Αντιγόνη Καράλη, ΕΘΝΟΣ, 14/07/2008
Δίχασαν. Δημιούργησαν πεδίο συζητήσεων. Βρήκαν τόσους υποστηρικτές όσους και διαφωνούντες. Χειροκροτήθηκαν, άρεσαν, κούρασαν, ενόχλησαν. Φλέρταραν με τα άκρα. Χαρακτηρίστηκαν «ευφυείς» αλλά και «το λιγότερο απαράδεκτοι».
Σίγουρο είναι ένα: ότι δεν μπορεί κανείς να απαντήσει μονολεκτικά αν του άρεσαν ή δεν του άρεσαν οι «Βάτρα-Χ», σε διασκευή-σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη. Πίσω από το μόριο κατάφασης ή άρνησης ακολουθεί ένα «αλλά», το οποίο έχει απόλυτη βάση. Γιατί τι ήταν οι «Βάτρα-Χ»; Ποδοσφαιρικός αγώνας ή τάλεντ σόου, επιθεώρηση, πίστα ή διαδραστικό σόου; Ολα μαζί ή τίποτα; Και όλα μαζί και τίποτα από όλα.
Η παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, που αναμενόταν με ενδιαφέρον και θεωρήθηκε το μπλοκμπάστερ του καλοκαιριού, παρουσιάστηκε την Παρασκευή και το Σάββατο στην Επίδαυρο (περίπου 18.000 θεατές σύνολο), δικαιώνοντας τα προγνωστικά που την ήθελαν να ενδιαφέρει μεγάλη μερίδα κοινού αφενός και αφετέρου να «ταράζει τα νερά».
Ο Δημήτρης Λιγνάδης, αν και υπέγραφε την πρώτη του σκηνοθεσία στο αργολικό θέατρο, στάθηκε με τόλμη απέναντι στο έργο (το πόσο ήταν οι «Βάτραχοι» του Αριστοφάνη είναι ένα άλλο θέμα...). Υπήρχε η κεντρική ιδέα, το σχόλιο πάνω στο κείμενο. Πήρε, έδωσε, επεξεργάστηκε και έφτιαξε ένα μείγμα πλούσιο, με πολλές εναλλαγές, μεγάλη ποικιλία, γοητευτικό, ενίοτε ακραίο, πότε πότε παιδικό και αφελές, μερικές φορές αμετροεπές, υπερβολικό, φαφλατάδικο, με «ενδοοικογενειακά» και άλλα αστειάκια έως και ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, με ροπές προς τον εντυπωσιασμό, την ευκολία προς άγραν χειροκροτήματος, ένα εκκρεμές που συχνά-πυκνά έχανε το κέντρο βάρους και τον άξονά του. Χρειαζόταν περισσότερη οικονομία; Σίγουρα. Η παράσταση έχανε σε ρυθμό και ροή (τουλάχιστον την Παρασκευή).Σε τι κέρδισε, λοιπόν; Εχουμε δει πολλές φορές το κοινό της Επιδαύρου να συμμετέχει ενεργά; Να ψηφίζει, να χειροκροτεί ξανά και ξανά μέσα στην παράσταση. Να τραγουδά, να σχολιάζει, να ανταποκρίνεται; Αμεσο θέατρο, διαδραστικό, φρέσκο, έξυπνο, τολμηρό, ζωντανό, με αντανακλαστικά, με ιδέες πολλές. Μελέτησε ο Δημήτρης Λιγνάδης πριν βάλει το «Χ» στους «Βατράχους» του. Δεν ήταν μια κίνηση που έγινε αβασάνιστα. Λαϊκό θέαμα ήθελε και το πέτυχε.Οπως έλεγε και ο Γιώργος Μαρίνος στην «κατά παράβασιν», μετά το χορικό σε ρυθμό «μάμπο μπραζιλέρο», συνοψίζοντας προφανώς το σκεπτικό του δημιουργού της παράστασης: «Η κωμωδία δεν είν μουσείο,/ της τέχνης το νεκροταφείο./ Δεν γράφτηκε για το αρχείο./ Θέατρο ήταν ζωντανό/ που συμμετείχε το κοινό...».Η παράσταση και λάιβ είχε και ανατρεπτικό τέλος. Αφού ο Γιώργος Μαρίνος δήλωσε ότι θα καλοπιάσει τον Χάροντα για να ανεβάσει και τους δύο ποιητές στη γη. «Και οι δύο θα 'ρθετε μαζί μου. Συμφωνεί το κοινό;», ρώτησε, για να πάρει θετική απάντηση. Υστερα έγραψε το φινάλε της βραδιάς με το «Κάθε κήπος έχει...» από την «Οδό Ονείρων».Ο δημοφιλής καλλιτέχνης, στην πρώτη του εμφάνιση στην Επίδαυρο, έδωσε ρέστα, όπως ήταν αναμενόμενο. Ιδιαίτερα στον αγώνα μεταξύ των δύο ποιητών που είχε αναλάβει την «επικοινωνία» ορχήστρας και κοίλου. Με το μικρόφωνο στο χέρι, ζωντανά, πλησίαζε τους θεατές και ζητούσε βαθμό και ψηφοφορία. Εκείνο που ακούστηκε «φάλτσα» ήταν όταν στην πρώτη του εμφάνιση η πρόζα και το «κατά παράβασιν» χορικό ήταν όλα ηχογραφημένα.
Η... ομάδα του θιάσου έκανε ζέσταμα στην -περιφραγμένη με κάγκελα (με την επισήμανση: προσοχή εργοτάξιο) και καλυμμένη με χλοοτάπητα (πλην της θυμέλης)- ορχήστρα με τις φόρμες της από νωρίς, την ώρα που το κοινό έμπαινε ακόμη στο θέατρο (λειτουργικά και στο ύφος της παράστασης τα σκηνικά και τα κοστούμια ήταν της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου).
Ο Δημήτρης Λιγνάδης και ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης ως δίδυμα Ξανθία - Διονύσου και Αισχύλου - Ευριπίδη αντίστοιχα είχαν χημεία μεταξύ τους και ήταν απολαυστικοί. Η Δήμητρα Ματσούκα (πρώτη φορά στην Επίδαυρο κι αυτή) μπήκε «κατρακυλώντας» στην ορχήστρα ντυμένη με αρχαιοπρεπές ένδυμα ως μούσα του ποιητή. Ηταν και η πρωθιέρεια στον χορό των Μυστών που έψελνε τα εγκώμια, καθισμένη πάνω στον Επιτάφιο, ενώ ως Μήδεια την κυνηγούσε ο Ευριπίδης να φύγει για να μην του χαλάσει την εικόνα του στον αγώνα των δύο ποιητών. Ο τελευταίος πραγματοποιήθηκε στο κλίμα ενός ποδοσφαιρικού ντέρμπι, Ολυμπιακού - Παναθηναϊκού (ακούστηκαν και οι σχετικοί ύμνοι). Οι δύο ομάδες ήταν καθισμένες στους πάγκους και από κει ξεπηδούσαν και ζωντάνευαν οι ήρωες των τραγωδιών: η Ατοσσα λέγοντας το κείμενο στο πρωτότυπο ως από μηχανής θεός ψηλά και στο βάθος. Η Κασσάνδρα να χτυπιέται και να απέρχεται από τη σκηνή, κατακεραυνώνοντας τους σκηνοθέτες: «Εδώ και 150 χρόνια που έχει εφευρεθεί η σκηνοθεσία μάς έχετε γ.......» (και στους δύο ρόλους η Στεφανία Γουλιώτη). Ο χεβιμεταλάς Προμηθέας τραγουδάει το «Φοβάμαι» από τις «Ρόδες», η Κλυταιμνήστρα με μπαλτά «Σε βλέπω στην μπανιέρα μου» (το κλασικό «Σε βλέπω στο ποτήρι μου» του Μίμη Πλέσσα), ο Απόλλωνας ως Σάκης Ρουβάς και η Ηλέκτρα καραγκούνα με αναφορές στην Εφη Θώδη. Το μουσικό ποτ πουρί συμπλήρωνε η παράβαση που συνδύαζε τις «κότες με τα βατράχια». Ηταν η Πάροδος και η επίθεση πουλιών των «Ορνίθων» του Μάνου Χατζιδάκι. Εκεί ενδιάμεσα ακουγόταν και η ηχογραφημένη φωνή του Κάρολου Κουν από πρόβες τραγωδίας στο «Υπόγειο» του «Θεάτρου Τέχνης»...
No comments:
Post a Comment