Στο «Κουκλόσπιτο», που σκηνοθέτησε ο αιρετικός Αμερικανός Λι Μπρούερ, όλα επί σκηνής είναι μινιατούρες- το δωμάτιο, τα αντικείμενα... Οι άντρες είναι νάνοι και μόνο οι δύο γυναίκες του έργου είναι ψηλές. Γιατί η ιψενική ηρωίδα ορθώνει το ανάστημά της και εγκαταλείπει την κουκλίστικη οικογενειακή εστία |
Ακατάλληλη για ανηλίκους είναι η παράσταση «Νόρα/ Το Κουκλόσπιτο του Ίψεν», του αιρετικού σκηνοθέτη Λι Μπρούερ. Πρόκειται για σοκαριστική διασκευή, όπου όλοι οι άντρες είναι νάνοι, το σπίτι και τα αντικείμενα μινιατούρες και μόνο η Νόρα και τα δύο άλλα γυναικεία πρόσωπα του έργου, κανονικές γυναίκες .
Η ιδέα, πρωτότυπη και προβοκατόρικη, δείχνει αμέσως τη φεμινιστική της πρόθεση. Για τον Αμερικανό σκηνοθέτη, που θεωρείται ο ακρογωνιαίος λίθος της θεατρικής πρωτοπορίας εδώ και 40 χρόνια, οι γυναίκες δεν χωράνε στον κόσμο των μικρών και μικρόμυαλων αντρών. Υπονομεύοντας το πατριαρχικό στοιχείο η ιψενική Νόρα, που αρχικά θυσιάστηκε για να σώσει τον άντρα της, αρχίζει σταδιακά να ασφυκτιά.
Συμβολικά και κυριολεκτικά πιέζεται από τον χώρο, προσπαθώντας να προσαρμόσει την αγάπη της και τη συμπεριφορά της απέναντι στα μικρά παιδικά αντικείμενα (ένα πιανάκι, ένα κρεβατάκι, ένα αλογάκι) και στους νάνους άντρες Τόρβαλντ, Νιλς και δρ Ρανκ. Μια «κούκλα» κωμικοτραγική, που αρχίζει να απελευθερώνεται, ξεκινώντας από τις μπούκλες της. Πετάει την ξανθιά περούκα της, βγάζει τους φραμπαλάδες από τα φορέματά της, ορθώνει το ανάστημά της, απλώνει τις κινήσεις της κι εν τέλει υψώνεται απέναντι στον λιλιπούτειο κόσμο.
Άκρως φορμαλιστική, σχεδόν βιτσιόζικη (αισθητικά), η σκηνική ανάγνωση του εβδομηντάχρονου Λι Μπρούερ όχι μόνο δεν αντιμετωπίστηκε με χλευασμό από τη θεατρική κοινότητα, αλλά κέρδισε και το βραβείο Οbie- καλύτερης σκηνοθεσίας.
«Η πατριαρ- χία», εξηγεί ο σκηνοθέτης, «είναι στην πραγματικότητα μικρή και μίζερη, αλλά γαβγίζει τόσο δυνατά που μπορεί να διαφεντεύει πανύψηλες γυναίκες. Ταυτόχρονα, η παράσταση εξερευνά αυτή τη μεταφορά από τη γυναικεία πλευρά, όπου η μητρική αγάπη βρίσκει διέξοδο σ΄ αυτούς τους άντρες, παιδικού μεγέθους, κάτι που τους κάνει να παλιμπαιδίζουν ακόμα περισσότερο».
Η ιστορία της «Νόρας» (1879), που θυσιάστηκε για τον άντρα της, αλλά τελικά εγκατέλειψε τον ίδιο, τα παιδιά τους, την κοινωνική ασφάλεια, για να μεταμορφωθεί από «κούκλα» σε σύμβολο γυναικείας απελευθέρωσης, έχει από την εποχή του Ίψεν κάτι το επαναστατικό, το αντιδραστικό. Στην αμερικανική παράσταση, όμως, η ιστορία αποδομείται, αναπλάθεται, αλλάζει στόχο. Καυτηριάζοντας τα καλούπια των δύο φύλων, τα μεγέθη, τη φαιδρότητα των σχέσεων οδηγείται στην παρωδία, όπου το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: η γυναικάρα εγκαταλείπει τον μικρόμυαλο, καταπιεστή νάνο.
Η ιδέα, πρωτότυπη και προβοκατόρικη, δείχνει αμέσως τη φεμινιστική της πρόθεση. Για τον Αμερικανό σκηνοθέτη, που θεωρείται ο ακρογωνιαίος λίθος της θεατρικής πρωτοπορίας εδώ και 40 χρόνια, οι γυναίκες δεν χωράνε στον κόσμο των μικρών και μικρόμυαλων αντρών. Υπονομεύοντας το πατριαρχικό στοιχείο η ιψενική Νόρα, που αρχικά θυσιάστηκε για να σώσει τον άντρα της, αρχίζει σταδιακά να ασφυκτιά.
Συμβολικά και κυριολεκτικά πιέζεται από τον χώρο, προσπαθώντας να προσαρμόσει την αγάπη της και τη συμπεριφορά της απέναντι στα μικρά παιδικά αντικείμενα (ένα πιανάκι, ένα κρεβατάκι, ένα αλογάκι) και στους νάνους άντρες Τόρβαλντ, Νιλς και δρ Ρανκ. Μια «κούκλα» κωμικοτραγική, που αρχίζει να απελευθερώνεται, ξεκινώντας από τις μπούκλες της. Πετάει την ξανθιά περούκα της, βγάζει τους φραμπαλάδες από τα φορέματά της, ορθώνει το ανάστημά της, απλώνει τις κινήσεις της κι εν τέλει υψώνεται απέναντι στον λιλιπούτειο κόσμο.
Άκρως φορμαλιστική, σχεδόν βιτσιόζικη (αισθητικά), η σκηνική ανάγνωση του εβδομηντάχρονου Λι Μπρούερ όχι μόνο δεν αντιμετωπίστηκε με χλευασμό από τη θεατρική κοινότητα, αλλά κέρδισε και το βραβείο Οbie- καλύτερης σκηνοθεσίας.
«Η πατριαρ- χία», εξηγεί ο σκηνοθέτης, «είναι στην πραγματικότητα μικρή και μίζερη, αλλά γαβγίζει τόσο δυνατά που μπορεί να διαφεντεύει πανύψηλες γυναίκες. Ταυτόχρονα, η παράσταση εξερευνά αυτή τη μεταφορά από τη γυναικεία πλευρά, όπου η μητρική αγάπη βρίσκει διέξοδο σ΄ αυτούς τους άντρες, παιδικού μεγέθους, κάτι που τους κάνει να παλιμπαιδίζουν ακόμα περισσότερο».
Η ιστορία της «Νόρας» (1879), που θυσιάστηκε για τον άντρα της, αλλά τελικά εγκατέλειψε τον ίδιο, τα παιδιά τους, την κοινωνική ασφάλεια, για να μεταμορφωθεί από «κούκλα» σε σύμβολο γυναικείας απελευθέρωσης, έχει από την εποχή του Ίψεν κάτι το επαναστατικό, το αντιδραστικό. Στην αμερικανική παράσταση, όμως, η ιστορία αποδομείται, αναπλάθεται, αλλάζει στόχο. Καυτηριάζοντας τα καλούπια των δύο φύλων, τα μεγέθη, τη φαιδρότητα των σχέσεων οδηγείται στην παρωδία, όπου το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: η γυναικάρα εγκαταλείπει τον μικρόμυαλο, καταπιεστή νάνο.
No comments:
Post a Comment