Τι είναι αυτό που κάνει ένα θεατρικό έργο κλασικό; Μια συνιστώσα είναι σίγουρα η ικανότητά του να μας συναρπάζει και πάλι, αποκαλύπτοντας καθώς το παρακολουθούμε ένα είδος διαχρονικότητας παρά την απόσταση ανάμεσα στα όσα πραγματεύεται το κείμενο και το σήμερα. Η «Ταγματάρχης Μπάρμπαρα» του Τζορτζ Μπέρναρ Σο, ας πούμε, μπορεί να φαίνεται ότι βρίσκεται σε απόσταση ασφαλείας από τους σημερινούς προβληματισμούς: Πόσοι από μας συναντάμε σήμερα αφοσιωμένες «στρατιωτίνες» του Στρατού της Σωτηρίας σαν αυτές που κατοικοεδρεύουν στο έργο, για να μην αναφέρουμε το παρόμοιας θεματολογίας κλασικό μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ «Μάγκες και κούκλες»; Ωστόσο, το νέο ανέβασμα του έργου στο National Theatre, όπου η σειρά παραστάσεων ολοκληρώθηκε την περασμένη εβδομάδα, επιβεβαίωσε τη διαχρονικότητά του τονίζοντας το θέμα της πρωτοκαθεδρίας που πολλοί δίνουν στο χρήμα, όπως κάνει ο πατέρας της ηρωίδας μας, ο Αντριου Αντερσαφτ. Είναι το σύμβολο του Μαμωνά, της πεποίθησης ότι η λάμψη του χρήματος αποτελεί την ίδια την πεμπτουσία της παντοδυναμίας.
Αντοχή στον χρόνο
Η «Ταγματάρχης Μπάρμπαρα» σίγουρα δεν είναι τόσο διάσημη όσο ο «Πυγμαλίων» του Σο, που παρουσιάζεται από τις αρχές Ιουνίου στο Ολντ Βικ, όπου τα τελευταία χρόνια διαπρέπει ως διευθυντής ο Κέβιν Σπέισι. Το θέατρο, αφού γνώρισε τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της περιόδου Σπέισι με την αιχμηρή κωμωδία του Ντέιβιντ Μάμετ «Speed the Plow», παραχώρησε τη σκηνή του σ’ ένα έργο που έχει οριστικά ταυτιστεί με τη διασκευή του σε μιούζικαλ – τη θεατρική και κινηματογραφική «Ωραία μου κυρία». Δεν είναι, λοιπόν, λάθος του σκηνοθέτη, του Πίτερ Χολ, αν νιώθεις τους θεατές να αποζητούν κάποιες στιγμές την ανύπαρκτη ορχήστρα, αν και είναι δύσκολο να φανταστείς μια Ελίζα Ντούλιτλ τόσο άμεσα συναρπαστική όσο η νεοφερμένη Μισέλ Ντόκερι σ’ αυτή την παράσταση – και χωρίς το πλεονέκτημα να τραγουδάει ούτε μία νότα.
Η νεαρή ηθοποιός, ψηλή και αγαλματένια, σου θυμίζει την αντοχή αυτού του έργου στον χρόνο με την ίδια ευκολία που επαναπροσδιορίζει τον ρόλο της Ελίζας Ντούλιτλ. Του λαϊκού κοριτσιού με την «κόκνεϊ» προφορά που γίνεται πειραματόζωο για τον συναισθηματικά καθυστερημένο καθηγητή φωνητικής Χένρι Χίγκινς (Τιμ Πίγκοτ–Σμιθ) και τον ψηλομύτη αλλά πιο συμπονετικό φίλο του, τον Πίκερινγκ (Τζέιμς Λόρενσον). Το έργο μπορεί να φαίνεται λιγότερο επίκαιρο σήμερα, όταν οι νεαροί Βρετανοί επιδιώκουν να μιλάνε με τη σκληρή γλώσσα «του δρόμου», ανεξαρτήτως καταγωγής, και όταν στη Βρετανία δίνεται πλέον τόση έμφαση στην «εργατική» κουλτούρα της χώρας.
Αν όμως η πειθαναγκαστική μεταμόρφωση που υφίσταται η Ελίζα –από αθυρόστομη λαϊκή ανθοπώλισσα σε αριστοκρατικό κύκνο– δεν παραπέμπει σήμερα σε παραμύθι με χάπι εντ αλλά περισσότερο σε πρόσκληση για προβληματισμό και οργή, αυτό λειτουργεί υπέρ της παράστασης, η οποία πατινάρει με χάρη στην επιφάνεια ενώ θα μπορούσε να σπάσει τον πάγο και να προχωρήσει λίγο βαθύτερα. Οσο για την εκπληκτική Μισέλ Ντόκερι, είναι η τελευταία μιας μεγάλης σειράς θεατρικών ταλέντων που έκανε να λάμψουν στη σκηνή ο Πίτερ Χολ στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του. Η οξεία όσφρησή του, που τον οδηγεί να ανακαλύπτει το ερμηνευτικό χάρισμα, δεν θα ήταν αρκετή, ωστόσο, αν αυτός ο σκηνοθέτης δεν ήξερε να κεντρίζει την καρδιά των νέων και άγνωστων ηθοποιών.
Νιώθεις πραγματικά συμπόνια για την ποντικίνα με το πορσελάνινο δέρμα έτσι καθώς έχει αιχμαλωτιστεί στο κοινωνικό κλουβί που γίνεται γι’ αυτήν το σπίτι του Χίγκινς. Η επιτυχία της σε κάθε στροφή της δοκιμασίας συνοδεύεται από την αυξανόμενη απομόνωσή της, καθώς αποσυνδέεται από τον κόσμο που άφησε πίσω της χωρίς να προσεγγίζει αληθινά τους εκλεπτυσμένους σνομπ του κοινωνικού θερμοκηπίου του Χίγκινς, τους οποίους πρέπει να εντυπωσιάσει.
Αν η «Ταγματάρχης Μπάρμπαρα» φέρνει στο προσκήνιο έναν πολεμοκάπηλο (τον Αντερσαφτ), ο «Πυγμαλίων» κάνει το ίδιο με τους ανθρώπους που νοιάζονται να εκμεταλλευτούν την πρόοδο της Ελίζας για να ενισχύσουν την κοινωνική τους θέση, ή, στην περίπτωση του ίδιου του πατέρα της ηρωίδας, του ανεπρόκοπου Ντούλιτλ, για να φουσκώσουν έστω και λίγο το περιεχόμενο του πορτοφολιού τους.
Θα αισθανόσουν, πραγματικά, ότι σε εκμεταλλεύονται ασύστολα αν σε έσπρωχναν με αυτόν τον τρόπο από δω κι από κει για να ωφεληθούν κάποιοι που σε τελευταία ανάλυση δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται καθόλου για το αν θα καταλήξεις στη μοναξιά: Στην κατάσταση ακριβώς που βρέθηκε ο ίδιος ο Χίγκινς –περισσότερο απ’ όσο η Ελίζα– στο τέλος του έργου. Ο Τιμ Πίγκοτ–Σμιθ μας δίνει έναν απολαυστικό Χίγκινς, τονίζοντας τις άγαρμπες κι αμήχανες στιγμές του, σε μια ερμηνεία με έξοχη χιουμοριστική χροιά που όμως απαλύνει την πικρή γεύση στο τέλος. Ισως όμως να είναι αυτό που επιδιώκει ο σκηνοθέτης: Ολοι οι «λύκοι» του έργου –συμπεριλαμβανόμενου του Ντούλιτλ, που ενσαρκώνει ξεκαρδιστικά ο Τόνι Χέιγκαρθ– έχουν μαγευτεί κατά κάποιο τρόπο από τη Μισέλ Ντόκερι, μια γνήσια ανακάλυψη που καταφέρνει να μετατρέψει ένα έργο για την εκφορά του λόγου σε τραγούδι της σειρήνας.
«Ελένα» στον «Θείο Βάνια»
Η ηθοποιός εμφανίστηκε φέτος άλλη μια φορά σε έργο σκηνοθετημένο από τον Πίτερ Χολ, σε μια περιοδεία με τον «Θείο Βάνια» του Τσέχοφ, παίζοντας τη νεαρή και πανέμορφη Ελένα, έναν ρόλο που είχε ερμηνεύσει πριν από μερικά χρόνια στο Λονδίνο η Γκρέτα Σκάκι. Πρόσφατα η Σκάκι επέστρεψε στο Vaudeville Theatre, σκηνοθετημένη από έναν άλλον Χολ, τον Εντουαρντ, ο οποίος συμβαίνει να είναι γιος του Πίτερ. Ερμήνευσε τη σύζυγο ενός δικαστή, την αυτοκαταστροφική Εστερ, στη «Βαθιά γαλάζια θάλασσα» του Τέρενς Ράτιγκαν. Η ερμηνεία της δεν ήταν κακή, αλλά η δημοφιλής κινηματογραφική ηθοποιός δεν φάνηκε ικανή να αποφύγει τις αναχρονιστικές παγίδες ενός έργου του 1952, που κάποιες στιγμές θα έλεγε κανείς ότι ασφυκτιά μέσα στη συμβατικότητά του. Ετσι, αντί μέσα από τον πόνο της Εστερ να αναδειχθεί αυτό που ο «Βασιλιάς Λιρ» περιγράφει ως το «βάρος μιας θλιβερής εποχής», ο θεατής αφέθηκε να παρατηρεί την ομοιότητα της σταρ με διάφορες κινηματογραφικές βασίλισσες στο πιο μελοδραματικό τους. Η ηθοποιός ήταν τόσο απασχολημένη να κλαίει ώστε εμπόδισε τους θεατές να κάνουν το ίδιο.
International Herald Tribune, Η Καθημερινή, 20/07/2008
No comments:
Post a Comment