπορεί να σταθεί στη σκηνή και ο ψίθυρός του να ακουστεί ακόμη και δεκάδες κερκίδες ψηλά – χάρη, λένε, σε γιγαντιαία πιθάρια κάτω από την ορχήστρα, ενώ η ποιότητα του πωρόλιθου μεγεθύνει τον ήχο (τα σκηνικά μας, βέβαια, ένας τεράστιος λόφος από χώμα και τσιμέντο, κάλυψε τα πιθάρια).
Ο ενθουσιασμός μου για την αρχιτεκτονική μετριάστηκε κάπως από μία παράδοξη συμμαχία ανάμεσα στις φλογερές εικόνες των «Ευτυχισμένων Ημερών» και τις πυρκαγιές που κατάκαιγαν την Ελλάδα εκείνη την εβδομάδα.
Η πρώτη μας παράσταση με συγκλόνισε. Καθώς κοιτούσα μέσα στο σκοτάδι, ένιωσα την αύρα όλων εκείνων των ανθρώπων που κάθονταν στο ίδιο σημείο – με χλαμύδες πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, με T-shirts και τζιν τη βραδιά της παράστασης.
Την επομένη το πρωί, στο ξενοδοχείο, Ελληνες τουρίστες έπαιρναν το πρωινό τους με βουρκωμένα μάτια. Οι λόφοι γύρω από την Αθήνα καίγονταν και στη διάρκεια της επόμενης ώρας η δεύτερή μας παράσταση ματαιώθηκε από το υπουργείο Εσωτερικών, όπως και όλες οι παραστάσεις στην Ελλάδα. Η τραγωδία επί σκηνής είχε αντικατασταθεί από την ίδια τη ζωή.
Φέτος επιστρέψαμε
Πριν από μερικές ημέρες επιστρέψαμε στην Επίδαυρο, αυτή τη φορά για να εγκαινιάσουμε το Φεστιβάλ. Οδηγήσαμε μέσα από πλαγιές που επούλωναν, μέσα από καταπράσινα δάση που είχαν σωθεί από τις πληγές που άφηναν οι άνθρωποι στη γη. Σκέφτηκα, αν μπορούσαμε μονάχα να κάνουμε το ίδιο και να περιορίσουμε τις βλάβες στον εαυτό μας: το «καμένο» μυαλό της Γουίνι στις «Ευτυχισμένες Μέρες» ακουγόταν ολοένα και πιο ασυνάρτητο...
Ενώ πέρυσι είχα απορροφηθεί από την οικουμενικότητα του έργου, αυτή τη φορά ένιωθα να με αφορά προσωπικά με πιο άμεσο τρόπο. Αυτό που με εντυπωσίαζε είναι πόσα πολλά είχαν συμβεί σ’ ένα χρόνο. Προς το τέλος της παράστασης, η Γουίνι βιώνει μια αποκάλυψη: «Γουίνι, της έλεγα, είσαι ασάλευτη γιατί δεν υπάρχει μεταβολή ανάμεσα σε δύο κλάσματα δευτερολέπτου». Για πολλά χρόνια μπορούσα να πω το ίδιο πράγμα: τα περισσότερα δράματα στη ζωή μου ήταν ιδιοκατασκευές. Αλλά ένα κομμάτι μέσα στο ίδιο το έργο εισέβαλε στη ζωή μου.Είχα υποστεί απώλειες τη χρονιά που μεσολάβησε, ανάμεσά τους και ένας νέος Ελληνας στην ομάδα μας. Τον περασμένο μήνα πήγα στην κηδεία του πατέρα της σκηνοθέτιδας Ντέμπορα Γουόρνερ. Την ίδια εβδομάδα ο δικός μου πατέρας έπαθε εγκεφαλικό.Η Γουίνι αναφέρεται σε αυτά τα «μικρά κομμάτια που διαλύονται» και τώρα, αυτές οι γραμμές, με κάνουν να ανατριχιάζουν. Καθώς βρισκόμουν στη σκηνή, θαμμένη ώς τον λαιμό, λέγοντας τη φράση: «Να είμαι πάντα αυτό που ήμουν και τόσο άλλη από αυτή που ήμουν», σκέφτηκα τον πατέρα μου στο αναπηρικό καροτσάκι. Υπάρχει κάτι τόσο εύθραυστο και ταυτόχρονα τόσο απόλυτο στο έργο.Φέτος πληροφορήθηκα ότι το θέατρο στην Επίδαυρο ήταν προσθήκη σ’ ένα χώρο που κάποτε ήταν θεραπευτήριο, το οποίο κατέστρεψε ένας σεισμός. Ο Ασκληπιός ήταν ο θεός προς τιμήν του οποίου χτίστηκε. Οι ασθενείς σκαρφάλωναν ένα βουνό, διανυκτέρευαν σε σκηνές και το πρωί έκαναν τη διάγνωση των δεινών τους, αφού ο θεός τούς είχε επισκεφθεί τη νύχτα και τους είχε εμπνεύσει. Η αναρρίχηση αποτελούσε μέρος της θεραπευτικής αγωγής, η διαπίστωση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.Ιαση και θέατρο
Οταν επισκεπτόμουν τον πατέρα μου στο νοσοκομείο και συναντούσα ανθρώπους σε μία δυστυχή στιγμή της ζωής τους, άκουγα τη φράση: «Μπορεί να είναι το αιώνιο σκοτάδι, η μαύρη νύχτα χωρίς τέλος, κατά τύχη ευτυχείς επιλογές, ευτυχής τύχη». Κανείς δεν είναι προετοιμασμένος για την καταστροφή. Αυτό ήταν που οδηγούσε τους προγόνους μας να σκαρφαλώσουν μια βουνοπλαγιά για να θεραπευτούν, και αυτό είναι που μας οδηγεί εμάς σ’ ένα θέατρο για ν’ ακούσουμε τους ήχους της δικής μας θνητότητας - και παρόλα αυτά να γελάσουμε.
Το Σάββατο εκείνο που δώσαμε την παράστασή μας στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, παίξαμε μπροστά σε 6.000 θεατές που αφουγκράζονταν κάθε ήχο. Φύλλο δεν κουνιόταν. Ενα πουλάκι κελαηδούσε γλυκά κουρνιασμένο μέσα στα δέντρα, υποδεχόμενο μια νέα πανσέληνο. Ηταν «μία ακόμη ευτυχισμένη μέρα... ως τώρα». [The Guardian, Η Καθημερινή, 15/07/2008]Info: Το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ «Ευτυχισμένες Μέρες» παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου από το Εθνικό Θέατρο Μεγάλης Βρετανίας στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών - Επιδαύρου στις 4 και 5 Ιουλίου. Σκηνοθεσία Ντέμπορα Γουόρνερ. Στον ρόλο της Γουίνι, η Φιόνα Σο.
No comments:
Post a Comment