Τον Κριστόφ Βαρλικόφσκι τον ανακαλύψαμε το καλοκαίρι του 2005 στο Φεστιβάλ της Αβινιόν μαζί με τον ισραηλινό συγγραφέα Χανόχ Λεβίν. Στον ανοιχτό χώρο του Λυκείου Σεν-Ζοζέφ το αγαπημένο παιδί του φεστιβάλ παρουσίαζε τότε μια τρίωρη παράσταση με τίτλο «Krum», ένα ελάχιστα γνωστό έργο, γραμμένο το 1975. Θέμα του ήταν η επιστροφή του ομώνυμου ήρωα έπειτα από χρόνια απουσίας στο ασφυκτικό περιβάλλον της λαϊκής γειτονιάς όπου μεγάλωσε. Η παράσταση ξεκινούσε τη στιγμή που ο Κρουμ ανακοίνωνε ειρωνικά στη μητέρα του ότι απέτυχε σε όλα: «Δεν βρήκα ούτε τύχη ούτε ευτυχία στο εξωτερικό. Δεν διασκέδασα, δεν παντρεύτηκα, ούτε καν αρραβωνιάστηκα. Δεν συνάντησα κανέναν. Δεν αγόρασα τίποτα και δεν έφερα τίποτα».
Από τις πρώτες κιόλας φράσεις ο συγγραφέας έκανε φανερά τα ζητήματα που τον απασχολούν και που είχαν να κάνουν με ματαιωμένα όνειρα, συνηθισμένες ζωές και, πάνω από όλα, με την αδυναμία διαφυγής από τον προκαθορισμένο κύκλο της ζωής. Για καιρό παραγνωρισμένος στην Ευρώπη, ο Λεβίν δεν έπαψε να αγωνίζεται μέχρι το θάνατό του το 1999 για να κλονίσει τα θρησκευτικά και σεξουαλικά ταμπού της ισραηλινής κοινωνίας. Αυτή ακριβώς η ευαισθησία του ήταν που κέντρισε το ενδιαφέρον του πολωνού σκηνοθέτη, ο οποίος επιστρέφει, επίμονα από τις πρώτες κιόλας δουλειές του, σε θέματα «ταυτότητας». «Αρχισα να κάνω θέατρο», λέει χαρακτηριστικά, «σε μια εποχή όπου η πολωνική κοινωνία είχε αλλάξει και το θέατρο δεν μπορούσε πλέον να αποτελεί χώρο πολιτικού διαλόγου. Υπήρχαν νέα θέματα που μας απασχολούσαν όπως αυτό της σεξουαλικότητας. Οι νέοι ήθελαν να τους μιλάμε στο θέατρο με μια γλώσσα αληθινή, μια γλώσσα του δρόμου, που απευθυνόταν σε άτομα και όχι σε μια ιδεολογικά ομοιογενή μάζα».
Στα 46 του, ο Κριστόφ Βαρλικόσφκι (τον γνωρίσαμε πριν από λίγο καιρό στη Θεσσαλονίκη όταν παρελάμβανε το Ευρωπαϊκό Βραβείο Θεάτρου με το «Καθαροί πια» της Σάρα Κέιν), έχει διαμορφώσει εδώ και καιρό ένα ιδιαίτερο ύφος: εξαιρετικές ερμηνείες, άρτιες αισθητικά ατμόσφαιρες, δυνατά κείμενα, εξπρεσιονιστικοί φωτισμοί. Βοηθός στο παρελθόν των Πίτερ Μπρουκ και Τζόρτζιο Στρέλερ, έχει ανεβάσει μεταξύ άλλων Σοφοκλή, Ευριπίδη, Σέξπιρ, Ντοστογιέφσκι αλλά και Μπερνάρ-Μαρί Κολτές.
Αν και οι παραστάσεις του δεν διεκδίκησαν ποτέ μια θέση στη σύγχρονη ευρωπαϊκή πρωτοπορία, συνεχίζουν συνειδητά τη μεγάλη παράδοση του πολωνικού θεάτρου: η επίμονη δουλειά που κάνει με τους ηθοποιούς και η αντιμετώπιση της σκηνικής πράξης σαν μια τελετουργία φέρνει στο νου τον Γέρζι Γκροτόφσκι, η εικαστική όψη της παράστασης ανακαλεί τον Ταντέους Κάντορ. Η παράσταση που θα δούμε την Τετάρτη στην Πειραιώς 260 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών κερδίζει τις εντυπώσεις χάρη στη μοναδική ατμόσφαιρα που καταφέρνει να δημιουργεί στη σκηνή και, προπαντός, χάρη στα ρεσιτάλ ερμηνείας του εξαιρετικού επιτελείου των ηθοποιών του.
Από τις πρώτες κιόλας φράσεις ο συγγραφέας έκανε φανερά τα ζητήματα που τον απασχολούν και που είχαν να κάνουν με ματαιωμένα όνειρα, συνηθισμένες ζωές και, πάνω από όλα, με την αδυναμία διαφυγής από τον προκαθορισμένο κύκλο της ζωής. Για καιρό παραγνωρισμένος στην Ευρώπη, ο Λεβίν δεν έπαψε να αγωνίζεται μέχρι το θάνατό του το 1999 για να κλονίσει τα θρησκευτικά και σεξουαλικά ταμπού της ισραηλινής κοινωνίας. Αυτή ακριβώς η ευαισθησία του ήταν που κέντρισε το ενδιαφέρον του πολωνού σκηνοθέτη, ο οποίος επιστρέφει, επίμονα από τις πρώτες κιόλας δουλειές του, σε θέματα «ταυτότητας». «Αρχισα να κάνω θέατρο», λέει χαρακτηριστικά, «σε μια εποχή όπου η πολωνική κοινωνία είχε αλλάξει και το θέατρο δεν μπορούσε πλέον να αποτελεί χώρο πολιτικού διαλόγου. Υπήρχαν νέα θέματα που μας απασχολούσαν όπως αυτό της σεξουαλικότητας. Οι νέοι ήθελαν να τους μιλάμε στο θέατρο με μια γλώσσα αληθινή, μια γλώσσα του δρόμου, που απευθυνόταν σε άτομα και όχι σε μια ιδεολογικά ομοιογενή μάζα».
Στα 46 του, ο Κριστόφ Βαρλικόσφκι (τον γνωρίσαμε πριν από λίγο καιρό στη Θεσσαλονίκη όταν παρελάμβανε το Ευρωπαϊκό Βραβείο Θεάτρου με το «Καθαροί πια» της Σάρα Κέιν), έχει διαμορφώσει εδώ και καιρό ένα ιδιαίτερο ύφος: εξαιρετικές ερμηνείες, άρτιες αισθητικά ατμόσφαιρες, δυνατά κείμενα, εξπρεσιονιστικοί φωτισμοί. Βοηθός στο παρελθόν των Πίτερ Μπρουκ και Τζόρτζιο Στρέλερ, έχει ανεβάσει μεταξύ άλλων Σοφοκλή, Ευριπίδη, Σέξπιρ, Ντοστογιέφσκι αλλά και Μπερνάρ-Μαρί Κολτές.
Αν και οι παραστάσεις του δεν διεκδίκησαν ποτέ μια θέση στη σύγχρονη ευρωπαϊκή πρωτοπορία, συνεχίζουν συνειδητά τη μεγάλη παράδοση του πολωνικού θεάτρου: η επίμονη δουλειά που κάνει με τους ηθοποιούς και η αντιμετώπιση της σκηνικής πράξης σαν μια τελετουργία φέρνει στο νου τον Γέρζι Γκροτόφσκι, η εικαστική όψη της παράστασης ανακαλεί τον Ταντέους Κάντορ. Η παράσταση που θα δούμε την Τετάρτη στην Πειραιώς 260 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών κερδίζει τις εντυπώσεις χάρη στη μοναδική ατμόσφαιρα που καταφέρνει να δημιουργεί στη σκηνή και, προπαντός, χάρη στα ρεσιτάλ ερμηνείας του εξαιρετικού επιτελείου των ηθοποιών του.
[Της ΚΑΤΙΑΣ ΑΡΦΑΡΑ, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία / 7, 13/07/2008
No comments:
Post a Comment