Ο πατριάρχης της απλότητας
- Επτά, Κυριακή 3 Απριλίου 2011
ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης δεν φοβόταν
τον θάνατο. Κόντευε τα 80 όταν το δήλωνε, αλλά δεν μπορούσες παρά να τον
καμαρώσεις, βλέποντάς τον δημιουργικό και ακμαίο, ν' ανυπομονεί να δει
την «Κωμωδία» του επί σκηνής.
Ηταν το καλοκαίρι του 2002, τότε που ο Γιώργος Μιχαηλίδης
ετοιμαζόταν να παρουσιάσει στο Ηρώδειο αυτήν την ξεκαρδιστική του
σάτιρα, που εκτυλίσσεται στον Αδη, κι όπου οι νεκροί πολιτεύονται,
χρηματίζονται, διασκεδάζουν και καταλώνουν αφειδώς, όπως και στην
προηγούμενη ζωή. «Ειλικρινά δεν τον φοβάμαι» μας διαβεβαίωνε: «Ισως
επειδή έζησα καθημερινά μαζί του, κρατούμενος στο Μαουτχάουζεν. Εκεί που
βρισκόμουν, οι πιθανότητες να βγεις ζωντανός ήταν μία στις εννιά...
Αυτή η εμπειρία μού άφησε μια αίσθηση ματαιότητας που ουδέποτε μ'
εγκατέλειψε, αναξάρτητα από τις φιλοδοξίες μου. Αν φοβάμαι κάτι, είναι ο
κακός θάνατος, αυτός που σε διασύρει...»
Γεννημένος στη Νάξο τον Δεκέμβριο του 1922, ο Ιάκωβος
Καμπανέλλης έμελλε να περάσει τους τελευταίους μήνες της ζωής του στο
«Μητέρα», ταλαιπωρούμενος από νεφρική ανεπάρκεια. Εκεί ξεψύχησε την
περασμένη Τρίτη, αφήνοντας ένα κενό που δύσκολα θα συμπληρωθεί. Γόνος
πολυμελούς οικογένειας που για οικονομικούς λόγους μετεγκαστάθηκε το
1935 στη Νίκαια, ο «πατριάρχης του νεοελληνικού θεάτρου» αναγκάστηκε από
μικρός να εργάζεται την ημέρα και να σπουδάζει τα βράδια σε τεχνική
σχολή. Τη δίψα του για μόρφωση την κάλυπτε νοικιάζοντας μεταχειρισμένα
βιβλία από τα παλαιοβιβλιοπωλεία... Οταν όμως εξελέγη παμψηφεί μέλος της
Ακαδημίας Αθηνών, είχε να το παινεύεται:
«Μπορεί να μην έχω απολυτήριο γυμνασίου, αλλά ήμουν πιο
διαβασμένος από πολλούς πτυχιούχους της εποχής μου. Θα 'θελα βέβαια να
γνωρίζω αρχαία ελληνικά ή να έχω μια προπαίδεια στα φιλοσοφικά ζητήματα.
Εκεί οι σπουδές σε πάνε ακόμα πιο βαθιά. Η ζωή ωστόσο ενός
θεατρανθρώπου συνδέεται αναγκαστικά με τους χιλιάδες χαρακτήρες του
παγκόσμιου δραματολογίου. Εγώ έζησα και με αυτόν τον κόσμο, αντλώντας
άπειρα διδάγματα. Και μέσα απ' αυτό το υπερπανεπιστήμιο, το υπερταμείο
βιωμάτων, καθοδηγήθηκα στο να ερμηνεύσω φαινόμενα και κοινωνικά και
υπαρξιακά».
Ο Καμπανέλλης σαγηνεύτηκε από το θέατρο, αφού είχε ήδη βιώσει
την εμπειρία του εγκλεισμού στο ναζιστικό στρατόπεδο του Μαουτχάουζεν,
«ανταμοιβή» για την αντιστασιακή του δράση επί Κατοχής, η οποία
αποτυπώθηκε στο ομώνυμο βιβλίο του και μπήκε στα χείλη όλων μας χάρη
στους μελοποιημένους στίχους του από τον Μίκη Θεοδωράκη. Ηταν χάρη στις
παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης του Κουν, τον χειμώνα του '45, που
ανακάλυψε τον εαυτό του και τον προορισμό του σ' αυτή τη ζωή. Τι
αναζητούσε όμως, κυρίως, όταν ξεκινούσε να γράφει θέατρο ο ίδιος; Εναν
τρόπο έκφρασης ή ένα μέσο βιοπορισμού;
«Ημουν και παραμένω ερασιτέχνης», επέμενε σ' εκείνη τη συνάντησή
μας. «Θεωρώ μάλιστα προσβλητικό να με αποκαλούν επαγγελματία. Ποτέ δεν
σκέφτηκα αν το έργο θα φέρει κόσμο. Φυσικά, ήθελα να το δουν πολλοί,
επειδή και η επιχείριση - δεν δίνονταν τότε κρατικές επιχορηγήσεις -
έπρεπε να συντηρηθεί. Εγραφα όμως και επιφυλλίδες, εργάστηκα ως
κειμενογράφος σε διαφημιστικές εταιρείες, είχα και κάποια ποσοστά από
τραγούδια, ζούσαμε. Ξεκινώντας δύο στόχους είχα: το Τέχνης και το
Εθνικό. Καθώς το πρώτο παρέμεινε κλειστό μεταξύ '49 και '54, υπέβαλλα τα
έργα μου στο δεύτερο. Ε, απορρίπτονταν το ένα μετά το άλλο! Δεν
σταμάτησα την προσπάθεια μέχρι να το εκπορθήσω, αλλά πάντοτε με τους
δικούς μου όρους. Κι έγραφα πάντα για να εκφραστώ».
Το Εθνικό άνοιξε τελικά τις πόρτες του το '55, με την «Εβδομη
μέρα της δημιουργίας», ενώ δύο χρόνια αργότερα ο Κάρολος Κουν
σκηνοθετούσε στο υπόγειο του Τέχνης την «Αυλή των θαυμάτων», από τα πιο
σημαντικά έργα της σύγχρονης δραματουργίας μας. «Αμέσως μετά, δεν είχα
ανάλογες επιτυχίες» παραδεχόταν: «Πολλοί μάλιστα αναρωτιώνταν γιατί δεν
συνέχιζα έτσι, αφού είχα βρει έναν τρόπο γραφής και μια συγκεκριμένη
θεματολογία. Η ιδέα όμως της "Αυλής..." και τα προβλήματα των ηρώων της
με είχαν ερεθίσει τον καιρό που έμενα δίπλα σε μια αυλή και η κοινωνική
μου κατάσταση ήταν παρεμφερής με τη δικιά τους. Οταν αργότερα ήμουν
φίρμα, όταν μ' έβλεπε για παράδειγμα ο γιατρός στην ουρά και μ' έβαζε
πρώτον μέσα, δεν ήμουν ο ίδιος. Θα ήταν συγγραφική φτωχοκαπηλεία να
πουλάω θεατρικά τον πόνο των άλλων για να βγάλω περισσότερα χρήματα και
να γίνω ακόμα μεγαλύτερη φίρμα».
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης σφράγισε τη νεοελληνική δραματουργία με το
έργα του -«Παραμύθι χωρίς όνομα», «Γειτονιά των αγγέλων», «Το μεγάλο
μας τσίρκο», «Βίβα Ασπασία», «Οδυσσέα γύρισε σπίτι», «Πρόσωπα για βιολί
και ορχήστρα», «Ο μπαμπάς ο πόλεμος», «Ο δρόμος περνά από μέσα» ... -
ενώ δικά του ήταν και τα σενάρια του «Δράκου» του Κούνδουρου, της
«Στέλλας» του Κακογιάννη, του «Κορίτσια τον ήλιο» του Γεωργιάδη.
Αποχώρησε πλήρης ημερών, έχοντας ευτυχήσει να τιμηθεί εν ζωή από την
πολιτεία και από τους ακαδημαϊκούς της θεσμούς. Κι έχοντας διασχίσει
όλον σχεδόν τον 20ό αιώνα, ήταν πεπεισμένος πως δεν ήταν οι πολιτικές
ηγεσίες που κυβερνούσαν αλλά το «κεφάλαιο»: «Το ίδιο συμβαίνει και
τώρα», έλεγε μέχρι πρόσφατα: «Οι λαοί δεν ελέγχουν τους κυβερνήτες
τους».
No comments:
Post a Comment