Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 21/07/2008
Διάσημο δημιούργημα του 1975, που γεννήθηκε στο περιβάλλον του Χοροθεάτρου του Βούπερταλ, η χορογραφημένη όπερα «Ορφέας και Ευρυδίκη» της Πίνα Μπάους εντάχθηκε το 2005 στο μόνιμο ρεπερτόριο του μπαλέτου της Οπερας του Παρισιού. Αναβίωση αυτής της αριστουργηματικής παραγωγής, όπως πλέον υλοποιείται από τις δυνάμεις του γαλλικού λυρικού θεάτρου, προσέφερε φέτος το Φεστιβάλ Αθηνών στο ελληνικό κοινό.
Ο Ορφέας (Γιαν Μπριντάρ) και η Ευρυδίκη (Μαρί-Ανιές Ζιλό), χορευτές του μπαλέτου της Οπερας του Παρισιού, σε μια σκηνή από την παράσταση της Πίνα Μπάους |
Συναιρώντας για πολλοστή φορά με ριψοκίνδυνο διασκελισμό το δυσθεώρητο χάσμα ανάμεσα στην ιδεατή καταγωγή της ευρωπαϊκής όπερας από το αρχαίο δράμα και στον φυσικό, ιστορικό τόπο όπου αυτό παραστάθηκε, η αναβίωση έλαβε χώρα στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου (19-20/7/2008). Ετσι, 33 χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση του «Ορφέα», η 68χρονη επίγονος του εκφραστικού χορού στη Γερμανία είχε τη χαρά να δει το «κομμάτι» της (έτσι αρέσκεται να αποκαλεί τις χορογραφίες της) να ανασταίνεται στο διασημότερο λίκνο του αρχαίου δράματος. Οι εντυπώσεις που αποκομίσαμε από την παράσταση ήταν άριστες.
Η αδιαίρετα υβριδική ταυτότητα του χοροθεατρικού έργου που παρακολουθήσαμε, είχε οριστεί από την αρχική, προ τριών δεκαετιών, σύλληψη. Επιβάλλοντας -καλλιτεχνικώ δικαίω- τη δική της «ρομαντική» ανάγνωση της όπερας του Γκλουκ, η Μπάους χορογραφεί το ακρόαμα της αρχικής εκδοχής (Βιέννη, 1762), περικόπτοντας την ορχηστρική εισαγωγή και την ευτυχισμένη απόληξη (ρετσιτατίβο Ερωτα-Ορφέα-Ευρυδίκης). Ωστόσο, στην εκφραστική/ δραματική διάπλαση του αποτελέσματος, εμπνέεται και από την ιστορία της παριζιάνικης παρουσίασης του έργου. Επίσης, το ακρόαμα δίδεται στα γερμανικά αντί της ιταλικής του πρωτότυπου και με μεσόφωνο στον ρόλο τού Ορφέα, ο οποίος στη Βιέννη είχε αποδοθεί από καστράτο.
Τα αυτά ισχύουν και για το δίδυμο Χορός-Χορωδία. Θέμα ανοιχτό προς συζήτηση παραμένει το πώς λειτούργησε η μεταφορά της παραγωγής του «Ορφέα» στην υπαίθρια ορχήστρα της Επιδαύρου. Μινιμαλιστική και συνειδητά κλειστοφοβική, δομημένη σε άρρηκτη σχέση προς τη χορογραφία και συνεπώς μη επιδεκτική αλλαγών, η αιθέρια σκηνογραφική σύλληψη του Ρολφ Μπόρζικ (1975) απλώς φιλοξενήθηκε σε μια υπερυψωμένη, κατάμαυρη πλατφόρμα, που έκατσε καταφανώς βαριά στο ευαίσθητο ερείπιο του αργολικού θεάτρου.
Αν κάπου συντελέστηκε η πολύτιμη διεπαφή ανάμεσα στον κατά Γκλουκ/Μπάους «Ορφέα» και στον αρχαιοελληνικό τόπο, αυτό εντοπίζεται αποκλειστικά στο ιδεαλιστικό πεδίο και, οπωσδήποτε, βοηθήθηκε ιδιαίτερα από τη φευγάτη μίξη φυσικών και αισθητικών ατμοσφαιρών: το δροσερό καλοκαιρινό βράδυ κάτω απ' τον έναστρο ουρανό, η μουσική του Γκλουκ, τα ορχούμενα σώματα και οι άδουσες φωνές, η εστιασμένη εγρήγορση χιλιάδων θεατών σε αμφιθεατρική σύναξη, η επαφή με τις χλιαρές πέτρες του αρχαίου θεάτρου...
Αψογο, καλοεστιασμένο, εκφραστικό, με ωραία μίξη φωνητικών ηχοχρωμάτων υπήρξε το τραγούδι της χορωδίας. Νευρώδης και αιχμηρή, μεστή μουσικότητας, ταιριαστή στο ύφος της εποχής και του συνθέτη, η διεύθυνση του Χένγκελμπροκ εξασφάλισε συναρπαστικές κορυφώσεις δραματικής έντασης και συγκινητικότατες παραγράφους λυρικής έξαρσης. Μια σημαντική, ιστορική στιγμή του ευρωπαϊκού πολιτισμού των παραστατικών τεχνών, που εγγράφηκε ανεξίτηλα στη μνήμη.
Η αδιαίρετα υβριδική ταυτότητα του χοροθεατρικού έργου που παρακολουθήσαμε, είχε οριστεί από την αρχική, προ τριών δεκαετιών, σύλληψη. Επιβάλλοντας -καλλιτεχνικώ δικαίω- τη δική της «ρομαντική» ανάγνωση της όπερας του Γκλουκ, η Μπάους χορογραφεί το ακρόαμα της αρχικής εκδοχής (Βιέννη, 1762), περικόπτοντας την ορχηστρική εισαγωγή και την ευτυχισμένη απόληξη (ρετσιτατίβο Ερωτα-Ορφέα-Ευρυδίκης). Ωστόσο, στην εκφραστική/ δραματική διάπλαση του αποτελέσματος, εμπνέεται και από την ιστορία της παριζιάνικης παρουσίασης του έργου. Επίσης, το ακρόαμα δίδεται στα γερμανικά αντί της ιταλικής του πρωτότυπου και με μεσόφωνο στον ρόλο τού Ορφέα, ο οποίος στη Βιέννη είχε αποδοθεί από καστράτο.
- Σώματα φωνών, φωνές σωμάτων
Τα αυτά ισχύουν και για το δίδυμο Χορός-Χορωδία. Θέμα ανοιχτό προς συζήτηση παραμένει το πώς λειτούργησε η μεταφορά της παραγωγής του «Ορφέα» στην υπαίθρια ορχήστρα της Επιδαύρου. Μινιμαλιστική και συνειδητά κλειστοφοβική, δομημένη σε άρρηκτη σχέση προς τη χορογραφία και συνεπώς μη επιδεκτική αλλαγών, η αιθέρια σκηνογραφική σύλληψη του Ρολφ Μπόρζικ (1975) απλώς φιλοξενήθηκε σε μια υπερυψωμένη, κατάμαυρη πλατφόρμα, που έκατσε καταφανώς βαριά στο ευαίσθητο ερείπιο του αργολικού θεάτρου.
Αν κάπου συντελέστηκε η πολύτιμη διεπαφή ανάμεσα στον κατά Γκλουκ/Μπάους «Ορφέα» και στον αρχαιοελληνικό τόπο, αυτό εντοπίζεται αποκλειστικά στο ιδεαλιστικό πεδίο και, οπωσδήποτε, βοηθήθηκε ιδιαίτερα από τη φευγάτη μίξη φυσικών και αισθητικών ατμοσφαιρών: το δροσερό καλοκαιρινό βράδυ κάτω απ' τον έναστρο ουρανό, η μουσική του Γκλουκ, τα ορχούμενα σώματα και οι άδουσες φωνές, η εστιασμένη εγρήγορση χιλιάδων θεατών σε αμφιθεατρική σύναξη, η επαφή με τις χλιαρές πέτρες του αρχαίου θεάτρου...
- Καλύτερος ήχος από τη «Μήδεια»
Αψογο, καλοεστιασμένο, εκφραστικό, με ωραία μίξη φωνητικών ηχοχρωμάτων υπήρξε το τραγούδι της χορωδίας. Νευρώδης και αιχμηρή, μεστή μουσικότητας, ταιριαστή στο ύφος της εποχής και του συνθέτη, η διεύθυνση του Χένγκελμπροκ εξασφάλισε συναρπαστικές κορυφώσεις δραματικής έντασης και συγκινητικότατες παραγράφους λυρικής έξαρσης. Μια σημαντική, ιστορική στιγμή του ευρωπαϊκού πολιτισμού των παραστατικών τεχνών, που εγγράφηκε ανεξίτηλα στη μνήμη.
No comments:
Post a Comment