Sunday, March 27, 2011

Μας δίνουν ευκαιρίες και μετά τις παίρνουν

Η Ασπασία Κράλλη μιλάει για το θέατρο, τους νέους και τη σημερινή Ελλάδα
  • Της Γιωτας Συκκα, Η Καθημερινή, Kυριακή, 27 Mαρτίου 2011
Παλέτες, σκουπιδοτενεκέδες, σίδερα και σανίδια αποτελούν στο σκηνικό. Ο,τι μάζεψε από την αυλή της Σχολής Καλών Τεχνών στην οδό Πειραιώς 256, η νεαρή σκηνογράφος Μαργαρίτα Χατζηιωάννου. Δεν χρειάζεται και πολλά για να δείξεις έναν ρημαγμένο τόπο. Και εκεί ακριβώς, ανάμεσα στα ερείπια του προαύλιου χώρου της Σχολής που θαυμάζουμε ακόμη και μες την εγκατάλειψή της περνώντας από τη γειτονιά του Ρέντη, παίζεται Δευτερότριτα και Τετάρτες βράδυ η «Πράξη χωρίς Λόγια» του Μπέκετ από το «Θέατρο της Σιωπής» της Ασπασίας Κράλλη. Η σκηνοθέτις διάλεξε τα ερείπια. Ομως, παρότι είναι η πρώτη που ερμήνευσε στην Ελλάδα, σκηνοθετημένη απ’ τον Αλέξη Μινωτή αυτό τον βουβό «μονόλογο» σε ενιαία παράσταση με το «Τέλος του παιχνιδιού» στο Εθνικό Θέατρο πριν από 34 χρόνια, αυτή τη φορά επέλεξε τον ρόλο του σκηνοθέτη. «Η «Πράξη χωρίς Λόγια» θέλει νέο ηθοποιό, με σωματικές αντοχές», εξηγεί. Πρωταγωνιστής της ο Μάνος Καρατζογιάννης.

Καρέκλες και λίγα παγκάκια είναι οι θέσεις που στήθηκαν για το κοινό. Υπάρχει βέβαια πρόβλεψη και για όρθιους. Κανείς δεν το απαγορεύει. Ούτε το τσιγαράκι. Ο χώρος άλλωστε είναι ανοιχτός, ενώ δυο μεγάλες σόμπες «σπάνε» τη νυχτερινή υγρασία. Η είσοδος ορίστηκε στα οκτώ ευρώ και η διάρκειά της παράστασης 35 με 40 λεπτά το πολύ. Να πείσεις με τη σιωπή δεν είναι καθόλου εύκολο, ούτε να καθηλώσεις ένα μισάωρο το κοινό. Σε μια εποχή που όλοι μιλούν η σιωπή γίνεται must, λέει η Ασπασία Κράλλη. Αλλωστε ειδικά φέτος: «Τον σωματικό λόγο τον διάλεξαν πολλοί».

Η Ασπασία Κράλλη χαίρεται που βλέπει ότι το συγκεκριμένο είδος έχει θέση στην πληθωρική θεατρικά Αθήνα. Οταν ξεκίνησε το θέατρο αυτό, με τη «Μήδεια από Σιωπή» το 1992, πολλοί την αντιμετώπιζαν σαν εξωγήινη. Οι πιο ανοιχτοί την καλοδέχτηκαν και σύντομα απέκτησε πιστό κοινό. Δύο χρόνια παίχτηκε η Μήδεια στο «Στούντιο Ιλίσια» που της έδωσε ο Μ. Μαρμαρινός: «Τότε αυτό που έκανα ήταν αβαν γκαρντ. Πίστευα ότι δεν θα έρθει κανείς. Τώρα οι ανάλογες παραστάσεις πείθουν ευκολότερα. Ισως γιατί ο λόγος ξέφτισε από τα πολλά ψέματα».

Γιατί επέλεξε τον δρόμο της παντομίμας, όταν ήδη είχε καταπιαστεί και μάλιστα για χρόνια με: αρχαίο δράμα, σύγχρονα και κλασικά έργα, μουσικό θέατρο, μπουλβάρ ακόμη και την επιθεώρηση. Σε κρατικές σκηνές, αλλά και στο ελεύθερο θέατρο με σκηνοθέτες όπως οι: Κουν, Μινωτής, Ντουφεξής, Βουτσινάς, Βούλγαρης, Ευαγγελάτος, Μαργαρίτης;

Καθοριστικό ρόλο έπαιξε ο Μαρσέλ Μαρσό. Την πρώτη φορά για να στραφεί από τη Νομική που τελείωσε στο ΑΠΘ στην υποκριτική και τη δεύτερη, από το θέατρο του λόγου στην παντομίμα. Εκείνος της το υπέδειξε. «Είχα πάει σε αυτόν δύο φορές. Την πρώτη όταν τελείωσα τις νομικές σπουδές. Μια υποτροφία για Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο με οδήγησε στο Παρίσι. Εκεί ελεύθερη από την καταπίεση των δικών μου (παλιά εμπορική οικογένεια που δεν ήθελε να ακούσει για θέατρο) πήγα στη σχολή του Μαρσό. Διέκρινε ταλέντο που δεν γνώριζα ότι είχα αφού ακόμη δεν είχα πάει στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Τη δεύτερη φορά που με παρότρυνε να δοκιμάσω κάτι άλλο, ήμουν ήδη ηθοποιός λόγου. Είχε έρθει σπίτι μου για φαγητό -εξαιτίας μιας παράστασης που έδινε στην Ελλάδα-, όταν με είδε θλιμμένη. Κουρασμένη από τις συνθήκες στο θέατρο που δεν ταίριαζαν στον χαρακτήρα μου, δεν βολευόμουν στον θεατρικό χώρο. Με συμβούλευσε να ξαναπάω στη σχολή του».
Στην απόφασή της τότε, τη στήριξε ο σύζυγός της, ηθοποιός Χρήστος Βαλαβανίδης. Την παρότρυνε και εκείνος ανέλαβε να φυλάει την εξάχρονη κόρη τους.

Σήμερα, το έργο του Μπέκετ που διάλεξε τη συγκινεί ιδιαίτερα. «Την εποχή που έπαιξα την «Πράξη χωρίς Λόγια» δεν είχα καμία αμφιβολία ότι επρόκειτο για ένα υπαρξιακό έργο. Η προσπάθεια ενός ανθρώπου να φτάσει μια κανάτα με νερό. Του δίνονται ευκαιρίες και ύστερα του παίρνονται. Τώρα που το διαχειρίστηκα από την πλευρά της σκηνοθεσίας και όχι της ερμηνείας, κατέληξα ότι είναι και βαθύτατα πολιτικό. Αυτό που ζει ο ηθοποιός, αυτό ζούμε ως χώρα. Μας δίνουν ευκαιρίες και μας τις παίρνουν. Τέτοιες ώρες σκέφτομαι τους νέους. Τι θα τους πούμε; Μόνο ενοχές έχουμε που δεν καταλάβαμε πώς φτάσαμε ώς εδώ».

Γιατί η Σχολή Καλών Τεχνών; Με τα γκράφιτι στις κολόνες, το σύνθημα «Χάος» γραμμένο ολόγυρα και πάνω από την επιβλητική κάποτε, σάπια σήμερα, είσοδο χαραγμένο στο μάρμαρο: «ΟΜΟΝΟΙΑ, ΠΙΣΤΙΣ + ΕΡΓΑΣΙΑ». «Είναι ένας τόπος διαμαρτυρίας, τελείως ρημαγμένος αν και θα αναπαλαιωθούν τα κτίρια της ΑΣΚΤ», λέει η σκηνοθέτις, υπογραμμίζοντας ότι η παράσταση τώρα παρουσιάζεται σε διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες από την εποχή που την πρωτόπαιξε. Πρωταγωνιστής είναι ο ΕverymanV (ο Καθένας). Κάθε άνθρωπος ριγμένος από μια ανώτερη δύναμη σε ένα ερειπωμένο τόπο που προσαρμόζεται σε οτιδήποτε του προσφέρεται, αισιοδοξώντας σταδιακά. «Με κύριο συμβολισμό μια κανάτα με νερό την οποία δεν φτάνει ποτέ (αναφορά στον μύθο του Τάνταλου), όπως δεν κατορθώνει να φτάσει τα όνειρά του». Ο Καθένας μένει όπως λέει, στο τέλος αυτάρκης, με μοναδικά εργαλεία το μυαλό και τα χέρια του. Ο δικός της «Καθένας» εμφανίζεται ως νεαρός φοιτητής. Με το σακίδιο, τα γυαλιά του και το κινητό.
  • Παράγινε κάθε καλλιτέχνης να έχει το θεατράκι του
Τριάντα πέντε και πλέον χρόνια στο θέατρο, έχοντας δημιουργήσει με τον σύζυγό της Χρ. Βαλαβανίδη το «Από Μηχανής Θέατρο» έχει δει πολλά, έχει χαρεί αλλά και πικραθεί. Οι επιχορηγήσεις είναι θέμα που προκαλεί θλίψη. «Ειδικά οι μεγάλες θα έπρεπε να δίνονται για ένα μόνο διάστημα. Οταν το θέατρο αρχίζει και στέκεται στα πόδια του και ζει από τις εισπράξεις του, θα έπρεπε να μειώνονται». Τώρα πια τα χρήματα δεν επαρκούν. Εδώ δεν μπορεί να λάβει το Ελληνικό Φεστιβάλ, ωστόσο επιμένει: η τέχνη πρέπει να επιχορηγείται. «Βοήθεια στο θέατρο δίνεται και στο εξωτερικό. Οπως μου έλεγε ο Σάιμον Μακ Μπέρνι που έχει το «Τεάτρ ντε Κομπλισιτέ, κάθε Σεπτέμβριο γνωρίζει τι θα λάβει τον Νοέμβριο και έτσι κάνει το κουμάντο του. Το κράτος πρέπει να επιχορηγεί τον πολιτισμό, αλλά να γνωρίζει και από κουμάντο».

Υπάρχει βέβαια και η ελληνική πραγματικότητα. «Οταν έπαιζα στο «Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» συζητώντας με τον Τζον Χερτ του ανέφερα πως είχα δικό μου θέατρο, όπως πολλοί Ελληνες ηθοποιοί. Εμεινε άναυδος με την ελληνική πατέντα. Οπως και με το γεγονός ότι και δεν είχαμε ατζέντη. Από την άλλη αυτή η ελληνική συνήθεια, κάθε καλλιτέχνης και το θεατράκι του, παράγινε. Κι εγώ έχω το δικό μου όμως η αλήθεια πρέπει να λέγεται. Το θέατρο το φτιάξαμε με τον Χρήστο (Βαλαβανίδη) από μια οικογενειακή περιουσία που διανεμήθηκε. Τότε είχα πλησιάσει συναδέλφους της ηλικίας μου προτείνοντας συνεργασία, αλλά δεν δέχτηκαν. Στην Ελλάδα μάθαμε ο καθένας να είναι αρχηγός. Αλίμονο αν δεν επηρεαζόταν και το θέατρο».

No comments: