Tου Παντελή Μπουκάλα, Η Καθημερινή, 23/07/2008
Δεν περνάει καλοκαίρι χωρίς να αναψηλαφήσουμε ένα θέμα που κεντρίζει δεκαετίες τώρα το ενδιαφέρον φιλολόγων, σκηνοθετών, μεταφραστών, ηθοποιών, τεχνοκριτικών, λογοτεχνών, δημοσιογράφων, θεατών και γενικώς φιλότεχνων: ποιος είναι ο δρόμος (όχι ο ευκολότερος αλλά ο γονιμότερος) για να προσεγγίσουμε το αρχαίο δράμα, ποια η μέθοδος για να το αποδώσουμε εντιμότερα υπό τους όρους της δικής μας εποχής. Αφορμή, σταθερή, εθιμική, οι παραστάσεις αρχαιοελληνικών κωμωδιών και τραγωδιών στην Επίδαυρο, στο Ηρώδειο, αλλά και στα πολλά θέατρα της περιφέρειας, είτε νεότευκτα είτε αρχαία που επιτρέπεται η χρήση τους (σε κάποια από αυτά η συμμετοχή του κόσμου παίρνει τη μορφή πανηγυριού, κάπως σαν λιγοθυμισμένος απόηχος μιας πανηγύρεως εδραιωμένης στον θρησκευτικό, ιερό χαρακτήρα της). Πρόκειται κατά κάποιο τρόπο για την αναπαράσταση μιας παράστασης, και μάλιστα σε έδαφος καθόλου ασφαλές, όπου χωρούν πολλά, καλά και κακά, άξια και ανάξια.
Η χρήση που επιφυλάσσουμε στο αρχαίο δράμα είναι μια πτυχή, από τις σπουδαιότερες, της χρήσης που επιφυλάσσουμε γενικότερα στην αρχαία κληρονομιά, ένα μέρος δηλαδή στο οποίο αναγνωρίζονται ευκρινώς όλα όσα (αντιφατικά και αλληλοαναιρούμενα) διακρίνουν το όλον: η βαθιά γνώση συνυπάρχει με την παχυλή πλην ναρκισσευόμενη αμάθεια, το σέβας με την υπεροψία, η πολλή φροντίδα με την προσβλητική προχειρότητα, η αγωνία με την ακκιζόμενη και τάχα ανατρεπτική ελαφρότητα. Αίφνης, ο τρόπος με τον οποίο συγκροτούνται ορισμένοι θίασοι (μόλις έναν - δυο μήνες πριν αρχίσουν να δίνουν παραστάσεις τραγωδίας ή κωμωδίας) από φίρμες ή φιρμίτσες του τηλεοπτικού χειμώνα που μοναδική τους βλέψη είναι να τοκίσουν την πρόσκαιρη αναγνωρισιμότητά τους, η αρπαχτή δηλαδή, έχει τα τυπικά γνωρίσματα της αρχαιοκαπηλίας. Η αρχαιοκαπηλία, ως γνωστόν, δεν γίνεται μόνο με αγάλματα και αγγεία, αλλά και εις βάρος ιδεών.Χάνει κάθε ουσία ο αρχαιοελληνικός λόγος όταν καταντάει απλό πρόσχημα για την ικανοποίηση ποικίλων ιδεολογημάτων, πολιτικής ή καλλιτεχνικής τάξεως. Πρόσχημα, όταν, τσιμπημένοι από σοβινιστικό οίστρο, τον χρησιμοποιούμε σαν «πειστήριο» μιας εσαεί κληρονομούμενης γονιδιακής υπεροχής. Πρόσχημα, όταν η περίφημη «κοιτίδα» μετατρέπεται σε σαρμανίτσα, μέσα στην οποία αποκοιμίζουμε τον εαυτό μας με το νανούρισμα των φυλετικών πρωτείων. Και, ειδικότερα, πρόσχημα, όταν ο Αριστοφάνης (το καθαρά ποιητικό μέγεθος του οποίου είτε αδυνατούμε να το κατανοήσουμε είτε μας τρομάζει και το παρακάμπτουμε) υποβαθμίζεται, σαν μια καρικατούρα πια, σε σκέτη αφορμή «για να πούμε τα δικά μας» με αφερέπονη προπέτεια.
No comments:
Post a Comment