Απλός και άμεσος λόγος, λιτή και αισθαντική ερμηνεία, που προκαλούν ρίγη στον θεατή
- Του Σπυρου Παγιατακη, Η Καθημερινή, Kυριακή, 3 Aπριλίου 2011
- Δημήτρης Δημητριάδης
Λήθη
Σκην.: Δημήτρης Τάρλοου
Θέατρο Πορεία
Ετσι σκηνοθετημένη από τον Δημήτρη Τάρλοου, και τοιουτοτρόπως
ερμηνευμένη από τον ηθοποιό Δημοσθένη Παπαδόπουλο, αυτή η «Λήθη» του
Δημήτρη Δημητριάδη με εντυπωσίασε όσο δεν το περίμενα. Και δεν το
περίμενα επειδή μέχρι τώρα ο συγγραφέας Δ. Δημητριάδης δεν ήταν ανάμεσα
σ’ αυτούς που προτιμούσα. Τον θεωρούσα όχι μονάχα δυσνόητα εγκεφαλικό,
αλλά και ότι ανήκε σε αυτή την –ανυπόφορη για λόγου μου– σχολή του
μεγαλόστομου γαλλικού bavardage, δηλαδή της άκρατης και ανώφελης
φλυαρίας. Πάντα προτιμούσα τον ορθολογισμό και το χιούμορ των
Αγγλοσαξόνων.
Με αρνητικές λοιπόν προσδοκίες πήγα στο θέατρο
«Πορεία» για να παρακολουθήσω το έργο ενός συγγραφέα «που φέρει επάξια
τον τίτλο του, στο κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης και στον τρόπο
αποκρυπτογράφησης του απροσπέλαστου μυστικού της». Κάτι παρόμοια
μεγαλορρήμονα έγραφε το πρόγραμμα της παράστασης και με πάγωναν…
Η
πρώτη ευχάριστη έκπληξη ήρθε ηχητικά. Η σύνθεση ήχων από τον Blaine
Reininger (όπου υπήρχε κι ένα επεξεργασμένο «Υπάρχω» του Καζαντζίδη)
εισήγαγε σε καινούργια ακούσματα. Στη σκηνή ένα γυάλινο ορθογώνιο κουτί,
κάτι ανάμεσα σε μήτρα και φέρετρο. Μέσα του ο ηθοποιός Δημοσθένης
Παπαδόπουλος μιλάει για το κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη.
Δεύτερη
έκπληξη: ένα κείμενο απλό. Απλούστατο. Με σύντομες, ουσιαστικές και –το
κυριότερο– απόλυτα κατανοητές φράσεις. «Γεννιέμαι. Δεν έχω καμιά
ιστορία να αφηγηθώ. Δεν έχω τίποτα να φέρω στο μυαλό μου…» Αντίθετα με
το «κλασικό» πλέον «Πεθαίνω σαν χώρα» του ίδιου συγγραφέα όπου υπήρχε ο
πρώτος πληθυντικός (…μαζί ποθήσαμε να είναι γόνιμα αυτά τα σπλάχνα… Ο
πόθος μας ένωσε… εφιαλτικά δελτία ειδήσεων που μας εμπόδιζαν ακόμα και
να κοιταχτούμε… ) εδώ υπάρχει μόνο ο πρώτος ενικός. (Είμαι χωρίς να
υπάρχω. Ζω μόνο για να βιώνω την ανυπαρξία μου. Δεν ανατρέχω, δεν
επιστρέφω, δεν παλινδρομώ. Είμαι. Και δεν φοβάμαι.)
Εγώ πάντως
ένιωσα μιαν ανατριχίλα ακούγοντας το κείμενο αυτό του Δημητριάδη.
Φοβήθηκα. Εύκολα ταυτίζεσαι με τον ολόγυμνο ήρωα, ο οποίος περιορισμένος
μέσα στο στενάχωρο καβούκι του πάνω στη σκηνή, σου δημιουργεί ρίγη
συνειδητοποιώντας την τραγική μοναξιά που κουβαλάμε από την πρώτη μέχρι
την τελευταία στιγμή. Δύσκολα, όμως, μπορείς να νιώσεις τόσο
αποκαρδιωμένος ώστε να απέχεις από τα πάντα όσο ο ήρωας του κειμένου.
Για τον συγγραφέα τίποτα πια δεν έχει σημασία. Δεν υπάρχει –στη
συγκεκριμένη περίπτωση– καμιά ελπίδα. Η μοναδική αξία που παραδίδει σε
μας, στο κοινό του, είναι το σώμα και τίποτα άλλο. Σ’ αυτήν την
παράσταση - αλληγορία, ο «άνθρωπος» ενδύεται τελικά μόνο προτού το
γυάλινο κουτί που είναι μήτρα - φέρετρο - κατοικία, γείρει οριζόντια,
και για πάντα. Η μοναδική λύτρωση, η θνητότητα, είναι πλέον αναπόδραστη.
Πολύ
συγγενικά με όσα υποστηρίζει και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο σημερινός
δυτικός άνθρωπος –συμπεριλαμβανομένου και του νεοέλληνα– είναι ένα άτομο
περιορισμένο στην καθαρά ιδιωτική του σφαίρα. (Ελπίζω πάντως να μη βγει
αληθινός ο καλός φιλόσοφος, ο οποίος πριν από περίπου μια δεκαετία είχε
πει πως μια οικολογική καταστροφή, ένας οικολογικός κατακλυσμός θα
μπορούσε να οδηγήσει μάλλον σε κάποιο φασιστικό ή ολοκληρωτικό καθεστώς
παρά σε ένα δημοκρατικό ξύπνημα. Τα γεγονότα της Ιαπωνίας θα
δείξουν...).
Παρ’
όλο που έχει πρωτοπαρουσιαστεί στο Παρίσι (και μάλιστα δύο φορές, το
1998 και το 2001) η υπαρξιακή «Λήθη» με τα μεταφυσικά παρακλάδια της
ασφαλώς και δεν προσφέρεται ιδιαίτερα για τη σκηνή. Το κείμενο
τονίζοντας την αντιφατική και ψυχοπαθολογική μας σχέση με τον
δυτικο-ευρωπαϊκό πολιτισμό κάνει βέβαια την απόπειρα να εμφανίσει μιαν
«ελληνικότητα». Μια εθνική ιδιοσυγκρασία την οποία εγώ τουλάχιστον
αδυνατώ ν’ αντιληφθώ. Ερμηνεύοντας το τι σημαίνει να είσαι Ελληνας για
τον ίδιο τον Δημητριάδη η Δήμητρα Κονδυλάκη, η οποία μελέτησε το έργο
του, αναφέρει πως κάτι τέτοιο «αποτελεί μια υπεκφυγή επιτρέποντας στους
σύγχρονους να ιδιοποιηθούν ένα παρελθόν και μια ταυτότητα απατηλά...».
Παρόμοια λεκτικά αραβουργήματα με μπερδεύουν αφάνταστα. Είναι τα
«γαλλικά» που ανέφερα και στην αρχή.
Ομως εδώ ο λόγος του
Δημητριάδη είναι απλός κι άμεσος και δεν θυμίζει –ευτυχώς!– τον παλιό
του εαυτό. Με την ευθύγραμμη σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου, και την
ακόμα πιο λιτή –παρ’ όλο βαθιά αισθαντική– ερμηνεία του Δημοσθένη
Παπαδόπουλου τούτη η «Λήθη» μ’ έκανε και ρίγησα, κάτι που σπάνια έχω
νιώσει στα τόσα χρόνια που βλέπω θέατρο.
No comments:
Post a Comment