Του Νικου Α. Δοντα, Η Καθημερινή, 13/07/2008
Εργο από πολλές απόψεις μοναδικό στο λυρικό ρεπερτόριο, ο «Μπορίς Γκοντουνόφ» του Μοντέστ Μούσοργκσι είναι πρωτοποριακός ως προς τη σύλληψη και τη δομή του, αλλά και τολμηρός ως προς τη μουσική του γλώσσα. Στο λυρικό αυτό πανόραμα που ασχολείται με ένα κεφάλαιο της ρωσικής δυναστικής ιστορίας η δράση περνά από έναν τόπο σε άλλο και από μία ομάδα προσώπων σε μία άλλη χωρίς συνεχόμενη αφηγηματική ροή. Τα ανεκδοτολογικά επεισόδια αναδεικνύονται κυρίαρχης σημασίας. Δίνουν χρώμα, αλλά κυρίως ζωντανεύουν με πειστικά ρεαλιστικό τρόπο καθημερινούς χαρακτήρες και καταστάσεις. Σε αυτό συνεισφέρουν αποφασιστικά οι επιρροές από την παραδοσιακή ρωσική μουσική αλλά και ο σεβασμός του Μούσοργκσι στην προσωδία της ρωσικής γλώσσας. Συχνά, δημιουργείται η αίσθηση ενός είδους τραγουδιστής απαγγελίας, στοιχείο που χαρίζει τρομακτική δύναμη ιδιαίτερα στους μονολόγους του Μπορίς. Παρά τη δομή σε αυτόνομες εικόνες, κυριαρχεί η προσωπικότητα του βογιάρου Μπορίς Γκοντουνόφ, που διαδέχτηκε στον θρόνο τον Ιβάν τον Τρομερό μετά τον θάνατο -δολοφονία;- του νόμιμου διαδόχου. Ο Μούσοργκσι του προσφέρει μνημειακές σκηνές, όπως αυτή της στέψης, και επιβλητικούς μονολόγους, καθώς επίσης μία από τις σπάνιες «σκηνές τρέλας» για άντρα και μάλιστα για τη χαμηλότερη των φωνών, αυτή του βαθύφωνου. Η αντίθεση ανάμεσα σε μεγάλες χειρονομίες αλλά και η συντριβή, καθώς ο Μπορίς συνειδητοποιεί τη μηδαμινότητά του, πλάθουν έναν από τους πιο άμεσους και ρεαλιστικούς χαρακτήρες της λυρικής τέχνης. Το ποιητικό κείμενο της όπερας επεξεργάστηκε ο ίδιος ο Μούσοργκσι. Συμπύκνωσε τις 25 σκηνές του ιστορικού δράματος του Πούσκιν (1825/31) αρχικά σε μόλις επτά, προσθέτοντας υλικό και μεταγράφοντας με αρκετή ελευθερία. Η σύνθεση της μουσικής ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1869 και ξεχωρίζει για τον τρόπο με τον οποίο ο Μούσοργκσι επιτυγχάνει το μέγιστο δραματικό αποτέλεσμα και την εντονότερη συναισθηματική φόρτιση με αρμονική τόλμη αλλά κυρίως με μεγάλη απλότητα και οικονομία μέσων.
Η σκοτεινή πλευρά της εξουσίας
Το αυτοκρατορικό θέατρο της Αγ. Πετρούπολης αρνήθηκε να παρουσιάσει το έργο φοβούμενο τις αντιδράσεις της λογοκρισίας αλλά και επειδή σε αυτή την πρώτη γραφή δεν περιλαμβανόταν πρωταγωνιστικός γυναικείος ρόλος. Ο Μούσοργκσι ξαναδούλεψε το υλικό. Προσέθεσε ένα κεντρικό ζευγάρι τενόρου - μεσοφώνου, τον Ντμίτρι και τη Μαρίνα, που αν και εραστές κάθε άλλο παρά συμπαθείς προσωπικότητες είναι: εκείνος σφετερίζεται τον θρόνο και εκείνη ελπίζει στη φιλοδοξία του. Η εικόνα της εκκλησίας επιβαρύνθηκε ακόμα περισσότερο, καθώς ο Ιησουίτης πνευματικός της Μαρίνας την παροτρύνει να παντρευτεί τον Ντμίτρι ώστε να διαδοθεί ο Καθολικισμός στην ορθόδοξη Ρωσία. Ολες οι μορφές εξουσίας, πολιτική, εκκλησιαστική, στρατιωτική, παρουσιάζονται από την πιο σκιασμένη πλευρά τους.
Το ζοφερό έργο ολοκληρώνεται όπως αρχίζει, με μία αριστουργηματική σκηνή πλήθους. Στον «Μπορίς Γκοντουνόφ» η χορωδία δεν είναι απρόσωπο σύνολο αλλά άθροισμα από διακριτές ομάδες ή και πρόσωπα. Είναι ο ρωσικός λαός που πρωταγωνιστεί και ως σταθερό σημείο αναφοράς εξασφαλίζει τη συνοχή της όπερας: ένα ποτάμι που κυλά ασταμάτητα, αργά αλλά αναπότρεπτα, παρασύροντας στη ροή του τα γεγονότα. Το συγκινητικό τέλος του έργου ανήκει στον αγαθιάρη λαϊκό: «Κλάψε, κλάψε ρωσικέ λαέ, πεινασμένε λαέ!...»
Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε τελικά στην Αγ. Πετρούπολη το 1874 χωρίς τη σκηνή στο κελί του μοναχού Πίμεν, την οποία αφαίρεσε η λογοκρισία. Πρώτος ερμηνευτής του κεντρικού ρόλου υπήρξε ο Ιβάν Μέλνικοφ. Ωστόσο, το έργο γνώρισε διεθνή καταξίωση χάρη στις ερμηνείες –σκηνικές και δισκογραφικές- του Φίοντορ Σαλιάπιν, στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Σαλιάπιν ερμήνευε το έργο στην επεξεργασία του από τον συνθέτη Νικολάι Ρίμσκι - Κόρσακοφ, που είχε παρουσιαστεί το 1908. Στόχος της ήταν η απαλοιφή και η «διόρθωση» όσων η αισθητική της εποχής έκρινε άτεχνα, κυρίως θέματα που αφορούσαν την αρμονία και την ενορχήστρωση. Το 1940 εμφανίστηκε μία ακόμα ενορχήστρωση, που έφερε την υπογραφή του Ντμίτρι Σοστακόβιτς.
Μετά το 1945 η σύγχρονη μουσικολογική τάση επέβαλε την επιστροφή στο μουσικό κείμενο του Μούσοργκσι, το οποίο τις τελευταίες δεκαετίες έχει πλέον επιβληθεί παντού. Στην πρόσφατη ιστορία της η Αθήνα έχει να θυμάται διάσημες παραστάσεις: στο θέατρο Ολύμπια η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) παρουσίασε την όπερα το 1969/70 σε μουσική διεύθυνση Ανδρέα Παρίδη με τον Νικολάι Γκιουζέλεφ ως Μπόρις. Ο Παρίδης διηύθυνε την όπερα και στο Ηρώδειο με την ΕΛΣ το 1972 και πρωταγωνιστή τον Ντιμίτρι Πετκόφ. Ο Γκιουζέλεφ επέστρεψε στα Ολύμπια το 1976/7 υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Χωραφά, ενώ το 1982 τα Μπολσόι παρουσίασαν το έργο στο Ηρώδειο με πρωταγωνιστή το Ευγκένι Νεστερένκο. Το 1985/6 στα Ολύμπια ο Οδυσσέας Δημητριάδης διηύθυνε τον Παάτα Μπουρτσουλάντζε και το 1988 η Οπερα της Βαρσοβίας παρουσίασε το έργο στο Ηρώδειο με πρωταγωνιστή τον Ανατόλι Κοντσέργκα. Τα επόμενα 20 χρόνια σιωπή.
Ιnfo
Ο «Μπορίς Γκοντουνόφ» του Μοντέστ Μούσοργκσκι από την Οπερα Μπολσόι, θα παρουσιαστεί στο Μέγαρο Μουσικής (αίθουσα Τριάντη), στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, στις 15 και 16 Ιουλίου. Η μουσική διεύθυνση είναι του Αλεξάντρ Βεντέρνικοφ, τα σκηνικά του Γιούρι Κούπερ, τα κοστούμα του Πάβελ Καπλέβιτς, οι φωτισμοί του Νταμίρ Ισμαγίλοφ.
Συμμετέχουν η Ορχήστρα και Χορωδία του Θεάτρου Μπολσόι και η παιδική χορωδία «Μανώλης Καλομοίρης». Τον ομώνυμο ρόλο θα ερμηνεύσει ο Μιχαήλ Καζακόφ.
No comments:
Post a Comment