Wednesday, July 23, 2008

«ΜΠΟΡΙΣ ΓΚΟΝΤΟΥΝΟΦ» ΑΠΟ ΤΑ ΜΠΟΛΣΟΪ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ


Ηχοι ζωντανοί, Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 23/07/2008

Μια ολόκληρη γενιά φιλόμουσων γεννήθηκε και μεγάλωσε από τότε που ακούσαμε για τελευταία φορά «Μπορίς Γκοντουνόφ» στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ηταν λίγο πριν από την έναρξη λειτουργίας του Μεγάρου Μουσικής, το 1988, όταν η Οπερα της Βαρσοβίας παρουσίασε το αριστούργημα του Μουσόργκσκι στο Ηρώδειο. Εξι χρόνια νωρίτερα το ακμαίο, τότε, σοβιετικό Μπολσόι είχε προσφέρει το ίδιο έργο. Ακολούθησε μια εικοσαετία στη διάρκεια της οποίας, πλην ελαχίστων, σποραδικών εξαιρέσεων, η αθηναϊκή μουσική ζωή ξέχασε τη ρωσική όπερα. Της τωρινής παρουσίασης του «Γκοντουνόφ» από το αναγεννημένο Μπολσόι προηγήθηκε βομβαρδισμός συνεντεύξεων και άρθρων από τον Τύπο, με προφανές επίκεντρο ενδιαφέροντος τη συμμετοχή του διάσημου κινηματογραφικού σκηνοθέτη Αλεξάντρ Σοκούροφ, που δοκιμαζόταν πρώτη φορά στην όπερα. Το αθηναϊκό κοινό, οπερόφιλο και κινηματογραφόφιλο, ανταποκρίθηκε μαζικά, γεμίζοντας πλήρως την αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του ΟΜΜΑ αμφότερες τις βραδιές (15-16/7/2008). Οταν πρωτοπαρουσιάστηκε στη Μόσχα, τον Απρίλιο του 2007, η πολυδιαφημισμένη αυτή παραγωγή είχε διχάσει. Γνωρίζοντας προκαταβολικά το στίγμα της σκηνοθεσίας, αποκομίσαμε τις αναμενόμενες, αντιφατικές εντυπώσεις: τέλειο ακρόαμα, χλιδάτο, εντυπωσιακό θέαμα.

Φεστιβάλ Αθηνών 2008. «Μπορίς Γκοντουνόφ» του Μουσόργκσκι από το Θέατρο Μπολσόι της Μόσχας· Μπορίς ο Μιχαήλ Καζακόφ
Το σκηνικό θέαμα επιβεβαίωσε απόλυτα όλα αυτά με τα οποία ο Τύπος είχε σπεύσει να προκαταλάβει θετικά τους φίλους της όπερας. Για πολλούς ευτυχώς, για άλλους ατυχώς, η σκηνοθεσία του Σοκούροφ αποδείχτηκε απαρέγκλιτα συμβατική, διακοσμητική και πομπώδης: μέχρις ασφυξίας φορτωμένη με ολοκέντητα, βαρύτιμα κοστούμια και παλαιού τύπου ψευδορεαλιστικά, κρεμαστά σκηνικά, με στατική καθοδήγηση μονωδών και φλύαρα ανεκδοτολογικά ευρήματα, απογοητευτικά αδιάφορη προς κάθε έννοια σύγχρονου, ανανοηματοδοτικού επισχολιασμού.
Γράφτηκε επανειλημμένα ότι η προσέγγιση αυτή υπαγορεύτηκε από σεβασμό στην παράδοση· στην πραγματικότητα το άνοιγμα της οπερατικής «Ρωσικής Κιβωτού» του Σοκούροφ αποκάλυψε το χρυσοστόλιστο ταριχευμένο πτώμα του συντηρητικού σκηνοθετικού ιστορισμού της σοβιετικής περιόδου. Σαφώς, το κατεστημένο της μετασοβιετικής πολιτιστικής ζωής έχει λόγους να απεχθάνεται τις σύγχρονες σκηνοθετικές αναγνώσεις. Ομως, ύστερα από προσεγγίσεις όπως αυτή του Χέρμπερτ Βέρνικε (Ζάλτσμπουργκ, 1994), που εισήγαγε πειστικά στη σκηνοθεσία του «Μπορίς» στοιχεία διαχρονικής ανάγνωσης της Ιστορίας, αβασάνιστα μονοδιάστατες, ιστορικίστικες αναβιώσεις όπως αυτή του Σοκούροφ είναι αδύνατον να σταθούν.
Σήμερα, τέτοιες παραγωγές υπονομεύουν την όπερα ως σκηνικό είδος, υποβαθμίζοντας περιοριστικά το οπτικό μέρος σε διακοσμητική συσκευασία ενός ερεθιστικού ακροάματος. Οσον αφορά δε την «παράδοση», η χειρότερη υπηρεσία που μπορεί κανείς να της προσφέρει είναι να την αναγάγει σε ταφόπλακα της κριτικής θεώρησης του παρελθόντος· ειδικά σε μια χώρα όπως η μετασοβιετική Ρωσία. Το τι φάσματος υπερσυντηρητικά ανακλαστικά πρόσληψης επιβεβαιώνουν και ενισχύουν παρ' ημίν τέτοιες παραγωγές συνιστά παρόμοια περιπεπλεγμένη υπόθεση. Θα το διαπιστώσουμε πάλι στο ξεκίνημα του Φεστιβάλ Αθηνών 2009, στο οποίο η αναποφάσιστη για το στίγμα της ΕΛΣ έχει αποφασίσει να φέρει από τη Βερόνα αναβίωση της πρώτης «Αΐντας» του 1913.
Μουσικά, το πρώτο ανέβασμα της αυθεντικής ενορχήστρωσης του Μουσόργκσκι από το Μπολσόι υπήρξε ανεπιφύλακτα αριστουργηματικό· κι ας μας στέρησε το σπαρακτικό χορωδιακό φινάλε του έργου. Τέτοιου επιπέδου και ομοιογένειας, πολυπληθή διανομή (οι δύο διανομές συναιρέθηκαν άνευ διευκρινίσεων σε μία) και δε σε τόσο απαιτητικό έργο είχαμε να ακούσουμε πολλά χρόνια και πιθανότατα θα αργήσουμε να ξανακούσουμε. Με εξαίρεση τον Ψευδοδημήτρη του τενόρου Ρομάν Μουραβίτσκι, ο οποίος είχε κάποια προβλήματα χροιάς στο άνω όριο της φωνής, όλοι οι υπόλοιποι ρόλοι μονωδών, των βοηθητικών συμπεριλαμβανομένων, άγγιξαν το τέλειο, προσφέροντας ένα απίστευτα ισορροπημένο, μαγευτικά πλούσιο φωνητικό ακρόαμα.
Παρ' ότι πολύ νέος για τον ρόλο του 50χρονου Τσάρου, ο 30χρονος Μιχαήλ Καζακόφ ενσάρκωσε έναν συγκλονιστικής έντασης, συναρπαστικά καλοτραγουδισμένο Μπορίς, καθηλώνοντας το ακροατήριο με τη ρωμαλέα, λαμπερής μεταλλικής χροιάς φωνή του. Ομοια υποβλητικό υπήρξε το σκηνικό πορτρέτο του απεχθούς, δολοπλόκου Πρίγκιπα Σουίσκι από τον τενόρο Μαξίμ Παστέρ, ενώ η μεσόφωνος Ελένα Μανίστινα υπηρέτησε τέλεια τον ρόλο της φιλόδοξης Πολωνής πριγκίπισσας Μαρίνας με τη νεανική, μεστή, ηχηρή φωνή της. Συναρπαστική σε ποιότητα ήχου, δραματική ένταση, βάθος λεπτομέρειας και πλάτος έκφρασης ήταν η διεύθυνση της υπέροχης Ορχήστρας και της ζηλευτά πειθαρχημένης Χορωδίας του Μπολσόι από τον Αλεξάντρ Βεντέρνικοφ.
  • ΥΓ.: Η παντελής απουσία χωριστών, σοβαρών έντυπων προγραμμάτων, ειδικά για τις μείζονες παραστάσεις όπερας, συνιστά ασυνέπεια του Φεστιβάλ Αθηνών απέναντι στο κοινό του. *

No comments: