Ανησυχεί για τη νεότερη γενιά, σχολιάζει το «μαζί τα φάγαμε» και ελπίζει ότι αυτή η παράσταση θα ταρακουνήσει πολλά μυαλά
H Θέμις Μπαζάκα στις πρόβες του έργου «Μητέρα του σκύλου»
- της Μυρτώς Λοβέρδου, ΤΟ ΒΗΜΑ: Πέμπτη 7 Απριλίου 2011
Το βιβλίο βρισκόταν για καιρό στη βιβλιοθήκη της. Απλωσε το χέρι στο ράφι και το διάβασε. Σήμερα η Θέμις Μπαζάκα ετοιμάζεται να ερμηνεύσει τη Ραραού στη «Μητέρα του σκύλου» του Παύλου Μάτεσι, σε θεατρική διασκευή του ίδιου του συγγραφέα και σε σκηνοθεσία του Νικίτα Μιλιβόγεβιτς. «Πρόκειται για ένα βιβλίο που διασχίζει την ιστορία της νεότερης Ελλάδας, γεμάτο εικόνες. Είναι κρίμα που κανένας έλληνας κινηματογραφιστής δεν το μετέφερε στη μεγάλη οθόνη» λέει η ηθοποιός, η οποία έχει μια ιδιαίτερη- και μακροχρόνια σχέση με το σινεμά. «Η επιλογή της Νέας Σκηνής είναι ενδεικτική του στίγματος της δουλειάς μας. Είναι μια πιο ήρεμη εκδοχή, πιο αφαιρετική, πιο μίνιμαλ, χωρίς σκηνικά. O Μιλιβόγεβιτς αγαπάει το έργο, το πιστεύει και επιλέγει κομμάτια που τον ενδιαφέρουν».
Το πρώτο μέρος της παράστασης είναι αφηγηματικό. Αργότερα έρχονται οι σκηνές της δράσης και των σχέσεων ώσπου η Ραραού να μείνει μόνη. Εργο συναισθημάτων, αισθημάτων και θέσεων, Η μητέρα του σκύλου έρχεται να μας θυμίσει ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά.
«Η δική μου Ραραού βγαίνει μέσα από τη ματιά του σκηνοθέτη, που δεν έχει αγγίξει καθόλου το σημείο της τρέλας της ούτε έχει πατήσει στις φαντασιώσεις της. Περισσότερο βγαίνουν η μοναχικότητά της, η μοναξιά της, ο αγώνας για επιβίωση και η αθωότητά της, μια αθωότητα που αγγίζει την αφέλεια με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορεί να λέει τις μεγαλύτερες αλήθειες». «Αυτό όμως που με συγκινεί πιο πολύ απ΄ όλα» προσθέτει η ηθοποιός «είναι ότι όσα λέει,ακόμη και τα πιο αρνητικά, τα λέει με θετικό τρόπο. “Εμένα η ζητιανιά δεν με τα πείνωνε γιατί δεν την ενέκρινα”λέει στον εαυτό της και νιώθει καλύτερα».
Η Θέμις Μπαζάκα πιστεύει ότι το έργο είναι «μεγαλειώδες» επειδή αποτυπώνει μια μεγάλη αλήθεια: «Τίποτα δεν θυμόμαστε, τίποτα δεν έχουμε μάθει. Βλέποντας αυτή την παράσταση, αν μπορέσουμε να κερδίσουμε κάτι, αυτό είναι ίσως ένα ταρακούνημα του μυαλού μας». Θέλουμε όμως πραγματικά να ταρακουνηθούμε; «Κοίτα, ο άνθρωπος έχει τον νου. Και αν ξυπνήσει ο νους, μπορεί να δει τα πράγματα λίγο διαφορετικά. Δεν πιστεύω σε τίποτε άλλο. Γιατί ο άνθρωπος, όπως λέει και η Ραραού, είναι θηρίο ανελέητο, όλα τα λησμονάει. Αυτό δεν είναι λίγο η τέχνη; Εστω για ένα λεπτό κάποιος κάτι να σκεφτεί... Ο άνθρωπος θέλει να σκέφτεται όλο και λιγότερο και να προσπερνά. Τι να προσπερνά όμως; Την ίδια τη ζωή... Είναι τρομερό αυτό το πράγμα. Ο άνθρωπος δεν βλέπει τη μέρα του αυτόνομα. Το παρατηρώ αυτό κυρίως στα νέα παιδιά. Είναι απελπισμένα.Βλέπουν μπροστά τους αδιέξοδα. Δεν ξέρω πια πού είναι η ελπίδα, πού είναι η αισιοδοξία. Είναι τόσο λίγοι οι αισιόδοξοι. Και είναι πλέον γραφικοί» λέει. Ανησυχεί κυρίως για τη νεότερη γενιά: «Είναι τόσο αμόρφωτα και απαίδευτα σήμερα τα παιδιά. Παράλληλα νιώθεις ότι δεν προβληματίστηκαν ποτέ για κάτι σημαντικό».
Η ίδια δείχνει να έχει επιλέξει μια πιο ανατολίτικη στάση ζωής: να μη βλέπεις τη ζωή σε βάθος, γιατί φρικάρεις, αλλά σιγά σιγά, σε φάσεις, σε φέτες... «Να βλέπεις τη μέρα σου. Οχι όμως με την έννοια του να βλέπεις μόνο τον εαυτό σου. Γιατί αυτό είναι το πρόβλημα του Ελληνα σήμερα: ο εαυτούλης του. Αυτό το “μαζί τα φάγαμε” ο Θόδωρος Πάγκαλος το είπε άκομψα, το είπε άγαρμπα, δεν του επιτρεπόταν να το πει. Αλλά αν μπορέσεις να δεις τη φράση αυτή από απόσταση, καταλαβαίνεις ότι κι ο καθένας μας στον δικό του μικρόκοσμο έκανε την κουτσουκιά του». «Αλλά» τονίζει «στο χοντρό παιχνίδι δεν φταίξαμε. Και επειδή το χοντρό παιχνίδι δεν το πληρώνει κανείς, γι΄ αυτό και ο άλλος αρνείται να συμμετάσχει. Δεν μπορεί να υπάρχει τόση ατιμωρησία. Πώς να πιστέψεις μετά στη Δικαιοσύνη; Ετσιχάνεις τον μπούσουλα, δεν ξέρεις σε ποια αξία να πιστέψεις. Και αυτό σε κάνει πιο ατομιστή, πιο βίαιο, πιο αρνητικό- σε απομονώνει».
Κάτοικος του κέντρου, η Θέμις Μπαζάκα δουλεύοντας στο Εθνικό βιώνει καθημερινά τη βιαιότητα της πόλης. Ωστόσο, «μπορεί να ακουστεί παράλογο, αλλά δέκα ώρες μέσα στο θέατροτο μυαλό μου απασχολείται με άλλα, μεγάλα πράγματα και έτσι ξεφεύγω. Αυτό είναι μεγάλη ευτυχία. Μετά έρχεται η πραγματικότητα, αλλά στο Εθνικό συγκεκριμένα είμαστε ένας μικρόκοσμος σε οργασμό δημιουργικότητας, ζούμε μια ψευδαίσθηση. Μπαίνεις το πρωί και βγαίνεις το βράδυ. Εχεις ζήσει δέκα ζωές αλλά όχι αυτήν εκεί έξω».
Επιστρέφοντας στα λόγια της ηρωίδας της, που αναρωτιέται «τι είναι πατρίδα», η ηθοποιός σημειώνει ότι η Ραραού μέσα από την αφέλειά της οδηγείται σε σουρεαλιστικά (ή μη) συμπεράσματα, όπως η ρήση «εμένα μ΄ αρέσει η βασίλισσα και η μαντάμ Ρίτα, η πουτάνα. Γιατί αυτές τις δύο, όταν τις είδα, ανατρίχιασα». Και η Θέμις Μπαζάκα καταλήγει: «Μακάρι η παράσταση να αφήσει την αίσθηση του μάταιου με μια γλυκόπικρη διαπίστωση της ζωής».
«Η μητέρα του σκύλου» του Παύλου Μάτεσι, σε διασκευή του συγγραφέα, ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Νικίτα Μιλιβόγεβιτς στη Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος».
No comments:
Post a Comment