Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 14/07/2008
Η παράσταση του Εθνικού με τον πρωτότυπο τίτλο και τη λοξή της ματιά στην αρχαία κωμωδία σίγουρα δεν εντάσσεται στην τυπική αριστοφανική παράδοση. Το «Βάτρα-Χ» θα ήθελε να ανήκει σε μια στιγμή στοχαστικής παύσης, να εκφράζει την ανάγκη ενός θεάτρου να εξετάσει τη μέχρι τώρα πορεία του και να δει αν παραμένει σωστός ο προσανατολισμός του.
Ο Γιώργος Μαρίνος (στη φωτογραφία, μεταξύ Μαρκουλάκη και Λιγνάδη) έπιασε κουβέντα με Κούρκουλα, Λυκουρέζο, Δαμανάκη και Παυλίδου, που ήταν στις κερκίδες |
Πρόκειται μάλλον για εργαστήριο πάνω σε μερικά απολογιστικά ερωτήματα: Πού έχουμε καταλήξει ως προς τον Αριστοφάνη; Και πώς αντιλαμβανόμαστε σήμερα το έργο του; Το αποτέλεσμα είναι μια μετα-αριστοφανική παράσταση-κολάζ που συντίθεται από μέρη ιστορικών ανεβασμάτων και της οποίας η σύλληψη θα ταίριαζε ωραιότατα σε θεατρολογική έρευνα. Το «αναζητώντας (απεγνωσμένα) τον Αριστοφάνη στην αρχαία ορχήστρα, στα γήπεδα και το Δελφινάριο», όπως θα μπορούσε να υποτιτλίζεται η παράσταση του Εθνικού, διεκδικεί μια νέα ματιά χωρίς συμπλέγματα και σοβαροφάνειες. Ακόμα και αν παρεκτρέπεται στην πράξη σε θέαμα πίστας και σε μπουρλέσκ εκδοχή του αρχαίου κωμικού.Γόνιμη η κεντρική της ιδέα: δύο ηθοποιοί (Δημήτρης Λιγνάδης και Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης) -τυπικά δείγματα της σύγχρονης κομπορρημοσύνης και αμορφωσιάς- προσπαθούν να ανεβάσουν τους «Βατράχους» με τον τρόπο τού να παίζεις μεγαλόστομα χωρίς να εννοείς τίποτα. Η θεατρολόγος ωστόσο Μούσα (Δήμητρα Ματσούκα) τους υπενθυμίζει ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα. Χωρίς βαθιά γνώση του κειμένου, άποψη και ευαισθησία, ο Αριστοφάνης είναι χαμένη υπόθεση, καλός για να συνοδεύει τα μπάνια του λαού και τις πολιτιστικο-τουριστικές εκδρομές του. Ο δρόμος απαιτεί μια πορεία μύησης των δύο ηθοποιών (και του κοινού) στην αριστοφανική παράδοση, η οποία στην παράσταση του Εθνικού εξελίσσεται παράλληλα με τη μύηση του Διόνυσου και του Ξανθία στα αρχαία μυστήρια. Ακολουθεί η κατάβαση στον Κάτω Κόσμο, που αυτή τη φορά στόχο έχει να φέρει πίσω μαζί με τον τραγικό και τον κωμικό λόγο: η ισοπαλία μπροστά στον κριτή (Γιώργο Μαρίνο) θα επιβάλλει τον Αισχύλο, τον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη σαν ισότιμα και ενεργά μέρη της πολιτείας.Και ωστόσο στην παράσταση του Λιγνάδη η υπερβολή της μεταφοράς γίνεται από ένα σημείο και μετά υπεραπλουστευτική. Δεν είναι μόνο που το ίδιο το κείμενο, παρά τα όσα εξαγγέλθηκαν, απέχει πολύ από το πρωτότυπο. Είναι που η κατ' αναλογία προσέγγιση δημιουργεί την εντύπωση της ευκολίας, του διδακτισμού και της δημαγωγίας. Σύμφωνα με αυτή, ό,τι δεν ξέρουμε το διαγράφουμε. Το δύσκολο το προσπερνούμε. Και ό,τι ενοχλεί το αντικαθιστούμε με κάτι άλλο. Η παράβαση γίνεται ευχάριστο ιντερμέδιο, το σκώμμα επιθεωρησιακή βωμολοχία, και το αίσθημα ευωχίας του Χορού νεανικό τζέρτζελο.Σταδιακά η κωμωδία αρχίζει να κυκλώνεται γύρω από τον εαυτό της. Οι «Βάτρα-Χ» γίνονται θέαμα θεάτρου, στο οποίο οι πνευματώδεις ανάσες των καλών πρωταγωνιστών δυσκολεύονται να καλύψουν τις σαχλαμάρες, τα συναδελφικά καλαμπουράκια και τη γενική διάθεση πλακίτσας. Ο προβληματισμός καταλήγει σε ένα άναρχο θέαμα, ναρκισσιστικό και ανομοιογενές, το οποίο εκβιάζει το χειροκρότημα, το γέλιο και τη συμμετοχή του κοινού για να προδοθεί τελικά και το ίδιο: ο κόσμος απροσανατόλιστος χειροκροτεί την (ειρωνική ελπίζω) εθνικιστική εκτροπή του Αισχύλου στους «Πέρσες» και γελά με τον άγριο λυρισμό των «Βακχών».Ξορκίζει έτσι κανείς το φάντασμα της ανίας που συνοδεύει τον Αριστοφάνη τελευταία; Ισως, αλλά με αμφιλεγόμενο τρόπο. Το ζητούμενο θα ήταν να ανακαλύψει κανείς τις αναλογίες και την παλιά αίσθηση του πανηγυριού, για να επιχειρήσει έπειτα να υψωθεί μέσω αυτών κατακόρυφα.Είναι δύσκολο να σχολιάσουμε την ερμηνεία ηθοποιών που υποδύονται τον εαυτό τους. Ωστόσο, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι ήταν όλοι χαριτωμένοι, με γκελ στο κοινό και στιγμές ευφορίας. Στο πνεύμα της παράστασης τα επιθεωρησιακά σκηνικά και κοστούμια της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου και οι χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού.
No comments:
Post a Comment