- Κατευόδιο Ιάκωβου Καμπανέλλη
- Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ,
Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 1 Απριλίου 2011
Το σύγχρονο νεοελληνικό θέατρο
πενθεί τον πατέρα του. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης υπήρξε η συνείδηση της
μεταπολεμικής εποχής και η παρηγοριά της. Ανήκει στην παρέα των μεγάλων
εκείνων Ελλήνων που έσκαψαν βαθιά το πηγάδι της φυλής και άντλησαν από
τις ζωοφόρους φλέβες της.
1957: η ιστορική πρώτη παράσταση της
«Αυλής των θαυμάτων» στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Στο κέντρο ο Δ.
Χατζημάρκος, δεξιά ο Γ. Λαζάνης, πίσω η Ν. Αγγελίδου και δίπλα της με
στολή αστυνομικού ο Θ. Κατσαδράμης
Είναι κι αυτός από τη μεριά του μεγάλος, όχι μόνο γιατί έγραψε
έργα που στέκουν δίπλα σε άλλα «μεγάλα» του παγκόσμιου θεάτρου, αλλά
γιατί στο έργο του αρμόζει μια λέξη μεγάλη: ότι αγαπήθηκε από τους
Ελληνες.
Κανένας, από όσο γνωρίζω, άλλος στο μετερίζι του δεν αγαπήθηκε
τόσο. Επειδή πρόσφερε σε εποχές δύσκολες τη στήριξη μιας τέχνης
συνείδησης που βλέπει, κατανοεί και αγωνίζεται για το καλό όλων και για
λογαριασμό τους. Ο ελληνικός και παγκόσμιος χαρακτήρας του Καμπανέλλη, ο
λόγος για την αγάπη που δέχεται και που αξίζει, είναι ο ανθρωπισμός
του. Πρόκειται για την πεποίθηση ότι ο άνθρωπος αξίζει μια καλύτερη ζωή,
την ελπίδα πως μπορεί να την κατακτήσει και το κάλεσμα για να αγωνιστεί
να το κάνει.
Η πορεία αυτή υπήρξε μια κατάκτηση για τον Καμπανέλλη. Μιλάει
κάπου ο Αδαμάντιος Λεμός στην «Ουτοπία του Θέσπη» για ένα συγγραφέα, που
τον πλησίασε λίγο μετά τον Εμφύλιο για να του παραδώσει το πόνημά του.
Θυμήθηκα αυτό το περιστατικό κάποτε σε μια συνάντησή μου με τον θιασάρχη
και τον έπεισα να ψάξει στο κιτάπια του. Την επόμενη κιόλας εβδομάδα το
κρατούσε στα χέρια, με τη χαρά παλιού θεατράνθρωπου, που επιβεβαιώνει
την παρακαταθήκη του μπροστά στον νεότερό του. Ηταν δακτυλόγραφο, με το
εξώφυλλο σχεδιασμένο από τον συγγραφέα. Πάνω γραμμένο με μεγάλα
γράμματα: «Σιλωάμ». Το πρώτο έργο του Καμπανέλλη μετά το Μάουτχαουζεν.
Ο ενθουσιασμός (μισός συγκίνηση, μισός τυχοδιωκτισμός) κράτησε
μέχρι να διαβάσω τις πρώτες αράδες του. Επρόκειτο εν τέλει για το
μονόπρακτο «Η Οδός...», με τις όποιες αλλαγές μιας κατοπινής
επεξεργασίας, έργο ήδη γνωστό, παιγμένο στο ραδιόφωνο, σχολιασμένο ήδη,
εκδομένο στη σειρά του «Κέδρου»... Διαδραματίζεται στο Μάουτχαουζεν, με
ήρωες Εβραίους κρατουμένους που ζουν περιμένοντας τη στιγμή της
θανάτωσής τους. Η ατμόσφαιρα θυμίζει κάπως το «Μπλοκ C» του Βενέζη,
μοιάζει ψυχόδραμα από την άποψη της τεχνικής, φανερώνει χαρίσματα,
σίγουρα προδικάζει το μέλλον.
Η έκπληξη που μου στέρησε η αρχή του «Σιλωάμ», με περίμενε στο
τέλος του. Ολοκληρώνεται με την έξοδο του πέμπτου κρατούμενου προς το
φως και τον θάνατο, προς την ελευθερία και το τέλος. Η έξοδος αυτή
συνοδεύεται από μια έκρηξη εκδικητικότητας, από κατάρες για το γένος των
δολοφόνων. Στη μετέπειτα, όμως, επεξεργασμένη μορφή της «Οδού» η ίδια
έξοδος συνοδεύεται, αυτή τη φορά, από μια έκκληση στην ανθρωπότητα για
συγχώρεση, με το κάλεσμα για έναν αγώνα που θα οδηγήσει τους ανθρώπους
στην ανακάλυψη του δικού τους «επί γης» Θεού.
Λέμε πως η εμπειρία του Μάουτχαουζεν υπήρξε καθοριστική για τον
Καμπανέλλη. Το πράγμα, όμως, λειτουργεί κι αντίστροφα. Είναι ο
Καμπανέλλης που καθοριστικά επέδρασε στη σημασία του Μάουτχαουζεν, που
από τη μεριά του καθόρισε τη μετουσίωση της φρικτής πραγματικότητας σε
κάλεσμα ελευθερίας και ανθρωπιάς.
Ο Καμπανέλλης είναι ο πρώτος νεοκλασικός μας. Παίζεται βέβαια,
δεν παίζεται όμως όλος, δεν παίζεται όσο του αξίζει και δεν παίζεται από
αυτούς που κυρίως θα θέλαμε: από τους «ερευνητικούς» θιάσους. Είναι
ίσως αυτή η ένταξή του στον κανόνα, που αποθαρρύνει όσους αναζητούν το
στίγμα τους μακριά από αυτόν. Εκείνο, όμως, που απομακρύνει τους νέους
καλλιτέχνες από τον Καμπανέλλη είναι ο ανθρωπισμός του. Ούτε το διεθνές
ούτε το ελληνικό θέατρο θεωρεί σήμερα τον ανθρωπισμό κύρια πηγή του,
ούτε καν το καθαυτό περιβάλλον του.
Ο Καμπανέλλης, αντίθετα, από τον Στέλιο της Αυλής μέχρι τον Θωμά
στις δύσκολες νύχτες του, αγαπάει τους ήρωές του και τους ακολουθεί
μέχρι το τέλος. Με άλλα λόγια, αγαπάει τον άνθρωπο στη δόξα και την
πτώση του. Μόνο που στην περίπτωση του Καμπανέλλη αυτό σημαίνει μαζί
αγωνίζομαι, ερευνώ, μένω ανήσυχος, παραμένω νέος. Συμφέρει ίσως κάποιους
να φορά την τήβεννο και το προφίλ του ήσυχου πατερούλη των γραμμάτων.
Δεν υπήρξε ποτέ του ήσυχος.
Θα κλείσω το κατευόδιο, λοιπόν, όπως αξίζει σε έναν ανήσυχο
συγγραφέα. Με την απάντηση που δίνει στα 1970 όταν τον ρωτούν για το
πρωτοποριακό θέατρο και την τότε κριτική. Ετσι, οργισμένο και νέο, τον
ξεπροβοδίζω και εγώ από τη μεριά της:
«Μερικοί κριτικοί εδώ και πολλά χρόνια έχουν πάψει να
αντιλαμβάνονται τις αλλαγές που συντελούνται στο παγκόσμιο θέατρο. Και
-δυστυχώς για το κοινό που τους διαβάζει- δεν έχουν το θάρρος οι
κριτικοί αυτοί να αποσυρθούν πια, ούτε να πάψουν να γράφουν για έργα που
δεν καταλαβαίνουν. Δεν είναι ντροπή, νομίζω, για ηλικιωμένους ανθρώπους
να δεχτούν ότι τους προσπερνά η εξέλιξη... Αυτοί όμως προτιμούν να
νομίζουν ότι το θέατρο χάλασε και ενεργούν σαν λογοκριτές. Ο,τι δεν
καταλαβαίνουν, το βγάζουν σκάρτο. Και το κοινό φωτίζεται ανάλογα. Αυτή
δεν είναι η αποστολή της κριτικής; Να είναι -όχι ο χωροφύλακας στη
γέφυρα- αλλά η γέφυρα ανάμεσα στο θέατρο και στο κοινό. Κάτι παρόμοιο
ούτε ήταν ούτε και είναι στην πλειονότητά της. Η τύχη και η ποιότητα του
ελληνικού έργου θα ήταν άλλη, αν η κριτική λειτουργούσε για λογαριασμό
του θεάτρου, όχι για λογαριασμό του εαυτού της». *
* Ο μεγάλος συγγραφέας κηδεύεται αύριο στο Β' Νεκροταφείο. Η
νεκρώσιμος ακολουθία θα ψαλεί στις 11.30 π.μ. στην Αγία Ζώνη της
Κυψέλης.
Η οικογένειά του επιθυμεί αντί στεφάνων τα χρήματα να δοθούν στους «Γιατρούς χωρίς Σύνορα».
No comments:
Post a Comment