Monday, March 28, 2011

Γυμνός και μελαγχολικός «Φρανκενστάιν» βασισμένος στο μυθιστόρημα της Μαίρης Σέλεϊ

Γυμνός και μελαγχολικός



  • ΛΟΥΪΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ, ΤΟ ΒΗΜΑ: 26/03/2011
Η Μαίρη Σέλεϊ είχε από μικρή ιδιαίτερη σχέση με τους νεκρούς. Σύμφωνα με τους βιογράφους της, η νεαρή κοπέλα με τα βιβλία της αγκαλιά συνήθιζε να επισκέπτεται τον τάφο της μητέρας της στον ναό του Αγίου Παγκρατίου, στο Κεντρικό Λονδίνο. Εκεί περνούσε ώρες διαβάζοντας Γκαίτε, Μίλτωνα ή Πλούταρχο κάτω από τη μαρμάρινη μητρική σκέπη. Στο ίδιο σημείο, όταν δεν συνομιλούσε με σπουδαίους συγγραφείς, συναντούσε μυστικά τον μέλλοντα σύζυγό της, εξίσου σπουδαίο ποιητή, Πέρσι Σέλεϊ.

Θάνατος, λογοτεχνία, σεξ: το τρίπτυχο αυτό έμελλε να καθορίσει όχι μόνο τη ζωή αλλά και τη συγγραφική πορεία της Μαίρης Σέλεϊ, η οποία έφερε στον κόσμο ένα από τα πιο τρομερά πλάσματα όλων των εποχών αιχμαλωτίζοντας αδιάλειπτα τη φαντασία του αναγνωστικού κοινού από το 1818 ως σήμερα.

«Ενα πλέγμα φοβερής και αηδιαστικής παράνοιας» χαρακτήρισαν οι κριτικοί τον «Φρανκενστάιν» όταν έσκασε ανώνυμα στο εκδοτικό προσκήνιο. Και δεν ήταν οι μόνοι που είχαν αμφιβολίες για το αποτέλεσμα: «Πώς μπόρεσε ένα τόσο μικρό κορίτσι (σ.σ.: 19 χρόνων) να συλλάβει και να αναπτύξει μια τόσο αποκρουστική ιδέα;» αναρωτιόταν η ίδια η Σέλεϊ στο ημερολόγιό της. Το λογοτεχνικό δημιούργημα είχε τρομάξει τη δημιουργό του, ακριβώς όπως το τέρας είχε τρομάξει τον πρόγονό του (προσοχή, Βίκτωρ Φρανκενστάιν λέγεται ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου. Το τέρας δεν αποκτά ποτέ όνομα αλλά αποκαλείται «αυτό», «ερπετό», «δαίμονας» κ.ά.). Και είναι εντελώς φυσιολογικό να σταθεί ανήσυχη η νεαρή γυναίκα απέναντι σε αυτή τη ζοφερή μεταφυσική ιστορία αρρωστημένης φιλοδοξίας, παραμορφωτικής πατρότητας και υπαρξιακής απελπισίας που γέννησε η πένα της. «Ποιος ήμουν; Τι ήμουν; Από πού προήλθα;» αγωνιά να ανακαλύψει το πλάσμα, που περιφέρεται στα δάση πεταμένο από τον μοναδικό γονέα του, ανεπιθύμητο από τους ανθρώπους, με τη μανία για εκδίκηση να πυροδοτεί τη σκέψη του.

Στο βιβλίο τους «Τhe Μadwoman in the Αttic: the Woman Writer and the Νinenteenth-Century Literary Ιmagination» η Σάντρα Γκίλμπερτ και η Σούζαν Γκούμπαρ, κορυφαίες εκπρόσωποι της φεμινιστικής κριτικής, εντοπίζουν πολλές ψυχολογικές ομοιότητες μεταξύ της νεαρής συγγραφέως και του τέρατος: υποστηρίζουν δηλαδή ότι το τελευταίο λειτούργησε ως ενσάρκωση των πιο σκοτεινών φόβων της εκείνη την εποχή, όταν μεταξύ άλλων κυοφορούσε ένα μωρό που επρόκειτο να ζήσει μόνο έντεκα ημέρες.

Προς αυτή την κατεύθυνση κλίνει και η προσέγγιση του σκηνοθέτη στην παράσταση που παρακολουθήσαμε στη Κnot Gallery. Γίνεται δηλαδή απόπειρα παραλληλισμού της προσωπικής κόλασης της Μαίρης Σέλεϊ και της επινοημένης κόλασης που βιώνουν οι ήρωες του μυθιστορήματος. Ετσι, σε αυτό το πλαίσιο, αποσπάσματα από τα ημερολόγια ή από την αλληλογραφία της συγγραφέως παρεμβάλλονται κατά τη διάρκεια της αφήγησης φιλοδοξώντας να φωτίσουν και να εμπλουτίσουν την αντίληψή μας για το μυθιστόρημα: «Αγαπημένε μου Χογκ, το μωρό μου είναι νεκρό. Ηταν εντελώς καλά όταν πήγα να κοιμηθώ - ξύπνησα μέσα στη νύχτα να το θηλάσω, έμοιαζε να κοιμάται τόσο ήσυχα που δεν ήθελα να το ξυπνήσω. Ηταν ήδη νεκρό τότε αλλά δεν το ανακαλύψαμε μέχρι το πρωί- από την όψη του μάλλον πέθανε από σπασμούς- Θα έρθεις- είσαι τόσο ψύχραιμος και ο Σέλεϊ φοβάται ότι θα ανεβάσω πυρετό από το γάλα- γιατί δεν είμαι μητέρα πια».

Δύο ηθοποιοί, ένας άνδρας και μια γυναίκα, κάθονται στο μακρόστενο τραπέζι που βρίσκεται ανάμεσα στους θεατές. Με εξαίρεση δυο-τρεις λάμπες φθορίου στο βάθος, η μεγάλη, μακρόστενη αίθουσα είναι σκοτεινή. Οι φιγούρες αρχίζουν σταδιακά την περιπλάνησή τους στον πραγματικό χώρο και στον μυθιστορηματικό χρόνο. Οι ήρωες του «Φρανκενστάιν» σχηματοποιούνται αργά- χρειάζεται λίγη ώρα για να ξεκαθαρίσουν πρόσωπα και πράγματα (Ποιος είναι ο Γουίλιαμ; Ποια είναι η Μάργκαρετ;), αλλά κυρίαρχο μέλημα ούτως ή άλλως αποτελεί η δημιουργία ατμόσφαιρας και όχι η εξακρίβωση λεπτομερειών.

Στη διάρκεια των περίπου δύο ωρών που ακολουθούν έχουμε αλλάξει θέση δύο φορές- μετακινούμενοι όλο και πιο μέσα-, έχουμε δει πολύ γυμνό και έχουμε ξαναθυμηθεί τη συγκινητική ιστορία αυτού του γοτθικού ψυχοδράματος όπου οι κακοί είναι ταυτόχρονα καλοί, οι ζωντανοί είναι ταυτόχρονα νεκροί και όλα τα αφύσικα μοιάζουν φυσικά. Είναι προφανής η αγάπη του σκηνοθέτη για το κείμενο, από το οποίο επέλεξε προσεκτικά και μετέφρασε τα αποσπάσματα που υφαίνουν το νήμα της παράστασης. Θα έλεγα όμως ότι σε σκηνοθετικό επίπεδο η δουλειά του είναι ακόμη πολύ άγουρη, πολύ ασαφής, πολύ ακατέργαστη.

Οι θολές προθέσεις οδηγούν σε θολό αποτέλεσμα: Φωνές στο σκοτάδι; Γυμνό κάτω από τη λάμπα φθορίου; Χορευτικό μπροστά σε καθρέφτη; Σούρσιμο στο πάτωμα; Καλή η απλότητα και το μίνιμαλ, αλλά εδώ διαγράφεται περισσότερο ως έλλειψη φαντασίας... Οι ηθοποιοί από τη μεριά τους καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες και κρατούν όσο μπορούν το οικοδόμημα στα πόδια του. Στον εξοντωτικό διπλό ρόλο Φρανκενστάιν-τέρατος ο Βασίλης Μαυρογεωργίου δίνεται πλήρως και με πάθος- η φωνή του ακούγεται ιδιαίτερα γοητευτική στο σκοτάδι του πρώτου μέρους αλλά και στο μελαγχολικό τρίτο. Λίγο πρέπει να προσέξει την οργή του δεύτερου, εκεί όπου παρατηρείται και το μεγαλύτερο ατόπημα του σκηνοθέτη, να εισβάλλει ο ίδιος κανονικά στη δράση και να «μονομαχεί» με τον ηθοποιόδημιούργημά του, καταστρέφοντας όλη τη συγκέντρωση των θεατών με το εξόφθαλμο σχόλιό του.

Θερμή, αισθησιακή παρουσία, τέλος, η Μαρία Φιλίνη ως πολλαπλή θηλυκή όψη του νομίσματος.

No comments: