ΟΣΑ ΘΑ ΚΑΤΑΤΕΘΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΡΧΟΜΕΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ, ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ Ή ΑΙΣΘΗΤΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ. ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΗΘΙΚΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΑΜΑ ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ.Επ' ευκαιρία ενός συμπτώματος που ανήκει στα λεγόμενα πολιτιστικά γεγονότα αλλά ερμηνεύει τα σύνδρομα της εν γένει πολιτικής και δημόσιας ηθικής μας πρακτικής, θα προσπαθήσω να κτυπήσω τη μεγάλη καμπάνα εν ονόματι ενός λαού, του οποίου απλώς είμαι ένα απειροελάχιστο μόριο, ενός λαού που έρμαιο πλέον συστηματικών και συνειδητών στρατηγικών γνωστής και με ταυτότητα πλέον συμμορίας, οδηγείται στην αγελοποίηση και στη λοβοτομή. Γιατί μόνο αγέλη μπορεί να χαρακτηριστούν οι δέκα χιλιάδες άνθρωποι που αδιαμαρτύρητα αλλά με χάχανα, παλαμάκια και γηπεδική συμμετοχή ανέχτηκαν μια χυδαία, ανήθικη και φασιστική πράξη στο Θέατρο της Επιδαύρου. Σπεύδω να τονίσω πως το θλιβερό βρίσκεται στην ασφαλή πιθανότητα η μεγάλη πλειοψηφία των θεατών της 12/7/2008 ημέρας Σαββάτου να ήταν παιδιά και εγγόνια θεατών που πριν από 50, 40, 30 και 20 χρόνια στην ίδια θέση, με τα ίδια μέσα είχαν προσέλθει και είχαν μεθύσει με τη διδασκαλία ενός Ροντήρη, ενός Μινωτή, ενός Μουζενίδη, ενός Κουν, ενός Βολανάκη, μιας Παξινού, ενός Κωτσόπουλου, ενός Νέζερ, ενός Φωκά, ενός Θρασύβουλου Σταύρου, ενός Γρυπάρη για να μείνω μονάχα στους νεκρούς. Πρώτο λοιπόν πολιτικό, και μόνο πολιτικό ερώτημα, μείζων απορία: πώς και με ποιον τρόπο, με ποια μέσα, ποιοι και με ποιον σκοπό κατόρθωσαν να αλλοτριώσουν έναν ολόκληρο λαό, να τον εξανδραποδίσουν πνευματικά, να τον ευτελίσουν, να τον τυφλώσουν, να τον κουφάνουν και να τον ευνουχίσουν (και όχι μόνο μεταφορικά); Τα «Επιδαύρια» ιδρύθηκαν ως δημόσιος πολιτιστικός θεσμός μόλις είχαμε βγει από την εμφύλια αιματοχυσία, χωρίς σχολεία, χωρίς βιβλία, χωρίς δημόσια και υπεύθυνη πνευματική ζωή. Και για χρόνια το αρχαίο κοίλον συγκέντρωνε χωρίς ταξικές διακρίσεις, χωρίς πιστοποιητικά φρονημάτων, χωρίς επίδειξη πτυχίων και τίτλων σπουδών χιλιάδες λαού. Για να παραστεί σε τι; Στη μίμηση σπουδαίας πράξεως. Να μεθύσει με τον μεγάλο ποιητικό λόγο, να ευφρανθεί από την τέλεια αίσθηση του ελληνικού ρυθμού. Γιατί εκεί, στον υπαίθριο ναό του πολιτισμού μαζί με τους χωροστατούντες Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αριστοφάνη συλλειτουργούσαν ιερείς και διάκονοι, μελωδοί και ψάλτες, πρωτοχορευτές και μαστόροι του πινέλου, σύγχρονοι μεγάλοι Έλληνες: Γρυπάρης, Βάρναλης, Πρεβελάκης, Σταύρου, Σάρρος, Χειμωνάς, Αντίοχος Ευαγγελάτος, Βάρβογλης, Χρήστου, Ξενάκης, Λουκία, Ραλλού Μάνου, Νικολούδη, Φλερύ, Φωκάς, Κλώνης, Χαρατζίδης, Βασίλης Φωτόπουλος, Βασιλειάδης, Νικολάου, Γκίκας, Βακαλό (πάντα θα μείνω στους νεκρούς γιατί τη μνήμη τους προχθές κυρίως το θέαμα, το ακρόαμα και το κάμωμα που υποστήκαμε, βανδάλισε). Πώς μέσα σε είκοσι χρόνια αλλοιώθηκε το ήθος ενός λαού που κατέκλυζε τις κερκίδες σεβαστικό, κριτικό, αξιοπρεπές αλλά και άκρως ευαίσθητο; Δεν γίνονταν και κακές παραστάσεις στην Επίδαυρο; Πολλές. Αλλά δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Και στον πολιτισμό και στον ηθικό βίο και στον πολιτικό η ζωή, το εκκρεμές «έρπει» από το εσθλόν στο κακόν και αντίστροφα. Είναι νόμος των πραγμάτων. Αλλά πάντα υπήρχε σαφής, αναγνωρίσιμη η καλή πρόθεση. Όλοι προσπαθούσαν με τα μέσα τους, την παιδεία τους, την αγωγή τους, το γούστο τους να υπηρετήσουν τα μεγάλα κείμενα και να συγκινήσουν αλλά και να εκπαιδεύσουν αισθητικά το κοινό που ερχόταν διψασμένο και από την τρέχουσα εκπαίδευση αμύητο και απληροφόρητο. Γιατί για χρόνια η Επίδαυρος ήταν ένα μεγάλο, ελεύθερο σχολείο, συνέτεινε στην ανάπτυξη μιας δημοκρατίας των ιδεών. Από πού κι ώς πού ο σπουδαρχίδης, δυστυχώς φιλόλογος, γιος φιλολόγου και αδελφός φιλολόγου, σκηνοθέτης (κατά δήλωσή του) ονομάζει, στις συνεντεύξεις του και με θλιβερά στιχάκια ημερολογίου στην παράσταση, μουσείο, νεκροταφείο τις προσπάθειες αναβίωσης του δράματος (φτύνει και αυτή τη λέξη). Νεκροταφείο και μουσείο όταν αποδεδειγμένα οι παραστάσεις του αρχαίου δράματος από το 1901 είναι μόνο πειραματικές; Πού είναι το μουσείο; Τα μεγάλα κείμενα παίζονται από μετάφραση, μουσική, σκηνογραφία, ενδυματολογία, χορογραφία (στοιχεία παντελώς άγνωστα σε μας σήμερα, οι πληροφορίες ελάχιστες, συγκεχυμένες) όλα σύγχρονα, προτάσεις, υποθέσεις. Και βέβαια η υποκριτική και η «φωνή» των κειμένων σύγχρονη. Ποιο μουσείο, αστοιχείωτε; Ούτε καν προσωπεία, που ήταν στοιχεία εικαστικά του ευρωπαϊκού θεάτρου πλην εξαιρέσεων και μάλιστα για αισθητικούς λόγους δεν χρησιμοποίησε εκατό τόσα χρόνια η νεοελληνική σκηνική παράδοση. Νεκροταφείο λοιπόν η «Ορέστεια» του Ροντήρη, η «Ηλέκτρα» του που τίναξε στον αέρα τους ανύποπτους Άγγλους και Γερμανούς του 1939. Νεκροταφείο ο «Οιδίπους Τύραννος» του Μινωτή που ξεσήκωσε ιδεολογικές έριδες όταν από το 1952 καβάλησε τον βωμό και θεωρήθηκε από τους αρχαιολόγους ιερόσυλος; Νεκροταφείο οι «Όρνιθες» του Κουν, νεκροταφείο η «Ηλέκτρα», η «Μήδεια» του Βολανάκη; Νεκροταφείο η «Ηλέκτρα» του Ευαγγελάτου που όταν ανέβηκε κάποια φαντάσματα του Εθνικού κάνανε νύχτα βουντού στη Θυμέλη της Επιδαύρου; Και νεκροταφείο η εποποιία του Σολομού, ο οποίος παρέλαβε έναν συκοφαντημένο Αριστοφάνη, έναν ευτελισμένο από τους τραβεστί και τον αποκατέστησε «Ζωντανό» να χορεύει ζεϊμπέκικο; Αλλά, στον θεό σου, μειράκιο, νεκροταφείο οι παραστάσεις του Ντουφεξή, του Ρεμούνδου, του Βουτσινά, του Χουβαρδά, του Μαυρίκιου, του Μιχαηλίδη, του Μαρμαρινού, του Τερζόπουλου; Οι αναγνώστες μου γνωρίζουν πως πολλές από αυτές τις τελευταίες με βρήκαν αντίθετο και αυστηρά στάθηκα απέναντί τους. Αλλά δεν χαρακτήρισα ποτέ, γιατί είναι η αλήθεια, μουσείο, νεκροταφείο.
Μουσειακή η υποκριτική της Συνοδινού, του Μινωτή, του Τσακίρογλου, του Κούρκουλου, του Κιμούλη, της Παπαθανασίου, της Κονιόρδου, της Φωτοπούλου, του Βασ. Δαμαντόπουλου, του Λαζάνη, του Χατζησάββα, του Βογιατζή;
Ο οιηματίας σκηνοθέτης του ανεκδιήγητου σκουπιδοτενεκέ που κόπρισε πάνω στο έργο και στο όνομα του Αριστοφάνη ευτύχησε, και λόγω ειδικής εύνοιας, να πρωταγωνιστήσει στην Επίδαυρο δίπλα στον Μινωτή, με σκηνοθέτη τον Σολομό, τον Ευαγγελάτο. Στέριωσε την καριέρα του λοιπόν σε μουσειακές νεκρές παραστάσεις; Θέλησε να ευτελίσει και να απαξιώσει τον Αριστοφάνη στο πλέον επίδοξο, φιλολογικότερο και πλέον πολιτικό του δημιούργημα. Οι «Βάτραχοι» είναι ένα αγωνιώδες κείμενο ενός υπεύθυνου πολίτη που σε μιαν εποχή σαν τη δική μας, απ΄ όπου λείπει ο πνευματικός δάσκαλος, ο παλμογράφος της εποχής, αναζητεί μήνυμα, συνταγή βίου, σωσίβιο, πυξίδα παιδείας. Και φτάνει αναζητώντας αυτός ο ποιητής, ο θεατρικός συγγραφέας, να γίνει- παράδοξο;- ο πρώτος ολοκληρωμένος θεατρικός κριτικός στην ιστορία του πολιτισμού. Οι μισοί στίχοι των «Βατράχων» είναι μια συστηματική φιλολογική, αισθητική, μορφολογική, πολιτική και κοινωνική κριτική της θεατρικής πράξης. Από την εποχή εκείνη (405 π.Χ.) η θεατρική κριτική μεθοδολογία δεν προχώρησε ούτε ρούπι. Έχει προβλέψει και τον λειτουργισμό, τον δομισμό, την αποδόμηση, τον φορμαλισμό, ακόμη και τον κριτικό εξπρεσιονισμό αυτό το θηρίο. Και βρέθηκε ένας αλαζόνας ημιμαθής (έτσι θα έπρεπε) να τον ανασκολοπίσει για να κάνει την πλάκα του, τον χαβαλέ του με δημόσιο χρήμα. Γιατί αυτή την «παράσταση», την πλήρωσε το κοινό και μια παράσταση με τόσο μπούγιο δεν κοστίζει σήμερα λιγότερο από 300.000 ευρώ. Και αφού το πλήρωσες το εξάμβλωμα, αφελή θεατή, πλήρωσες και από πάνω εισιτήριο, βενζίνη, φαΐ, διόδια, πιστεύοντας ότι θα δεις Αριστοφάνη και συνειδητά σου πλασάρανε ντέρμπι, σκυλάδικο και ένα ποτπουρί από Λαμπίρη, Αρναούτογλου, Στεφανίδου και Χίο. Και τους αποθέωσες. Γιατί βρήκε ο γύφτος τη γενιά του. Τη Δευτέρα θα αναλύσω γιατί ό,τι συστηματικά επιχειρήθηκε, μας επιστρέφει στην εποχή που ο Αριστοφάνης παιζόταν από τραβεστί, τις «αδελφές» Μάνου, τον Ροζάιρου και τον Ζαζά, από ΄κεί δηλαδή που τον γλίτωσε ο Σολομός, ο Κουν, ο Βολανάκης, ο Ευαγγελάτος, ο Τσιάνος, ο Ιορδανίδης, ο Χαραλάμπους, ο Γαβριηλίδης, δηλαδή ό,τι ο σπαστικός σκηνοθέτης, πρωταγωνιστής ονομάζει νεκροταφείο. ΥΓ. Η κακογραφία του χειρογράφου με υπονομεύει συνεχώς. Στην κριτική για τον «Φιλοκτήτη» παραναγιγνώσκοντας χαρακτήριζε τον Λούλη «κινηματογραφικό τέρας» αντί του ορθού «κινηματογραφικότερος».
No comments:
Post a Comment