Είκοσι δύο χρόνια συμπληρώνονται στις 29 Οκτώβρη που «έφυγε» από τη ζωή ο σπουδαίος ηθοποιός, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, ο άνθρωπος που ακόμη χαρίζει το γέλιο στους θεατές. Ο ίδιος πίστευε ότι έγινε καλός κωμικός λόγω της παιδικής του θλίψης και από τις αναμνήσεις των προσφύγων, κυνηγώντας με πάθος τις μικρές στιγμές ευτυχίας με τη χάρη, τη δημιουργικότητα και την πρωτοτυπία ενός «Καλού στρατιώτη Σβέικ». «Εφυγε» έχοντας ζήσει μια ζωή γεμάτη, αληθινή, ουσιαστική, πλήρη δημιουργίας και ιδανικών. Μια ζωή που αντιστρατεύτηκε «αυτούς που θέλουν να γίνει η ζωή του λαού μας νάιλον, από τις τροφές, μέχρι τις ιδέες» - όπως είχε πει σε συνέντευξή του στον «Ρ».
Γεννήθηκε στη Ζάτουνα της Γορτυνίας στις 20 Απρίλη του 1913. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, καθώς έμεινε νωρίς ορφανός από πατέρα. Ξεκίνησε να σπουδάζει στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά την παράτησε στο δεύτερο έτος. Η καλλιτεχνική του φύση τον οδήγησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (τότε Βασιλικού Θεάτρου). Απογοητεύεται νωρίς και φεύγει πηγαίνοντας στη Δραματική Σχολή του Κουνελάκη, παίρνοντας μαζί του το προσωνύμιο «γέρος» λόγω της ιδιαίτερης μπάσας φωνής του. Πρεμιέρα στη θεατρική του καριέρα έκανε στο 1932, στην παράσταση «Λοκαντιέρα», με το θίασο Κουνελάκη. Το 1934 κάνει την πρώτη του περιοδεία με το θίασο «Δράματος, κωμωδίας, κωμειδυλλίου και επιθεωρήσεως» του Θεμιστοκλή Νέζερ, ως αντιγραφέας και πέμπτος κατά σειρά κωμικός στην αυστηρή ιεραρχία που επικρατούσε τότε στα θέατρα. Ακολουθεί η περίοδος που ο ηθοποιός περιφέρεται στην ελληνική επαρχία με θιάσους μπουλουκιών με πενιχρά μεροκάματα, αλλά αποκτώντας μια πολύτιμη πείρα σκηνής και ζωής. Το 1945 εκδίδει μια σειρά ποιημάτων με τίτλο «Τα μπουλούκια». Το 1939 παίζει στο «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ με τον πρωτοεμφανιζόμενο θίασο του Κάρολου Κουν.
Λίγο πριν τον πόλεμο του '40, ξαναρχίζει η περιπλάνησή του με μικρούς θιάσους και μετά κάνει ένα σύντομο πέρασμα απ' το χώρο του βαριετέ και το θέατρο της Κατερίνας, συμμετέχοντας σε πολεμικές επιθεωρήσεις και μουσικές ηθογραφίες. Μεταπηδάει στο θίασο Αργυρόπουλου, παίζοντας το ρόλο του Ασλάκσιν στον «Εχθρό του λαού» του Ερρίκου Ιψεν.
Στη διάρκεια της Κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Τα Δεκεμβριανά, η εξορία του στην Ελ Ντάμπα, το εμφυλιακό κλίμα, οι διώξεις των ΕΑΜιτών ηθοποιών, τον κρατούν για δύο χρόνια μακριά από την πρωταγωνιστική του θέση. Η Συμφωνία της Βάρκιζας τον βρίσκει πίσω από τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου. Στα τέλη Μάρτη του 1945, παίρνει το δρόμο του γυρισμού. «Εμείς που ήρθαμε τελευταίοι» - γράφει στην αυτοβιογραφία του - «είχαμε περάσει πάνω από δυόμισι μήνες στην έρημο. Είχαμε δοκιμάσει πολλούς εξευτελισμούς, πολλούς πόνους, πολλά βάσανα. Και στα σύρματα είχαμε αφήσει ένα ματωμένο κομμάτι της ζωής μας».
Το 1950-51 ο Φωτόπουλος ήταν, ήδη, ταιριαστό θεατρικό δίδυμο με τον Ντίνο Ηλιόπουλο, όταν κάνουν στο «Ρεξ» την «Αννα των χιλίων ημερών», με σκηνοθέτη τον Δημήτρη Μυράτ. Στη συνέχεια παίζει για πρώτη φορά δίπλα στην Κοτοπούλη, στην «Καινούρια ζωή». Το 1967 γράφει και παρουσιάζει στη Θεσσαλονίκη το πρώτο του θεατρικό έργο «Ενα κορίτσι στο παράθυρο», σε μουσική Μάνου Λοΐζου.
Λαμπρή ήταν η καριέρα του και στον κινηματογράφο. Συνολικά συμμετείχε σε 101 ταινίες, σε δύο από τις οποίες είχε γράψει και το σενάριο. Από τις μεγάλες επιτυχίες του θεωρούνται οι ταινίες «Ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές», «Κάλπικη Λίρα», «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Ο Πατούχας», «Το σωφεράκι», «Ο γρουσούζης» κ.ά. Εμφανίστηκε, επίσης, και στην τηλεοπτική σειρά «Ο θείος μας ο Μίμης» (1984). Το λογοτεχνικό του ταλέντο μάς χάρισε 7 βιβλία (4 ποιητικές συλλογές: «Μπουλούκια» 1940, «Ημιτόνια» 1960, «Σκληρά τριολέτα» 1961 και ο «Θάνατος των ημερών» 1976) και 3 αυτοβιογραφικά («25 χρόνια θέατρο» 1958, «Το ποτάμι της ζωής μου» και «Ελ Ντάμπα - Ομηρος των Εγγλέζων» 1965) και δύο θεατρικά έργα.
Υπήρξε μέλος του ΔΣ του ΣΕΗ, μέλος της Πανελλήνιας Ενωσης Ελευθέρου Θεάτρου και πρόεδρος του ΔΣ Αρματος Θέσπιδος. Τιμήθηκε με τα παράσημα Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α` και Σταυρό του Αποστόλου Μάρκου Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας.
Η γυναίκα του Μαργαρίτα Τσάλα, με την οποία απόκτησε δύο κόρες, είχε εξοριστεί στη Γυάρο, κατά τη διάρκεια της χούντας. Τότε έμεινε μόνος του με τις δύο κόρες του. Εκείνη την περίοδο ασχολήθηκε με αξιοσημείωτη επιτυχία με την τεχνική του κολάζ και μάλιστα με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, τη χρήση «ψηφίδων» από γραμματόσημα με τις οποίες έφτιαξε μεγάλο αριθμό ζωγραφικών πινάκων.
Το 1975 γράφει και ανεβάζει, με το θίασο «Αυλαία», το δεύτερο έργο του «Πελοπίδας ο καλός πολίτης». Το ταξίδι του στο θεατρικό σανίδι τελειώνει με τις επιθεωρήσεις «Το ΠΑΣΟΚ της Χάιδως» και «Του ΠΑΣΟΚ τους το χαβά» των Λάκη Λαζόπουλου - Γιάννη Ξανθούλη (1984). Πέθανε ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς, στις 29 Οκτώβρη του 1986.
Κι όμως αυτός ο άνθρωπος με πενήντα χρόνια σκληρής δουλειάς, το 1981, όταν θέλησε να συνταξιοδοτηθεί, δε στάθηκε δυνατόν. Είχε μόνο 1.400 ένσημα, που δεν αρκούσαν ούτε για τη μικρότερη σύνταξη. Επρεπε να δουλέψει άλλα πέντε χρόνια για να συμπληρώσει τη βάση. Δούλεψε. Τα συντάξιμά του συμπληρώθηκαν διά της βίας με τις τελευταίες ραδιοτηλεοπτικές εμφανίσεις τους και με μια τιμητική σύνταξη από το ΥΠΠΟ, που όμως δε χάρηκε παρά ελάχιστα, αφού τα προβλήματα υγείας του τον πρόδωσαν.
Σε μια συνέντευξή του το 1983 γύρω από το θέατρο, υπογράμμιζε: «Η Ελλάδα ήταν πάντοτε πνευματική αποικία. Και δυστυχώς εξακολουθεί να είναι... Το θέατρο ήταν και είναι μια παγκόσμια θρησκεία που αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους της Γης. Κι εμείς τούτη τη θρησκεία την κάναμε "οίκον εμπορίου και οίκον απωλείας". Στον τόπο μας ποτέ η τέχνη δεν έγινε κτήμα του λαού. Αυτό δε συνέφερε την άρχουσα τάξη».
No comments:
Post a Comment