Του Λέανδρου ΠΟΛΕΝΑΚΗ, Η Αυγή, 20/07/2008
"Ο ουρανός κατακόκκινος", της Λούλας Αναγνωστάκη, πέρα από την αναμφισβήτητη αρτιότητά του ως έργου, όπως μου δόθηκε η ευκαιρία να γράψω παλιότερα, και πέρα από οτιδήποτε άλλο, είναι, πιστεύω, μια συνειδητή κίνηση βάθους της συγγραφέως, που έχει για στόχο της την αναμόχλευση των σπλάχνων της ντόπιας θεατρικής γραφής μας. Η οποία τα τελευταία πενήντα μ' εξήντα χρόνια, μόνη, αβοήθητη από δικούς και ξένους, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, βαλλόμενη από εχθρούς και φίλους παλεύει ακόμα, πολύ περισσότερο από τ' άλλα ήδη έντεχνου λόγου, να κρατήσει ζωντανή τη λαλιά και τη συνείδηση αυτού του τόπου "που τον πελεκάνε και τον καίνε" (Σεφέρης). Ναι, "Ο ουρανός κατακόκκινος" μιλάει άμεσα πολιτικά, είναι φύσει πολιτικό και φύσει στρατευμένο θέατρο, είναι μια γροθιά στο στομάχι, για να ξυπνήσουμε, στο επικίνδυνο σημείο πολιτικής απάθειας και απραξίας που έχουμε φτάσει ως κοινωνία. Και καλά κάνει που είναι πολιτικό και στρατευμένο έργο, επειδή, όντας ένα καλό έργο, δικαιούται να είναι και το ένα και το άλλο. Η παράσταση του Νίκου Χατζόπουλου, γρήγορα, ευτυχώς ξεφεύγει απ' το μοδάτο Μπεκετικό κλίμα "χαρούμενης παρακμής", που σκορπούν οι πρώτες σκηνοθετικές, διερευνητικές νότες-νύξεις, για να παραδοθεί στον δικό του, εσωτερικό, συγκοπτόμενο, αύξοντα, επικό χρόνο, μιας κραυγής που απολιθώθηκε. Αγγίζοντας ανεπαίσθητα τις μυστικές χορδές που συνδέουν το κείμενο της Αναγνωστάκη με τις γραφές του Ντοστογιέφσκι, εκεί όπου ενοχή κι αθωότητα, ουρανός και κόλαση, συναντώνται. Η Ρένη Πιττακή, με πλήρη γνώση του τι κάνει, δίνει στο ρόλο της, μινιμαλιστικά και συμπυκνωμένα, το ήθος μιας τραγικής ηρωίδας. Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη, οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου, είναι πολύτιμα κι αναντικατάστατα χρηστικά εργαλεία.
*
Εγκαινιάζει τη σκηνοθεσία του ως διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου ο Γιάννης Χουβαρδάς, μ' ένα κλασικό γερμανόφωνο ηθογραφικό έργο του μεσοπολέμου, τις "Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης" του Ούγγρου κοσμοπολίτη Έντεν Χόρβατ. Παρά κάποια εποχικά ελαττώματά του, το έργο αντέχει ακόμη στο χρόνο, λόγω, κυρίως, του έντονα πολιτικού χαρακτήρα του. Μέσα από μικρές καθημερινές απλοϊκές ιστορίες ανθρώπων που συνδέονται μεταξύ τους με τρόπο μάλλον χαλαρό, η γραφή του Χόρβατ ξεσκεπάζει τον ελλοχεύοντα φασισμό, έτοιμο να κάνει το αποφασιστικό άλμα προς την εξουσία. Είναι οι καθημερινοί μικροί φασισμοί, μοιάζει να πιστεύει ο συγγραφέας, μέσα στην οικογένεια, στη δουλειά και στις σχέσεις μας, που τρέφουν τον ένα και μεγάλο φασισμό, κι όχι το αντίστροφο. Επιλέγοντας ένα ύφος γκροτέσκο παραμορφωτικής καρικατούρας για να δώσει τις φιγούρες των μελών του ναζιστικού κόμματος και δραματικούς τόνους για να ζωγραφίσει τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου, αντίθετα, ο Χουβαρδάς παραβιάζει τη φόρμα του, αμβλύνει, αν δεν εξουδετερώνει το πολιτικό στοιχείο και οδηγεί το πράγμα σε καθαρό μελόδραμα. Η σκηνοθεσία δεν δείχνει σε καμία στιγμή να είναι μέσα στο έργο, βρίσκεται μονίμως δίπλα του, παίζει με τα "στρατιωτάκια" της. Οι ρόλοι έχουν συλληφθεί κι εκτελούνται εικαστικά, χωρίς ενιαίο υφολογικό παρονομαστή, κι ο άχαρος "χορός" δίνει τη χαριστική βολή. Η κ. Παϊζη, έξοχη νωπογραφία, παίζει μια φιγούρα ιταλικού νεορεαλιστικού δράματος. Η Αγγελική Παπούλια δίνει μια χαρισματική "νατούρα" παραπλανημένης κόρης. Ο Δημήτρης Ήμελλος είναι ηθελημένα σκοτεινός, και ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος απροσανατόλιστος. Ο Θεμιστοκλής Πάνου μουντός, ο Ακύλας Καραζήσης χαραμίζεται σε άγονους πειραματισμούς, η Θέμις Μπαζάκα κάνει αυτό που ξέρει πάντα καλά να κάνει, εκπέμπει σήματα σε σταθερό, γνωστό, προβλέψιμο μήκος κύματος. Ο Γιώργος Γλάστρας με ακανόνιστα φλύαρη κίνηση, ο Νίκος Κουρής διασώζεται στην "κανονική" του μανιέρα, η Όλγα Δαμάνη τουλάχιστον δεν καταποντίζεται, η Άλκηστις Πουλοπούλου είναι σε λάθος διανομή. Μουσική επεξεργασία (Ν. Πλάτανος), κοστούμια και σκηνικά (Χέρμπερτ Μουρούιερ), επιτείνουν τη σύγχυση.
*
Τα "Ευαγγέλια στον Κολωνό" που είδαμε στο "Ηρώδειο" (μια διασκευή για νέγρικη μουσική και φωνές "σπιρίτουαλ" του μύθου και των τραγωδιών του Οιδίποδα, των Λη Μπρόγιερ και Μπομπ Τέλσον), είναι, από όσο μπορώ να κρίνω, μια απλώς ανεκτή μουσική παράσταση (ούτε κρύο ούτε ζέστη), αλλά από άποψη θεατρική, βρίσκεται στο Ναδίρ. Είναι νηπιακή. Δεν βλέπω να έχει καμία σχέση με τους Οιδίποδες, αυτό το περίεργο Χριστιανικό (;) μυστήριο χωρίς αρχή και τέλος, και δεν γνωρίζω γιατί επιλέχθηκε να παρουσιαστεί στο Ελληνικό Φεστιβάλ. Αλλά αυτό είναι ένα γενικότερο ερώτημα, που θα μας απασχολήσει σύντομα.
"Ο ουρανός κατακόκκινος", της Λούλας Αναγνωστάκη, πέρα από την αναμφισβήτητη αρτιότητά του ως έργου, όπως μου δόθηκε η ευκαιρία να γράψω παλιότερα, και πέρα από οτιδήποτε άλλο, είναι, πιστεύω, μια συνειδητή κίνηση βάθους της συγγραφέως, που έχει για στόχο της την αναμόχλευση των σπλάχνων της ντόπιας θεατρικής γραφής μας. Η οποία τα τελευταία πενήντα μ' εξήντα χρόνια, μόνη, αβοήθητη από δικούς και ξένους, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, βαλλόμενη από εχθρούς και φίλους παλεύει ακόμα, πολύ περισσότερο από τ' άλλα ήδη έντεχνου λόγου, να κρατήσει ζωντανή τη λαλιά και τη συνείδηση αυτού του τόπου "που τον πελεκάνε και τον καίνε" (Σεφέρης). Ναι, "Ο ουρανός κατακόκκινος" μιλάει άμεσα πολιτικά, είναι φύσει πολιτικό και φύσει στρατευμένο θέατρο, είναι μια γροθιά στο στομάχι, για να ξυπνήσουμε, στο επικίνδυνο σημείο πολιτικής απάθειας και απραξίας που έχουμε φτάσει ως κοινωνία. Και καλά κάνει που είναι πολιτικό και στρατευμένο έργο, επειδή, όντας ένα καλό έργο, δικαιούται να είναι και το ένα και το άλλο. Η παράσταση του Νίκου Χατζόπουλου, γρήγορα, ευτυχώς ξεφεύγει απ' το μοδάτο Μπεκετικό κλίμα "χαρούμενης παρακμής", που σκορπούν οι πρώτες σκηνοθετικές, διερευνητικές νότες-νύξεις, για να παραδοθεί στον δικό του, εσωτερικό, συγκοπτόμενο, αύξοντα, επικό χρόνο, μιας κραυγής που απολιθώθηκε. Αγγίζοντας ανεπαίσθητα τις μυστικές χορδές που συνδέουν το κείμενο της Αναγνωστάκη με τις γραφές του Ντοστογιέφσκι, εκεί όπου ενοχή κι αθωότητα, ουρανός και κόλαση, συναντώνται. Η Ρένη Πιττακή, με πλήρη γνώση του τι κάνει, δίνει στο ρόλο της, μινιμαλιστικά και συμπυκνωμένα, το ήθος μιας τραγικής ηρωίδας. Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη, οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου, είναι πολύτιμα κι αναντικατάστατα χρηστικά εργαλεία.
*
Εγκαινιάζει τη σκηνοθεσία του ως διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου ο Γιάννης Χουβαρδάς, μ' ένα κλασικό γερμανόφωνο ηθογραφικό έργο του μεσοπολέμου, τις "Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης" του Ούγγρου κοσμοπολίτη Έντεν Χόρβατ. Παρά κάποια εποχικά ελαττώματά του, το έργο αντέχει ακόμη στο χρόνο, λόγω, κυρίως, του έντονα πολιτικού χαρακτήρα του. Μέσα από μικρές καθημερινές απλοϊκές ιστορίες ανθρώπων που συνδέονται μεταξύ τους με τρόπο μάλλον χαλαρό, η γραφή του Χόρβατ ξεσκεπάζει τον ελλοχεύοντα φασισμό, έτοιμο να κάνει το αποφασιστικό άλμα προς την εξουσία. Είναι οι καθημερινοί μικροί φασισμοί, μοιάζει να πιστεύει ο συγγραφέας, μέσα στην οικογένεια, στη δουλειά και στις σχέσεις μας, που τρέφουν τον ένα και μεγάλο φασισμό, κι όχι το αντίστροφο. Επιλέγοντας ένα ύφος γκροτέσκο παραμορφωτικής καρικατούρας για να δώσει τις φιγούρες των μελών του ναζιστικού κόμματος και δραματικούς τόνους για να ζωγραφίσει τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου, αντίθετα, ο Χουβαρδάς παραβιάζει τη φόρμα του, αμβλύνει, αν δεν εξουδετερώνει το πολιτικό στοιχείο και οδηγεί το πράγμα σε καθαρό μελόδραμα. Η σκηνοθεσία δεν δείχνει σε καμία στιγμή να είναι μέσα στο έργο, βρίσκεται μονίμως δίπλα του, παίζει με τα "στρατιωτάκια" της. Οι ρόλοι έχουν συλληφθεί κι εκτελούνται εικαστικά, χωρίς ενιαίο υφολογικό παρονομαστή, κι ο άχαρος "χορός" δίνει τη χαριστική βολή. Η κ. Παϊζη, έξοχη νωπογραφία, παίζει μια φιγούρα ιταλικού νεορεαλιστικού δράματος. Η Αγγελική Παπούλια δίνει μια χαρισματική "νατούρα" παραπλανημένης κόρης. Ο Δημήτρης Ήμελλος είναι ηθελημένα σκοτεινός, και ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος απροσανατόλιστος. Ο Θεμιστοκλής Πάνου μουντός, ο Ακύλας Καραζήσης χαραμίζεται σε άγονους πειραματισμούς, η Θέμις Μπαζάκα κάνει αυτό που ξέρει πάντα καλά να κάνει, εκπέμπει σήματα σε σταθερό, γνωστό, προβλέψιμο μήκος κύματος. Ο Γιώργος Γλάστρας με ακανόνιστα φλύαρη κίνηση, ο Νίκος Κουρής διασώζεται στην "κανονική" του μανιέρα, η Όλγα Δαμάνη τουλάχιστον δεν καταποντίζεται, η Άλκηστις Πουλοπούλου είναι σε λάθος διανομή. Μουσική επεξεργασία (Ν. Πλάτανος), κοστούμια και σκηνικά (Χέρμπερτ Μουρούιερ), επιτείνουν τη σύγχυση.
*
Τα "Ευαγγέλια στον Κολωνό" που είδαμε στο "Ηρώδειο" (μια διασκευή για νέγρικη μουσική και φωνές "σπιρίτουαλ" του μύθου και των τραγωδιών του Οιδίποδα, των Λη Μπρόγιερ και Μπομπ Τέλσον), είναι, από όσο μπορώ να κρίνω, μια απλώς ανεκτή μουσική παράσταση (ούτε κρύο ούτε ζέστη), αλλά από άποψη θεατρική, βρίσκεται στο Ναδίρ. Είναι νηπιακή. Δεν βλέπω να έχει καμία σχέση με τους Οιδίποδες, αυτό το περίεργο Χριστιανικό (;) μυστήριο χωρίς αρχή και τέλος, και δεν γνωρίζω γιατί επιλέχθηκε να παρουσιαστεί στο Ελληνικό Φεστιβάλ. Αλλά αυτό είναι ένα γενικότερο ερώτημα, που θα μας απασχολήσει σύντομα.
No comments:
Post a Comment