Πώς πέθανε ο 6.457 και γιατί κηδεύτηκε μυστικά και εσπευσμένα;
Δεν είναι σύγχρονο θρίλερ, αλλά η μαύρη πολιτική φάρσα του Χάρολντ
Πίντερ με τίτλο «Θερμοκήπιο».
Το νεανικό έργο του άγγλου δραματουργού, γραμμένο ανάμεσα στο
«Πάρτι γενεθλίων», τον «Επιστάτη» και το «Βουβό γκαρσόνι»,
πρωτοπαρουσιάζεται στην ελληνική σκηνή, στο «Θέατρο της Οδού Κυκλάδων»,
σε μετάφραση Νίνου Φένεκ Μικελίδη, σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή,
σκηνικά-κοστούμια Εύας Μανιδάκη, μουσική Δημήτρη Καμαρωτού, φωτισμούς
Λευτέρη Παυλόπουλου. Παίζουν οι Λευτέρης Βογιατζής, Παντελής Δεντάκης,
Δημήτρης Ημελλος, Αλεξία Καλτσίκη, Βασίλι Κουκαλάνι, Γιάννης Νταλιάνης,
Θάνος Τοκάκης.
Ο Πίντερ με το οξύ πολιτικό του κριτήριο γράφει μια κωμωδία πάνω
στην τρέλα, την παράνοια, την ασυδοσία και τις ίντριγκες που
αναπτύσσονται και ευοδώνονται στο «θερμοκήπιο» των μηχανισμών της
γραφειοκρατίας. Προφητεύει τα χειρότερα, που έρχονται, επωαζόμενα από το
κράτος, για... το καλό μας.
Στο κρατικό «ησυχαστήριο», οι αθέατοι στο κοινό ασθενείς ή
τρόφιμοι -αναφέρονται μόνον με τον κωδικό αριθμό τους- βασανίζονται και
εξευτελίζονται, καθώς είναι έρμαια στα χέρια και τις διαθέσεις των
«θεραπευτών» τους. Αλλά κι αυτό ακόμα το προσωπικό του ιδρύματος γίνεται
με τη σειρά του θύμα του γραφειοκρατικού μηχανισμού που το ίδιο έχει
εξυφάνει, αναπαραγάγει και τώρα υπηρετεί.
Ο Χάρολντ Πίντερ γράφει το «Θερμοκήπιο» το 1958, μέσα σε τρεις
μέρες, αλλά το ξεχνάει για τα επόμενα 20 χρόνια. Ο ίδιος εξηγεί τη στάση
του: «Οταν ήμουν πολύ φορτισμένος, σκεφτόμουν να γράψω ένα έργο καθαρά
σατιρικό. Το "Θερμοκήπιο" αναφέρεται σ' ένα ίδρυμα όπου κρατούνται
ασθενείς. Στη σκηνή βλέπουμε μόνο την ιεραρχία, τους ανθρώπους που
αποτελούν το προσωπικό του ιδρύματος. Δεν ξέρουμε πώς και γιατί
βρίσκονται εκεί οι έγκλειστοι. Ολοκληρώνοντάς το μου φάνηκε μια
χοντροκομμένη σάτιρα, χωρίς αξία και το απέρριψα χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ούτε στιγμή δεν αγάπησα κάποιον χαρακτήρα του. Τους θεωρούσα όλους
χάρτινους...»
Το 1979 το ξαναδιαβάζει κι αλλάζοντας ελάχιστα πράγματα
αποφασίζει να το ανεβάσει. Τον Απρίλιο του 1980 γίνεται η πρεμιέρα στο
«τεντ Θίατερ» του Λονδίνου, σε σκηνοθεσία του ίδιου του συγγραφέα, και
τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου η παράσταση μεταφέρεται στο «Αμπάσαντορς».
Οταν το 1995 το έργο ανεβάζεται ξανά, ο κριτικός θεάτρου Μάικλ
Μπίλινγκτον αποθεώνει τον Πίντερ, ο οποίος κρατάει τον ρόλο του Ρουτ:
«Παρακολουθώντας τον να παίζει στο δικό του "Θερμοκήπιο", αντιλαμβάνεσαι
τι μεγάλο κωμικό ηθοποιό έχασε η χώρα, όταν ο δύσκολος αυτός άνθρωπος
μεταμορφώθηκε στον μεγαλύτερο ζώντα θεατρικό συγγραφέα της Βρετανίας».
Ο Λ. Βογιατζής πάλεψε πάλι με τον χρόνο και τον χώρο... Στη
Μικρή Σκηνή του «Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων», δημιούργησε ακόμα και το
προαύλιο που απαιτεί το έργο. «Πρόκειται», λέει, «για μια καταλυτική
πολιτική σάτιρα, κωμωδία της απειλής με μπεκετικούς απόηχους πάνω στο
τερατώδες σύμπλεγμα που συνθέτει την κρατική εξουσία με την αυθαιρεσία,
την αδιαφάνεια, τη συνακόλουθη διαφθορά. Σ' αυτό το "ησυχαστήριο" οι
ασθενείς ανακρίνονται και κακοποιούνται παντοιοτρόπως από ένα
διεφθαρμένο, εξουσιομανές προσωπικό. Εδώ λειτουργεί η γλώσσα στο κενό,
συγκαλύπτοντας και παραμορφώνοντας την πραγματικότητα. Εδώ κυριαρχεί η
αλλοτρίωση, η απάθεια, η απανθρωπιά, η απονεκρωμένη συνείδηση».
No comments:
Post a Comment