Saturday, July 19, 2008

ΑΡΧΑΙΟ ΔΡΑΜΑ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ!

Το Εθνικό Θέατρο της γειτονικής χώρας ανεβάζει Τρωάδες σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου

Της Γιωτας Συκκα, Η Καθημερινή, 20/07/2008

Οι αλβανικές εφημερίδες στη χώρα μας γράφουν για τη μεγάλη κυρία του θεάτρου τους, τη Μαργαρίτα Τζέπα, που εμφανίζεται σε μία και μοναδική παράσταση στην Αθήνα, στις 21 του μηνός στο θέατρο Βράχων, στον Βύρωνα. Από την άλλη, ο δήμος της περιοχής έχει κάνει αφισοκολλήσεις στα αλβανικά που μιλούν για τη παράσταση η οποία βασίζεται στην ελληνοαλβανική συνεργασία. Δεν είναι και λίγο. Οι «Τρωάδες» του Ευριπίδη που έκαναν πρεμιέρα πριν από λίγες ημέρες στο Βουθρωτό και θα παρουσιαστούν τον χειμώνα στο Εθνικό Θέατρο της Αλβανίας, έχουν Ελληνα σκηνοθέτη, τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, και ηθοποιούς, την αφρόκρεμα του αλβανικού θεάτρου.

Η Μαργαρίτα Τζέπα είναι η δική τους Κατίνα Παξινού, η γυναίκα που σταματούν τα αυτοκίνητα για να περάσει, και κάποια χρόνια πριν, χαμήλωναν τα όπλα για χάρη της. Παίζει την Εκάβη, τη βασίλισσα που έγινε σκλάβα, ενώ την Ανδρομάχη υποδύεται η εξαιρετική Λίζα Τζουβάνι και την Ελένη η Ραϊμόντα Μπούλκου. Αν το όνομα της Μαργαρίτας Τζέπα σε μας δεν λέει τίποτα, για τους Αλβανούς σημαίνει πολλά. Είναι η εθνική τους σταρ!

Για όλους έχει σημασία αυτή η συνεργασία. Για τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο είναι αποτέλεσμα της πολιτικής του στο Θέατρο του Νέου Κόσμου και των επιλογών του. Παραστάσεις όπου η πολιτική διάσταση είχε καθοριστικό ρόλο. Κι όταν το 2003 ανέβασε τους «Εμιγκρέδες» του Μρόζεκ με τη συμμετοχή καλλιτεχνών που ζουν ως οικονομικοί μετανάστες στη χώρα μας, πολλοί αναρωτήθηκαν «μα τι κάνει;». Δικαιώθηκε. Και πέρυσι εμπιστεύθηκε ακόμη μια φορά τον Λαέρτη Βασιλείου που ανέβασε το «Ενας στους δέκα», βασισμένο σε εμπειρίες μεταναστών δεύτερης γενιάς. Η παραγωγή θα επαναληφθεί και τον φετινό χειμώνα.

Εν τω μεταξύ, τον κάλεσε το Εθνικό Θέατρο της Αλβανίας να τους σκηνοθετήσει αττική κωμωδία. Τους αντιπρότεινε τις «Τρωάδες». «Αν δεν γνωρίζεις τις συνήθειες ενός λαού, αν δεν τον ξέρεις καλά, πώς μπορείς να κατανοήσεις το χιούμορ του;», λέει στην «Κ». Αλλωστε, το έργο του Ευριπίδη καταπιάνεται με τη βαρβαρότητα του πολέμου, την αγωνία της προσφυγιάς, την αγριάδα της σκλαβιάς. Ποτέ δεν είχε μαζευτεί τόσο αίμα σε αθηναϊκή ορχήστρα. Με τις Τρωάδες ο ποιητής θέλησε να προειδοποιήσει τους Αθηναίους για το τι μέλλουν να πάθουν με την τυχοδιωκτική εκστρατεία της Σικελίας που ετοίμαζαν…
Καταστάσεις οικείες, λοιπόν, για όλους τους λαούς των Βαλκανίων, και την Αλβανία. Από την άλλη, το Εθνικό τους θέατρο με 70 χρόνια ιστορίας δεν είχε ανεβάσει ποτέ αρχαία τραγωδία! Γι' αυτό θεωρούν πολύτιμη αυτή την παραγωγή. «Δυο λόγοι είναι οι πιο πιθανοί. Επί Χότζα, η αρχαία τραγωδία, που είναι καθαρά εκφραστής της δημοκρατίας, δεν άρεσε στο τυραννικό καθεστώς. Στα 50 χρόνια αυτού του καθεστώτος, που ήταν το σκληρότερο απ' όλα τα πρώην σοσιαλιστικά κράτη της Ευρώπης, όπως οι ίδιοι μου λένε, έχασαν την ψυχή τους. Τα πάντα ήταν κλειστά, κλειστή και η επικοινωνία προς τα έξω. Στο θέατρο όμως, και στην τέχνη γενικότερα, πρέπει να είσαι ενήμερος για το τι συμβαίνει έξω. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τη συνέχεια. Η Αλβανία κλείστηκε πάλι στον εαυτό της, λόγω φτώχειας. Εχουν περάσει πολλά».
Τρεις μήνες πρόβες

Το δυναμικό που συνάντησε στην Αλβανία εδώ και τρεις μήνες που εργάζεται ως «πολιτιστικός μετανάστης», όπως αστειεύονται μαζί του στο θέατρο, είχε δυο πλευρές. «Πολλοί ταλαντούχοι ηθοποιοί που δεν έχουν μάθει όμως να δουλεύουν πολύ. Τα έργα, όπως μου λένε οι ηθοποιοί, ανεβαίνουν για έναν - ενάμιση μήνα με λίγες μόνο πρόβες. Αυτή ήταν μία από τις δυσκολίες που αντιμετώπισα αφού επέμενα σε οκτώ ώρες δουλειάς κάθε μέρα, επί τρεις μήνες. Το άλλο εμπόδιο ήταν το θέμα της γλώσσας. Κυρίως για το χρόνο που χάνεται στη μετάφραση και όχι τον ήχο της γλώσσας που μας είναι οικείος».
Οι ηθοποιοί, το θέατρο και οι τέχνες στην Αλβανία βρίσκονται σε μια μεταβατική φάση. «Εχουν ανάγκη να δοκιμάσουν νέα πράγματα. Τα προηγούμενα χρόνια κυριαρχούσε ένα μείγμα υποκριτικής μεταξύ σχολής Στανισλάβσκι και σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Τώρα δείχνουν να θέλουν να μάθουν κι άλλα».
Ολο αυτόν τον καιρό, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος μένει στο κέντρο των Τιράνων. «Δεν διαφέρει από μια συνοικία της Αθήνας. Τα μαγαζιά είναι καλά, τρως εξαιρετικά και φτηνά, με 7 ευρώ όταν στην Ελλάδα θα ήθελες 30. Βλέπεις έναν κόσμο με αξιοπρέπεια, νοικοκυραίους. Υπάρχει φτώχεια, υπάρχουν άνεργοι αλλά και προσπάθεια να στρώσουν τα πράγματα. Υπάρχουν βέβαια και πλούσιοι με τεράστια τζιπ σε μέγεθος νεκροφόρας που δεν σταματάνε πουθενά. Είναι το σύνδρομο που είχαμε και στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο, όταν ο Ελληνας αποκτούσε χρήματα μέσω της μετανάστευσης και θεωρούσε ότι του ανήκε ο δρόμος. Τα φανάρια απλώς υπάρχουν, δεν σταματάει κάνεις εδώ. Μόνο για την Μαργαρίτα Τζέπα σταματάνε τα αυτοκίνητα, να περάσει.Αυτή η γυναίκα, η μεγάλη κυρία της Αλβανίας, ήταν ένας από τους λόγους που ήθελα να μείνω - παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισα. Είναι η πιο έφηβη απ' όλους. Εβδομήντα πέντε χρόνων με απίστευτη πειθαρχία, είναι πάντα πριν την ώρα της στην πρόβα από την οποία φεύγει τελευταία. Υπομονετική, ανοιχτή και διαθέσιμη σαν να αποφοίτησε τώρα από τη σχολή».

«Αγγιξα το όνειρο στα 75 μου»

Ο Λαέρτης Βασιλείου είναι ο μεταφραστής στη συνομιλία μας με την Μαργαρίτα Τζέπα.

«Ο τίτλος “καλλιτέχνης του λαού” κυριολεκτεί επάνω της», μας εξηγεί ο Βασιλείου. «Είναι μια μοιραία γυναίκα που είναι και ηθοποιός και μάνα και τώρα γιαγιά. Είναι το σύμβολο. Είναι η μήτρα που γέννησε αυτή τη χώρα. Δεν είναι τυχαίο που παίζει την Εκάβη. Είναι η μήτρα του πολιτισμού, της Τροίας, των Φρυγών». Ας δούμε όμως τι λέει και η ίδια:

  • Τι σημαίνει για σας η Εκάβη;

— Κάθε ρόλος που μου προτείνουν με χαροποιεί. Αυτή τη φορά όμως, ακόμη περισσότερο. Πάντα ονειρευόμουν να παίξω αρχαίο δράμα. Χαίρομαι που άγγιξα το όνειρο έστω και στα 75 μου.

  • Σας τρομάζει κάτι σε αυτήν τη συνεργασία;

— Η ανησυχία μου έχει να κάνει με τον χαρακτήρα της ηρωίδας που μοιάζει σαν να ’ναι κεντημένος πάνω σε ζωγραφιά, από τον Ευριπίδη. Είναι το στεφάνι των γυναικών. Ο συγγραφέας πάνω σε αυτόν τον χαρακτήρα σκάλισε τα γεγονότα, τη θλίψη εκείνης της εποχής που έχει πολλές ομοιότητες με το σήμερα. Δεν καταπιάνεται μόνο με τον πόνο της οικογένειας και των παιδιών της αλλά όλης της χώρας. Της κοινωνίας που θέλει να συνεχίσει ο σπόρος των Τρώων. Γιατί το πιο όμορφο πράγμα του καθενός είναι η πατρίδα του. Εκεί θέλει να ζήσει κι εκεί να πεθάνει. Η Εκάβη πονάει, αγαπάει, υπομένει. Την καταλαβαίνω. Ξέρω πώς είναι να παίζεις με τη ζωή ενός λαού. Είναι η αιώνια μάνα.

  • Πώς και δεν παίξατε ποτέ αρχαίο δράμα;

— Σημασία έχει ότι το ονειρευόμουν. Είχα την τραγωδία στην ψυχή μου. Με αυτόν το ρόλο μπορώ να πω ότι δεν μου μένει πια τίποτε άλλο να παίξω. Εχω ερμηνεύσει ρόλους διαφορετικούς απ’ όλο το παγκόσμιο ρεπερτόριο. Εδώ όμως η ευθύνη μου είναι μεγάλη, κυρίως απέναντι στο ελληνικό κοινό. Το έργο είναι ο πολιτισμός σας.

  • Εχει από τα δικά σας βιώματα η Εκάβη;

— Είναι γεμάτες οι αποσκευές μου γιατί και η χώρα μου, ο λαός μου, βίωσε παρόμοια ιστορία. Ολα τα Bαλκάνια. Κι εμείς. Η πατρίδα μου δεν είναι κατακτητής κι ο λαός μου είναι ειρηνόφιλος.

  • Μεγαλώσατε στη Λούσνια, ήσαστε ταλαιπωρημένο παιδί μιας πολυπληθούς οικογένειας που θαύμαζε από μικρή την ποίηση;

— Στην ποίηση οφείλω ότι ανέβηκα στη σκηνή, σε αυτή ότι πέρασα στη σχολή και ότι ασχολήθηκα με το θέατρο. Γι’ αυτό δεν την πρόδωσα ποτέ. Πηγαίνω παντού για παρουσιάσεις βιβλίων είτε Αλβανών είτε μεταφράσεις ξένων. Από τους δικούς σας μου αρέσει ο Σεφέρης, ο Καβάφης, ο Λειβαδίτης και ο Ρίτσος.

  • Πώς είναι η ζωή ενός καλλιτέχνη σήμερα στην Αλβανία;

— Η δημοκρατία έφερε πολλά, πάνω απ’ όλα την ελευθερία που την είχαμε ανάγκη. Ζήσαμε την απαγόρευση, τη λογοκρισία, ήμαστε ωστόσο αφοσιωμένοι στην τέχνη, νομίζοντας πως κάνουμε μικρές επαναστάσεις σε κάθε παράσταση. Ωστόσο, όταν κατακτήσαμε την ελευθερία, μάς ήρθαν άλλα. Την εποχή που όλα ήταν κρατικά, το κράτος βοηθούσε το θέατρο. Σήμερα δεν υπάρχει η ίδια ανταπόκριση. Οι καλλιτέχνες έχουν μεγαλύτερη ανάσα, οι σκηνοθέτες τολμάνε κι ας μη γνωρίζουν καλά αυτό που καταπιάνονται, παίρνουν όμως και πρωτοβουλίες που έχουν άλλα πρότυπα, πιο τηλεοπτικά.

  • Τι είναι αυτό που σας φοβίζει για το μέλλον και τι σας ηρεμεί;

— Η γενιά μου πρόσφερε πολλά χωρίς να πληρωθεί γι’ αυτό. Γνώρισε, βέβαια, την αγάπη και τον σεβασμό. Σήμερα, ζω σε ένα σεμνό σπίτι, παίρνω μια εξίσου σεμνή σύνταξη κι ακόμη και τώρα που άλλαξε το καθεστώς ποτέ δεν συζητάω τα χρήματα όταν μου κάνουν μια πρόταση. Είμαι μια ευτυχισμένη γιαγιά όπως η Εκάβη και μια περήφανη μάνα με τρία αγόρια, οπότε δεν με φοβίζει τίποτα.

«Σαν να στηρίζω τη χτυπημένη μου πλευρά»

Διπλό βάρος στις «Τρωάδες» έχει ο Λαέρτης Βασιλείου. Βοηθός του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου στη σκηνοθεσία, αλλά κυρίως διερμηνέας σε αυτή την παραγωγή. Εχει εκτός από το συναισθηματικό μέρος να μοιραστεί ανάμεσα σε δυο πατρίδες: «Μεγάλωσα ανάμεσα, δεν μπορώ να αρνηθώ καμία τους. Οταν περπατάς κι έχεις χτυπήσει το αριστερό πόδι, βάζεις μεγαλύτερη δύναμη στο δεξί. Ετσι αισθάνομαι. Σαν να στηρίζω την χτυπημένη μου πλευρά».

Από την άλλη είναι η Μαργαρίτα Τζέπα με την οποία συνεργάστηκε κινηματογραφικά μαζί της, αλλά και όλοι οι συμπατριώτες του ηθοποιοί. «Μια παράσταση με όλες τις θεατρικές γενιές της Αλβανίας. Από την 75χρονη Μαργαρίτα μέχρι το 25χρονο κορίτσι του χορού. Βλέποντας πώς παίζουν, παρακολουθώ μια διαφορά 50 ετών. Είναι ολόκληρο το σύστημα. Είχα γνωρίσει τη μια γενιά, βλέπω τώρα και τη νοοτροπία της άλλης. Η διαφορά είναι τεράστια. Και προς το καλό και προς το κακό. Οι παλαιότεροι ζηλεύουν την ελευθερία των νεότερων, αλλά δεν κατανοούν γιατί ενώ έχουν περισσότερα από εκείνους, τους λείπει η πειθαρχία. Η πειθαρχία, βέβαια, είναι και προϊόν δικτατορίας. Αφού λοιπόν αυτά τα παιδιά δεν τη γνώρισαν, λογικό είναι να μην πειθαρχούν εύκολα. Τώρα είναι όλοι σε μεταβατικό στάδιο. Το πρόβλημα για μένα είναι να μη γίνει η ελευθερία αναρχία. Αυτή είναι η παγίδα των νεότερων. Να φτάσουν στον μηδενισμό. Ο λαός έχει μάθει να υπομένει. Δεν είναι ωραίο αυτό. Αυτή η γενιά δεν θα επαναστατήσει ποτέ. Δεν θα κάνει αυτό που επιχείρησε η δική μου όταν ήμασταν απόφοιτοι Λυκείου. Οι σημερινοί 20ρηδες στην Αλβανία δεν έχουν ούτε υπομονή ούτε επιμονή. Αυτός είναι ο κίνδυνος της εποχής τους. Το φαστ φουντ».

No comments: