Της Μαριας Κατσουνακη, Η Καθημερινή, 20/07/2008
Ενα είναι βέβαιο για τον Κριστόφ Βαρλικόφσκι: δεν υπακούει σε κανόνες και «πρέπει». Δεν είναι μόνο ότι πιστεύει πως το «θέατρο αποτελεί εργαστήρι αλήθειας μέσα στο οποίο αποσαφηνίζεται το νόημα του αγνώστου, του άπιαστου», αλλά και ο ίδιος υπερασπίζεται με τη στάση του όλες τις εκφάνσεις αυτής της «αλήθειας». Δεν θέλει να δώσει συνεντεύξεις; Δύσκολα θα μεταπειστεί ακόμη και αν οι άλλοι θεωρούν ότι είναι μέσα στις «συμβατικές του υποχρεώσεις». Ισως αυτό ακριβώς να τον πεισμώνει ακόμη περισσότερο. Η συνάντησή μας, την περασμένη Τρίτη το απόγευμα, ήταν αποτέλεσμα συνεχών οχλήσεων εκ μέρους μας και από την πλευρά του Φεστιβάλ Αθηνών, που φιλοξένησε στην Πειραιώς 260 για τρεις ημέρες (από την περασμένη Τετάρτη έως και την Παρασκευή) την παραγωγή του με το έργο «Κρουμ» του Ισραηλινού συγγραφέα Χανόχ Λεβίν. Αλλαζε διαρκώς η ώρα, ο τόπος και ο τρόπος επικοινωνίας. Αποσπάσαμε, εν τέλει, μισή ώρα ζωντανής επαφής στη διάρκεια της οποίας ήταν προσηνής, ομιλητικός, ευδιάθετος. Παρά την πίεση του χρόνου, αγνοήσαμε το θορυβώδες περιβάλλον του λόμπι ενός ξενοδοχείου για να ακολουθήσουμε τις δαιδαλώδεις διαδρομές της σκέψης και της ζωής του.
- Γράφτηκε ότι ο «Κρουμ» είναι η σύγχρονη εκδοχή της παραβολής του «Ασώτου υιού». Μια παραβολή που έχει ως βασικά θέματα τη συγγνώμη, την κατανόηση και την αποδοχή. Ισχύουν και στο έργο του Λεβίν;
— Η μόνη αλλαγή που έκανα είναι ότι τον μονόλογο που έγραψε ο Λεβίν για το τέλος, για το γιο που μόλις έχει μάθει το θάνατο της μητέρας του, τον έβαλα στην αρχή. Η μητέρα όμως είναι παρούσα σε όλη τη διάρκεια του έργου. Ετσι ο θεατής παρακολουθεί την ιστορία μέσα από το θάνατο της μητέρας, τον οποίο γνωρίζει εξ αρχής ότι έχει επέλθει.
- Γιατί αποφασίσατε αυτήν την αλλαγή;
— Το έργο είναι ένα αφήγημα. Μια απλή ιστορία. Ενας γιος που δεν πέτυχε στο εξωτερικό και επιστρέφει στο σπίτι. Είναι δυστυχής γιατί δεν πέτυχε και επέστρεψε. Προσπαθεί να συνεχίσει αλλά τίποτα δεν λειτουργεί. Υποτίθεται ότι πρέπει να παντρευτεί τη φίλη του, να κάνει παιδιά, να «τακτοποιήσει» τη ζωή του όπως οι άλλοι, όμως δεν μπορεί. Φτάνει, λοιπόν, στην κηδεία της μητέρας του. Αν δεις όλη την προσπάθειά του γνωρίζοντας ότι η μητέρα του έχει πεθάνει και πόσο ο ίδιος ήθελε τον θάνατό της, αυτό πιστεύω ότι εμπλουτίζει το έργο σε διάφορα επίπεδα.
- Ο γιος επιθυμούσε το θάνατο της μητέρας;
— Είναι κάτι που της λέει όταν θυμώνει: «Επιτέλους να πεθάνεις για να είμαι ελεύθερος». Είναι μια πολύ δηλητηριασμένη σχέση ανάμεσα στη μητέρα και στο γιο. Πρόκειται για μια πολύ προστατευτική εβραία μάνα που παρακολουθεί στενά τη ζωή του γιου. Το έργο περιγράφει κοινότοπα πράγματα. Κινείται σε ένα πολύ βασικό επίπεδο. Οταν το δεις, εκ των υστέρων, μπορείς ίσως να αναγνωρίσεις τα μεγάλα θέματα που λέγατε στην αρχή.
Το ανικανοποίητο
- Η Γαλλίδα ψυχαναλύτρια Φρανσουάζ Ντολτό έγραψε σε σχέση με την παραβολή του «Ασώτου» ότι «η μόνη αμαρτία είναι μα μην τολμά κάποιος να ζήσει την επιθυμία του». Ο Κρουμ είναι ένας «ικανοποιημένος» ήρωας;
— Οχι. Ταλανίζεται από την επιθυμία να απομακρυνθεί από τη μητέρα του και να απελευθερωθεί από αυτήν. Τα τελευταία λόγια που της απευθύνει είναι «επιτέλους κλείσε τα μάτια σου». Δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της για οικογένεια, παιδιά, δουλειά, κ.λπ. Θέλει, λοιπόν, να απαλλαγεί από αυτήν γιατί δεν τον αφήνει να ανασάνει. Ομως, όταν επέρχεται ο θάνατος, ο γιος της ζητάει να «επιστρέψει» για να τον φροντίσει. Και στη δική σας κουλτούρα, όπως και στην πολωνική, η μητέρα είναι μια κυρίαρχη φιγούρα. Πριν από τρία περίπου χρόνια, διοργανώθηκε στην Πολωνία μια πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση. Για την ακρίβεια, η πιο ενδιαφέρουσα. Φιγούρες Πολωνών μητέρων από τον 19ο και 20ό αιώνα. Πριν, μετά, κατά τη διάρκεια του πολέμου, της κομμουνιστικής περιόδου και σήμερα. Η έκθεση περιελάμβανε έργα ζωγραφικής, φωτογραφίες, μαζί με αποκόμματα εφημερίδων, περιοδικών, άρθρα, λογοτεχνικά κείμενα, ποιήματα, κ.ο.κ., δίπλα δίπλα με σημειώματα. Στην κομμουνιστική περίοδο, όταν ήμουν παιδί, δεκαετία του ’70, όλες οι μητέρες εργάζονταν. Η επικοινωνία, λοιπόν, γινόταν γραπτώς: «Κριστόφ, οι ντομάτες είναι στο ψυγείο, βάλε την κατασαρόλα στο γκάζι ή η σούπα είναι έτοιμη στο ψυγείο…». Οταν επέστρεφα, έβρισκα πάντα κάποιες λέξεις πάνω στο τραπέζι. Σύντομες οδηγίες. Τώρα είναι διαφορετικά. Τα παιδιά τα φροντίζουν άλλες γυναίκες ή συγγενείς. Ο Κρουμ λοιπόν, όταν πεθαίνει η μητέρα του, έχει ένα μονόλογο–ντελίριο. Της ζητάει να σηκωθεί και να του ετοιμάσει φαγητό. Ξαναγίνεται το παιδί που θέλει τη μητέρα του.
- Πόσο άλλαξε η φιγούρα της Πολωνής μητέρας στη διάρκεια αυτών των εποχών;
— Τον 19ο αιώνα, η Πολωνία δεν υπήρχε. Ηταν κάτι ανάμεσα σε Ρώσους, Πρώσους, Γερμανούς και Αυστριακούς. Η Πολωνή μητέρα ήταν σαν τη χήρα. Τη χήρα μιας χώρας που δεν υπήρχε. Τότε, ήταν όλες ντυμένες με μαύρα φορέματα, κλειστά ώς το λαιμό και φορούσαν σταυρούς. Ηταν σαν να θρηνούσαν μια χώρα που δεν υπήρχε. Θρηνούσαν όμως και τους συζύγους και τους γιους που σκοτώνονταν στον πόλεμο. Το πένθος αυτό δεν άλλαξε στην Πολωνία. Γιατί αργότερα υπήχαν εκτός από τα πεδία της μάχης και οι εκτοπισμοί στη Σιβηρία, οι φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η κυρίαρχη φιγούρα της Πολωνής είναι φιγούρα πένθους. Η μητέρα που βιώνει διαρκώς απώλειες. Μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, ήταν ακόμη θύμα πολιτικών καταστάσεων. Τώρα, η Πολωνία, είναι μια ελεύθερη χώρα.
- Στο έργο του Λεβίν υπάρχουν και κομμάτια της δικής σας ζωής;
— Ναι. Πολλοί νέοι φύγαμε τότε, στη δεκαετία του ’80, από τα σπίτια μας. Κάποιοι πέτυχαν κάποιοι όχι, κάποιοι επέστρεψαν, άλλοι όχι. Ανήκω στην κατηγορία που πέτυχε αλλά δεν επέστρεψε ποτέ στο σπίτι. Εφυγα στα δεκαοκτώ μου και δεν ξαναγύρισα. Επικοινωνούμε τηλεφωνικά με τους γονείς μου αλλά ώς εκεί. Οταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου και γίναμε ανεξάρτητη χώρα κατά κάποιο τρόπο, για πρώτη φορά, η ζωή στην επαρχία άλλαξε εντελώς. Δεν είχαμε χρήματα, δεν μπορούσαμε να επενδύσουμε πουθενά, το θέατρο και οι τέχνες αναπτύσσονταν κυρίως στη Βαρσοβία, οι κάτοικοι της επαρχίας άρχισαν να μετακινούνται προς τη Βαρσοβία για να βιώσουν ένα «δυτικό πρότυπο». Πριν, ήταν πολύ δύσκολο τα παιδιά να αποσχιστούν από την οικογένεια. Δεν υπήρχε καμία οικονομική δυνατότητα. Υστερα όμως άρχισαν να αναζητούν τη δική τους ζωή. Στη γενιά μου γευτήκαμε αυτήν την ανεξαρτησία. Τα παιδιά έστησαν τις δικές τους ζωές και έφυγαν από τα σπίτια.
- Εσείς, γιατί αποφασίσατε να διαρρήξετε τους δεσμούς με την οικογένεια σας;
— Ηθελα να σταματήσω να έχω δεσμούς με τη χώρα μου. Ενιωθα σκλάβος μιας ιδεολογίας. Αυτός ο ανερχόμενος πατριωτισμός από τον 19ο αιώνα ήδη, πέρασε στον 20ό. Μια χώρα γεμάτη ήρωες. Ηθελα να ταξιδέψω, να μάθω γλώσσες, να νιώσω λιγότερο δεσμευμένος με το παρελθόν μου, ένα παρελθόν πολύ βαρύ στην Πολωνία ώς σήμερα.
Η δική μου ρήξη
- Συνεργαστήκατε με τον Πίτερ Μπρουκ, τον Τζιόρτζιο Στρέλερ και σε έργα κλασικού ρεπερτορίου. Πρόσφατα είδαμε στο Φεστιβάλ δύο σύγχρονες εκδοχές του «Αμλετ» από το Wooster Group και τη Σαουμπίνε. Ποια είναι η άποψή σας για την σκηνική παρουσίαση των κλασικών κειμένων;
— Τις συγκεκριμένες παραστάσεις δεν τις έχω δει. Αλλά και η δική μου πρώτη σκηνοθεσία, στην αρχή της καριέρας μου, ήταν ο «Αμλετ», τον οποίο τοποθέτησα στην σύγχρονη πολωνική πραγματικότητα. Ηταν η δική μου ρήξη με τις παραδοσιακές παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου, τα ωραία κουστούμια, τους ωραίους ηθοποιούς, που μιλούν με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Και οι μεταφράσεις, τόσο ποιητικές… Κανείς πια δεν καταλαβαίνει τι λένε αυτοί οι ήρωες… Κυκλοφορείς στους δρόμους, βλέπεις τόση βρωμιά, δυστυχία και παρακμή. Την παρακμή μιας πρώην κομμουνιστικής χώρας που οι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε κτήνη από την ανέχεια. Με τις τέχνες ασχολούνταν τότε οι πλούσιοι και οι παλιομοδίτες αστοί. Μια ιντελιγκέντσια που εξακολουθούσε να πηγαίνει στο θέατρο, σαν καθήκον στην πολωνική παράδοση. Η παρουσίαση ενός κλασικού έργου εξαρτάται από τη χώρα που βρίσκεσαι, την παράδοσή της, τι θέλεις να πεις. Η Πολωνία βίωνε αυτήν την δυαδικότητα τέχνης και ζωής. Η τέχνη δεν αντανακλούσε αυτό που ήταν η πραγματική ζωή. Αλλο να σκηνοθετείς έναν «Αμλετ» στη Βρετανία που μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισε να ευημερεί και άλλο να σκηνοθετείς «Αμλετ» στην Πολωνία, μια νεαρή, 20 χρόνων ανεξάρτητη χώρα, καπιταλιστική, πριν από τον πόλεμο. Υστερα, με τη φρίκη του πολέμου, εξοντώθηκε το ένα τρίτο των Εβραίων της Πολωνίας. Στη συνέχεια επιβλήθηκε το κομμουνιστικό καθεστώς που δεν υπάκουε σε κανέναν ανθρώπινο νόμο και κατέστρεψε όλη την κοινωνία. Υστερα από 60 χρόνια κομμουνισμού ήμαστε σαν ζώα… Η Πολωνία χρειαζόταν κάτι άλλο από μια αντίληψη του «Αμλετ», ανάλογη με αυτήν στην Αγγλία της δεκαετίας του ’80. Στη Γαλλία, υπήρξε το ταρακούνημα του 1968 και τίποτε άλλο. Στην Πολωνία, υπήρχαν περίοδοι όπου δεν βρίσκαμε τρόφιμα στα μαγαζιά… Θέλω να πω: εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, άλλες παραστάσεις.
- Το περίφημο λοιπόν «να ζει κανείς ή να μη ζει…»
— Ναι, το περίφημο «να ζει κανείς ή να μη ζει» σήμαινε εντελώς διαφορετικά πράγματα στο Ανατολικό Βερολίνο απ’ ό,τι στο Δυτικό ή στη Βαρσοβία την ίδια εποχή. Και σήμερα το ίδιο ισχύει.
«Μπορούμε να επιβιώσουμε και χωρίς θέατρα. Απλώς να επιβιώσουμε»
- Τι σας ενδιαφέρει μέσα από τις σκηνοθεσίες; Να προκαλέσετε έκπληξη, να ενοχλήσετε ή να συγκινήσετε το κοινό σας;
— Οτιδήποτε. Αναζητώ τον διάλογο. Οταν πρωτοξεκίνησα ήμουν εκκεντρικός. Στηριζόμουν πολύ στην αισθητική πλευρά των πραγμάτων. Οταν αρχίσεις όμως να ζεις και να αποκτάς εμπειρία ζωής, προσεγγίζεις καλύτερα το κοινό. Τότε, μπορεί και να σηκωθούν όρθιοι στο τέλος μιας παράστασης για να σε χειροκροτήσουν. Φτάνεις στο σημείο να μιλάς με τρόπο που να σε καταλαβαίνουν. Γίνεσαι σημαντικός για τους άλλους. Θέλω να είμαι όσο πιο κοντά γίνεται στο κοινό. Να συνομιλώ μαζί του, να αφουγκράζομαι αυτό που συμβαίνει μέσα του. Να συλλαμβάνω τις ανάγκες του όχι μόνο διανοητικά αλλά μέσα από έναν αληθινό διάλογο που έχει τη δύναμη να σε αλλάξει.
- Το θέατρο πιστεύετε ότι διερευνά τις «γκρίζες ζώνες» στις ανθρώπινες σχέσεις;
— Το θέατρο είναι κάτι πολύ σημαντικό αν και δεν είναι απαραίτητο για να επιβιώσεις. Αυτό το ταξίδι εσείς, οι Ελληνες, το ξεκινήσατε πριν από 2.500 χρόνια και από τότε το ακολουθούμε για να εκφράσουμε επιθυμίες και φόβους. Οι άνθρωποι ήθελαν το θέατρο ως κάτι «επιπλέον». Μπορούμε να επιβιώσουμε και χωρίς θέατρα, μουσεία, πανεπιστήμια… Απλώς να επιβιώσουμε. Βέβαια, ο τρόπος που ζει κανείς αποτυπώνει τον τρόπο που μεγάλωσε, την εκπαίδευσή του, την παιδεία του. Μέσα από το θέατρο μεταφράζουμε επιθυμίες, αναζητήσεις, αγωνίες. Εκφράζουμε αυτήν την υπερχείλιση, το επιπλέον που έχουμε μέσα μας, προσπαθούμε να «απαντήσουμε» στον σκοπό της ζωής μας. Το θέατρο είναι παρόν για να συντροφεύει τους φόβους μας, τα ερωτήματά μας, το αίσθημα οτι είμαστε χαμένοι σε αυτόν τον πλανήτη.
No comments:
Post a Comment