«Παρατήρησα τους θαμώνες των καφενείων προσεκτικά, από πολύ κοντά, στο "ανάμεσα σε δύο πράξεις", στο σημείο που μπορείς να αφουγκραστείς τον άλλο, να τον δεις στη σιωπή του, στο "χάσιμό" του, στο ξέχασμά του. Παρατήρησα πως, περιμένοντας σ΄ έναν χώρο, είναι "μόνοι τους μαζί". Θα είναι μια παράσταση με σιωπή. Τα κείμενα λειτουργούν σαν σπινθήρες, σαν όνειρα που ανοίγουν κόσμους», λέει ο Δημήτρης Κουρτάκης για το «Καφενείο» του (φωτογραφημένος μέσα στο σκηνικό)
ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΥΠΟ ΕΞΑΦΑΝΙΣΙΝ ΚΛΑΣΙΚΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΗΝΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ «ΚΑΦΕΝΕΙΟ», ΜΙΑ ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΥΡΙΩΣ, ΠΟΥ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΡΤΑΚΗΣ ΑΝΕΒΑΖΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ
«Το ψυγείο που βλέπετε είναι από το πρώτο καφενείο που επισκέφθηκα και φωτογράφισα. Το λένε Πανελλήνιον΄΄, είναι στα Πατήσια και το έχει ένας συμπαθέστατος κύριος, ο κύριος Γιάννης. Που θα ΄ρθει να δει και την παράσταση... Το χρησιμοποιούσε σαν αποθηκευτικό χώρο και μας το δάνεισε. Πολύ συγκινητικό. Γιατί το ψυγείο είναι στο καφενείο σαν την καρδιά. Αλλά και οι τσόχες που βλέπετε, οι καρέκλες, από εκεί είναι». Ο Δημήτρης Κουρτάκης έρχεται να κλείσει το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών με μια «αλλιώτικη» πρόταση. Τολμηρή, πρωτότυπη και, αδιαφόρως αποτελέσματος, πολύ ενδιαφέρουσα: «Καφενείο». Ο χώρος ενός καφενείου, επτά ηθοποιοί και μια σύνθεση κειμένων από την αρχαία ελληνική γραμματείαΌμηρος, Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Ιπποκράτης, Λουκρήτιος, Οβίδιος, Πλούταρχος, Παυσανίας- αλλά και από αφηγήσεις περιηγητών, ημερολόγια ανασκαφών και άλλα κείμενα ανάμεσα στον Μύθο και την Ιστορία.
Καθόμαστε στην αίθουσα δοκιμών- στο ίδρυμα «Ελληνικός Κόσμος». Το σκηνικό της διεθνούς καριέρας Αμερικανίδας Μάρσα Γκίνσμπεργκ, ένα διώροφο μνημειακό καφενείο, είναι ήδη στημένο- το ψυγείο του κυρίου Γιάννη στο βάθος, άτακτα ριγμένα στρογγυλά τραπέζια χαρτοπαιγνίου στρωμένα με πράσινη τσόχα, καρέκλες...
Ο Δημήτρης Κουρτάκης ξεκίνησε από τη μουσική. Σπούδασε σύνθεση και πιάνο και τον γνωρίσαμε ως τον μουσικό συνεργάτη του Κωνσταντίνου Ρήγου σε παραστάσεις του με το Χοροθέατρο του ΚΘΒΕ. Το 2004 στράφηκε στο θέατρο: «Αμόρε», Δοκιμές, και ανέβασε το έργο του Σιμελπφένιχ «Αραβική νύχτα». Μία πάρα πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση! Και τώρα, τέσσερα χρόνια μετά, επιστρέφει.
- Πώς ξεκίνησε η ιδέα;Από τους χώρους των καφενείων που σας ενέπνευσαν ή από τα κείμενα;
«Από τους ίδιους τους χώρους. Περπατούσα στην Αθήνα, στις γειτονιές ή στην επαρχία και έβλεπα ξαφνικά αυτά τα καφενεία. Περίεργες εικόνες: κάτι χώροι που για άλλες χρήσεις προορίζονταν και που έχουν γίνει καφενεία. Με συγκεκριμένη, συνήθως, τυπολογία διακόσμησης- το ψυγείο, οι καθρέφτες, μια σόμπα, οι τσόχες, ένα παιχνίδι με κουκλάκια...- κι από εκεί και πέρα ο κάθε ιδιοκτήτης, ανάλογα με το γούστο του, φτιάχνει τον χώρο. Τα καφενεία είναι χώροι που φέρουν το πέρασμα του χρόνου. Και οι άνθρωποι που βλέπεις εκεί είναι ηλικιωμένοι, συνήθως παραιτημένοι από προσωπικές φιλοδοξίες που ίσως είχαν κάποτε, που το συναίσθημά τους βγαίνει ατόφιο- δεν τους ενδιαφέρει πια αν το ιδιωτικό γίνεται δημόσιο». Μαύρο φανελάκι, τζιν, πέδιλα, επιφυλακτικός αλλά με ένα πλούσιο γέλιο.
«Προσπάθησα να αφουγκραστώ τη "μηχανή" αυτών των χώρων. Πήγα σε περισσότερα από εκατό καφενεία, τα φωτογράφιζα- δύο χρόνια κράτησε- και προσπαθούσα να φανταστώ ποιος είναι ο ποιητικός λόγος που θα μπορούσαν να "φέρουν". Οι κουβέντες των θαμώνων τους είναι πολιτικές συνήθως, για πολέμους... Αυτό με οδήγησε στον Ηρόδοτο και στον Θουκυδίδη. Ένιωσα σαν να είναι ένα γηροκομείο αγγελιοφόρων. Πως οι άνθρωποι αυτοί φέρουν ιστορίες που τους στοιχειώνουν και πως προσπαθούν να απαλλαγούν από αυτές. Σκέφτηκα και τους αγγελιοφόρους της τραγωδίας. Τι γίνονται αφού φέρουν την είδηση- ο Αγγελιοφόρος των "Περσών" ας πούμε; Τα κείμενα ήρθαν μετά.
Η παράσταση, πάντως, έστω κι αν χρησιμοποιώ κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, είναι θεατρική. Έχει δραματουργικό άξονα, ένα βέλος εξέλιξης, μια υπόσχεση ιστορίας... Και δεν ήθελα να κάνω μια κιβωτό της ελληνικής Ιστορίας. Επικεντρώθηκα στη χαραυγή, στο μεταίχμιο της Ιστορίας- ανάμεσα στον Μύθο και στην Ιστορία».
- Το όνομα Κουρτάκης (σ.σ.: με την αδελφή του, την καλή ηθοποιό Διώνη Κουρτάκη, είναι η τέταρτη γενιά της οικογένειας των οινοπαραγωγών) και το οικονομικό αντίκρυσμα που προσφέρει είναι η ασφάλειά σας;
Γελάει αμήχανα. «Είναι μια πραγματικότητα. Με τα θετικά της- την ασφάλεια να μπορώ να κάνω τις επιλογές μου- και με τα αρνητικά της».
- Ζείτε με το ένα πόδι στο Βερολίνο και στο Παρίσι και με το άλλο στην Αθήνα.Η επαφή με την ελληνική πραγματικότητα σας απογοητεύει,σας προσγειώνει ή σας τροφοδοτεί;
«Με στενοχωρεί. Με όλα αυτά που ακούω για την πολιτική, με όλα... Και με αδειάζει. Προσπαθώ, όμως, να κάνω όσο μπορώ καλύτερα τη δουλειά μου
- Δεν «κλείνετε την πόρτα», πάντως...
«Είναι το γαμώτο... Νοιάζεσαι. Υπάρχουν εδώ και άνθρωποι δικοί μου... Από την άλλη, είναι και ένας χώρος που γεννάει πράγματα. Τετρακόσιες, πεντακόσιες παραστάσεις τον χρόνο στην Αθήνα μόνο! Τι είναι όλες αυτές οι παραστάσεις; Πρόκειται για καζάνι που βράζει. Είμαι ένας από τους τετρακόσιους. Αλλά είμαι και ακομπλεξάριστος. Ίσως γιατί, όπως έλεγα, προέρχομαι από άλλο χώρο. Δεν με νοιάζει αν θα είμαι σκηνοθέτης πρώτης, δεύτερης ή εικοστής δεύτερης γραμμής... Αυτό που με ενδιαφέρει είναι πως υπάρχουν άνθρωποι της γενιάς μου ή και εκτός της γενιάς μου, όπως ο Γιώργος Λάνθιμος ή η Άντζελα Μπρούσκου ή ο Νίκος Μαστοράκης, που τους πιστεύω και που προσπαθούμε να "συνομιλήσουμε" κι ας κάνουμε διαφορετικό θέατρο».
No comments:
Post a Comment